ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 1229
17 Μαΐου, 1996 [ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
αναφορικα με το αρθρο 146 του συνταγματοσ ευθυμιος κλεανθους και άλλοι,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 11/95)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος—Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας — Ειδικά η επίκληση παραβάσεως ουσιαστικής διατάξεως νόμου με ισχυρισμό περί αυθαιρεσίας και ανισοτήτων κατά το μισθολογικό διαχωρισμό κατηγοριών υπαλλήλων της Α.ΤΗ.Κ. — Κανένας λόγος ακυρώσεως δεν θεμελιώθηκε.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά του απορριπτικού αποτελέσματος της επανεξέτασης του αιτήματός τους για μισθολογική εξίσωσή τους με τους υπαλλήλους του Τεχνικού Προσωπικού των καθ' ων η αίτηση επικαλούμενοι ότι η εργασία που παρέχεται από αυτούς είναι ισάξια με εκείνη των μελών του Τεχνικού Προσωπικού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ότι:
1. Ο ισχυρισμός για αυθαίρετο διαχωρισμό του Προσωπικού της Αρχής σε κατηγορίες σε σχέση με τις οποίες, χωρίς εκ του Νόμου εξουσιοδότηση, προσφέρθηκε διαφορετικός μισθός δεν τεκμηριώνεται. Οι Κανονισμοί 4 και 8 διαχωρίζουν το προσωπικό κατά κατηγορίες και ειδικότητα ενώ, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση, ο Κανονισμός 57 προνοεί πως "το εκάστοτε ισχύον μισθολόγιο του προσωπικού της Αρχής καταρτίζεται και εγκρίνεται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής". Θα μπορούσε να προστεθεί πως και ο Κανονισμός 15 τον οποίο επικαλέστηκαν οι αιτητές, προνοεί στην παράγραφο 3 πως το εκάστοτε ισχύον σύστημα και το ύψος των μισθών καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο ενώ στην παράγραφο (4) αναφέρεται πως "εν εκάστω βαθμώ, εις πάσας τας κατηγορίας του προσωπικού καθορίζονται μισθολογικές βαθμίδες..."
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση εξηγεί για ποιους ακριβώς λόγους απορρίφθηκε το αίτημα. Στηρίζεται στη διαπίστωση πως, από την έρευνα που διεξάχθηκε, υπάρχει διαφορά στην αξία της εργασίας που προσφέρουν οι αιτητές σε σύγκριση με εκείνη των μελών του Τεχνικού Προσωπικού. Τα αποτελέσματα της έρευνας βρίσκονται στα έγγραφα που κατατέθηκαν, παραπέμπει σ' αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση και ο ισχυρισμός πως είναι αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί.
Προκύπτει από το περιεχόμενο των εγγράφων πως, αντίθετα προς τον ισχυρισμό των αιτητών, διεξάχθηκε έρευνα με αντικείμενο ακριβώς την εργασία που πρόσφεραν οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι της Αρχής.
3. Οι αιτητές δεν ασχολήθηκαν με το περιεχόμενο των εκθέσεων που συντάχθηκαν εν προκειμένω ή των απόψεων που εκφράστηκαν και ο ισχυρισμός τους για πλάνη παρέμεινε αόριστος και αναπόδεικτος. Επίσης δεν έχει τεκμηριωθεί, με αναφορά σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο ο ισχυρισμός τους ότι προσφέρουν εργασία αξίας ίσης προς την εργασία των υπαλλήλων του Τεχνικού Προσωπικού η δε αντίληψή τους πως δε διεξήχθη έρευνα αντιστρατεύεται τα γραπτά κείμενα. Τελικά και η μομφή για μερολοψία σε βάρος τους δεν έχει στοιχειθετηθεί και το δικαστήριο κατέληξε πως οι προταθέντες λόγοι ακυρότητας δεν είναι βάσιμοι.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κλεάνθους και Άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971,
Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη & Άλλων (1991) 3 AAΔ 159.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΗΚ με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητών οι οποίοι ανήκουν στο Διοικητικό και Οικονομικό Προσωπικό καθώς και στο Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως για ισομιθία με τους συναδέλφους τους του Τεχνικού Προσωπικού.
Χρ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές.
Κ. Χ'' Ιωάννου, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ημερομηνίας 19 Ιουλίου 1994 απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητών - υπαλλήλων της Αρχής που ανήκουν στο Διοικητικό και Οικονομικό Προσωπικό όπως και στο Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως, για ισομισθία με τους συναδέλφους τους του Τεχνικού Προσωπικού.
Το αίτημα είχε υποβληθεί στις 31 Αυγούστου 1988 και ασκήθηκαν ως τώρα άλλες τρεις προσφυγές. Η προσφυγή 193/89 αφορούσε στην παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν. Λήφθηκε απορριπτική απόφαση στις 16 Φεβρουαρίου 1989 και οι επιπτώσεις από την εξέλιξη στο πλαίσιο της προσφυγής 977/89 που ακολούθησε, προεκτείνονται ώστε να επιδρούν και στην παρούσα διαδικασία. Το Δικαστήριο αποφάσισε τότε ότι η απόρριψη του αιτήματος για ισομισθία ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον στην προσβολή της. (Βλ. Ευθύμιος Κλεάνθους και Άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971). Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, συναινούντων και των καθ' ων η αίτηση, η απόφαση ακυρώθηκε λόγω παράνομης σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, κατά τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη & Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159. Όπως αναφέρουν οι καθ'ων η αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση στην παρούσα προσφυγή είναι το αποτέλεσμα της επανεξέτασης του θέματος με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της πρώτης απόφασης. Δεν έχουν εγερθεί εκ νέου, προφανώς ως δεδικασμένες για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής, ενστάσεις σε σχέση προς την εκτελεστότητα της πράξης ή τη νομιμοποίηση των αιτητών και, πάνω σ' αυτή τη βάση, θα εξετάσω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν. Στα έγγραφα που επισυνάφθηκαν περιλαμβάνεται και αντίγραφο της Προσφυγής 975/92 η οποία όμως δεν συσχετίσθηκε προς τα επίδικα ζητήματα.
Με πρωτοβουλία των αιτητών ετοιμάστηκε λεπτομερής συγκριτικός πίνακας προς τεκμηρίωση της ανισομισθίας μεταξύ των αιτητών και των μελών του Τεχνικού Προσωπικού. Οι καθ' ων η αίτηση επισημαίνουν πως ο πίνακας αυτός αποδίδει την πραγματικότητα αλλά με δεδομένα τωρινά ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε πάνω στη βάση των δεδομένων του 1989. Το θέμα δεν έχει σημασία. Είναι παραδεκτό και από τους καθ' ων η αίτηση πως υπάρχει ανισομισθία μεταξύ των αιτητών και των συναδέλφων τους του Τεχνικού Προσωπικού.
Οι αιτητές αφιέρωσαν μέρος της αγόρευσης τους προς τεκμηρίωση της εισήγησης τους πως η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος επιβάλλει την παροχή ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας. Δεν χρειάζεται να ενδιατρίψω στο θέμα αφού και οι καθ' ων η αίτηση ορθά δέχονται πως υπέχουν αυτή την υποχρέωση. Επισημαίνεται και στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση πως "το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αποδοχή από την Αρχή της αρχής της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία". Η διαφορά επικεντρώνεται στο κατά πόσο εγκύρως οι καθ' ων η αίτηση θεώρησαν πως η εργασία των αιτητών δεν ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ίσης αξίας προς την εργασία των υπαλλήλων του Τεχνικού Προσωπικού· Ανεξάρτητα από το αν τα απαιτούμενα προσόντα ήταν ή όχι ισάξια για τις κατηγορίες αυτές του προσωπικού.
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το περιεχόμενο της επιστολής της Αρχής ημερομηνίας 25 Αυγούστου 1994, η οποία ενσωματώνει την προσβαλλόμενη απόφαση. Παραθέτω την επιστολή
"Αίτημα υπαλλήλων της Αρχής που ανήκουν στο Διοικητικό. Οικονομικό και Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως για ισομισθία με τους υπαλλήλους του Τεχνικού Προσωπικού.
Αναφέρομαι στο αίτημά σας για ισομισθία με τους υπαλλήλους που ανήκουν στο Τεχνικό Προσωπικό και σας πληροφορώ ότι το Συμβούλιο της Αρχής όρισε Επιτροπή από Μέλη του, η οποία εξέτασε το θέμα από κάθε άποψη και υπέβαλε στην Ολομέλεια τα πορίσματα και την εισήγησή της. Το Συμβούλιο μελέτησε τα πρακτικά της Επιτροπής κατά τη συνεδρίασή του 24/94 ημερομηνίας 19 Ιουλίου, 1994 και αποφάσισε τα ακόλουθα, τα οποία παραθέτω αυτούσια από τα πρακτικά του Συμβουλίου:
'1. Η απόφαση της Αρχής του 1979, με βάση την οποία υιοθετήθηκε το μισθολόγιο από το οποίο προκύπτει η μισθοδοσία των υπαλλήλων των διαφόρων ειδικοτήτων ήταν αποτέλεσμα δέουσας και ενδελεχούς έρευνας και αξιολόγησης της εργασίας του προσωπικού της Αρχής, που έγινε τόσο από πλευράς Γενικής Διεύθυνσης όσο και από πλευράς Συντεχνίας και είναι ορθή.
2. Από το 1979 μέχρι το 1989, που υποβλήθηκε το αίτημα, δεν υπήρξε ουσιαστική αλλαγή στα καθήκοντα και τις λειτουργίες των υπαλλήλων της Αρχής σε κάθε επηρεαζόμενη ειδικότητα και βαθμό που να διαφοροποιεί την αξία της εργασίας που προσφέρουν, ώστε να δικαιολογείται διαφοροποίηση της μισθοδοσίας τους.
3. Η ομοιοβαθμία από μόνη της ή η περιστασιακή ανάθεση παρόμοιων καθηκόντων σε ορισμένους υπαλλήλους διαφόρων ειδικοτήτων δεν είναι κριτήρια που μπορούν να επηρεάσουν την αξία της εργασίας, διότι στην πρώτη περίπτωση η εργασία είναι καθορισμένη και διαφορετικής αξίας και η δεύτερη περίπτωση αποτελεί ενέργεια για την καλύτερη χρησιμοποίηση του προσωπικού και δεν είναι δυνατό να οδηγήσει σε αλλαγή μισθοδοσίας.
Κατά συνέπεια, το αίτημα των υπαλλήλων, τα ονόματα των οποίων φαίνονται στο συνημμένο στα πρακτικά της Επιτροπής κατάλογο, για ισομισθία με τους συναδέλφους τους του Τεχνικού Προσωπικού απορρίπτεται.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αποδοχή από την Αρχή της αρχής της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο επαναβεβαιώνει την αναγκαιότητα για τη διεξαγωγή του έργου "Ανάλυση και Αξιολόγηση Εργασίας" των θέσεων της Δομής της Αρχής, διότι αυτό θα οδηγήσει σε εκσυγχρονισμό του μισθολογίου της Αρχής. Γι' αυτό και εκφράζεται η ευχή και προτροπή του Συμβουλίου στους υπαλλήλους της Αρχής και στις Συντεχνίες τους να συνεργαστούν στην υλοποίηση του έργου.
Το Συμβούλιο, τέλος, εξουσιοδότησε το Γενικό Διευθυντή να κοινοποιήσει την απόφασή του στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους".
Οι αιτητές εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει για τους ακόλουθους λόγους.
1. Λήφθηκε χωρίς νομικό έρεισμα. Ο Κανονισμός 15 των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών, (ΚΔΠ 220/82, όπως τροποποιήθηκε), ο οποίος αναφέρεται στις αποδοχές του προσωπικού της Αρχής, δεν διαφοροποιεί μεταξύ Τεχνικού και λοιπού προσωπικού.
2. Δεν ερευνήθηκε η εργασία που πραγματικά εκτελούσε ο κάθε ένας από τους αιτητές. Αν διεξαγόταν έρευνα θα διαπιστωνόταν ότι αρκετοί από τους αιτητές εκτελούσαν τεχνική εργασία και ότι αντίστοιχοι συνάδελφοι τους του Τεχνικού Προσωπικού εκτελούσαν την ίδια δουλειά με αυτούς.
3. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως ή επαρκώς ή καθόλου αιτιολογημένη. Όσα πρόβαλε η Αρχή ως αιτιολογία δεν ευσταθούν αφού δεν εξειδικεύεται ποια ήταν τα στοιχεία της έρευνας που αναφέρεται ότι διεξήχθη και ποια τα αποτελέσματά της ούτε παρέχονται τα στοιχεία για την αξιολόγηση της εργασίας του προσωπικού.
4. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν προκατάληψης, μεροληψίας και/ή δυσμενούς διάκρισης, ως απότοκος της απαράδεκτης στάσης της Αρχής να διαχωρίζει το προσωπικό της σε κατηγορίες και να εκδηλώνει εύνοια προς το τεχνικό προσωπικό' με συνεπακόλουθο την άνιση μεταχείριση κατά κατάχρηση εξουσίας.
Οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται τους Κανονισμούς, ειδικά τους 4, 8 και 57 και αρνούνται τον ισχυρισμό πως αυθαίρετα και χωρίς εκ του Νόμου εξουσιοδότηση διαφοροποιήθηκε το προσωπικό σε κατηγορίες με διαφορετικό μισθολογικό καθεστώς. Εισηγούνται πως η προσβαλλομενη απόφαση, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενό της και τα άλλα στα οποία παραπέμπει, είναι πλήρως αιτιολογημένη. Υποστηρίζουν πως ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή έρευνας παραγνωρίζει το γεγονός ότι ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα της διεξαγωγής επί τούτου έρευνας η έκδοση της προσβαλλομενης απόφασης. Επισημαίνουν πως ζήτησαν γραπτώς τις απόψεις και την παράθεση από τους αιτητές όποιων γεγονότων εκείνοι νόμιζαν πως ήταν τα πραγματικά, για να αντιμετωπίσουν όμως αρνητική στάση. Ο δικηγόρος τους τους πληροφόρησε πως χειριζόταν το ζήτημα δικαστικά. Εκκρεμούσε τότε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αποζημιώσεις ενόψει της απόφασης στην Προσφυγή 977/89. Απορρίπτουν τους ισχυρισμούς για προκατάληψη ή μεροληψία ως αβάσιμους και αστήρικτους. Εισηγούνται πως εφαρμόστηκε η αρχή για ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας και προτείνουν την απόρριψη της προσφυγής, αφού δεν κατέδειξαν οι αιτητές ότι οι διαπιστώσεις της Αρχής ως προς τα γεγονότα είναι εσφαλμένες.
Από τη μελέτη των επιχειρημάτων των δυο πλευρών και του συνόλου των στοιχείων κατέληξα στα ακόλουθα.
(α) Ο ισχυρισμός για αυθαίρετο διαχωρισμό του Προσωπικού της Αρχής σε κατηγορίες σε σχέση με τις οποίες, χωρίς εκ του Νόμου εξουσιοδότηση, προσφέρθηκε διαφορετικός μισθός δεν τεκμηριώνεται. Οι Κανονισμοί 4 και 8 διαχωρίζουν το προσωπικό κατά κατηγορίες και ειδικότητα ενώ, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση, ο Κανονισμός 57 προνοεί πως "το εκάστοτε ισχύον μισθολόγιο του προσωπικού της Αρχής καταρτίζεται και εγκρίνεται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής". Θα μπορούσε να προστεθεί πως και ο Κανονισμός 15 τον οποίο επικαλέστηκαν οι αιτητές, προνοεί στην παράγραφο 3 πως το εκάστοτε ισχύον σύστημα και το ύψος των μισθών καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο ενώ στην παράγραφο (4) αναφέρεται πως "εν εκάστω βαθμώ, εις πάσας τας κατηγορίας του προσωπικού καθορίζονται μισθολογικές βαθμίδες..."
(β) Η προσβαλλόμενη απόφαση εξηγεί για ποιους ακριβώς λόγους απορρίφθηκε το αίτημα. Στηρίζεται στη διαπίστωση πως, από την έρευνα που διεξάχθηκε, υπάρχει διαφορά στην αξία της εργασίας που προσφέρουν οι αιτητές σε σύγκριση με εκείνη των μελών του Τεχνικού Προσωπικού. Τα αποτελέσματα της έρευνας βρίσκονται στα έγγραφα που κατατέθηκαν, παραπέμπει σ' αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση και ο ισχυρισμός πως είναι αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί.
(γ) Προκύπτει από το περιεχόμενο των εγγράφων πως, αντίθετα προς τον ισχυρισμό των αιτητών, διεξάχθηκε έρευνα με αντικείμενο ακριβώς την εργασία που πρόσφεραν οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι της Αρχής. Έχει στη βάση της τις αξιολογήσεις της εργασίας του προσωπικού κατά το 1979 οι οποίες στηρίχτηκαν στα κοινά συμπεράσματα των ερευνών που πραγματοποίησαν η Γενική Διεύθυνση της Αρχής και οι συντεχνίες των υπαλλήλων, μέσω εμπειρόγνωμονα που διόρισαν. Με γνώμονα αυτά τα συμπεράσματα, εισάχθηκε τότε το ισχύον μισθολόγιο του Προσωπικού της Αρχής και θεωρήθηκε πως η ορθοτέρα μέθοδος για εξέταση του αιτήματος του 1989 για ισομισθία ήταν η σύγκριση των καθηκόντων και λειτουργιών του κάθε βαθμού ή κατηγορίας προσωπικού κατά το 1989, με αυτά του 1979. Αυτό αφού, σύμφωνα με την Επιτροπή που διόρισε το Συμβούλιο προς πραγματοποίηση έρευνας, τα πορίσματα της οποίας και τελικά υιοθετήθηκαν, η μεθοδολογία και τα αποτέλεσματα της αξιολόγησης του 1979 κρίνονται ορθά και δεν είχαν αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε. Ούτε και ενώπιόν μου έχει αμφισβητηθεί οτιδήποτε από τα πιο πάνω. Δεν ήταν η θέση των αιτητών πως οι αξιολογήσεις του 1979 δεν αντανακλούσαν τον πραγματικό συσχετισμό της εργασίας του προσωπικού της Αρχής κατά το χρόνο εκείνο. Επίσης δεν έχει υποστηριχθεί πως δεν ήταν ορθή η μέθοδος της αναζήτησης διαφοροποιήσεων που ενδεχομένως επήλθαν έκτοτε' η οποία, εν πάση περιπτώσει, θεωρώ πως ήταν εύλογα προσφερόμενη.
Η Επιτροπή που διορίστηκε και στη συνέχεια το Συμβούλιο, έλαβαν υπόψη Υπόμνημα του Γενικού Διευθυντή με συνημμένη σ' αυτό έκθεση του Διευθυντή Υπηρεσιών Προσωπικού. Η Επιτροπή κάλεσε ενώπιόν της για διευκρινίσεις και πληροφορίες το Γενικό Διευθυντή, τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή και το Διευθυντή Υπηρεσιών Προσωπικού και ενόψει των απόψεων που εκφράστηκαν και των στοιχείων που δόθηκαν, τα οποία είναι καταγραμμένα στα πρακτικά που τηρήθηκαν, εξάχθηκε το συμπέρασμα πως δεν επήλθε ουσιαστική διαφοροποίηση μέχρι το 1989 που ήταν το τελευταίο έτος που κάλυψε η έρευνα. Στο πλαίσιο δε της εξέτασης του θέματος, όπως επίσης σημειώνεται, λήφθηκαν υπόψη και τα επιχειρήματα των αιτητών στις προσφυγές που είχαν προηγηθεί.
Οι αιτητές δεν ασχολήθηκαν με το περιεχόμενο των εκθέσεων που συντάχθηκαν ή των απόψεων που εκφράστηκαν και ο ισχυρισμός τους για πλάνη παρέμεινε αόριστος και αναπόδεικτος. Επίσης δεν έχει τεκμηριωθεί, με αναφορά σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο ο ισχυρισμός τους ότι προσφέρουν εργασία αξίας ίσης προς την εργασία των υπαλλήλων του Τεχνικού Προσωπικού η δε αντίληψη τους πως δεν διεξήχθη έρευνα αντιστρατεύεται τα γραπτά κείμενα. Τελικά και η μομφή για μερολοψία σε βάρος τους δεν έχει στοιχειθετηθεί και καταλήγω πως οι προταθέντες λόγοι ακυρότητας δεν είναι βάσιμοι.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το φως των δεδομένων που προέκυψαν από την έρευνα που διεξάχθηκε, ήταν εύλογα επιτρεπτή και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.