ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 1172
10 Μαΐου, 1996
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΖΕΒΛΑΡΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 347/94)
Συνταγματικό Δίκαιο — Αρχή της ισότητας — Άρθρο 28 τον Συντάγματος — Η αποκρυσταλλωμένη ερμηνεία του από τη νομολογία — Διδάγματα της επιστήμης — Ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων στην κριθείσα περίπτωση χωρίς καμία αδικία ή αυθαιρεσία.
Διορισμοί/Προαγωγές — Προσόντα — Η αρχή που υπαγορεύει την αιτιολόγηση ως προς παραγνώριση υποψηφίου με υψηλότερα προσόντα — Εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται πλεονέκτημα.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος —Αιτητικό—Αιτητικό προσφυγής κατά διορισμού που ζητούσε ακύρωση της άρνησης διορισμού του αιτητή αντί της ακύρωσης του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών — Κρίθηκε ότι ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στην θέση Γραφεά 2ης τάξεως ο οποίος και ήταν προϊόν επανεξέτασης λόγω προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Είναι πρόδηλο ότι η Α.Η.Κ. έχει εφαρμόσει τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας, εν προκειμένω. Η σχετική απόφασή της δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Ωστόσο το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο η ρύθμιση που έχει γίνει με το σχέδιο υπηρεσίας παραβιάζει με οποιοδήποτε τρόπο την αρχή της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Η κλασσική διατύπωση των αρχών που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικής αρχής της ισότητας έχει γίνει στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν και Άλλων (1972) 3 Α.Α.Δ. 294,298, 299,300.
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας, επρόκειτο για "ανόμοια μεταχείριση των ανόμοιων". Λαμβάνονται υπόψη οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικής αρχής της ισότητας σε συνάρτηση με τα πραγματικά δεδομένα των δυο περιπτώσεων. Κρίνεται ότι η ανόμοια μεταχείριση δεν ήταν "άδικος ή αυθαίρετος". Ήταν εύλογος γιατί ήταν ανάλογη προς την υφιστάμενη ανομοιότητα και ανταποκρίνετο προς τα πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης ανομοιότητας. Ήταν εύλογο οι απόφοιτοι Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης να υποβληθούν σε γραπτές και προφορικές εξετάσεις ενώ οι απόφοιτοι Πανεπιστημίου μόνο σε προφορικές. Η διαφοροποίηση ήταν εύλογη λόγω των ψηλών ακαδημαϊκών προσόντων των τελευταίων.
Η αρχή η οποία υπαγορεύει την αιτιολόγηση σε σχέση με παραγνώριση υποψηφίου που κατέχει ψηλά προσόντα έχει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις όπου το σχετικό προσόν αποτελεί πλεονέκτημα δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας. Όταν το σχετικό προσόν δεν αποτελεί πλεονέκτημα, δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του υποψηφίου που το κατέχει. Έχει δε νομολογηθεί ότι δεν έχει καθοριστική σημασία.
Από τη στιγμή που το σχέδιο υπηρεσίας καθιστά υποψήφιους για τη συγκεκριμένη θέση τόσο τους κατόχους πανεπιστημιακού διπλώματος όσο και τους απόφοιτους Σχολών Μέσης Παιδείας το πανεπιστημιακό δίπλωμα δεν μπορεί από μόνο του να δίνει οποιοδήποτε προβάδισμα στον κάτοχό του. Οι διεκδικήσεις των υποψηφίων πρέπει να αξιολογούνται με βάση το σύνολο των κριτηρίων που συνθέτουν την καταλληλότητά τους για διορισμό και όχι με βάση μόνο το κριτήριο των προσόντων. Απόδοση μεγάλης βαρύτητας στο πανεπιστημιακό δίπλωμα θα έθετε τους υποψήφιους απόφοιτους Σχολών Μέσης Παιδείας υπό καθεστώς άνισης μεταχείρισης. Δεν ήταν κατά συνέπεια απαραίτητη η αιτιολόγηση της παραγνώρισης της αιτήτριας.
3. Το Δικαστήριο πραγματεύθηκε σε συντομία την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Α.Η.Κ. με την οποία ζητά απόρριψη της προσφυγής επειδή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της άρνησης της Α.Η.Κ. να της προσφέρει την επίδικη θέση, ενώ δεν ζητά ακύρωση της πράξης διορισμού των ενδιαφερομένων μερών. Η εισήγηση βασίζεται πάνω στην υπόθεση Χ"Χαμπή ν. Δημοκρατίας. Παρόλο ότι η αιτούμενη θεραπεία δεν έχει διατυπωθεί με τον πλέον κατάλληλο τρόπο εν τούτοις ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η υπόθεση Χ"Χαμπή (πιο πάνω) διακρίνεται λόγω των γεγονότων της.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Republic v. Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294,
Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592,
Μυλωνάς ν. Α.ΤΗ.Κ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 851,
Ηλιάδης ν. Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25,
Hadjioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041,
Χ" Χαμπής ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1947.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου με την οποία διορίσθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Γραφέα 2ης Τάξης αντί η αιτήτρια.
Α. Παπαχαραλάμπους, για την Αιτήτρια.
Κακουλλή για Γ. Κακογιάννη, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Το Ανώτατο Δικαστήριο - με μονομελή σύνθεση - μετά από προσφυγή της αιτήτριας ακύρωσε την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ("Α.Η.Κ.") με ημερ. 6.8.92 με την οποία τα 16 ενδιαφερόμενα μέρη είχαν διορισθεί στη θέση Γραφέα 2ας τάξεως (βλ. Υπόθεση 772/92). Ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με την απόφαση στην προσφυγή 772/92, ήταν η "έλλειψη των πρακτικών ως προς το αποτέλεσμα των προσωπικών συνεντεύξεων ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, η οποία καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο".
Μετά την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακυρώσει τους διορισμούς των 16 Γραφέων 2ας Τάξεως που έγιναν την 1.10.1992, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού συνήλθε στις 5 και 8 Νοεμβρίου 1993 με σκοπό να προβεί εκ νέου σε προσωπικές συνεντεύξεις, τόσο με τους 16 Γραφείς που ακυρώθηκε ο διορισμός τους, όσο και με τους υπόλοιπους (34) υποψηφίους που είχαν προσωπική συνέντευξη με την Υπεπιτροπή της Αρχής το 1992, για να επιλέξει τους καταλληλότερους και να υποβάλει εισήγησή στην ολομέλεια της Αρχής για το διορισμό τους. Στη συνεδρία παρακάθησε και ο Αρχιμηχανικός και Γενικός Διευθυντής.
Τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής έθεσαν σε κάθε ένα από τους 37 υποψηφίους που προσήλθαν στην προσωπική συνέντευξη αριθμό ερωτήσεων αναφορικά με τα τυπικά προσόντα, την ακαδημαϊκή τους μόρφωση/κατάρτιση καθώς και με θέματα που σχετίζονται με τα καθήκοντα της θέσης αυτής, όπως αυτά αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή στη διαμόρφωση κρίσης για τους υποψηφίους, έλαβε υπόψη της τα προσόντα, την αξία και ικανότητα των υποψηφίων και την απόδοσή τους κατά την προσωπική συνέντευξη, (προσωπικότητα, ετοιμότητα απάντησης, καθαρότητα και σαφήνεια έκφρασης, γενική ευστροφία πνεύματος και την ορθότητα των απαντήσεων στις ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν).
Το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης έχει καταγραφεί ξεχωριστά για τον κάθε ένα από τους υποψηφίους. Φαίνεται στο Παράρτημα Β της ένστασης. Σε σχέση με την αιτήτρια έχουν καταγραφεί τα πιο κάτω:
"Χρειάσθηκε κάποια βοήθεια για να καθορίσει επακριβώς το ρόλο και την αποστολή της Αρχής. Γνώριζε πως λειτουργεί η Αρχή ως Ημικρατικός Οργανισμός. Λίγο ασαφής σχετικά με τις επενδύσεις των πλεονασμάτων της Αρχής και για τον τρόπο που γίνεται ο δανεισμός της Αρχής από ξένους Οργανισμούς. Δεν γνώριζε τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Φαίνεται ευχάριστος χαρακτήρας με καλή προσωπικότητα. Διαπιστώνεται ότι θα αντιμετωπίσει πρόβλημα τυχόν απασχόλησής της εκτός Λευκωσίας."
Μετά τη συνέντευξη ακολούθησε το πιο κάτω πρακτικό:
'Τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής παρατήρησαν ότι κατά τη συνέντευξη οι πιο κάτω 16 υποψήφιοι, που ακυρώθηκε ο διορισμός τους, έδωσαν πολύ ικανοποιητικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν και γενικά απέδειξαν ότι υπερτερούν ένταντι των υπολοίπων υποψηφίων που προσήλθαν στη συνέντευξη, κρίνονται ως οι πλέον κατάλληλοι για διορισμό στη θέση του Γραφέα 2ας Τάξεως και υποβάλλεται εισήγηση στην Αρχή για το διορισμό τους από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης."
Μετά την πιο πάνω σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής το θέμα εξετάστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής κατά τη συνεδρίασή του ημερ. 22.2.94. Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού μελέτησε τα πρακτικά "συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού που έγιναν στις 5 και 8.11.1993" αποφάσισε όπως τα ενδιαφερόμενα μέρη "διοριστούν στη θέση Γραφέα 2ας Τάξεως από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης (1.10.1992).
Ακολούθησε η παρούσα προσφυγή με την οποία η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
"Α. Απόφαση του Δικατηρίου που να ακυρώνει την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ημερομηνίας 7.3.1994 με την οποία αρνήθηκαν να προσφέρουν στην αιτήτρια τη θέση Γραφέα 2ης Τάξης η οποία προ-σεφέρθη σε άτομα που φαίνονται στον κατάλογο Α."
Η αιτήτρια έχει επιδιώξει την ακύρωση της επίδικης απόφασης για τους πιο κάτω λόγους:
(1) Το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης δεν έχει καταγραφεί και κατ' επέκταση ο δικαστικός έλεγχος είναι ανέφικτος.
(2) Δεν τηρήθηκε ενιαίο μέτρο κρίσεως.
(3) Η Α.Η.Κ. δεν έχει αιτιολογήσει το γεγονός ότι προτιμήθηκαν μερικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία δεν ήταν πτυχιούχοι, αντί να προτιμηθεί η αιτήτρια που ήταν πτυχιούχος.
Πρώτος λόγος ακυρώσεως - Η καταγραφή των αποτελεσμάτων της προφορικής συνεντεύξεως.
Φαίνεται από το ενώπιόν μου υλικό (βλ. Παράρτημα 10 της ένστασης) ότι τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης του καθενός από τους υποψηφίους έχουν καταγραφεί πλήρως. Επομένως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως στερείται πραγματικού ερείσματος και δεν μπορεί να πετύχει.
Δεύτερος λόγος ακυρώσεως - Μη τήρηση ενιαίου μέτρου κρίσεως.
Ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως έχει σαν έρεισμα το γεγονός ότι οι πτυχιούχοι αιτητές κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη ενώ οι απόφοιτοι Σχολών Μέσης Παιδείας κλήθηκαν να παρακαθήσουν σε γραπτές εξετάσεις. Ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας ότι η διάκριση εκείνη έθεσε τους υποψηφίους "κάτω από διαφορετικό βαθμό δυσκολίας για την πλήρωση των δημοσιευθέντων θέσεων με αποτέλεσμα να τηρούνται δυο μέτρα και δυο σταθμά".
Σύμφωνα με τα σχετικά σχέδια υπηρεσίας τα απαιτούμενα προσόντα της επίδικης θέσης είναι:
"1 (α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο ακαδημαϊκό προσόν σε κατάλληλο κατά την κρίση της Αρχής θέμα...και επιτυχία σε προφορική συνέντευξη.
ή
(β) Απολυτήριο Αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, και Επιτυχία σε γραπτές και προφορικές εξετάσεις της Αρχής."
Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως θα εξεταστεί υπό το φως του πιο πάνω πραγματικού υπόβαθρου.
Είναι πρόδηλο από το ενώπιον μου υλικό ότι η Α.Η.Κ. έχει εφαρμόσει τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας. Η σχετική απόφαση της δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Ωστόσο θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο η ρύθμιση που έχει γίνει με το σχέδιο υπηρεσίας παραβιάζει με οποιοδήποτε τρόπο την αρχή της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος.
Η κλασσική διατύπωση των αρχών που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικής αρχής της ισότητας έχει γίνει στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν και Άλλων (1972) 3 Α.Α.Δ. 294,298, 299, 300. Τις παραθέτω:
(1) "Ίσοι ενώπιον του Νόμου" στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνο εναντίον των αυθαίρετων διαφοροποιήσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων.
(2) Η αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή όμοια μεταχείριση "πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων".
(3) "Ουδόλως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ' όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διάφορους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανομισμώ αυτών".
Σε σχέση με την αρχή της ισότητας ο Αριστόβουλος Ι. Μάνεσης, στο σύγγραμμά του Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, σελ. 320, 321, σημειώνει τα ακόλουθα:
".... εις το πλαίσιον των φιλελευθέρων πολιτευμάτων και των κοινωνικών διαφορισμών της εποχής μας, η συνταγματικώς κατοχυρουμένη ισότης του νόμου νοείται ήδη ως αναλογική ισότης (βλ. και Σβώλον - Βλάχον, ενθ' αν. σ.94 επ., Θ. Τσάτσον, εν Θεμ. ΞΕ' σ. 281). Τούτο σημαίνει ότι 'ίση ρύθμισις' υφίσταται - είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις αφορά αύτη - όταν ενεργήται: α) ομοία μεταχείρισις των ομοίων, β) ανόμοια μεταχείρισης των ανόμοιων. Των ανόμοιων περιπτώσεων ομοία μεταχείρισις δεν αποτελεί 'ίσην ρύθμισιν'. Η ομοία μεταχείρισις, διά να είναι 'ίση', προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμισιν θεμάτων. Συνεπώς ο δικαστής, ελέγχων την υπό του νομοθέτου τήρησιν της συνταγματικής αρχής της ισότητος, οφείλει να ερευνά αν υφίσταται πράγματι ομοιότης των υπό ρύθμισιν θεμάτων. Προς τούτο δε, πρέπει να αποβλέπη εις τας ουσιώδεις αυτών ιδιότητας και βάσει τούτων να εκτιμά την εκάστοτε αντικειμενικήν ύπαρξιν ομοιότητος ή ανομοιότητος.
Περαιτέρω, όσον αφορά ειδικώτερον την ανομοίαν μεταχείρισιν ανόμοιων περιπτώσεων, πρέπει να σημειωθεί ότι αύτη δεν αρκεί απλώς να μη είναι 'αυθαίρετος' ή 'άδικος' (οι όροι αυτοί είναι απρόσφοροι διότι είναι επιδεκτικοί υποκειμενικών εκτιμήσεων) πρέπει να είναι εύλογος. Εύλογος δε είναι εν προκειμένω η ανάλογος προς την υφιστάμενην ανομοιότητα ρύθμισις, η αντιστοιχούσα δηλαδή προς τα εκάστοτε, κατά τόπον και χρόνον, αντικειμενικά δεδομένα. Η ανομοία μεταχείρισις, διά να συνιστά 'ίσην ρύθμισιν', προυποθέτει μεν ανομοιότητα των υπό ρύθμισιν θεμάτων, η τοιαύτη όμως προυπόθεσις είναι αναγκαία, αλλ' όχι και επαρκής. Διότι οιαδήποτε διάφορος ρύθμισις συγκεκριμένων διαφορετικών περιπτώσεων δεν σημαίνει οπωσδήποτε 'ίσην ρύθμισιν'. Η διάφορος ρύθμισις τότε μόνον είναι σύμφωνος προς την ισότητα, όταν ανταποκρίνεται και καθ' ο μέτρον ανταποκρίνεται προς τα πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης ανομοιότητος. Ο δικαστής ελέγχων την εκ μέρους του νομοθέτου τήρησιν του άρθρ. 3.1 Συντ., δεν θα θεωρήση ως σύμφωνον προς την διά του άρθρου τούτου θεσπιζομένην αρχήν της ισότητος, οιουδήποτε περιεχομένου διάφορον μεταχείρισιν διαφορετικών περιπτώσεων, αλλά μόνον εκείνην, η οποία είναι δικαιολογημένη, ήτοι εκείνην ειδικώς την ρύθμισιν, η οποία ευλόγως αντιστοιχεί προς την συγκεκριμένην ανομοιότητα των υπό ρύθμισιν θεμάτων. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής δικαιούται να ελέγχη την σκοπιμότητά της, ένεκα της υφιστάμενης συγκεκριμένης ανομοιότητος, κατ' ανόμοιον τρόπον μεταχειρίσεως ειδικών περιπτώσεων εκ μέρους του νομοθέτου. Ο δικαστής, αφού ερευνήση και διαπιστώση την αντικειμενικήν ύπαρξιν της ανομοιότητος, δικαιούται και υποχρεούται να εξετάση περαιτέρω απλώς και μόνον αν ο νομοθέτης συνήγαγεν εκ της συγκεκριμένης ανομοιότητος και εθέσπισε ρύθμισιν, όχι αφηρημένως διάφορον, αλλά ρύθμισιν της οποίας το περιεχόμενον αντιστοιχεί και ανταποκρίνεται προς τα ουσιώδη εννοιολογικά στοιχεία τα συγκροτούντα την ανομοιότητα της συγκεκριμένης περιπτώσεως (πρβλ. Θ. Τσάτσον, εν Θέμ.ΞΕ' σ.281). Η ανομοία μετα-χείρισις, διά να θεωρηθή 'ίση', προϋποθέτει όχι μόνον ανομοιότητα των υπό ρύθμισιν θεμάτων, αλλά και ρύθμισιν ευθέως ανάλογον, τελούσαν εν αλληλουχία προς την συγκεκριμένην ανομοιότητα. Μόνον υπ' αυτήν την έννοιαν η ανόμοια μεταχείρισις ανόμοιων θεμάτων δεν αποτελεί κατ' ακριβολογίαν 'άνισον', αλλά, αντιθέτως, σύμφωνον προς το άρθρ.3.1 Συντ. 'ίσην ρύθμισιν'."
Σε σχέση με τη διενέργεια του δικαστικού ελέγχου για την εκ μέρους του νομοθέτη τήρηση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, υπό την αναλογική της πάντοτε έννοια, τονίζει τα πιο κάτω στη σελ. 322:
"α) Ο δικαστής οφείλει να μη λησμονή ότι η άσκησις της νομοθετικής λειτουργίας είναι, ως εκ της φύσεως της, περισσότερον ελευθέρα ή η των άλλων πολιτειακών λειτουργιών (πρβλ. W. Jellinek, Gesetz, Gesetzesanwendung und Zweckmas-sigkeitserwagung, 1913, σ.190). Ο νομοθέτης δικαιούται συνεπώς να κινήται με διακριτικήν ευχέρειαν εντός ευρέων πλαισίων κατά την εκτίμησιν της ομοιότητος ή μη των υπό ρύθμισιν θεμάτων και κατά την θέσπισιν 'ίσης ρυθμίσεως'(πρβλ. και ΣΕ ολομ. 2098/53 Θέμ. ΞΕ'σ.280, ΣΕ ολομ. 526/1955, Δικαιοσύνη 1955, σ.666, ΣΕ 2097/1956 ΕΔΔ 1957 σ.25). Δεν κωλύεται λοιπόν, κατ' αρχήν , να ρυθμίζη κατά τρόπον διάφορον προσωπικός ή πραγματικάς σχέσεις ή καταστάσεις, αι οποίαι διαφέρουν ουσιωδώς και κατά ιδιότητας αντικειμενικώς υφιστάμενας (βλ. ανωτέρω §3), και δή εν όψει των εκάστοτε κοινωνικών, οικονομικών, τοπικών ή άλλων συνθηκών. Δύναται να θεσπίζη διακρίσεις και διαστολάς, πάντοτε όμως υπό την προυπόθεσιν ότι αύται είναι εύλογοι, με άλλας λέξεις - αρμόζει δε εδώ καλύτερον η αρνητική διατύπωσις - υπό την προυπόθεσιν ότι δεν θα είναι τόσον αδικαιολόγητοι, ώστε να αντίκεινται προφανώς εις την αρχήν της ισότητος."
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας, επρόκειτο για "ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων". Λαμβάνω υπόψη μου τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικής αρχής της ισότητας σε συνάρτηση με τα πραγματικά δεδομένα των δυο περιπτώσεων. Κρίνω ότι η ανόμοια μεταχείριση δεν ήταν "άδικος ή αυθαίρετος". Ήταν εύλογος γιατί ήταν ανάλογη προς την υφιστάμενη ανομοιότητα και ανταποκρίνετο προς τα πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης ανομοιότητας. Θεωρώ ότι ήταν εύλογο οι απόφοιτοι Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης να υποβληθούν σε γραπτές και προφορικές εξετάσεις ενώ οι απόφοιτοι Πανεπιστημίου μόνο σε προφορικές. Η διαφοροποίηση ήταν εύλογη λόγω των ψηλών ακαδημαϊκών προσόντων των τελευταίων. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος ακυρώσεως - Μη αιτιολόγηση του γενονότος ότι προτιμήθηκαν μερικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία δεν ήταν πτυχιούχοι αντί η αιτήτρια που ήταν πτυχιούχος.
Η αρχή η οποία υπαγορεύει την αιτιολόγηση σε σχέση με παραγνώριση υποψηφίου που κατέχει ψηλά προσόντα έχει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις όπου το σχετικό προσόν αποτελεί πλεονέκτημα δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας (Βλ. Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592 και Μυλωνάς ν. Α.ΤΗ.Κ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 851). Όταν το σχετικό προσόν δεν αποτελεί πλεονέκτημα, δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του υποψηφίου που το κατέχει. Έχει δε νομολογηθεί ότι δεν έχει καθοριστική σημασία. (Βλ. Ηλιάδης ν. Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25, 39 και Χ" Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1041, αποφάσεις ολομέλειας).
Από τη στιγμή που το σχέδιο υπηρεσίας καθιστά υποψήφιους για τη συγκεκριμένη θέση τόσο τους κατόχους πανεπιστημιακού διπλώματος όσο και τους απόφοιτους Σχολών Μέσης Παιδείας το πανεπιστημιακό δίπλωμα δεν μπορεί από μόνο του να δίνει οποιοδήποτε προβάδισμα στον κάτοχό του. Οι διεκδικήσεις των υποψηφίων πρέπει να αξιολογούνται με βάση το σύνολο των κριτηρίων που συνθέτουν την καταλληλότητά τους για διορισμό και όχι με βάση μόνο το κριτήριο των προσόντων. Απόδοση μεγάλης βαρύτητας στο πανεπιστημιακό δίπλωμα θα έθετε τους υποψήφιους απόφοιτους Σχολών Μέσης Παιδείας υπό καθεστώς άνισης μεταχείρισης. Δεν ήταν απαραίτητη η αιτιολόγηση της παραγνώρισης της αιτήτριας. Ό σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.
Πριν τελειώσω θα πραγματευθώ σε συντομία την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Α.Η.Κ. με την οποία ζητά απόρριψη της προσφυγής επειδή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της άρνησης της Α.Η.Κ. να της προσφέρει την επίδικη θέση, ενώ δεν ζητά ακύρωση της πράξης διορισμού των ενδιαφερομένων μερών. Η εισήγηση βασίζεται πάνω στην υπόθεση Χ" Χαμπής ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1947. Αφού εξέτασα προσεκτικά την εισήγηση θεωρώ ότι παρόλο ότι η αιτούμενη θεραπεία δεν έχει διατυπωθεί με τον πλέον κατάλληλο τρόπο εν τούτοις ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η υπόθεση Χ" Χαμπή (πιο πάνω) διακρίνεται λόγω των γεγονότων της. Η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να πετύχει.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.