ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 1804
28 Ιουνίου, 1996
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΤΥΡΠΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Αρ. 753/90 & 885/90)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος— Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Θεωρία και νομολογία— Περιστάσεις στην κριθείσα περίπτωση — Σώρευση επί των αυτών δεδομένων του επιπρόσθετου ακυρωτικού λόγου της πάσχουσας προπαρασκευαστικής πράξης που συμπαρασύρει την όλη σύνθετη διοικητική ενέργεια.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών σε Ανώτερους Υπαστυνόμους στην Πυροσβεστική.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Αιτιολογία που δεν παρέχει στον Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως.
Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου.
Τότε μόνον η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ' αυτήν είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων.
Είδος πλημμελείας της αιτιολογίας είναι και η μη συμφωνία αυτής προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο.
Στη Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 486 το υλικό πάνω στο οποίο βασίσθηκε η διοίκηση για να καταλήξει στην επίδικη απόφαση δεν είχε καταγραφεί. Κρίθηκε ότι η μη καταγραφή δεν επιτρέπει στο δικαστήριο να ασκήσει δικαστικό έλεγχο και ότι καθιστά την επίδικη απόφαση πλημμελή γιατί στερείται αιτιολογίας.
Στην κρινόμενη υπόθεση η απουσία από τους φακέλους των υπηρεσιακών στοιχείων τα οποία αποτέλεσαν το πραγματικό υπόβαθρο για την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως (βλ. παρά. III του σχετικού έντυπου του Συμβουλίου) καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο. Όπως έχουν τα πράγματα ενώπιον του δεν παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο σχετικό συμπέρασμα της. Δεν είναι δυνατόν για το δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η αιτιολογία της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας ανταποκρίνεται προς τα στοιχεία του φακέλου ή κατά πόσο το συμπέρασμα "που διατυπούται σ' αυτή - την απόφαση - είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στον φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων" (Στ.Ε. 136/31). Ούτε είναι δυνατόν για το δικαστήριο να παρακολουθήσει "βήμα προς βήμα την διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης". Ακολουθεί πως η επίδικη πράξη πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και για το λόγο αυτό πρέπει ν' ακυρωθεί.
Τέλος, μπορεί, επίσης, να λεχθεί ότι έχοντας υπόψη την υπεροχή του πρώτου αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών, όπως αυτή αναδύεται μέσα από το πιο πάνω έντυπο Ατομικής Αναφοράς, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι πλημμελής λόγω μη συμφωνίας της προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο.
2. Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης πράξης. Συνδέεται και αυτός με την πλημμέλεια των πιο πάνω αξιολογήσεων.
Η διαδικασία προαγωγών όπως προβλέπεται από τους Κανονισμούς αποτελεί μια σύνθετη διοικητική ενέργεια.
Η διαμόρφωση αξιολόγησης από την Επιτροπή Αξιολόγησης και από το Συμβούλιο Κρίσεως στην απουσία των στοιχείων που αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την αξιολόγηση αποτελεί νομικό ελάττωμα των δύο εκείνων προπαρασκευαστικών πράξεων και οδηγεί στην ακυρότητα τους η οποία έχει επιφέρει και την ακυρότητα της τελικής πράξης.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Iacovides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 191,
Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675,
Georghiades v. Republic (1980) 3 C.L.R. 486,
Christodoulou v. C.Y.T.A. (1978) 3 C.L.R. 61,
Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί οι αιτητές.
Ν. Κληρίδου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση αρ. 753/90.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση αρ. 885/90.
Α. Χριστόφορου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί μετά από διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 16.4.91. Στρέφονται κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν προαχθεί στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Η απόφαση στις πιο πάνω προσφυγές επιφυλάχθηκε από τον αποβιώσαντα Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πογιατζή στις 4.11.93. Μετά το θάνατο του η υπόθεση ορίστηκε για επανεκδίκαση στις 17.1.96. Η απόφαση του δικαστηρίου με την παρούσα σύνθεση επιφυλάχθηκε στις 19.2.96.
Διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης:
Διέπεται από τον περί Αστυνομίας Νόμο, Κεφ. 285 και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 ("οι Κανονισμοί"). Παράθεση των σχετικών κανονισμών θα βοηθήσει στην πληρέστερη κατανόηση των επιδίκων θεμάτων.
Σύμφωνα με τον Καν. 3:
"3.-(1) Προαγωγή σ' όλους τους βαθμούς της Δύναμης θα διενεργείται με επιλογή μεταξύ εκείνων που κατέχουν τα προσόντα για προαγωγή, σύμφωνα με τους παρόντες Κανονισμούς.
(2) Η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δε θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή, μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.
(3) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών ή ισότιμο προσόν ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό για τουλάχιστον έξι μήνες συνολικά σε θέματα συναφή με τις εξουσίες και τα καθήκοντα της Δύναμης θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν:
Νοείται ότι στον όρο μετεκπαίδευση στο εξωτερικό δεν περιλαμβάνεται η παρακολούθηση σεμιναρίων ή άλλων μαθημάτων διάρκειας μικρότερης των δέκα εβδομάδων."
Οι υποψήφιοι για προαγωγή μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου αξιολογούνται και ταξινομούνται από Επιτροπή Αξιολόγησης και στη συνέχεια από το Συμβούλιο Κρίσεως. Κανένας δεν αξιολογείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης εκτός αν κατέχει τα προβλεπόμενα από τους Κανονισμούς προσόντα. (Βλ. Καν. 4).
Επιτροπή Αξιολόγησης:
Η διαδικασία αξιολόγησης που ακολουθείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης ρυθμίζεται από τον Καν. 6 (2) και (3) σύμφωνα με τον οποίο:
"6.- (2) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα διεξέρχεται και μελετά τους προσωπικούς φακέλους και ατομικά δελτία των υποψηφίων και θα αξιολογεί τούτους με βάση τα προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό 3 των παρόντων Κανονισμών μαζί με αναφορά σε θέματα απόδοσης, ενεργητικότητας, κατάρτισης στα αστυνομικά καθήκοντα, προσωπικού κύρους και προσωπικότητας, αισθήματος πειθαρχίας, ικανότητας αποτελεσματικής διεκπεραίωσης καθηκόντων και ευθυνών και ικανότητας να εξασφαλίζει από τους άνδρες του το βέλτιστο και να αποφέρει αποτελέσματα:
Νοείται ότι κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης η Επιτροπή Αξιολόγησης θα συμβουλεύεται τον υπεύθυνο Αξιωματικό πόλεως ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό υπαίθρου ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό του Κλάδου, ανάλογα με την περίπτωση, που υπηρετεί ο αξιολογούμενος υποψήφιος;
Νοείται περαιτέρω ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης οφείλει να καλεί, να ενημερώνει και ακούει τους μη συνιστώμενους υποψηφίους.
(3) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα συντάσσει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έκθεση αξιολόγησης πάνω σε ειδικό έντυπο που θα καθορίζεται από τον Αρχηγό και θα εγκρίνεται από τον Υπουργό, την οποία θα παραδίδει στον Αστυνομικό Διευθυντή της επαρχίας ή της Μονάδας που υπηρετεί ο αξιολογούμενος. Ακολούθως ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διοικητής της Μονάδας, αφού ετοιμάσει κατάλογο όλων των προσοντούχων με αλφαβητική σειρά, τον υποβάλλει μαζί με τις εκθέσεις αξιολόγησης κάθε υποψηφίου στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως που αναφέρεται στον Κανονισμό 7 των παρόντων Κανονισμών."
Συμβούλιο Κρίσεως:
Το Συμβούλιο Κρίσεως καλεί ενώπιον του, τους υποψηφίους για προαγωγή και κατά την κρίση του προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά (Βλ. Καν. 8(2)).
Αφού μελετήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης καθώς επίσης και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων, αξιολογεί και βαθμολογεί κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό και καταρτίζει πίνακα που περιέχει τα ονόματα όσων συνιστώνται για προαγωγή με αλφαβητική σειρά (Βλ. Καν. 8(4)).
Ο πίνακας και τα έντυπα που συντάσσονται με βάση την παράγραφο (4) του παρόντος Κανονισμού θ' αποστέλλονται από το Συμβούλιο Κρίσεως στον Αρχηγό ο οποίος, αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κάθε υποψήφιο, με έγκριση του Υπουργού προβαίνει στις προαγωγές σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 13Α του Νόμου (Βλ. Καν. 8(6)).
Γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη πράξη:
Η Επιτροπή Αξιολόγησης διεξήλθε και μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους όλων των υποψηφίων για προαγωγή καθώς και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων και αξιολόγησε όλους με βάση τα προσόντα όπως αναφέρονται στους Καν. 3 και 6(2) των Κανονισμών. Η Επιτροπή κατά την σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης συμβουλεύετο τον υπεύθυνο αξιωματικό του αξιολογούμενου (επιφύλαξη Καν. 6(2)). Μετά τη σύνταξη της έκθεσης της, παρέδωσε τα έντυπα αξιολόγησης των αξιολογουμένων, στο Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, τα οποία και υπέβαλε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως, αφού ετοίμασε κατάλογο των υποψηφίων κατά αλφαβητική σειρά (Καν. 6(3)).
Το Συμβούλιο Κρίσεως κάλεσε ενώπιον του όλους τους υποψηφίους για προαγωγή και προέβηκε σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα Πυροσβεστικής Πρακτικής και Γενικών Γνώσεων και η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την επίδοση κάθε υποψηφίου καταγράφηκε στα πρακτικά σε ειδικό έντυπο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 8(2). Στις συνεδρίες κατά τις συνεντεύξεις παρευρίσκετο και ο Διευθυντής Πυροσβεστικής σαν Παρατηρητής (Καν. 8(3)). Στη συνέχεια το Συμβούλιο Κρίσεως αφού μελέτησε το περιεχόμενο των προσωπικών Φακέλων, τα ατομικά δελτία, τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης καθώς και τα αποτελέσματα από τις προσωπικές συνεντεύξεις αξιολόγησε και βαθμολόγησε τους υποψηφίους πάνω στο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός Αστυνομίας και ενέκρινε ο Υπουργός Εσωτερικών. Το Συμβούλιο Κρίσεως κατάρτισε πίνακα κατά αλφαβητική σειρά όλων όσων συνέστησε για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, που ήταν διπλάσιοι των κενών θέσεων και τον υπέβαλε στον Αρχηγό Αστυνομίας (Καν. 8(4) και (5)).
Με επιστολή του ημερ. 29.6.90 προς τον Υπουργό Εσωτερικών ο Αρχηγός Αστυνομίας πρότεινε για προαγωγή στην επίδικη θέση τα 4 ενδιαφερόμενα μέρη. Το σχετικό μέρος της πρότασης του έχει ως πιο κάτω:
"Αφού έλαβα υπόψη όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά έντυπα και στον προσωπικό φάκελο (καρτέλλα) κάθε υποψήφιου, τα οποία συναποστέλλονται για δική σας χρήση, αξιολόγησα και συνεκτίμησα όλα αυτά στο σύνολο τους, με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, πάντοτε μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Καν. 3. Με βάση την αξιολόγηση αυτή, ίδε συγκριτικό πίνακα, κρίνω ότι οι πιο κάτω είναι οι πιο κατάλληλοι για πλήρωση των τεσσάρων κενών θέσεων και γι' αυτό ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το εδάφιο (1) του Άρθρου 13Α, του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, προτίθεμαι να τους προάξω στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, αφού έχω πρώτα την έγκριση σας σύμφωνα με το ίδιο άρθρο." Ακολουθούν τα ονόματα των 4 ενδιαφερομένων μερών.
Ο Υπουργός Εσωτερικών με σχετικό σημείωμα του - αποτελείτο από τη λέξη "εγκρίνονται" - επί της επιστολής του Αρχηγού Αστυνομίας ενέκρινε τις προαγωγές που επρότεινε ο Αρχηγός Αστυνομίας.
Ο συγκριτικός πίνακας στον οποίο γίνεται αναφορά στην πιο πάνω πρόταση του Αρχηγού Αστυνομίας περιλαμβάνει:
(α) την βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης,
(β) την βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως,
(γ) την γενική βαθμολογία,
(δ) στοιχεία σε σχέση με την αρχαιότητα των υποψηφίων.
Φαίνεται από τον πιο πάνω πίνακα ότι ο Αρχηγός επέλεξε για προαγωγή τους 4 πρώτους υποψηφίους στη βαθμολογία. Ακολούθησε, δηλαδή, τη σειρά επιτυχίας, σύμφωνα με τη βαθμολογία που εξασφάλισε ο κάθε υποψήφιος.
Αρχαιότητα:
Όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τη θέση του Υπαστυνόμου από την 1.11.84. Ωστόσο ο αιτητής Τυρίτας (Προσφυγή 753/90) υπερείχε σε αρχαιότητα, στην αμέσως προηγούμενη θέση του ενδιαφερόμενου μέρους Χ" Γεωργίου κατά 2 έτη, των ενδιαφερομένων μερών Σχίζα και Παπαγεωργίου κατά 7 έτη, και βρίσκεται στην ίδια μοίρα με το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριάκου.
Ο αιτητής Βλαδίμηρου (Προσφυγή 885/90) βρίσκεται στην ίδια μοίρα με το ενδιαφερόμενο μέρος Χ" Γεωργίου. Υστερεί κατά 2 έτη του ενδιαφερόμενου μέρους Κυριάκου και υπερέχει κατά 5 περίπου έτη των ενδιαφερομένων μερών Σχίζα και Παπαγεωργίου.
Ακαδημαϊκά προσόντα:
Όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα υπό των Κανονισμών προβλεπόμενα προσόντα. Το υπό του Καν. 3(3) προβλεπόμενο επιπρόσθετο προσόν δεν κατέχεται από οποιοδήποτε από τους υποψηφίους.
Θεωρώ ότι με βάση την ορθή ερμηνεία του Καν. 6(2) των Κανονισμών κύρια πηγή άντλησης υλικού για σκοπούς αξιολόγησης, από την Επιτροπή Αξιολόγησης, είναι οι προσωπικοί φάκελοι και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως δυνάμει της πάρα. III του σχετικού εντύπου. Η παράγραφος III προβλέπει: "Αξιολόγηση Συμβουλίου: (Με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλλου και ατομικού δελτίου)".
Περαιτέρω, η αξιολόγηση πρέπει να γίνεται με βάση τα προσόντα που αναφέρονται στον Καν. 3 με αναφορά:
(1) Σε θέματα απόδοσης.
(2) Ενεργητικότητας.
(3) Κατάρτισης στα αστυνομικά καθήκοντα.
(4) Προσωπικού κύρους και προσωπικότητας.
(5) Αισθήματος πειθαρχίας.
(6) Ικανότητας αποτελεσματικής διεκπεραίωσης καθηκόντων και ευθυνών.
(7) Ικανότητας να εξασφαλίζει από τους άνδρες του το βέλτιστο και να αποφέρει αποτελέσματα.
Το έντυπο "ατομικής αναφοράς" - "personal report" - που βρί-σκετο σε ισχύ μέχρι το 1989 (Form P.200) προβλέπει για βαθμολογία πάνω στα πιο κάτω:
(i) Διαγωγή. |
(ii) Εμφάνιση. |
(iii) Νοημοσύνη. |
(iν) Κοινή λογική και τακτ. |
(ν) Γλώσσες. |
(vi) Ικανότητα για ηγεσία. |
(vii) Πρωτοβουλία και επιμονή. |
(viii) Γενικές Αστυνομικές Γνώσεις. |
(ix) Ειδικότητες. |
(χ) Σχέσεις με (α) συναδέλφους, (β) το κοινό. |
Τα θέματα (1) μέχρι (7) (πιο πάνω) που προβλέπονται στον πιο πάνω Καν. 6(2) έχουν περιληφθεί στο νέο έντυπο αξιολόγησης. Είναι το Έντυπο Αστ. 200, το οποίο ονομάζεται "Ετήσια προσωπική αναφορά για τα μέλη της Δύναμης". Το νέο έντυπο περιλαμβάνει ακόμη 3 θέματα. Τα πιο κάτω:
(1) Διοικητικά προσόντα.
(2) Νοημοσύνη, κρίση, ευθυκρισία.
(3) Σχέσεις με συναδέλφους και το κοινό.
Το νέο έντυπο έχει χρησιμοποιηθεί σε σχέση με τα έτη 1990, δηλαδή μετά την επίδικη απόφαση. Η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως φαίνεται από τις εκθέσεις αξιολογήσεως, έλαβε χώραν στις 29.11.89.
Αφού εξέτασα τους ενώπιον μου φακέλους των υποψηφίων έχω διαπιστώσει ότι κατά τον χρόνο της αξιολόγησης δεν υπήρχε οποιαδήποτε αξιολόγηση μέσα στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων σε σχέση με τα θέματα (1) - (7) (πιο πάνω), που διαλαμβάνει ο Καν. 6(2). Ούτε υπήρχε οποιοδήποτε υλικό ή πληροφορία η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για αξιολόγηση πάνω στα θέματα που διαλαμβάνει ο Καν. 6(2).
Όλοι οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένων των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών, κατέχουν την θέση του υπαστυνόμου από την 1.11.84.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί μέσα στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων υπάρχει αξιολόγηση τους με βάση το παλαιό έντυπο μέχρι και το έτος 1989. Η αξιολόγηση αφορά τα θέματα (i) μέχρι (χ) πιο πάνω. Εξέταση του συνόλου των εκθέσεων των υποψηφίων των ετών 1984 - ημέρα ανέλιξης τους στο βαθμό του υπαστυνόμου - μέχρι 1989, αποκαλύπτει ότι ο αιτητής Τυρίτας υπερέχει έκδηλα όλων των υποψηφίων. Αποκαλύπτει, επίσης, ότι ο αι-τητής Βλαδίμηρου υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών Σχίζα και Κυριάκου και υστερεί έναντι των ενδιαφερομένων μερών Παπαγεωργίου και Χ" Γεωργίου.
Στο σχετικό πρακτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης σε σχέση με τον κάθε ένα από τους υποψήφιους αναφέρεται: 'Το παρόν έντυπον συμπληρώθηκε αφού η Επιτροπή μελέτησε τον προσωπικόν φάκελον, το ατομικόν δελτίον του υποψηφίου και αφού συμβουλεύθηκε τον ..." - ακολουθεί το όνομα του αξιωματικού τον οποίον συμβουλεύθηκε.
Όπως έχει αναφερθεί μέσα στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων δεν υπάρχει υλικό σχετικό με τα θέματα επί των οποίων έχουν αξιολογηθεί οι υποψήφιοι. Επομένως τα υπηρεσιακά στοιχεία πάνω στα οποία η Επιτροπή Αξιολόγησης φέρεται να έχει βασισθεί για να καταλήξει στην αξιολόγηση της δεν είναι καταγραμμένα οπουδήποτε και δεν βρίσκονται μέσα στους φακέλους των υποψηφίων που είναι τεκμήρια ενώπιον μου. Τονίζεται και πάλιν ότι σύμφωνα με τον Καν. 6(2) κύρια πηγή άντλησης και ανεύρεσης αυτών των στοιχείων είναι οι προσωπικοί φάκελοι και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων. Το ίδιο ισχύει και για την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως η οποία έγινε "με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου" (βλ. πάρα. III του σχετικού εντύπου).
Είναι πρόδηλο από την επίδικη απόφαση ότι η αξιολόγηση του Αρχηγού Αστυνομίας έγινε με βάση συγκριτικό πίνακα ο οποίος περιλάμβανε και τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως. Μάλιστα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Αρχηγός Αστυνομίας επέλεξε τους υποψηφίους με την ψηλότερη βαθμολογία. Συγκεκριμένα, ο πρώτος στη βαθμολογία - Ε.Μ. Χ" Γεωργίου - έχει τελική βαθμολογία 88 1/2 που αποτελείται: Επιτροπή Αξιολογήσεως 39, Συμβούλιο Κρίσεως 42 + 7 1/2 = 88 1/2. Επομένως η βαθμολογία της Επιτροπής έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Ένας από τους λόγους ακυρώσεως ήταν ότι "η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά διαδικασία που πάσχει νομικά" και ότι ήταν αναιτιολόγητη.
Με περαιτέρω ανάπτυξη του πιο πάνω λόγου ακυρώσεως οι ευ-παίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υποστήριξαν ότι η αξιολόγηση των αιτητών δεν ήταν αντικειμενική και ήταν αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου.
Στο βιβλίο του Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130, διαβάζουμε τα πιο κάτω:
"Μια από τις σημαντικώτερες κατακτήσεις του Κράτους Δικαίου, που επετεύχθη διά της λειτουργίας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ήταν η επιβολή στην Διοίκηση της υποχρεώσεως να αιτιολογή τις πράξεις της διά των οποίων θίγονται δικαιώματα ή συμφέροντα των διοικούμενων ώστε να δίδεται η δυνατό-της στο Δικαστήριο να ασκή τον ακυρωτικό του έλεγχο.
Έτσι όπως την αντιλαμβάνεται το Συμβούλιο της Επικρατείας, η απαίτηση αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων συνιστά μια πραγματική νομολογιακή θεωρία κατασκευασθείσα σταδιακώς με γνώμονα την επέκταση του ακυρωτικού ελέγχου στα σημεία εκείνα της διοικητικής δραστηριότητος που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την παραγωγή αυθαιρεσιών. Κατά το Συμβούλιο, τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποίων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό και όταν τούτο, εν όψει της όλης διαδικασίας παραγωγής του, εμφανίζεται ως νόμιμο. Ο έλεγχος της αιτιολογίας είναι, για το Ανώτατο Δικαστήριο έλεγχος της νομιμότητας των σκοπών και των μέσων της διοικητικής πράξεως. Χωρίς να υποκαθιστά την Διοίκηση στις ουσιαστικές της εκτιμήσεις, το Δικαστήριο επιτυγχάνει διά του ελέγχου της αιτιολογίας, να παρακολουθή βήμα προς βήμα την διαδικασία παραγωγής των διοικητικών πράξεων, κυρώνοντας τις πλημμέλειες που διαπράττονται κατ' αυτήν."
Αιτιολογία που δεν παρέχει στον Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 287).
Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου (Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 67).
Τότε μόνον η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ' αυτήν είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων (Απόφαση Στ.Ε. 136/31).
Είδος πλημμελείας της αιτιολογίας είναι και η μη συμφωνία αυτής προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο (Σαρμά, πιο πάνω, σελ. 133, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 191, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 675).
Στη Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 486 το υλικό πάνω στο οποίο βασίσθηκε η διοίκηση για να καταλήξει στην επίδικη απόφαση δεν είχε καταγραφεί. Κρίθηκε ότι η μη καταγραφή δεν επιτρέπει στο δικαστήριο να ασκήσει δικαστικό έλεγχο και ότι καθιστά την επίδικη απόφαση πλημμελή γιατί στερείται αιτιολογίας.
Στην κρινόμενη υπόθεση η απουσία από τους φακέλους των υπηρεσιακών στοιχείων τα οποία αποτέλεσαν το πραγματικό υπόβαθρο για την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως (βλ. πάρα. III του σχετικού εντύπου του Συμβουλίου) καθιστά αδύνατο τον δικαστικό έλεγχο. Όπως έχουν τα πράγματα ενώπιον μου δεν μου παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθώ επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο σχετικό συμπέρασμα της (Σαρμά, πιο πάνω, σελ. 130). Δεν είναι δυνατόν για το δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η αιτιολογία της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας ανταποκρίνεται προς τα στοιχεία του φακέλου (Σπηλιωτόπουλος, πιο πάνω), ή κατά πόσο το συμπέρασμα "που διατυπούται σ' αυτήν - την απόφαση - είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στον φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων" (Στ.Ε. 136/31). Ούτε είναι δυνατόν για το δικαστήριο να παρακολουθήσει "βήμα προς βήμα την διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης" (Σαρμά, πιο πάνω, σελ. 130). Ακολουθεί πως η επίδικη πράξη πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και για το λόγο αυτό πρέπει ν' ακυρωθεί.
Τέλος, μπορεί, επίσης, να λεχθεί ότι, έχοντας υπόψη την υπεροχή του αιτητή Τυρίτα έναντι των ενδιαφερομένων μερών, όπως αυτή αναδύεται μέσα από το πιο πάνω έντυπο Ατομικής Αναφοράς (βλ. σελ. 1812-1813 πιο πάνω), η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι πλημμελής λόγω μη συμφωνίας της προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο. (Βλ. Ιακωβίδης και Σάββα (πιο πάνω), καθώς και Σαρμά (πιο πάνω), σελ. 133).
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης πράξης. Συνδέεται και αυτός με την πλημμέλεια των πιο πάνω αξιολογήσεων.
Η διαδικασία προαγωγών όπως προβλέπεται από τους Κανονισμούς αποτελεί μια σύνθετη διοικητική ενέργεια. Σύμωνα με τον Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, πάρα. 574 και 576:
"Οι σύνθετες διοικητικές ενέργειες αποτελούνται από σειρά (τουλάχιστον δύο) διαδοχικών πράξεων που οδηγούν στην έκδοση μιας τελικής πράξεως, κατά τρόπον ώστε το κύρος της καθεμιάς από αυτές να αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της επόμενης, μέχρι της τελικής πράξεως, στην οποία και ενσωματώνονται δικονομικά όλες οι προηγούμενες. Οι σύνθετες διοικητικές ενέργειες είναι συχνότατες στην διοίκηση και περιλαμβάνουν όλες τις διοικητικές διαδικασίες που αποτελούνται από διάφορα στάδια ή φάσεις αποφάσεων, συναινέσεων, γνωμοδοτήσεων, εγκρίσεων κλπ, που οδηγούν στην τελική πράξη, π.χ. στον διορισμό ή την απόλυση ενός υπαλλήλου, στην χορήγηση αδειών κοκ.
..................................
Η σύνθετη διοικητική ενέργεια αποτελεί ενιαία διοικητική διαδικασία. Από την ενότητα αυτή προκύπτουν ουσιαστικές και δικονομικές συνέπειες. Οι ουσιαστικές συνέπειες αφορούν το κύρος των επί μέρους πράξεων και της όλης διοικητικής ενέργειας: το κύρος καθεμιάς από τις διαδοχικές πράξεις εξαρτάται και από το κύρος όλων των προηγούμενων (προπαρασκευαστικών) πράξεων. Το νομικό ελάττωμα μιας προπαρασκευαστικής πράξεως συμπαρασύρει μάλιστα στην ακυρωσία όχι μόνο όλες τις επόμενες πράξεις, συμπεριλαμβανομένης και της τελικής, αλλά κατά κανόνα την όλη διοικητική ενέργεια. Μόνο αν το νομικό αυτό ελάττωμα είναι περιορισμένης και καθαρά τυπικής σημασίας, καθώς και εντελώς άσχετο με τις προηγούμενες πράξεις, η διαδικασία χρειάζεται να επαναληφθεί μόνο από την ελαττωματική απλώς πράξη. Αλλά και τότε το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι ανήκει στην διάκριση της διοικήσεως να επαναλάβει την όλη διαδικασία."
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στο πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 244:
"Σύνθετος διοικητική ενέργεια.
Μετά την έκδοσιν της διοικητικής πράξεως της αποτελούσης το τέρμα της όλης συνθέτου διοικητικής ενεργείας, αύτη αποτελεί έκτοτε ενιαίαν πράξιν, πλήρως συντελεσθείσαν και συνεπώς εφεξής προσβλητή είναι μόνον η τελευταία πράξις, ουχί δε αυτοτελώς μεμονωμένη και ενδιάμεσος πράξις, ήτις απώλεσε την ίδιαν αυτής αυτοτέλειαν συγχωνευθείσα εις την τελικήν. Προσβαλλομένης όμως της τελικής πράξεως παραδεκτώς προσβάλλονται και λόγοι αναγόμενοι εις τας μερικωτέρας και συγχωνευθείσας πράξεις, η διαπίστωσις δε της ακυρότητος ενός εξ αυτών επιφέρει την ακυρότητα των ακολουθησασών μερικωτέρων πράξεων, δια την έκδοσιν των οποίων η κριθείσα ως παράνομος αποτελεί νόμιμον προϋπόθεσιν."
(Βλ. επίσης, Χριστοδούλου v. A.TH.K. (1978) 3 Α.Α.Δ. 61).
Η διαμόρφωση αξιολόγησης από την Επιτροπή Αξιολόγησης και από το Συμβούλιο Κρίσεως (βλ. πάρα. III του σχετικού εντύπου) στην απουσία των στοιχείων που αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την αξιολόγηση αποτελεί νομικό ελάττωμα των δυο εκείνων προπαρασκευαστικών πράξεων και οδηγεί στην ακυρότητα τους η οποία έχει επιφέρει και την ακυρότητα της τελικής πράξης.
Ακολουθεί πως η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και ακυρώνεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Μετά την ακύρωση της επίδικης απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως (Δημοκρατία ν. Γεωργιάδη (1972) 3 Α.Α.Δ. 594).
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς έξοδα.