ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1996) 4 ΑΑΔ 1

4 Ιανουαρίου, 1996

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ (ΑΡ. 1),

Καθ' ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 112/94,178/94 & 227/94)

Διοικητικό Δίκαιο— Προθεσμίες— Κατά κανόνα ενδεικτικές— Ειδικά η προθεσμία του Καν. 6(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990—Ενδεικτικού χαρακτήρα — Συνέπειες της μη τήρησης της.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έκδηλη υπεροχή — Επικαλούμενα από τον αιτητή καθήκοντα που του ανατέθηκαν — Δεν στοιχειοθετούν έκδηλη υπεροχή εφόσον δεν προκύπτει ότι στον επιλεγέντα ανατέθηκαν υποδεέστερα καθήκοντα συνεπεία δυσμενούς κρίσεως του.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Ακαδημαϊκά προσόντα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας — Βαρύτητα κατά τη νομολογία.

Οι αιτητές επιδίωξαν την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους σε Λειτουργό Αεροπορικών Κινήσεων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Σύμφωνα με τον Καν. 6(3) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990, "οι ετήσιες εκθέσεις των υπαλλήλων υποβάλλονται στην Επιτροπή μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Μαρτίου κάθε χρόνου και αναφέρονται στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος".

Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, οι τασσόμενες από το νόμο προθεσμίες προς τη διοίκηση, εκτός εάν προκύπτει σαφώς αντίθετη βούληση του νομοθέτη, είναι κατά κανόνα ενδεικτικές.

Η προθεσμία του Καν. 6(3) έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και η εν προκειμένω μη επακριβής τήρηση της δεν επάγεται την ακυρότητα των εκθέσεων αυτών ούτε επηρεάζει το κύρος της επίδικης προαγωγής, αφενός μεν, διότι οι επίμαχες εκθέσεις υπεβλήθησαν προς την Επιτροπή δύο έτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, αφετέρου δε, διότι ο αιτητής δεν επικαλέσθη οιανδήποτε συγκεκριμένη βλάβη την οποία υπέστη από την μη εμπρόθεσμη σύνταξη τους.

2. Η φύση ή η σπουδαιότητα των ανατεθέντων στον μη προκριθέντα υπάλληλο καθηκόντων εν σχέσει προς τα ανατεθέντα στον προκριθέντα συνάδελφο του, εφόσον δεν προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν υποδεέστερα καθήκοντα συνεπεία δυσμενών κρίσεων περί των ικανοτήτων του, δεν δύναται να στοιχειοθετήσει την έννοια της έκδηλης υπεροχής.

3. Κατά πάγια νομολογία, η κατοχή επιστημονικών τίτλων και άλλων προσόντων ανώτερης εκπαίδευσης αποτελεί στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψιν και συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια κατά τις αξιολογήσεις των υπαλλήλων προς προαγωγή, δεν αποτελεί όμως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως, εφόσον η κτήση τέτοιου προσόντος δεν απαιτείται, όπως εν προκειμένω, από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε δημιουργεί στο αρμόδιο όργανο υποχρέωση ειδικής αιτιολόγησης της προαγωγής υπαλλήλου μη κατέχοντος τέτοιο προσόν ούτε υποχρέωση ειδικής μνείας στα πρακτικά ότι ελήφθη υπόψιν το στοιχείο τούτο, το οποίο, όπως και τα εν γένει στοιχεία των φακέλων των υπαλλήλων, θεωρείται ότι εξετιμήθη εφόσον στην απόφαση της Επιτροπής βεβαιούται ότι όλα τα στοιχεία των φακέλων ελήφθησαν υπόψη.

Οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, του οποίου η προαγωγή κρίνεται νόμιμος.

Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Hadjioannou v. Republic (1983)3 C.L.R. 1041.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προήγαγαν το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων,, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, αντί των αιτητών.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις αρ. 112/94 και 227/94.

Γ. Κολοκασίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση αρ. 178/94.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Με τις υπό κρίση προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν γιατί στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης και έχουν κοινή ιστορική και νομική βάση επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης με την οποία η Επιτροπή προήγαγε από 15.12.93 το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, κατά παράλειψη των αιτητών.

Στις 30.4.93, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων υπέβαλε προς την Επιτροπή πρόταση για πλήρωση με προαγωγή μίας κενής μόνιμης θέσης Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας.

Η Επιτροπή συνήλθε προς εξέταση του θέματος πλήρωσης της θέσης σε συνεδρίαση ημερ. 9.11.93.

Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, ο οποίος εκλήθη στη συνεδρίαση της Επιτροπής, πρότεινε το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή, αιτιολογώντας ως ακολούθως τη σύσταση του:

"Λαμβανομένων υπόψη της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, συστήνεται ο Ζίττης Θεόδωρος, ο οποίος διαθέτει, επιπρόσθετα, και όλες τις ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούνται για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Είναι εργατικός, ευσυνείδητος και πάντοτε πρόθυμος στην εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται. Ο Θεοχαρίδης, παρόλο που υπερτερεί σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, που ανάγεται στο 1970, δε συστήνεται γιατί υστερεί στην αξία. Επίσης μερικοί υποψήφιοι έχουν κάποια προσόντα, τα οποία όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά δε συστήνονται γιατί υστερούν στις ιδιότητες που έχω αναφέρει.

Όσον αφορά το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής, όλοι οι υποψήφιοι το κατέχουν γιατί έχουν περάσει ειδικές τμηματικές εξετάσεις που γίνονται στα Αγγλικά. Επιπρόσθετα, το ίδιο επίπεδο γνώσης προβλέπεται και στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που κατέχουν."

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή από τη συνεδρίαση, η Επιτροπή έκρινε το ζήτημα της κτήσεως των τυπικών προσόντων από τους υποψηφίους και ακολούθως στάθμισε την ουσιαστική τους καταλληλότητα προς εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψιν όλα τα ενώπιον της ουσιώδη στοιχεία καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Θ. Ζίττης υπερείχε των ανθυποψηφίων του και προσέφερε σ' αυτόν προαγωγή στη θέση Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, όρισε δε ως ημερομηνία ισχύος της προαγωγής αυτής την 15.12.93.

Σύμφωνα με τον Καν. 6(3) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990, "οι ετήσιες εκθέσεις των υπαλλήλων υποβάλλονται στην Επιτροπή μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Μαρτίου κάθε χρόνου και αναφέρονται στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος".

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή στην πρ. 178/94 πως, το γεγονός ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις των αιτητών και του ενδιαφερόμενου μέρους για το έτος 1990 συνετάχθησαν δυο και πλέον μήνες μετά την πάροδο της τασσόμενης από το σχετικό Κανονισμό προθεσμίας, επάγεται την ακυρότητα των εκθέσεων αυτών και επηρεάζει το κύρος των προαγωγών που διενεργήθηκαν ενόψει τούτων.

Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, οι τασσόμενες από το νόμο προθεσμίες προς τη διοίκηση, εκτός εάν προκύπτει σαφώς αντίθετη βούληση του νομοθέτη, είναι κατά κανόνα ενδεικτικές.

Η προθεσμία του Καν. 6(3) έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και η εν προκειμένω μη επακριβής τήρηση της δεν επάγεται την ακυρότητα των εκθέσεων αυτών ούτε επηρεάζει το κύρος της επίδικης προαγωγής, αφενός μεν, διότι οι επίμαχες εκθέσεις υπεβλήθησαν προς την Επιτροπή δύο έτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, αφετέρου δε, διότι ο αιτητής δεν επικαλέσθη οιανδήποτε συγκεκριμένη βλάβη την οποία υπέστη από την μη εμπρόθεσμη σύνταξη τους.

Περαιτέρω, η πραγματική βάση στην οποία στηρίχθηκε ο ισχυρισμός του δικηγόρου στην προσφυγή 178/94, ότι η κρίση της Επιτροπής για τον αιτητή επηρεάσθη δυσμενώς από την παράτυπα συνταχθείσα υπηρεσιακή του έκθεση για το έτος 1990, δεν απεδείχθη.

Από το σχετικό πρακτικό δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή επηρεάσθη δυσμενώς ειδικά από την εν λόγω υπηρεσιακή έκθεση.

Αντίθετα, όπως βεβαιούται από το πρακτικό, η Επιτροπή έλαβε υπόψιν όλα τα στοιχεία και υπηρεσιακά δεδομένα για τους υποψηφίους και όπως ρητά αναφέρεται, οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων για το έτος αυτό συνεκτιμήθησαν στο μέτρο της αξιοπιστίας τους και η Επιτροπή δεν απέδωσε στις συγκεκριμένες εκθέσεις οιανδήποτε ιδιάζουσα σημασία.

Απορριπτέος, ως νόμος αβάσιμος, τυγχάνει επίσης και ο ισχυρισμός που προεβλήθη, ότι στον αιτητή Δημητριάδη είχε ανατεθεί η εκτέλεση αυξημένων καθηκόντων λόγω της ουσιαστικής του καταλληλότητας προς εκτέλεση καθηκόντων ανώτερου βαθμού.

Η φύση ή η σπουδαιότητα των ανατεθέντων στον μη προκριθέντα υπάλληλο καθηκόντων εν σχέσει προς τα ανατεθέντα στον προκριθέντα συνάδελφο του, εφόσον δεν προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν υποδεέστερα καθήκοντα συνεπεία δυσμενών κρίσεων περί των ικανοτήτων του, δεν δύναται να στοιχειοθετήσει την έννοια της έκδηλης υπεροχής.

Όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή στη πρ. 178/94 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Απορριπτέος τυγχάνει επίσης και ο κοινός ισχυρισμός των δικηγόρων των αιτητών ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν εν προκειμένω αναιτιολόγητη.

Από το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή προκύπτει σαφής μνεία των συγκεκριμένων ιδιοτήτων και ικανοτήτων του προκριθέντος, ικανή να θεμελειώσει την υπέρ αυτού προτίμηση του Διευθυντή έναντι των λοιπών υποψηφίων. Τα στοιχεία της υπαλληλικής ικανότητας και ποιότητας του συστηθέντος έχουν προσδιοριστεί αρκούντως και είναι εμφανές ότι το ενδιαφερόμενο μέρος τίθεται από το Διευθυντή επικεφαλής των ανθυποψηφίων του λόγω της ευσυνειδησίας και προθυμίας την οποία επέδειξε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, του υπηρεσιακού ζήλου και της εν γένει ουσιαστικής του ικανότητας και καταλληλότητας προς ανταπόκριση στις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης.

Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει διαφορετική υπηρεσιακή εικόνα περί του συστηθέντος και ως εκ τούτου η σύσταση του Διευθυντή κρίνεται νόμιμη και η αιτιολογία της αξιολογικής του κρίσης, επαρκής.

Κατά πάγια νομολογία, η κατοχή επιστημονικών τίτλων και άλλων προσόντων ανώτερης εκπαίδευσης αποτελεί στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψιν και συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια κατά τις αξιολογήσεις των υπαλλήλων προς προαγωγή, δεν αποτελεί όμως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως, εφόσον η κτήση τέτοιου προσόντος δεν απαιτείται, όπως εν προκειμένω, από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε δημιουργεί στο αρμόδιο όργανο υποχρέωση ειδικής αιτιολόγησης της προαγωγής υπαλλήλου μη κατέχοντος τέτοιο προσόν ούτε υποχρέωση ειδικής μνείας στα πρακτικά ότι ελήφθη υπόψιν το στοιχείο τούτο, το οποίο, όπως και τα εν γένει στοιχεία των φακέλων των υπαλλήλων, θεωρείται ότι εξετιμήθη εφόσον στην απόφαση της Επιτροπής βεβαιούται ότι όλα τα στοιχεία των φακέλων ελήφθησαν υπόψιν. (Βλ. σχετικά, Χατζηιωάννου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ., σελ.1041, 1046-1047).


Εφόσον, αιτητές και ενδιαφερόμενο μέρος, κατείχαν τα υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούμενα τυπικά προσόντα προαγωγής και εφόσον στο οικείο πρακτικό της Επιτροπής εγένετο μνεία ότι τα προσόντα των υποψηφίων εξετιμήθησαν, ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η Επιτροπή κατά κακή άσκηση της διακριτικής της εξουσίας παρεγνώρισε τους πρόσθετους τίτλους των αιτητών, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Από την αντιπαραβολή των στοιχείων των ατομικών φακέλων των αιτητών και του ενδιαφερόμενου μέρους προκύπτει ότι, οι αιτητές υπερέχουν μεν ως προς τα προσόντα, ο αιτητής Θ. Χρίστου είναι μάλιστα πτυχιούχος Νομικής Σχολής, δεν προκύπτει όμως κατάδηλη υπεροχή τούτων έναντι του προκριθέντος, δοθέντος ότι, ο αιτητής Α. Δημητριάδης χαρακτηρίζεται σταθερά ως λίαν καλός στις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1979-1989, ο αιτητής Θ. Χρίστου ως λίαν καλός κατά την ως άνω περίοδο και στις εκθέσεις των ετών 1979, 1980, 1981, 1985 και 1986 ως απλώς καλός, ο αι-τητής Χ. Δημητρίου χαρακτηρίζεται σταθερά ως λίαν καλός και στις εκθέσεις των ετών 1988 και 1989 ως εξαίρετος, όλοι συστήνονται ως κατάλληλοι για προαγωγή στην ανώτερη θέση και έχουν λίαν ευμενή σχόλια ως προς την υπηρεσιακή τους ικανότητα, αλλά και το ενδιαφερόμενο μέρος, κάτοχος μόνον απολυτηρίου γυμνασίου, χαρακτηρίζεται σταθερά ως λίαν καλός και στις εκθέσεις των ετών 1986 και 1987 ως εξαίρετος, προηγείται σε αρχαιότητα στην κατεχόμενη θέση κατά 1 χρόνο και 3 μήνες του αιτητή Θ. Χρίστου και κατά 3 μήνες των αιτητών Δημητριάδη και Δημητρίου, προτείνεται ως κατάλληλος για προαγωγή, έχει λίαν ευμενή σχόλια ως προς την υπηρεσιακή του ικανότητα και συστήνεται από τον Διευθυντή.

Κατά τις προαγωγές κατόπιν σύγκρισης των υπαλλήλων παρέχεται στη διοίκηση ευρεία ευχέρεια στάθμισης των τριών νομίμων κριτηρίων και η ευχέρεια αυτή δεν ελέγχεται εκτός εαν από την σύγκριση προκύπτει ότι παρελείφθη υπάλληλος έκδηλα υπερτερών έναντι του προαχθέντος.

Οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, του οποίου η προαγωγή κρίνεται νόμιμος.

Οι προσφυγές απορρίπτονται άνευ εξόδων.

Οι  προσφυγές  απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο