ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1995) 4 ΑΑΔ 2155

13 Οκτωβρίου, 1995

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 660/94)

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προκαταρκτικός και τελικός κατάλογος υποψηφίων — Η Ε.Δ.Υ. δικαιούται όχι μόνο να προσθέτει υποψηφίους στον προκαταρκτικό κατάλογο αλλά και να διαγράφει από αυτόν — Η προσθήκη απαιτεί αιτιολογημένη απόφαση της Ε.Δ. Υ. όχι όμως και η διαγραφή υποψηφίου — Η διαγραφή αιτιολογημένη εν πάση περιπτώσει στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας — Αρχές από την νομολογία — Τεκμήριο νομιμότητας και υπέρ της πληρότητας της έρευνας — Δεν καταρρίφθηκε.

Σχέδια Υπηρεσίας — Η ερμηνεία του και η ουσιαστική κρίση ανήκει στο αρμόδιο διοικητικό όργανο — Πεδίο επέμβασης του Δικατηρίου — Εύλογη η απόφαση της Ε.Δ. Υ. στην κριθείσα περίπτωση — Αδυναμία δικαστικής επέμβασης.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Μορφωτικού Λειτουργού. Ο αιτητής δεν συμμετείχε τελικά στη σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων για επιλογή αφού αποκλείστηκε με απόφαση της Ε.Δ.Υ. ως μη προσοντούχος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Από τη διατύπωση που χρησιμοποιεί ο νόμος είναι φανερό ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έχει την τελική ευθύνη καταρτισμού του καταλόγου των καταλληλότερων υποψηφίων, ενώ ο ρόλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι καθαρά συμβουλευτικός.

Η Επιτροπή Δημόσιας υπηρεσίας είχε κάθε δικαίωμα εν προκειμένω να αφαιρέσει τον αιτητή από τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

2. Ο νόμος υποχρεώνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή να αποστείλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους και προκαταρκτικό αλφαβητικό κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει για επιλογή. Η Επιτροπή με τη σειρά της έχει την υποχρέωση στην περίπτωση πρόσθεσης στον τελικό κατάλογο υποψηφίου που δεν περιλαμβανόταν στον πορκαταρκτικό κατάλογο να αιτιολογήσει την απόφασή της. Καμιά πρόνοια του νόμου δεν απαιτεί ρητά την αιτιολόγηση του καταρτισμού του τελικού καταλόγου. Όπου ο νόμος επιθυμούσε την αιτιολόγηση απόφασης της Επιτροπής ή άλλου σώματος το αναφέρει ρητά. Τέτοια παραδείγματα μπορούν να βρεθούν εκτός από το εδ. 8 και στα εδ. 11 και 14 του Άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90), καθώς και σε αριθμό άλλων άρθρων του ίδιου νόμου, όπως τα Άρθρα 32(6) και 34(6) και (10). Η ανάγκη για αιτολογία των αποφάσεων του διοικητικού οργάνου είναι απόρροια της δυνατότητας άσκησης δικαστικού ελέγχου. Αν η αιτιολόγηση απουσιάζει, το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει κατά πόσο η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου) Η αιτιολόγηση όμως δεν είναι αναγκαία σε κάθε ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής, εκτός βέβαια όπου ο νόμος το απαιτεί. Στην παρούσα υπόθεση ο καταρτισμός του τελικού καταλόγου και η αφαίρεση του ονόματος του αιτητή σαν υποψήφιου που δεν κατείχε τα απαιραίτητα προσόντα, δεν έχρηζε αιτιολογίας. Παρ' όλα αυτά όμως, το σχετικό πρακτικό δείχνει ότι η Επιτροπή έχει αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή της. Μάλιστα εξηγείται με λεπτομέρεια γιατί το ακαδημαϊκό προσόν του αιτητή στις Πολιτικές Επιστήμες και στη Δημόσια Διοίκηση δεν μπορούσε να θεωρηθεί προσόν που ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας. Έτσι ακόμα κι' αν η απόφαση της Επιτροπής για αποκλεισμό του αιτητή χρειαζόταν αιτιολόγηση, η αιτιολόγηση που δίδεται θα ήταν επαρκής.

3. Το τι συνιστά επαρκή έρευνα είναι θέμα βαθμού και εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή στην απόφαση της ημερ. 8.3.1994 αναφέρει ότι εξέτασε διεξοδικά στην προηγούμενη της συνεδρίαση το θέμα του αιτητή και την ταξινόμηση των διαφόρων σπουδών σύμφωνα με την UNESCO. Στη συνέχεια, αφού εξέτασε ξανά το θέμα, επαναβεβαίωσε την προηγούμενη της απόφαση. Στην απόφαση τονίστηκε ότι τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της δεν ήταν καινούργια. Κάτω από τις περιστάσεις το Δικαστήριο βρίσκει ότι δεν ήταν καινούργια. Δεν ήταν απαραίτητο για την Επιτροπή να ζητήσει τη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας για να καταλήξει στην απόφασή της. Είναι σαφές ότι η Επιτροπή προέβη σε έρευνα και έλαβε υπόψη την ταξινόμηση της UNESCO την οποία αναφέρει ο αιτητής. Ο αιτητής απέτυχε να καταρρίψει το τεκμήριο νομιμότητας και συνεπώς το Δικαστήριο αποδέχεται ότι κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις η Επιτροπή προέβη στη δέουσα έρευνα πριν αφαιρέσει τον αιτητή από τον κατάλογο των υποψηφίων.

4. Η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, καθώς και η εξέταση κατά πόσο ο αιτητής κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, ανάγονται στη σφαίρα των εξουσιών του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.

Στην παρούσα υπόθεση το σχέδιο υπηρεσίας προνοούσε ως απαραίτητο προσόν την ύπαρξη πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε οποιονδήποτε κλάδο των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως Φιλολογία, Ιστορία, Φιλοσοφία, Αρχαιολογία, Γλώσσες, Πολιτιστικές, Κοινωνιολογικές ή Κλασσικές σπουδές ή τις Καλές Τέχνες. Η Επιτροπή ερμηνεύοντας το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας αποφάσισε ότι οι Πολιτικές Επιστήμες που εντάσσονται στις κοινωνικές σπουδές, καθώς και η Δημόσια Διοίκηση, τίτλους που ο αιτητής κατείχε, δεν αποτελούν κλάδους των ανθρωπιστικών σπουδών. Η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στα νόμιμα πλαίσια και η απόφασή της ήταν εύλογη. Όπως τονίζεται και στη νομολογία η απόφαση κατά πόσο ο αιτητής κατέχει τα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα ανάγεται στις εξουσίες της Επιτροπής και αφού η απόφασή της ήταν λογική, ακόμα και αν το Δικαστήριο είχε διαφορετική γνώμη, δεν θα ήταν δυνατή επέμβασή του.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2479,

Mytides and another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096,

Δημοκρατία ν. Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603,

Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370,

Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Mikellidou v. Republic (1981) 3 C.L.R. 461,

Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,

Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189,

Knai v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1534,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3299,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316,

Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592,

HjiMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246,

Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253,

Frangoullides and Another v. P.S.C. (1985) 3 C.L.R. 1680,

Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60,

Γιάλλουρος ν. Α.Η.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 372,

Δημοκρατία ν. Κυπρή (1989) 3 Α.Α.Δ. 2600,

Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,

Ιωνά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1775.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη επί δοκιμασίας στη μόνιμη θέση Μορφωτικού Λειτουργού στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2.

Κ. Λ. Αιμιλιανίδης, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 5.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα υπόθεση ο αιτητής αξιώνει δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκε στις 13.5.1994 και με την οποία διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση Μορφωτικού Λειτουργού στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.

Οι θέσεις που είναι πρώτου διορισμού δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 9.4.1993 (Γνωστοποίηση αρ. 1032), ενώ στις 23.4.1993 δημοσιεύτηκε διόρθωση σε σχέση με την αρχική δημοσίευση. Υποβλήθηκαν 78 συνολικά αιτήσεις και ο Διευθυντής Πολιτιστικών Υπηρεσιών, σαν Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή του ημερ. 17.11.1993, διαβίβασε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ("η Επιτροπή"), την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η έκθεση περιλάμβανε προκαταρκτικό κατάλογο δώδεκα υποψηφίων που κατά την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν οι καταλληλότεροι για διορισμό στη θέση, μεταξύ αυτών ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Επιτροπή στις 18.2.1994 υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου των υποψηφίων που ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό κατάλογο πλην του αιτητή, τον οποίο η Επιτροπή, κρίνοντας ότι τα προσόντα του δεν ικανοποιούσαν τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας, απέκλεισε από την περαιτέρω διαδικασία ως μη προσοντούχο.

Στις 8.3.1994 η Επιτροπή εξέτασε τις παραστάσεις τόσο του αιτητή ημερ. 4.3.1994, όσο και κάποιου άλλου υποψηφίου που αποκλείστηκε και αφού απέρριψε το αίτημά τους, δέκτηκε σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους. Ακολούθως στη συνεδρίαση ημερ. 9.3.1994 αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη και σε κάποια Παναγιώτα Μιχαηλίδου η οποία τελικώς δεν αποδέκτηκε το διορισμό. Στις 6.5.1994 προσφέρθηκε διορισμός και σε κάποιο Αριστόδημο Αναστασιάδη. Οι διορισμοί των τεσσάρων πρώτων ενδιαφερομένων μερών δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 13.5.1994 (Γνωστοποίηση αρ. 1737) και του τελευταίου στις 22.7.1994 (Γνωστοποίηση αρ. 2757).

Το πρώτο σημείο το οποίο εγείρει ο αιτητής είναι ο ισχυρισμός ότι σύμφωνα με το άρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, αρ. 1/90, το μόνο αρμόδιο όργανο που έχει εξουσία να κρίνει ποίοι από τους υποψηφίους είναι προσοντούχοι είναι η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η Επιτροπή, σύμφωνα πάντα με τη θέση του αιτητή, δεν μπορεί να παραλείψει να ζητήσει, ούτε να αγνοήσει την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο νόμος παρέχει μεν στην Επιτροπή την εξουσία να προσθέσει στον κατάλογο υποψηφίους αλλά δεν της επιτρέπει και να αφαιρέσει από αυτόν. Περαιτέρω γίνεται ισχυρισμός ότι εν πάση περιπτώσει, η απόφαση της Επιτροπής να αφαιρέσει τον αιτητή από τον προκαταρκτικό κατάλογο ήταν αναιτιολόγητη.

Η ακολουθούμενη σύμφωνα με το νόμο διαδικασία στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων είναι η ακόλουθη: Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της διάφορα στοιχεία μεταξύ των οποίων τα προσόντα των υποψηφίων και τα αποτελέσματα της εξέτασης τους, αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους και κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των υποψηφίων που συστήνει για επιλογή (Άρθρο 33(6) του Νόμου 1/90.) Στη συνέχεια η Επιτροπή αφού ελέγξει τον προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στα εδ. 6 και 7, δηλαδή τα αποτελέσματα των εξετάσεων, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει τον κατάλογο των πιο κατάλληλων υποψηφίων που αναφέρεται στον νόμο ως "ο τελικός κατάλογος" (Άρθρο 33(8)). Η Επιτροπή μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της να περιλάβει στον τελικό κατάλογο και υποψηφίους που δεν περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο.

Από τη διατύπωση που χρησιμοποιεί ο νόμος είναι φανερό ότι η Επιτροπή έχει την τελική ευθύνη καταρτισμού του καταλόγου των καταλληλότερων υποψηφίων, ενώ ο ρόλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι καθαρά συμβουλευτικός. (Βλ. επίσης Χρυσοστόμου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2479.) Αξιοσημείωτο είναι ότι ο νόμος προβλέπει ρητά ότι η Επιτροπή έχει καθήκον να ελέγξει τον προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα διάφορα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Συμβουλευτική Επιτροπή, ήτοι τα αποτελέσματα της εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων κ.λ.π. Το δικαίωμα συνεπώς καταρτισμού του τελικού καταλόγου των πλέον κατάλληλων υποψηφίων κείται στην Επιτροπή, ύστερα μάλιστα από έλεγχο των στοιχείων του προκαταρκτικού καταλόγου. Αφού η Επιτροπή έχει εκ του νόμου το καθήκον να ελέγχει τον προκαταρκτικό κατάλογο με βάση, μεταξύ άλλων, τα προσόντα των υποψηφίων και να καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των πλέον κατάλληλων υποψηφίων, είναι αυτονόητο ότι έχει και το δικαίωμα αφαίρεσης από τον κατάλογο υποψηφίων που κατά τη γνώμη της δεν κατέχουν τα απαραίτητα προσόντα. Εξάλλου, αν η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα αφαίρεσης από τον προκαταρκτικό κατάλογο μη κατά τη γνώμη της κατάλληλων υποψηφίων, η εξουσία καταρτισμού του τελικού καταλόγου που της παρέχει το άρθρο 33(8) του νόμου θα κατέληγε σε απλή επιβεβαιωτική πράξη χωρίς ουσιαστική αξία. Η Επιτροπή, σύμφωνα πάντα με τον νόμο, αυτή τη φορά με αιτιολογημένη απόφασή της, μπορεί να περιλάβει στον τελικό κατάλογο και υποψηφίους που δεν περιλαμβάνονταν στον προκαταρκτικό κατάλογο.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 33(15) του νόμου, κανένας δεν διορίζεται σε θέση πρώτου διορισμού, εκτός αν κατέχει τα προβλεπόμενα προσόντα κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και το χρόνο λήψης της απόφασης. Αν η Επιτροπή ήταν της γνώμης ότι συγκεκριμένος υποψήφιος που περιλαμβάνεται στον προκαταρκτικό κατάλογο δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα και συνεπώς δεν μπορούσε τελικά να διοριστεί στη θέση, αναμφίβολα έχει την εξουσία να τον αποκλείσει κατά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου και πριν την τελική της απόφαση.

Στην υπόθεση My tides and another v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1096,1111, τονίστηκε ότι η Επιτροπή έχει θέσμιο καθήκον να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας και στη συνέχεια να επιβεβαιώνει την ύπαρξη των προσόντων του κάθε υποψήφιου σαν γεγονός και τέλος να εφαρμόζει το σχέδιο υπηρεσίας στα γεγονότα που είναι ενώπιόν της και να αποφασίζει κατά πόσο ο συγκεκριμένος υποψήφιος είναι κατάλληλος για προβιβασμό σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας. Κρίθηκε ότι τα καθήκοντα αυτά δεν μπορούν ούτε να επισκιαστούν από, ούτε να αφεθούν στην τότε προβλεπόμενη από το νόμο σαν αρμόδια τμηματική επιτροπή. Η τελική αρμοδιότητα και ευθύνη βρίσκεται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. (Βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Άννας Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603.) Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ελένης Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370, τονίστηκε ξανά ο συμβουλευτικός χαρακτήρας των τμηματικών επιτροπών και η αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής επί όλων των θεμάτων που σχετίζονται με τις προαγωγές. Από όλα τα πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είχε κάθε δικαίωμα να αφαιρέσει τον αιτητή από τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω το δεύτερο σημείο που εγείρεται, κατά πόσο δηλαδή η αφαίρεση του αιτητή από τον προκαταρκτικό κατάλογο και συνεπώς η διαφοροποίηση της γνώμης της Συμβουλευτικής Επιτροπής από την Επιτροπή θα έπρεπε να είναι αιτιολογημένη. Ο νόμος υποχρεώνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή να αποστείλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους και προκαταρκτικό αλφαβητικό κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει για επιλογή. Η Επιτροπή με τη σειρά της έχει την υποχρέωση στην περίπτωση πρόσθεσης στον τελικό κατάλογο υποψηφίου που δεν περιλαμβανόταν στον προκαταρκτικό κατάλογο να αιτιολογήσει την απόφασή της. Καμιά πρόνοια του νόμου δεν απαιτεί ρητά την αιτιολόγηση του καταρτισμού του τελικού καταλόγου. Πιστεύω ότι όπου ο νόμος επιθυμούσε την αιτιολόγηση απόφασης της Επιτροπής ή άλλου σώματος το αναφέρει ρητά. Τέτοια παραδείγματα μπορούν να βρεθούν εκτός από το εδ. 8 και στα εδ. 11 και 14 του άρθρου 33, καθώς και σε αριθμό άλλων άρθρων του ίδιου νόμου, όπως τα άρθρα 32(6) και 34(6) και (10). Η ανάγκη για αιτιολογία των αποφάσεων του διοικητικού οργάνου είναι απόρροια της δυνατότητας άσκησης δικαστικού ελέγχου. Αν η αιτιολόγηση απουσιάζει, το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει κατά πόσο η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574.) Η αιτιολόγηση όμως δεν είναι αναγκαία σε κάθε ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής, εκτός βέβαια όπου ο νόμος το απαιτεί. Στην παρούσα υπόθεση ο καταρτισμός του τελικού καταλόγου και η αφαίρεση του ονόματος του αιτητή σαν υποψήφιου που δεν κατείχε τα απαραίτητα προσόντα, δεν έχρηζε αιτιολογίας. Παρ' όλα αυτά όμως, το σχετικό πρακτικό δείχνει ότι η Επιτροπή έχει αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή της. Μάλιστα εξηγείται με λεπτομέρεια γιατί το ακαδημαϊκό προσόν του αιτητή στις Πολιτικές Επιστήμες και στη Δημόσια Διοίκηση δεν μπορούσε να θεωρηθεί προσόν που ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας. Έτσι ακόμα κι αν η απόφαση της Επιτροπής για αποκλεισμό του αιτητή χρειαζόταν αιτιολόγηση, η αιτιολόγηση που δίδεται θα ήταν επαρκής.

Άλλο σημείο που εγείρεται είναι ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή πριν αποφασίσει κατά πόσο ο αιτητής κατείχε ή όχι τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα, παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία αποκλείστηκε ο αιτητής, ημερ. 18.2.1994 έχει ως ακολούθως:

"Ο υποψήφιος Δημητρίου Ιωάννης, ο οποίος κατέχει πτυχία στις "Πολιτικές Επιστήμες" και στη "Δημόσια Διοίκηση", δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσοντούχος υποψήφιος, γιατί η Επιτροπή θεωρεί ότι τα πιο πάνω προσόντα του δεν ικανοποιούν τη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας. Τόσο οι "Πολιτικές Επιστήμες", που εντάσσονται στις Κοινωνικές Σπουδές, όσο και η "Δημόσια Διοίκηση" δεν αποτελούν κλάδους των Ανθρωπιστικών Σπουδών και το γεγονός ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας αναφέρει τις Κοινωνιολογικές Σπουδές δεν εξυπακούει ότι οποιοσδήποτε κλάδος των Σπουδών αυτών θα γίνεται επίσης αποδεκτός. Ως εκ τούτου ο Δημητρίου αποκλείεται από την περαιτέρω διαδικασία."

Με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 4.3.1994, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι το πτυχίο του εμπίπτει στα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, γιατί μεταξύ άλλων, οι σπουδές του ανήκουν στις ονομαζόμενες από την UNESCO "Social and Behavioural Sciences". Η Επιτροπή στη συνεδρία της 8.3.1994 επελήφθη και πάλι του θέματος και απέρριψε τους ισχυρισμούς του, το δε σχετικό απόσπασμα των πρακτικών έχει ως ακολούθως:

"Ο Δημητρίου ο οποίος περιλήφθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον προκαταρκτικό κατάλογο και αποκλείστηκε αργότερα από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ως μη προσοντούχος, ισχυρίζεται ότι τα προσόντα του ικανοποιούν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και επικαλείται την ταξινόμηση των διαφόρων σπουδών, όπως έγινε από την UNESCO, που εντάσσει τις πολιτικές επιστήμες στις ονομαζόμενες Social and Behavioural Sciences.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας εξέτασε διεξοδικά την προηγούμενη συνεδρίασή της το θέμα του Δημητρίου και τα όσα αναφέρονται πιο πάνω στην επιστολή του δικηγόρου του, περιλαμβανομένης και της ταξινόμησης των διαφόρων σπουδών σύμφωνα με την Unesco, τα οποία δεν αποτελούν καινούργια στοιχεία, αλλά ήταν ενώπιον της Επιτροπής όταν εξέταζε το θέμα και λήφθηκαν δεόντως υπόψη. Ύστερα από αυτό, η Επιτροπή επαναβεβαίωσε την προηγούμενη απόφαση της, σύμφωνα με την οποία ο Δημητρίου Ιωάννης θεωρείται ως μη προσοντούχος υποψήφιος και απέρριψε το αίτημά του να κληθεί ενώπιόν της σε προφορική εξέταση."

Η ύπαρξη δέουσας έρευνας απασχόλησε το Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων. (Βλ. Mikellidou v. The Republic (1981) 3 C.L.R. 461, Mytides and another v. The Republic, ανωτέρω, 1110-1111). Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ 47, τονίστηκε ότι η δέουσα έρευνα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης γιατί η διοίκηση έχει υποχρέωση να ερευνήσει όλα τα κρίσιμα στοιχεία για να εξακριβώσει τα ορθά γεγονότα και εφαρμόσει το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Το τι συνιστά επαρκή έρευνα είναι θέμα βαθμού και εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Nicolaou v. The Minister of Interior and another (1974) 3 C.L.R. 189, Knai v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 1534,1546.) Η έκταση της έρευνας που το διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων. (Βλ. Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3299 και Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη και άλλων (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316.) Το κατά πόσο η έρευνα έχει διεξαχθεί δεόντως αποτελεί θέμα που συνάγεται από το πρακτικό που τηρήθηκε για το σκοπό αυτό. (Tourpeki ν. The Republic (1973) 3 C.L.R. 592).

Στην υπόθεση HjiMichael and others v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 246, 252, τονίστηκε ότι σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου τεκμαίρεται ότι μια διοικητική απόφαση έχει ληφθεί ύστερα από επιβεβαίωση των γεγονότων. Το τεκμήριο αυτό μπορεί να καταρριφθεί αν διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι υπάρχει τουλάχιστον πιθανότητα εμφιλοχώρησης πλάνης κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης στην υπόθεση Rolis Lewis ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253, αναφέρεται ότι το τεκμήριο της νομιμότητας συνηγορεί υπέρ της επάρκειας της έρευνας που έχει διεξαχθεί, εκτός όπου το τεκμήριο αυτό κλονίζεται ή όπου δημιουργούνται αμφιβολίες από μαρτυρία ή στοιχεία στο φάκελο που τείνουν να καταδείξουν το αντίθετο ή θέτουν σε αμφιβολία το θεμέλιο της έρευνας.

Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή στην απόφαση της ημερ. 8.3.1994 αναφέρει ότι εξέτασε διεξοδικά στην προηγούμενη της συνεδρίαση το θέμα του αιτητή και την ταξινόμηση των διαφόρων σπουδών σύμφωνα με την UNESCO. Στη συνέχεια, αφού εξέτασε ξανά το θέμα, επαναβεβαίωσε την προηγούμενή της απόφαση. Στην απόφαση τονίστηκε ότι τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της δεν ήταν καινούργια. Κάτω από τις περιστάσεις βρίσκω ότι δεν ήταν απαραίτητο για την Επιτροπή να ζητήσει τη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας για να καταλήξει στην απόφασή της. Είναι σαφές ότι η Επιτροπή προέβη σε έρευνα και έλαβε υπόψη την ταξινόμηση της UNESCO την οποία αναφέρει ο αι-τητής. Ο αιτητής απέτυχε να καταρρίψει το τεκμήριο νομιμότητας και συνεπώς δέχομαι ότι κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις η Επιτροπή προέβη στη δέουσα έρευνα πριν αφαιρέσει τον αιτητή από τον κατάλογο των υποψηφίων.

Το τελευταίο σημείο που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο η ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στο σχέδιο υπηρεσίας και η απόφασή της ότι τα προσόντα του αιτητή δεν ανταποκρίνονταν στο σχέδιο υπηρεσίας ήταν εύλογη. Η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, καθώς και η εξέταση κατά πόσο αιτητής κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, ανάγονται στη σφαίρα των εξουσιών του αρμοδίου διοικητικού οργάνου (Lewis ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, Frangoullides and another v. P.S.C. (1985) 3 C.L.R. 1680). To Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, εφόσον η ερμηνεία που έδωσε το όργανο ήταν λογικά εφικτή, δεν μπορεί να δώσει διαφορετική ερμηνεία, ακόμα και όταν έχει διαφορετική γνώμη. (Βλ. Petsas v. The Republic 3 R.S.C.C. 60, Σπύρος Γιάλλουρος v. A.H.K. (1994) 4 Α.Α.Δ. 372, Δημοκρατία ν. Θεφανώς Κυπρή (1989) 3 Α.Α.Δ. 2600, Μιτίδης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 737.) Δικαστική επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν το διορίζον σώμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που καθορίζει το σχέδιο υπηρεσίας και ερμηνεύει τις πρόνοιες του με τρόπο αντινομικό. Στην Ιωάννης Ιωνάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1775, τονίζεται ότι η κατοχή των προσόντων είναι πραγματικό γεγονός και η εκτίμηση των ουσιαστικών γεγονότων που υποστηρίζουν ή συνθέτουν την απόφαση είναι αποκλειστικά έργο του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στη νομιμότητα της πράξης, δηλαδή στην επάρκεια της έρευνας και το εύλογο των διαπιστώσεων επί των γεγονότων. Η εκτίμηση των ουσιαστικών γεγονότων είναι εκτός της σφαίρας της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

Στην παρούσα υπόθεση το σχέδιο υπηρεσίας προνοούσε ως απαραίτητο προσόν την ύπαρξη πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε οποιονδήποτε κλάδο των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως Φιλολογία, Ιστορία, Φιλοσοφία, Αρχαιολογία, Γλώσσες, Πολιτιστικές, Κοινωνιολογικές ή Κλασσικές σπουδές ή τις Καλές Τέχνες. Η Επιτροπή ερμηνεύοντας το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας αποφάσισε ότι οι Πολιτικές Επιστήμες που εντάσσονται στις κοινωνικές σπουδές, καθώς και η Δημόσια Διοίκηση, τίτλους που ο αιτητής κατείχε, δεν αποτελούν κλάδους των ανθρωπιστικών σπουδών. Η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στα νόμιμα πλαίσια και η απόφαση της ήταν εύλογη. Όπως τονίζεται και στη νομολογία η απόφαση κατά πόσο αιτητής κατέχει τα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα ανάγεται στις εξουσίες της Επιτροπής και αφού η απόφασή της ήταν λογική, ακόμα και αν το Δικαστήριο είχε διαφορετική γνώμη, δεν θα ήταν δυνατή επέμβασή του.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους βρίσκω ότι δεν συντρέχουν λόγοι ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής. Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Η παρούσα υπόθεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο