ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Συμεωνίδου & άλλοι ν. Δημοκρατία(Αρ.2) (1993) 3 ΑΑΔ 258
Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 ΑΑΔ 53
Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (Αρ.1) (1991) 4 ΑΑΔ 2116
Ιατρού ν. Ε.Ε.Υ. (1991) 4 ΑΑΔ 3142
Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 2243
Μεταξάς κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 4055
Παπανικολάου Nίκος ν. Δημοκρατίας (Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας) (1993) 4 ΑΑΔ 1404
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 33/1967 - Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1967
Ν. 65/1987 - Ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1987
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1995) 4 ΑΑΔ 1895
21 Σεπτεμβρίου, 1995
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 979/93)
Προσφυγή βάσει τον Άρθρον 146 τον Συντάγματος — Ακυρωτική απόφαση — Εκπαιδευτικοί λειτουργοί — Προαγωγές — Επανεξέταση κατόπιν ακυρώσεως προαγωγών λόγω μη διευρεύνησης προσόντος — Η διαδικασία πρέπει να επαναληφθεί από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και όχι απ' ευθείας από την Ε.Ε.Υ. — Σχετική δεσμευτική νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτέρου Δικαστηρίου.
Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Βοηθούς Διευθυντές Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης που διενεργήθηκε κατ' επανεξέταση μετά την ακύρωση των αντιστοίχων προαγωγών λόγω μη διευρεύνησης της κατοχής από τα ενδιαφερόμενα μέρη του προσόντος της καλής γνώσης μιας ξένης γλώσσας. Στη διαδικασία της επανεξέτασης τη σχετική έρευνα γύρω από την κατοχή του προσόντος διεξήγαγε η ίδια η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τις αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή.
Ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση τα σχετικά άρθρα του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμου (Ν. 65/87).
Και στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Το γεγονός ότι στην απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Χαραλαμπίδη εξετάστηκε ένσταση του εφεσίβλητου από την ΕΕΥ αναφορικά με το πρόσθετο προσόν ενώ στην προκειμένη περίπτωση η ΕΕΥ εξέτασε υπό μόνη της το θέμα κατοχής απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος, δεν οδηγεί σε διαφορετική κατάληξη. Σύμφωνα με το Άρθρο 35Β(2) η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει σε πρώτο στάδιο αμέσως μετά τη λήψη των αιτήσεων, κατάλογο υποψηφίων που κατέχουν τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα. Κανένας υποψήφιος δεν μπορεί να περιληφθεί στον κατάλογο παρά μόνο αν κατά την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα.
Εφόσον η ακυρωτική απόφαση Νίκος Παπανικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας εξαφάνισε εξ' υπαρχής την απόφαση της ΕΕΥ, με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, έπεται ότι ακυρώθηκε ολόκληρη η διαδικασία που οδήγησε στην προαγωγή τους, συμπεριλαμβανομένου και του καταλόγου των υποψηφίων που κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα, που ετοιμάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το Άρθρο 35Β(2). Συνεπώς, κατά την επανεξέταση έπρεπε να είχε επαναληφθεί ολόκληρη η διαδικασία από την αρχή.
Ο δικηγόρος των ενδιαφερομένων μερών παρέπεμψε το Δικαστήριο στη δική του απόφαση Νίκη Κατσιαούνη ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ως υποστηρίζουσα τη θέση πως η ΕΕΥ μπορούσε από μόνη της κατά την επενεξέταση, να ερευνήσει το θέμα με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιόν της. Η εν λόγω υπόθεση δεν εφαρμόζεται γιατί διαφέρει ως προς τα γεγονότα.
Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο είναι δεσμευμένο να ακολουθήσει τις αποφάσεις της Ολομέλειας Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη και Χρυστάλλα Συμεωνίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για παραβίαση δεδικασμένου, όπως αυτή εκτίθεται στην παράγραφο 2.2 της γραπτής του αγόρευσης δε βρίσκει το Δικαστήριο σύμφωνο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπανικολάου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1404,
Ιατρού ν. Ε.Ε.Υ. (1991) 4 Α.Α.Δ. 3142,
Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2243,
Μεταξάς ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4055,
Συμεωνίδου κ.ά ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,
Δημοκρατία ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 ΑΛΛ. 53,
Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2116,
Κατσαούνη ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 2354.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν εκ νέου, μετά από επανεξέταση που έγινε λόγω προηγηθείσας ακυρωτικής απόφαης, τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Οδυσσέως, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη 2 & 3.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την προσφυγή αυτή ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της ΕΕΥ η οποία δημοσιεύτηκε στις 30.9.93 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποίαν προήγαγεν εκ νέου, μετά από επανεξέταση που έγινε λόγω προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης τους 1. Βασιλεία Λοϊζίδου, 2. Νεοπτόλεμο Σιακαλλή και 3. Νικόλαο Κουσελίνη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, αναδρομικά από 1.9.92 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του Νίκος Παπανικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1404, ακύρωσε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, που ίσχυε από 1.9.92, επειδή δεν έγινε καμιά έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το προσόν της "καλής γνώσης μιας από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες" που απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Ο αιτητής είχε προβάλει ακόμα τρεις λόγους ακυρότητας από τους οποίους εξετάστηκαν οι δύο και κρίθηκαν αβάσιμοι.
Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) κατά τη συνεδρίαση της ημερ. 30.8.93, επανεξέτασε το θέμα με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε στις 24.8.92, ημερομηνία που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από τα πρακτικά της συνεδρίασης ημερ. 30.8.93, κατά την οποία έγινε επανεξέταση του θέματος:
"Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο λόγος της ακύρωσης της προαγωγής οφείλεται στο ότι η Επιτροπή δεν έκαμε τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει ότι οι υποψήφιοι κατέχουν την απαιτούμενη από τα σχέδια υπηρεσίας "καλή γνώση μιας των επικρατεστέρων ευρωπαϊκών γλωσσών".
Η Επιτροπή κρίνει ότι οι απόφοιτοι εξατάξιων σχολών Μέσης Εκπαίδευσης, εφόσον έχουν διδαχθεί μια ξένη γλώσσα κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους, θεωρούνται ότι έχουν "καλή γνώση" της εν λόγω γλώσσας νοουμένου ότι και ο βαθμός στο απολυτήριο γυμνασίου για το μάθημα αυτό κρίνεται επαρκής. Η καλή γνώση μιας των επικρατεστέρων ευρωπαϊκών γλωσσών ασφαλώς διαφέρει από την "πολύ καλή" γνώση ή την "άριστη γνώση η οποία απαιτείται σ' άλλα σχέδια υπηρεσίας. Επί του προκειμένου από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής προκύπτει ότι η κα Βασιλεία Αργυρού-Λοϊζίδου αποφοίτησε από το γυμνάσιο Πόλης Χρυσοχούς το 1957 και έχει βαθμό στα Αγγλικά 19, ο κος Νεοπτόλεμος Σιακαλλής αποφοίτησε από το γυμνάσιο Λαπήθου το 1959 και έχει βαθμό στα Αγγλικά 15 και ο κος Νικόλαος Κουσελίνης αποφοίτησε από το 1ο Λύκειο Ρόδου και έχει βαθμό στα Αγγλικά 15.
Κατόπιν της πιο πάνω διαπίστωσης, η Επιτροπή κρίνει ότι και οι τρεις αυτοί υποψήφιοι έχουν την απαιτούμενη από τα Σχέδια Υπηρεσίας "καλή γνώση" της Αγγλικής γλώσσας.
Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας έχοντας υπόψη την ακυρωθείσα απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου και με βάση τα πιο πάνω αποφασίζει να προσφέρει προαγωγή στους ακολούθους αναδρομικά από την 1η Σεπτεμβρίου 1992 στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης:
Βασιλεία Αργυρού-Λοϊζίδου
Νεοπτόλεμος Σιακαλλής
Νικόλαος Κουσελίνης."
Ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Ένας είναι ο βασικός λόγος που προβλήθηκε για ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε πως η επανεξέταση του θέματος κατοχής του προσόντος της γλώσσας έπρεπε να είχε γίνει από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είπε, είναι σύμφωνα με το άρθρο 35Β(2) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 1987 (Ν. 65/87), το αρμόδιο όργανο για τη διαπίστωση κατοχής των προσόντων από τους υποψήφιους και για τον καταρτισμό του καταλόγου των υποψηφίων που κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Η ΕΕΥ, συνέχισε, αντί να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή, αποφάσισε αυθαίρετα και χωρίς να έχει εξουσία από το νόμο, το θέμα της κατοχής του επίδικου προσόντος. Παρέπεμψε δε σχετικά στις πρωτόδικες αποφάσεις Λουκάς Ιατρού ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3142, Αντώνιος Σιακαλλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2243 και Κωνσταντίνος Μεταξάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4055 και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, για υποστήριξη της θέσης του.
Οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών υποστήριξαν πως οι πιο πάνω αποφάσεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση, γιατί, πέραν του ότι διαφέρουν στα γεγονότα, πραγματεύονται διαφορετικό νομικό ζήτημα.
Επιχειρήθηκε επίσης διαφοροποίηση των προνοιών του Ν. 65/87 (άρθρο 35Β) και του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν. 33/67) (άρθρο 35), το οποίο αποτελούσε το νομικό υπόβαθρο στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω).
Έχω μελετήσει τις εισηγήσεις των δύο πλευρών κι έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τις προαναφερθείσες αποφάσεις. Σχετική επί του θέματος θεωρώ επίσης την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.
Προτού αναφερθώ στο σκεπτικό της απόφασής μου, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω τα σχετικά άρθρα του Ν. 65/87, τα οποία ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση:
(2) Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέρχεται στη συνέχεια το ταχύτερο δυνατόν και καταρτίζει κατάλογο των υποψηφίων που κατείχαν τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα στη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεων σύμφωνα με τη δημοσίευση της θέσης, αν πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, ή προκειμένου για θέση προαγωγής, στο χρόνο που λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωσή της.
(3) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των προσοντούχων υποψηφίων, ετοιμάζει έκθεση η οποία έχει κατάλογο των υποψηφίων με αλφαβητική σειρά που συστήνει και τους λόγους για τη σύσταση ή μη σύσταση ενός υποψηφίου:
Εννοείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να καλέσει τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη.
(4) Όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω:
.................................."
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη (πιο πάνω), έχουν ως εξής: Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έδωσε οποιεσδήποτε μονάδες στον εφεσίβλητο που είχε δίπλωμα Bachelor of Education του Πανεπιστημίου Ουαλλίας και τον απέκλεισε από τον κατάλογο των υποψηφίων που σύστηνε για προαγωγή, επειδή είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα που οδήγησαν στην απόκτησή του σε κολλέγιο στην Κύπρο. Η ΕΕΥ απέρριψε την ένσταση του και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν επιτρεπτή η διαφοροποίηση που έγινε και ακύρωσε τις προαγωγές (βλ. Χαράλαμπος Χαραλαμπίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2116).
Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση και κατά την επανεξέταση, η ΕΕΥ εξέτασε την ένσταση που υπέβαλε ο εφεσίβλητος στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του παραχώρησε μια μονάδα για πρόσθετα προσόντα. Ακολούθησε ακύρωση της απόφασης πρωτόδικα, γιατί κρίθηκε πως ο αποκλεισμός του εφεσίβλητου συνιστούσε παράβαση δεδικασμένου. Ενώπιον της Ολομέλειας ο εφεσίβλητος υπέβαλε πως οι προαγωγές ήταν άκυρες και για άλλο λόγο που αναπτύχθηκε πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκε. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφού αποφάσισε ότι μπορούσε να επιληφθεί του θέματος, είπε τα ακόλουθα:
"... Συνοψίζουμε την εισήγηση του εφεσίβλητου: Το ακυρωτικό αποτέλεσμα επέβαλλε την επανεξέταση του θέματος σε πρώτο, υποχρεωτικό, στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Αντί τούτου, χωρίς οτιδήποτε άλλο, η ΕΕΥ εξέτασε και απέρριψε την ένσταση που είχε υποβάλει στο πλαίσιο της ακυρωθείσας διαδικασίας κατ' ευθείαν, παραβιάζοντας έτσι τις ρητές διατάξεις του Νόμου. Επικαλέστηκε συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258.
Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(3) του Νόμου, ο καταρτισμός του καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονται εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο με σειρά προτεραιότητας η οποία καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση των εξειδικευμένων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία που καλύπτει η υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω), ο κατάλογος αυτός δεν είναι τελικός. Και πάλιν, όμως, δεν έχει η ΕΕΥ πρωτογενή λόγο πάνω στο θέμα. Το άρθρο 35Β(8) της αναγνωρίζει εξουσία για διαμόρφωση τελικού καταλόγου, στο πλαίσιο της εξέτασης ενστάσεων που ενδεχομένως υποβάλλονται. Εφόσον δεν υποβληθούν ενστάσεις δεν δικαιούται να διαφοροποιήσει τον κατάλογο, και η επιλογή του καλυτέρου θα πρέπει να γίνει από υποψηφίους που περιέχονται σ' αυτόν. (Βλ. Αντώνιος Σιακαλλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 A.A.Δ 2243, Κωνσταντίνος Μεταξάς και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4055.)
Στην Προσφυγή 471/90, το Δικαστήριο σαφώς προσδιόρισε ως μοναδικό αντικείμενο της συζήτησης το "κατά πόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, που καταρτίστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 65/87, έσφαλε κατά νόμο με την απόφασή της να μην περιλάβει τον αιτητή στον κατάλογο των συ-στηθέντων υποψηφίων για προαγωγή στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης". Η καταφατική απάντηση που δόθηκε, αναπόφευκτα εξαφάνισε τον κατάλογο που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Έπεται πως, κατά την επανεξέταση, θα έπρεπε πράγματι να αχθεί το ζήτημα ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς καταρτισμό του απαραίτητου καταλόγου, όπως απαιτεί ο Νόμος, υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ενέργεια της ΕΔΥ να εξετάσει την αρχική ένσταση του εφεσίβλητου στον πρώτο κατάλογο ως εάν να εξακολουθούσε να υπάρχει κατά νόμο τέτοιος κατάλογος, οδήγησε σε παράκαμψη του ακυρωτικού αποτελέσματος και, τελικά, σε παράβαση του Νόμου."
Με βάση τα προαναφερθέντα, κρίνω πως και στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Το γεγονός ότι στην απόφαση της Ολομέλειας εξετάστηκε ένσταση του εφεσίβλητου από την ΕΕΥ αναφορικά με το πρόσθετο προσόν ενώ στην προκειμένη περίπτωση η ΕΕΥ εξέτασε από μόνη της το θέμα κατοχής απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος, δεν οδηγεί σε διαφορετική κατάληξη. Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(2) (δες πιο πάνω), η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει σε πρώτο στάδιο αμέσως μετά τη λήψη των αιτήσεων, κατάλογο υποψηφίων που κατέχουν τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα. Κανένας υποψήφιος δεν μπορεί να περιληφθεί στον κατάλογο παρά μόνο αν κατά την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα.
Εφόσον η ακυρωτική απόφαση στην Νίκος Παπανικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω) εξαφάνισε εξ υπαρχής την απόφαση της ΕΕΥ, με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, έπεται ότι ακυρώθηκε ολόκληρη η διαδικασία που οδήγησε στην προαγωγή τους, συμπεριλαμβανομένου και του καταλόγου των υποψηφίων που κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα, που ετοιμάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το άρθρο 35Β(2). Συνεπώς, κατά την επανεξέταση έπρεπε να είχε επαναληφθεί ολόκληρη η διαδικασία από την αρχή.
Ο δικηγόρος των ενδιαφερομένων μερών παράπεμψε το Δικαστήριο στη δική του απόφαση στην υπόθεση Νίκη Κατσαούνη ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 2354, ως υποστηρίζουσα τη θέση πως η ΕΕΥ μπορούσε από μόνη της κατά την επανεξέταση, να ερευνήσει το θέμα με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιον της. Η εν λόγω υπόθεση δεν εφαρμόζεται γιατί διαφέρει ως προς τα γεγονότα. Στην υπόθεση εκείνη, κατά την επανεξέταση, η σύνθεση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής ήταν νόμιμη και διαφορετική από προγενέστερη παράνομη σύνθεση της. Το Δικαστήριο έκρινε πως κατά την επανεξέταση δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η επιτακτική πρόνοια του Καν. 8(2) για υποβολή υποψηφίων σε προσωπική συνέντευξη πριν το διορισμό τους στο Πανεπιστήμιο, γιατί προσέκρουε στη νομολογιακή αρχή ότι οι υποκειμενικές κρίσεις των μελών ενός συλλογικού οργάνου δεν μεταβιβάζονται σε άλλο όργανο υπό διαφορετική σύνθεση. Στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται θέμα διενέργειας προσωπικών συνεντεύξεων κατά την επανεξέταση. Το θέμα αφορά τη διαπίστωση κατοχής προσόντος, που είναι πραγματικό γεγονός.
Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο είναι δεσμευμένο να ακολουθήσει τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις προαναφερθείσες υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη και Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω).
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για παραβίαση δεδικασμένου, όπως αυτή εκτίθεται στην παράγραφο 2.2 της γραπτής του αγόρευσης δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.