ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1995) 4 ΑΑΔ 2665
7 Δεκεμβρίου, 1995
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΤΤΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 954/92)
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη Δημοκρατίας — Αξιωματικοί — Κρίσεις — Οι αποφάσεις των Συμβουλίων Κρίσεων και Επανακρίσεων και η κατάταξη στην Επετηρίδα αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις (Ζαβρός κ.ά ν. Δημοκρατίας).
Διοικητικό Δίκαιο — Προθεσμίες — Αποκλειστικές και ενδεικτικές — Η προθεσμία του Καν. 37(3) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών 1990-1992 — Ερμηνεία — Η προθεσμία ενδεικτική.
Στρατός της Δημοκρατίας—Αξιωματικοί — Κρίσεις — Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων — Εισηγήσεις — Καν. 40(1) των Κανονισμών — Ερμηνεία — Ο Κανονισμός δεν θεσπίζει υποχρέωση καταγραφής στα πρακτικά των υποβαλλομένων από τον Εισηγητή στοιχείων.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Παράβαση αρμοδιότητας — Στρατός της Δημοκρατίας Αξιωματικοί — Κρίσης — Συμβούλιο Επανακρίσεων — Αρμοδιότητες — Παράλειψη άσκησης των κατά νόμον αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της κατ' εκλογήν με αναλογία ψήφον κρίσης του ως προακτέου από κοινού με την επικύρωση της κρίσης αυτής από το Συμβούλιο Επανακρίσεων και την συνακόλουθη κατάταξή του στην Επεκτηρίδα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Όπως έχει νομολογηθεί, με απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αλέξανδρος Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επανακρίσεων και η κατάταξη αξιωματικού σε σχετική σειρά στην Επεκτηρίδα είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες προσβάλλονται αυτοτελώς επί ακυρώσει.
2. Ο αιτητής προήχθη στον επόμενο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη Όπλων Στρατού, Ξηράς, τέθηκε όμως σε κατώτερη θέση στην Επετηρίδα από τους κατ' εκλογήν κριθέντες παμψηφεί ομοιοβάθμους του και για το λόγο αυτό παραδεκτά στρέφεται κατά της κρίσης του.
3. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, ενώ οι τασσόμενες από το νόμο προθεσμίες προς ενέργεια των διοικουμένων είναι κατά κανόνα αποκλειστικές, οι τασσόμενες από το νόμο προθεσμίες προς τη διοίκηση, εκτός εάν προκύπτει σαφώς αντίθετη βούληση του νομοθέτη, είναι κατά κανόνα ενδεικτικές.
Από το περιεχόμενο της διατάξεως του Κανονισμού 37(3) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών 1990-1992, προκύπτει ότι, υποδεικνύεται μεν έντονα η κατά τον δυνατόν ταχύτερη εντός των ταχθέντων χρονικών ορίων περάτωση των κρίσεων αλλά δεν τάσσεται από τον Κανονισμό αυτό αποκλειστική προθεσμία, υπό την έννοια ότι, δεν προκύπτει ότι, παρερχομένης της προθεσμίας του σχετικού Κανονισμού το αρμόδιο όργανο στερείται πλέον της εξουσία να επιληφθεί των αρμοδιοτήτων του λόγω εξάντλησης των αρμοδιοτήτων αυτών κατά χρόνον.
4. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της παραγράφου (1) του Κανονισμού 40, όπου ορίζεται ότι, "Κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου Κρίσεων ή αναλόγως της περιπτώσεως του Προέδρου και των μελών του λεπτομερή στοιχεία για τον κάθε κρινόμενο Αξιωματικό, όπως αυτά προκύπτουν από τον ατομικό του φάκελο", δεν θεμελιώνεται ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή σύμφωνα με τον οποίο ο εν λόγω Κανονισμός θεσπίζει την επιβολή υποχρέωσης καταγραφής στα επίσημα πρακτικά του Συμβουλίου των στοιχείων τα οποία τίθεται ενώπιόν του από τον εισηγητή προς το σκοπό άσκησης δικαστικού ελέγχου του περιεχομένου τους.
Ό,τι προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη του Κανονισμού είναι ότι, ο εισηγητής, ο οποίος δεν μετέχει στη σύνθεση του Συμβουλίου ως μέλος μετά δικαιώματος ψήφου, θέτει ενώπιόν του Συμβουλίου τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων εκάστου των κρινόμενων και σύμφωνα με το περιεχόμενο του πρακτικού του Συμβουλίου Κρίσεων της 23/6/92 είναι τα στοιχεία αυτά τα οποία έθεσε ο εισηγητής εδώ ενώπιόν του Συμβουλίου Κρίσεων, ασκώντας τις αρμοδιότητες του σύμφωνα με το νόμο.
5. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων δεν περιορίζεται στον απλό έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων του πρωτοβαθμίου οργάνου αλλά έχει εξουσίες πρωτογενούς έρευνας και εξυπαρχής κρίσης επί της ουσίας των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν του.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, όπου, σύμφωνα με την ειδική διάταξη του Κανονισμού 43Α(γ)(ΙΙ), η προτεραιότητα κατάταξης του αξιωματικού στην Επετηρίδα καθορίζεται επί τη βάσει των ψηφισάντων υπέρ της κατ' εκλογήν κρίσης μελών του Συμβουλίου, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο υποχρεούται να εκφέρει ιδίαν κρίση με την οποία θα καθορισθεί η σειρά κατάταξης των ενδιαφερομένων στην Επετηρίδα επί τη βάσει του αριθμού των μελών του τα οποία ψήφισαν υπέρ της κατ' εκλογήν κρίσης ενός εκάστου των κρινομένων.
Εκείνο το οποίο προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων εδώ είναι ότι, το Συμβούλιο περιόρισε την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στον έλεγχο της νομιμότητας της ψήφου του ψηφίσαντος υπέρ της κατ' αρχαιότητα κρίσης του αιτητή μέλους του πρωτοβαθμίου Συμβουλίου, αποφασίζοντας ότι η ψήφος αυτή ήταν νόμιμη και μπορούσε εύλογα να στηριχθεί στα στοιχεία εκείνα του φακέλου του αιτητή τα οποία κρίθηκαν από το μέλος αυτό ως δυσμενή.
Είναι εμφανές, πως το Συμβούλιο Επανακρίσεων παρέλειψε να ασκήσει τις κατά νόμον αρμοδιότητές του και ουδεμία ουσιαστική επανάκριση διενήργησε, υπό την έννοια ότι, παρέλειψε να εξετάσει πρωτογενώς την υπόθεση του αιτητή και να εκφέρει ιδίαν κρίση με την οποία και θα εκαθορίζετο η σειρά κατάταξής του στην Επετηρίδα επί τη βάσει του κατά τον Κανονισμό 43Α(γ) αποτελέσματος της κρίσης των ιδίων αυτού μελών.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 349,
Σαβουλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2268.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, με την οποία ο αιτητής κρίθηκε προακτέος κατ' εκλογήν με τέσσερις ψήφους υπέρ και μία κατ' αρχαιότητα, της απόφασης των καθ' ων η αίτηση Αρ. 2 με την οποία κρίθηκαν αβάσιμα τα υποβληθέντα παράπονα του αιτητή και της σειράς κατάταξης του αιτητή στην Επετηρίδα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση, α) της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων με την οποία ο αιτητής κρίθηκε προακτέος κατ' εκλογήν με τέσσερις ψήφους υπέρ και μία κατ' αρχαιότητα, β) της απόφασης τους Συμβουλίου Επανακρίσεων με την οποία κρίθηκαν αβάσιμα τα υποβληθέντα παράπονα κατά της ως άνω κρίσης και επικυρώθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Συμβουλίου και γ) της σειράς κατάταξης του αιτητή στην Επετηρίδα.
Όπως έχει νομολογηθεί, με απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αλέξανδρος Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επανακρίσεων και η κατάταξη αξιωματικού σε σχετική σειρά στην Επετηρίδα είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες προσβάλλονται αυτοτελώς επί ακυρώσει.
Η προδικαστική ένσταση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι η προσφυγή του αιτητή στρέφεται απαράδεκτα κατά μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Ο αιτητής διορίστηκε στο Στρατό της Δημοκρατίας την 1/3/76 ως Ανθυπολοχαγός και από την 1/6/87 έφερε το βαθμό του Ταγματάρχη.
Επειδή, κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του 1992 πληρούσε τις προβλεπόμενες από τις μεταβατικές διατάξεις του Κανονισμού 43Α των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας(Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990-1992, προϋποθέσεις για κρίση, κρίθηκε από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων ως προακτέος κατ' εκλογήν με τέσσερις ψήφους υπέρ και μία ψήφο κατ' αρχαιότητα.
Η αιτιολογία που έδωσε το Συμβούλιο Κρίσεων για την ως άνω κρίση του αιτητή ήταν η ακόλουθη:
'Το Συμβούλιο, με 4 ψήφους υπέρ και 1 εναντίον, αποφάσισε ότι οι βαθμολογίες που έχει στις Εκθέσεις Ικανότητας του κατεχόμενου βαθμού, η μη ύπαρξη σε βάρος του πειθαρχικών ποινών ή άλλων δυσμενών στοιχείων και η εν γένει απόδοσή του στις Στρ/κές Σχολές που φοίτησε και στις θέσεις που υπηρέτησε, δικαιολογούν την κρίση του ως προακτέος κατ' εκλογήν.
Το ένα Μέλος του Συμβουλίου έκρινε ότι, η σχετικά χαμηλή βαθμολογία του που έχει σε Εκθέσεις Ικανότητας των προηγούμενων βαθμών, δεν δικαιολογούν την κρίση του ως προακτέος κατ' εκλογήν, αλλά την κρίση του ως προακτέος κατ' αρχαιότητα."
Επειδή, η κατά τον Κανονισμό 43Α(γ) (II) των Κανονισμών κρίση των Ταγματαρχών ως προακτέων κατ' εκλογήν με αναλογία ψήφων είναι δυσμενής, ενόψει του ότι προβλέπεται και κρίση των ιδίων ως προακτέων κατ' εκλογήν παμψηφεί, ο αιτητής προσέφυγε εμπρόθεσμα προς το Συμβούλιο Επανακρίσεων αιτούμενος την επανάληψη της κρίσης του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 43(2).
Επανεξετάζοντας το θέμα, το αρμόδιο Συμβούλιο Επανακρίσεων έκρινε αβάσιμα τα παράπονα του αιτητή και ενέμεινε στην κρίση του πρωτοβαθμίου Συμβουλίου, αναφέροντας τα ακόλουθα:
"Η αιτιολογία που έδωσε το ένα Μέλος του Συμβουλίου Κρίσεων για να αποφασίσει την κατ' αρχαιότητα κρίση του, δηλαδή η σχετικά χαμηλή βαθμολογία του σε ορισμένες Εκθέσεις Ικανότητας στα καθοριστικά για την αξία του Αξιωματικού Επαγγελματικά Προσόντα κατάρτιση για τον κατεχόμενο βαθμό και κατάρτιση για περαιτέρω εξέλιξη, γίνεται αποδεκτή και κρίνεται ικανή για να δικαιολογήσει την τέτοια κρίση του. Αυτά που αναφέρει στην προσφυγή του για επανάκριση, δεν αλλάζουν την κατάσταση. Ως εκ τούτου, η προσφυγή του απορρίπτεται."
Με βάση τις αποφάσεις του Συμβουλίου Επανακρίσεων επήλθαν οι αντίστοιχες μεταβολές στους πίνακες των κριθέντων Ταγματαρχών και οι πίνακες αυτοί κατέστησαν οριστικοί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 44(8).
Ο αιτητής προήχθη στον επόμενο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη Όπλων Στρατού Ξηράς, τέθηκε όμως σε κατώτερη θέση στην Επετηρίδα από τους κατ' εκλογήν κριθέντες παμψηφεί ομοιοβάθμους του και για το λόγο αυτό παραδεκτά στρέφεται κατά της κρίσης του.
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως η επίδικη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι, κατά παράβαση του Κανονισμού 37(3), όπου ορίζεται ότι, το Συμβούλιο Κρίσεων συγκροτείται και συνέρχεται σε τακτική σύνοδο μια φορά το χρόνο μέσα στην πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, το εν λόγω Συμβούλιο συνήλθε σε σύνοδο προς διενέργεια τακτικών ετησίων κρίσεων την 23/6/92, τρεις και πλέον μήνες μετά την παρέλευση της καθοριζόμενης από τους Κανονισμούς προθεσμίας.
Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, ενώ οι τασσόμενες από το νόμο προθεσμίες προς ενέργεια των διοικούμενων είναι κατά κανόνα αποκλειστικές, οι τασσόμενες από το νόμο προθεσμίες προς τη διοίκηση, εκτός εάν προκύπτει σαφώς αντίθετη βούληση του νομοθέτη, είναι κατά κανόνα ενδεικτικές.
Από το περιεχόμενο της διατάξεως του Κανονισμού 37(3) προκύπτει ότι, υποδεικνύεται μεν έντονα η κατά το δυνατόν ταχύτερη εντός των ταχθέντων χρονικών ορίων περάτωση των κρίσεων αλλά δεν τάσσεται από τον Κανονισμό αυτό αποκλειστική προθεσμία, υπό την έννοια ότι, δεν προκύπτει ότι, παρερχομένης της προθεσμίας του σχετικού Κανονισμού το αρμόδιο όργανο στερείται πλέον της εξουσίας να επιληφθεί των αρμοδιοτήτων του λόγω εξάντλησης των αρμοδιοτήτων αυτών κατά χρόνον.
Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της παραγράφου (1) του Κανονισμού 40, όπου ορίζεται ότι, "Κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου Κρίσεων ή αναλόγως της περιπτώσεως, του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ο εισηγητής θέτει υπόψη του Προέδρου και των μελών του λεπτομερή στοιχεία για τον κάθε κρινόμενο Αξιωματικό, όπως αυτά προκύπτουν από τον ατομικό του φάκελο", δεν θεμελιώνεται ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή σύμφωνα με τον οποίο ο εν λόγω Κανονισμός θεσπίζει την επιβολή υποχρέωσης καταγραφής στα επίσημα πρακτικά του Συμβουλίου των στοιχείων τα οποία τίθενται ενώπιόν του από τον εισηγητή προς το σκοπό άσκησης δικαστικού ελέγχου του περιεχομένου τους.
Ό,τι προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη του Κανονισμού είναι ότι, ο εισηγητής, ο οποίος δεν μετέχει στη σύνθεση του Συμβουλίου ως μέλος μετά δικαιώματος ψήφου, θέτει ενώπιόν του Συμβουλίου τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων εκάστου των κρινομένων και σύμφωνα με το περιεχόμενο του πρακτικού του Συμβουλίου Κρίσεων της 23/6/92 είναι τα στοιχεία αυτά τα οποία έθεσε ο εισηγητής ενώπιόν του Συμβουλίου Κρίσεων, ασκώντας τις αρμοδιότητες του σύμφωνα με το νόμο.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Το Συμβούλιο Επανακρίσεων ενασκώντας τις εξουσίες του σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 44(1) και (5) των Κανονισμών, εξετάζει τις υποβαλλόμενες ενώπιόν του ιεραρχικές προσφυγές και δύναται να εκδώσει μία των ακολούθων αποφάσεων:
(α)Να απορρίψει την προσφυγή.
(β) Να δεχθεί την προσφυγή και να κατατάξει τον ενδιαφερόμενο στη διαβάθμιση της κρίσης που κατά τη γνώμη του έπρεπε να τον είχε κατατάξει το Συμβούλιο Κρίσεων.
(γ) Να επανακρίνει την υπόθεση που παραπέμφθηκε σ' αυτό και να γνωστοποιήσει τις αποφάσεις του στους ενδιαφερόμενους αξιωματικούς σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (6) του παρόντος Κανονισμού.
Στην υπό εξέταση υπόθεση, όπου για τις κρίσεις των Αξιωματικών που διορίστηκαν στο Στρατό της Δημοκρατίας την 1/3/76 και έφεραν το βαθμό του Ταγματάρχη από την 1/6/87, εφαρμογή έχουν οι μεταβατικές διατάξεις του Κανονισμού 43Α, ο νομοθέτης δεν φαίνεται να διαφοροποιεί ή να περιορίζει το παρεχόμενο δυνάμει των γενικών διατάξεων δικαίωμα του Αξιωματικού ο οποίος κρίθηκε δυσμενώς να προσφύγει στο ανώτερο ιεραρχικά όργανο αιτούμενος την επανάληψη της κρίσης του.
Το Συμβούλιο Επανακρίσεων, όργανο ιεραρχικά ανώτερο λόγω της συγκροτήσεώς του, συνεκτιμά τα στοιχεία τα οποία προσάγονται και τους ισχυρισμούς οι οποίοι υποβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους και υποχρεούται να αιτιολογήσει πλήρως την εξενεχθείσα κρίση.
Οι αρμοδιότητες με τις οποίες είναι περιβεβλημένο δεν διαφέρουν από αυτές του πρωτοβαθμίου οργάνου.
Το Συμβούλιο Επανακρίσεων δεν περιορίζεται στον απλό έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων του πρωτοβαθμίου οργάνου αλλά έχει εξουσίες πρωτογενούς έρευνας και εξυπαρχής κρίσης επί της ουσίας των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν του.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, όπου, σύμφωνα με την ειδική διάταξη του Κανονισμού 43Α(γ)(Π), η προτεραιότητα κατάταξης του αξιωματικού στην Επετηρίδα καθορίζεται επί τη βάσει των ψηφισάντων υπέρ της κατ' εκλογήν κρίσης μελών του Συμβουλίου, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο υποχρεούται να εκφέρει ιδίαν κρίση με την οποία θα καθορισθεί η σειρά κατάταξης των ενδιαφερομένων στην Επετηρίδα επί τη βάσει του αριθμού των μελών του τα οποία ψήφισαν υπέρ της κατ' εκλογήν κρίσης ενός εκάστου των κρινομένων.
Εκείνο το οποίο προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων είναι ότι, το Συμβούλιο περιόρισε την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στον έλεγχο της νομιμότητας της ψήφου του ψηφίσαντος υπέρ της κατ' αρχαιότητα κρίσης του αιτητή μέλους του πρωτοβαθμίου Συμβουλίου, αποφασίζοντας ότι η ψήφος αυτή ήταν νόμιμη και μπορούσε εύλογα να στηριχθεί στα στοιχεία εκείνα του φακέλου του αιτητή τα οποία κρίθηκαν από το μέλος αυτό ως δυσμενή.
Είναι εμφανές, πως το Συμβούλιο Επανακρίσεων παρέλειψε να ασκήσει τις κατά νόμον αρμοδιότητές του και ουδεμία ουσιαστική επανάκριση διενήργησε, υπό την έννοια ότι, παρέλειψε να εξετάσει πρωτογενώς την υπόθεση του αιτητή και να εκφέρει ιδίαν κρίση με την οποία και θα εκαθορίζετο η σειρά κατάταξής του στην Επετηρίδα επί τη βάσει του κατά τον Κανονισμό 43Α(γ) αποτελέσματος της κρίσης των ιδίων αυτού μελών. (Βλέπε σχετικά, Κώστας Σαβουλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2268.)
Για όλες τις πιο πάνω πλημμέλειες η προσφυγή του αιτητή γίνεται αποδεκτή και η κρίση του από το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο καθώς και η συνεπεία της κρίσης αυτής κατάταξή του σε σχετική σειρά στην Επετηρίδα, ακυρώνονται χωρίς έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.