ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1995) 4 ΑΑΔ 739
12 Απριλίου, 1995
[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/ Ή ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1112/91)
Πανεπιστήμιο Κύπρου — Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή — Άρθρο 33(2) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου (Ν. 144/89) (όπως τροποποιήθηκε) — Συμμετοχή Εκπροσώπου της ΟΥΝΕΣΚΟ στις συνεδριάσεις της Επιτροπής — Η παρουσία του εκπροσώπου δεν είναι υποχρεωτική — Νομολογία.
Πανεπιστήμιο Κύπρου — Ο περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμος του 1989 (Ν. 144/89, ως τροποποιήθηκε) —Άρθρο 33(3) — Κάνει αναφορά σε "καθηγητή" σε αντίθεση προς "Καθηγητή" — Ερμηνεία — Ο όρος "καθηγητής" στο Άρθρο 33(3) περιλαμβάνει διάφορες βαθμίδες ακαδημαϊκού προσωπικού.
Πανεπιστήμιο Κύπρου — Γλώσσες — Γλώσσες διδασκαλίας, γλώσσες διαδικασίας και γλώσσες που πρέπει να κατέχονται από το ακαδημαϊκό προσωπικό — Περίπτωση πλήρωσης θέσης καθηγητού — Χρήση αγγλικής και τουρκικής γλώσσας — Συνέπειες — Υιοθέτηση των πορισμάτων της Σεργίδης κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου.
Προσφυγή βάσει τον Άρθρου 146 του Συντάγματος — Πανεπιστήμιο Κύπρου — Εκλογή καθηγητών — Ισχυρισμός περί έκδηλης υπεροχής υποψηφίου έναντι του επιλεγέντος — Δεν στοιχειοθετήθηκε.
Πανεπιστήμιο Κύπρου — Εκλογή καθηγητών — Κανονισμός 4(6) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 153/90) — 'Σύντομη' αιτιολογημένη έκθεση τον Εκλεκτορικού Σώματος προς την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή —Δεν παραβιάστηκε ο κανονισμός στην κριθείσα περίπτωση.
Πανεπιστήμιο Κύπρου — Υπηκοότητα καθηγητών — Μετά την τροποποίηση του Άρθρου 33(3) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου (Ν. 144/89) από το Άρθρο 4(β) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος (Ν. 137/90) είναι δυνατός ο διορισμός μη Κυπρίων υπηκόων ως μελών των Εκλεκτορικών Σωμάτων.
Ο αιτητής προσέβαλε τη μη επιλογή του, και την αντίστοιχη επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, για τη θέση Καθηγητή (ή και Αναπληρωτή Καθηγητή) στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με το Αρθρο 33(1) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου (Ν. 144/89) το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή που αποτελείται από επτά μέχρι έντεκα μέλη με ακαδημαϊκή προέλευση. Το εδάφιο (2) του Άρθρου 33 προνοεί ότι στις συνεδρίες της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής συμμετέχει ως σύμβουλος, παρατηρητής και ένας εκπρόσωπος της ΟΥΝΕΣΚΟ ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από συνεννόηση με την ΟΥΝΕΣΚΟ.
Ένας από τους λόγους για ακύρωση ο αιτητής αφορά τη μη συμμετοχή του εν λόγω εκπροσώπου κατά τις συνεδριάσεις της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής. Το Δικαστήριο αναφέρεται πρώτα στο θέμα αυτό εφ' όσον ήδη αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και επιλύθηκε οριστικά στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Παύλου Κωνσταντίνου και Άλλων και Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ζωής Στεφάνου και Άλλου. Ο εν λόγω ισχυρισμός προβλήθηκε και εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο τόσο κατά την πρωτόδικη όσο και κατά τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του. Η Ολομέλεια ανατρέποντας τις πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή, αποφάνθηκε ότι δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία του εκπροσώπου της ΟΥΝΕΣΚΟ στις συνεδρίες της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής γιατί αυτός συμμετέχει με συμβουλευτική ιδιότητα μόνο. Δεν είναι μέλος της Διοικούσας Επιτροπής, απλώς εξουσιοδοτείται η παρουσία του. Το Δικαστήριο αφού ικανοποιήθηκε ότι ο εκπρόσωπος της ΟΥΝΕΣΚΟ προσκλήθηκε αλλά για τους λόγους που αυτός ανέφερε δε συμμετείχε στις συνεδρίες κατά τις οποίες λήφθηκε η επίδικη απόφαση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση του Άρθρου 33(2) του Νόμου ικανοποιήθηκε πλήρως.
Στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό (βλέπε Τεκμήριο 1 στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση) ότι ο εκπρόσωπος της ΟΥΝΕΣΚΟ κ. Lourie είχε προσκληθεί να παραστεί στη 10η συνεδρία της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής αλλά για δικούς του λόγους δεν μπόρεσε να παρευρεθεί.
2. Οπουδήποτε γίνεται αναφορά στο Νόμο στη θέση Καθηγητή (Professor) η λέξη γράφεται με κεφαλαίο "Κ". Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες βαθμίδες του ακαδημαϊκού προσωπικού οι τίτλοι των οποίων αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα π.χ. επίκουρος Καθηγητής, Λέκτορας κ.λ.π.. Μόνο στο Άρθρο 33(3) γίνεται αναφορά σε "καθηγητή". Αν η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν ότι τα Εκλεκτορικά Σώματα θα αποτελούνταν μόνο από Καθηγητές (Professors) θα γινόταν αναφορά σε Καθηγητή. Κατά συνέπεια θεωρείται ότι η λέξη "καθηγητής" στο Άρθρο 33(3), χρησιμοποιείται με την περιεκτική της έννοια για να συμπεριλάβει διάφορες βαθμίδες ακαδημαϊκού προσωπικού.
3. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει τους ισχυρισμούς του αιτητή που αναφέρονται στο θέμα της γλώσσας και δεν μπορεί να συμφωνήσει με τη θέση ότι πρέπει να οδηγήσουν την επίδικη απόφαση σε ακύρωση. Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε να διδάσκει Τουρκική Γλώσσα, Φιλολογία και Ιστορία στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών. Η τουρκική γλώσσα είναι σύμφωνα με το Νόμο μία από τις γλώσσες διδασκαλίας του Πανεπιστημίου. Εφ' όσον το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την τουρκική γλώσσα, υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με το Νόμο, και δεν υπήρξε καμιά παράβαση από τη κατοχή απ' αυτόν της ελληνικής γλώσσας. Αναφορικά με την υποβολή από το ενδιαφερόμενο μέρος του βιογραφικού του σημειώματος και της ανασκόπησης του ερευνητικού του έργου, στα τουρκικά, παρατηρείται ότι αυτό έγινε σε συμμόρφωση με την προκήρυξη των θέσεων που προνοούσε όπως τα πιο πάνω έγγραφα υποβάλλονται στα ελληνικά ή στα τουρκικά. Εν πάσει περιπτώσει ο αιτητής δεν έχει επηρεαστεί από την υποβολή των εν λόγω εγγράφων στα τουρκικά.
Αναφορικά με τη χρήση της αγγλικής γλώσσας κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης από το Εκλεκτορικό Σώμα έχοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, υιοθετείται η προσέγγιση του Δικαστή Χρυσοστομή στην υπόθεση Χριστάκης Σεργίδης και Αλλοι ν. Πανεπιστημίου Κύπρου.
4. Ο αιτητής μπορεί να έχει να επιδείξει αξιόλογη ερευνητική εργασία σε σχέση με την Κύπρο κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το γεγονός όμως αυτό δεν του προσδίδει έκδηλη υπεροχή. Εξ' άλλου τα γνωστικά αντικείμενα όπως αυτά καθορίστηκαν στην προκήρυξη της θέσης ήταν "Τουρκική Γλώσσα, Φιλολογία και Ιστορία", χωρίς τον προσδιορισμό ειδίκευσης σε θέματα που σχετίζονται με την Κύπρο.
5. Σε σχέση με την έκταση του περιεχόμενου της Έκθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος παρατηρείται ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(6) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990, (Κ.Δ.Π. 153/90), το Εκλεκτορικό Σώμα υποβάλλει στην Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή σύντομη αιτιολογημένη έκθεση, εμπιστευτικής φύσης, για κάθε εκλογή.
Η Έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος συνάδει με τις απαιτήσεις που θέτει ο πιο πάνω Κανονισμός.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής κρίθηκε προηγουμένως με πολύ ευμενή σχόλια παρατηρώ ότι οι κρίσεις αυτές αφορούσαν διαφορετικές θέσεις από την παρούσα και διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα.
6. Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων το Δικαστήριο ήγειρε το θέμα της υπηκοότητας των καθηγητών που διορίζονται στα Εκλεκτορικά Σώματα (βλέπε τροποποίηση που επέφερε στο Άρθρο 33(3) του Νόμου 144/89 το Άρθρο 4(β) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Τροποποιητικού) Νόμου (Ν. 137/90)). Έχοντας υπόψη τις αγορεύσεις των συνήγορων επί του θέματος, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου, ο διορισμός Κυπρίων υπηκόων ως καθηγητών στα Εκλεκτορικά Σώματα δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση γεγονός που υποδηλώνεται με την αφαίρεση του κόμματος αμέσως μετά τη λέξη "Κυπρίους" και την τοποθέτηση κόμματος αμέσως μετά τη λέξη "προτίμηση". Κατά συνέπεια η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή είχε το δικαίωμα να διορίσει και μη Κύπριους καθηγητές στο Εκλεκτορικό Σώμα. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή δεν προσπάθησε να βρει πρώτα Κύπριους καθηγητές και μετά να διορίσει ξένους υπηκόους. Ο ισχυρισμός όμως αυτός παρέμεινε ατεκμηρίωτος και δεν μπορεί ναοδηγήσει την επίδικη απόφαση σε ακύρωση.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145,
Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Στεφάνου και Αλλου (1994) 3 Α.Α.Δ. 135,
Σεργίδης κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 2423.
Προσφυγή.
Προσφυγή κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση με την οποία διορίσθηκε στο διδακτικό Προσωπικό του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του αιτητή.
Α. Μάγος, για τον Αιτητή.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την προσφυγή του αυτή ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
"I. Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτησις, η οποία εγνωστο-ποιήθηκε εις τον αιτητή με επιστολή ημερ. 23/9/1991, ότι δεν κατέστη δυνατή η επιλογή του εις το διδακτικόν Προσωπικόν του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και αντί του Αιτητού προσελήφθη ο Ούγγρος κ. G. ΗΑΖΑΙ, είναι άκυρη, παράνομη και εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.
2. Δήλωση και/ή διαταγή του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητού είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος."
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα:-
Στις 26/10/1990 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας προκήρυξη για τις πρώτες 74 θέσεις του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και δύο θέσεις στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών. Στην προκήρυξη αναφέρετο ότι οι βαθμίδες του ακαδημαϊκού προσωπικού στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ήταν: Καθηγητής, Αναπληρωτής Καθηγητής, (μόνιμες), Επίκουρος Καθηγητής και Λέκτορας. Αιτήσεις μπορούσαν να υποβληθούν για όλες τις βαθμίδες.
Για τους πρώτους διορισμούς στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών τα γνωστικά αντικείμενα όπως αυτά αναφέρονταν στην προκήρυξη ήταν: "Τουρκική Γλώσσα, Φιλολογία και Ιστορία." Οι ενδιαφερόμενοι για τους πρώτους διορισμούς έπρεπε να υποβάλουν μέχρι τις 25/1/1991 τα έγγραφα που αναφέρονταν στην προκήρυξη. Σ' αυτά περιλαμβάνονταν Βιογραφικό Σημείωμα και ανασκόπηση του ερευνητικού τους έργου τα οποία έπρεπε να υποβληθούν στα ελληνικά ή στα τουρκικά, και σε μια διεθνή γλώσσα κατά προτίμηση την αγγλική.
Με μεταγενέστερη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα η ημερομηνία υποβολής αιτήσεων παρατάθηκε μέχρι 11/2/1991.
Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διορισμό στις βαθμίδες του Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή.
Το Εκλεκτορικό Σώμα για το Διδακτικό Προσωπικό του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών συνήλθε στη Λευκωσία μεταξύ 18 και 19 Ιουνίου 1991 και αφού κάλεσε σε συνεντεύξεις όλους τους υποψήφιους σύστησε στην Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή, το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Καθηγητή (Full Professor in Turcology).
Οι αξιολογήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους και του αιτητή κατά τις συνεντεύξεις ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος είναι οι ακόλουθες:-
"GEORGE HAZAI: An outstanding scholar, originating from one of the best schools of Turcology, with proven organisational and administrative abilities and experienced in educational and editorial matters. He is the author of numerous studies of the highest standard, especially on linguistics, palaeography and bibliography. He has considerable teaching experience and excellent connections with leading research centres and Universities in the world. He already has created a department of Turkish studies ab initio (in Berlin). He can teach in many languages including Turkish.
The Committee strongly supports his canditature as a full professor considering that his presence in the University of Cyprus will be a great chance for the successful development of Turkish Studies.
IOANNIS THEOCHARIDIS: He has teaching experience, he is familiar with Ottoman palaeography and he has produced a number of studies focused on the history of Cyprus under Ottoman rule. Nevertheless his studies lack method and depth and reveal an inadequate knowledge of international bibliography; they also include a number of inaccuracies resulting from inattention. He speaks fluently Greek only.
He is still young and he may improve his methods and enhance his knowledge under favourable conditions. Therefore the Committee suggests that he could apply for a post of assistant professor."
Η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή η οποία συνήλθε κατά την 10η συνεδρία της μεταξύ 25 Ιουλίου 1991 και 30 Ιουλίου 1991 αποφάσισε να προσφέρει διορισμό σύμφωνα με την εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος στη θέση Καθηγητή στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών από 1/10/1991, στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Όπως πιο πάνω αναφέρεται η επίδικη θέση περιλαμβανόταν στις 74 πρώτες θέσεις που προκηρύχθηκαν για το ακαδημαϊκό προσωπικό του Πανεπιστημίου και η διαδικασία πλήρωσης της διέπεται από το Μέρος Χ - Μεταβατικές Διατάξεις του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989 (Νόμος 144/89) ο οποίος τροποποιήθηκε από τους Νόμους 137/90, 53(Ι)/94, 77(Ι)/94 και 24(Ι)/95 και που θα αναφέρεται στη συνέχεια ως "ο Νόμος".
Σύμφωνα με το άρθρο 33(1) το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή που αποτελείται από επτά μέχρι έντεκα μέλη με ακαδημαϊκή προέλευση. Το εδάφιο (2) του άρθρου 33 προνοεί ότι στις συνεδρίες της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής συμμετέχει ως σύμβουλος, παρατηρητής και ένας εκπρόσωπος της ΟΥΝΕΣΚΟ ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από συνεννόηση με την ΟΥΝΕΣΚΟ.
Ένας από τους λόγους για ακύρωση που πρόβαλε ο αιτητής αφορά τη μη συμμετοχή του εν λόγω εκπροσώπου κατά τις συνεδριάσεις της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής. Αναφέρομαι πρώτα στο θέμα αυτό εφ' όσον ήδη αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και επιλύθηκε οριστικά στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις αναθεωρητικές εφέσεις Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Παύλου Κωνσταντίνου και 'Αλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 145 και Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ζωής Στεφάνου και Άλλου (1994) 3 Α.Α.Δ. 133. Ο εν λόγω ισχυρισμός προβλήθηκε και εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο τόσο κατά την πρωτόδικη όσο και κατά τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του. Η Ολομέλεια ανατρέποντας τις πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες με παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή, αποφάνθηκε ότι δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία του εκπροσώπου της ΟΥΝΕΣΚΟ στις συνεδρίες της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής γιατί αυτός συμμετέχει με συμβουλευτική ιδιότητα μόνο. Δεν είναι μέλος της Διοικούσας Επιτροπής, απλώς εξουσιοδοτείται η παρουσία του. Το Δικαστήριο αφού ικανοποιήθηκε ότι ο εκπρόσωπος της ΟΥΝΕΣΚΟ προσκλήθηκε αλλά για τους λόγους που αυτός ανέφερε δε συμμετείχε στις συνεδρίες κατά τις οποίες λήφθηκε η επίδικη απόφαση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση του άρθρου 33(2) του Νόμου ικανοποιήθηκε πλήρως.
Στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό (βλέπε Τεκμήριο 1 στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση) ότι ο εκπρόσωπος της ΟΥΝΕΣΚΟ κ. Lourie είχε προσκληθεί να παραστεί στη 10η συνεδρία της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής αλλά για δικούς του λόγους δεν μπόρεσε να παρευρεθεί. Εν όψει των πιο πάνω αυτός ο λόγος ακυρότητας κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε ως λόγο ακυρότητας και ισχυριζόμενη κακή σύνθεση του Εκλεκτορικού Σώματος. Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι το μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος Βασίλειος Δημητριάδης δεν ήταν Καθηγητής αλλά Αναπληρωτής Καθηγητής σ' αντίθεση με το άρθρο 22(1) του Νόμου που προνοεί μεταξύ άλλων ότι για την εκλογή ή προαγωγή μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού ειδικά στη θέση Καθηγητή, ψηφίζουν οι ισοβάθμιοι. Αναφέρθηκε επίσης στο άρθρο 33(3) το οποίο προνοεί ότι:-
"(3) Η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή διορίζει Εκλεκτορικά Σώματα αποτελούμενα από Κυπρίους κατά προτίμηση, καθηγητές Ανώτατων Σχολών, από τουλάχιστο τρεις χώρες, για επιλογή του πρώτου διδακτικού προσωπικού του Πανεπιστημίου."
Στην προκειμένη περίπτωση είπε ο δικηγόρος του αιτητή, συμμετείχε και ψήφισε στο Εκλεκτορικό Σώμα ο κ. Βασίλειος Δημητριάδης Αναπληρωτής Καθηγητής και όχι Καθηγητής όπως απαιτούν τα άρθρα 22(1) και 33(3). (Όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, η διαδικασία πλήρωσης της θέσης διέπεται από το Μέρος Χ του Νόμου και κατά συνέπεια εφαρμογή έχει μόνο το άρθρο 33(3)).
Ο κ. Τριανταφυλλίδης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι η αναφορά σε "καθηγητή" και όχι σε "Καθηγητή" στο πιο πάνω άρθρο υποδηλώνει σαφώς ότι τα Εκλεκτορικά Σώματα μπορούν ν' αποτελούνται από οποιονδήποτε καθηγητή Ανωτάτης Σχολής είτε αυτός είναι Καθηγητής ή Αναπληρωτής Καθηγητής ή Επίκουρος Καθηγητής ή Λέκτορας. Εν όψει των πιο πάνω είπε, είναι φανερό ότι ο κ. Βασίλειος Δημητριάδης ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Αναπληρωτής Καθηγητής, ήταν καθηγητής Ανωτάτης Σχολής και επομένως η συμμετοχή του στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών ήταν νόμιμη.
Αφού μελέτησα τις εισηγήσεις των δικηγόρων και διεξήλθα το κείμενο του Νόμου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η θέση του κ. Τριανταφυλλίδη είναι ορθή. Οπουδήποτε γίνεται αναφορά στο Νόμο στη θέση Καθηγητή (Professor) η λέξη γράφεται με κεφαλαίο "Κ". Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες βαθμίδες του ακαδημαϊκού προσωπικού οι τίτλοι των οποίων αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα π.χ. Επίκουρος Καθηγητής, Λέκτορας κ.λ.π.. Απ' ό,τι ήμουν σε θέση να διαπιστώσω μόνο στο άρθρο 33(3) γίνεται αναφορά σε "καθηγητή". Αν η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν ότι τα Εκλεκτορικά Σώματα θα αποτελούνταν μόνο από Καθηγητές (Professors) θα γινόταν αναφορά σε Καθηγητή. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι η λέξη "καθηγητής" στο άρθρο 33(3), χρησιμοποιείται με την περιεκτική της έννοια για να συμπεριλάβει διάφορες βαθμίδες ακαδημαϊκού προσωπικού, και η συμμετοχή του κ. Βασίλειου Δημητριάδη δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος.
Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε στη συνέχεια διάφορους ισχυρισμούς που σχετίζονται με τη μη χρήση της ελληνικής γλώσσας κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Επικαλέστηκε συναφώς το άρθρο 4(1) του Νόμου που προνοεί ότι γλώσσες διδασκαλίας του Πανεπιστημίου είναι η ελληνική και η τουρκική.
Ο δικηγόρος του αιτητή είπε συγκεκριμένα πως το ενδιαφερόμενο μέρος δε γνωρίζει την ελληνική γλώσσα και πως διδάσκει στην αγγλική. Έγινε επίσης αναφορά στο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπόβαλε το βιογραφικό του σημείωμα και την ανασκόπηση του ερευνητικού του έργου στα ελληνικά. Η πράξη των καθ' ων η αίτηση συνέχισε, να διορίσουν άτομο που δε γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, είναι εναντίον του πνεύματος του άρθρου 4(1) του Νόμου.
Λόγος ακυρότητας σύμφωνα με τον αιτητή συνιστά και το γεγονός ότι οι συνεντεύξεις έγιναν στην αγγλική και η έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος συντάχθηκε επίσης στην αγγλική γλώσσα. Είναι επίσης η θέση του αιτητή ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα για τη γνώση της ελληνικής γλώσσας από το ενδιαφερόμενο μέρος.
Έχω εξετάσει τους ισχυρισμούς του αιτητή που αναφέρονται στο θέμα της γλώσσας και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση ότι πρέπει να οδηγήσουν την επίδικη απόφαση σε ακύρωση. Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε να διδάσκει Τουρκική Γλώσσα, Φιλολογία και Ιστορία στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών. Η τουρκική γλώσσα είναι σύμφωνα με το Νόμο μία από τις γλώσσες διδασκαλίας του Πανεπιστημίου. Εφ' όσον το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την τουρκική γλώσσα, υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με το Νόμο, και δεν υπήρξε καμιά παράβαση από τη μη κατοχή απ' αυτόν της ελληνικής γλώσσας. Αναφορικά με την υποβολή από το ενδιαφερόμενο μέρος του βιογραφικού του σημειώματος και της ανασκόπησης του ερευνητικού του έργου, στα τουρκικά, παρατηρώ ότι αυτό έγινε σε συμμόρφωση με την προκήρυξη των θέσεων που προνοούσε όπως τα πιο πάνω έγγραφα υποβάλλονται στα ελληνικά ή στα τουρκικά. Εν πάση περιπτώσει δε βλέπω πώς ο αιτητής έχει επηρεαστεί από την υποβολή των εν λόγω εγγράφων στα τουρκικά.
Αναφορικά με τη χρήση της αγγλικής γλώσσας κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης από το Εκλεκτορικό Σώμα έχοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, υιοθετώ την προσέγγιση του Δικαστή Χρυσοστομή στην υπόθεση Χριστάκης Σεργίδης και Άλλοι ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 2423, στην οποία ειπώθηκε:-
"Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, δεν συνιστά λόγο ακύρωσης κάθε παράβαση των διαδικαστικών κανόνων, αλλά μόνο η παράλειψη των ενεργειών εκείνων που χαρακτηρίζονται σαν ουσιώδεις. Η κρίση για το χαρακτήρα του τύπου σαν ουσιώδους, ανήκει στο δικαστή και σαν κριτήριο για το σχηματισμό τέτοιας κρίσης λαμβάνεται, μεταξύ άλλων, υπόψη η επιρροή που άσκησε η παράλειψη του τύπου στο περιεχόμενο της απόφασης (βλ. Σπηλιωτόπουλος, "Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου", 1978, σελ. 403-407).
Η αθέτηση τύπου δεν συνεπάγεται ακυρότητα εάν από την εκτίμηση των ειδικών συνθηκών προκύπτει ότι αυτή δεν επηρέασε πράγματι τις εγγυήσεις υπέρ της νομιμότητας της πράξης ή όταν προκύπτει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επήλθε βλάβη στα συμφέροντα του διοικούμενου (βλ. Στασινόπουλος, Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων, 1951, 227-234, Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 651, Ανδρέας Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 2427).
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι η τήρηση των πρακτικών στην αγγλική γλώσσα δεν αποτελούσε παράβαση ουσιώδους τύπου. Παρόλον ότι με βάση το άρθρο 3 του Συντάγματος, οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η ελληνική και η τουρκική, η χρήση της αγγλικής γλώσσας, μιας από τις επικρατέστερες στον πλανήτη μας και δη στη χώρα μας, δεν συνιστούσε παρατυπία. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή στο Εκλεκτορικό Σώμα Καθηγητών των οποίων η μητρική γλώσσα δεν ήταν η ελληνική, καθιστούσε ίσως τη χρήση της αγγλικής απαραίτητη υπό τις περιστάσεις. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρώ πως η χρήση της γλώσσας αυτής στα πρακτικά, έχει επηρεάσει τα συμφέροντα των αιτητών με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε και έχει στερήσει από το Δικαστήριο τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου της πράξης."
Συνεπώς αβάσιμοι κρίνονται και οι ισχυρισμοί αναφορικά με το θέμα της γλώσσας και απορρίπτονται.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε επίσης ότι υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους "σε σχέση πάντα με το Τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου" επειδή οι ερευνητικές του δραστηριότητες και τα δημοσιεύματά του έχουν ως κύριο θέμα την Κύπρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η επικέντρωση του ερευνητικού έργου του αιτητή σε θέματα που αφορούν την Κύπρο αποτελούν κατά τον αιτητή συμμόρφωση με τους σκοπούς ίδρυσης του Πανεπιστημίου όπως αυτοί εκφράζονται στα άρθρα 4(2)(α) και 4(2)(ζ) του Νόμου, σ' αντίθεση με τα δημοσιεύματα του ενδιαφερόμενου μέρους, που δεν ασχολούνται με την Κύπρο.
Ο αιτητής μπορεί να έχει να επιδείξει αξιόλογη ερευνητική εργασία σε σχέση με την Κύπρο κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το γεγονός όμως αυτό δεν του προσδίδει έκδηλη υπεροχή. Εξ' άλλου τα γνωστικά αντικείμενα όπως αυτά καθορίστηκαν στην προκήρυξη της θέσης ήταν "Τουρκική Γλώσσα, Φιλολογία και Ιστορία", χωρίς τον προσδιορισμό ειδίκευσης σε θέματα που σχετίζονται με την Κύπρο.
Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε διάφορους λόγους ακυρότητας και σε σχέση με την Έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα πως αυτή αποτελείται από μισή μόνο σελίδα (ενώ όπως είπε, συνήθως οι εισηγητικές εκθέσεις αποτελούνται από πολλές σελίδες στις οποίες αναλύονται ένα προς ένα τα δημοσιεύματα των υποψηφίων), και ότι αυτή στηρίχθηκε πιθανό και στην προσωπική συνέντευξη. Ο δικηγόρος του αιτητή αμφισβητεί επίσης το συμπέρασμα του Εκλεκτορικού Σώματος ότι ο αιτητής εκφράζεται με ευχέρεια μόνο στην ελληνική. Είπε επίσης πως η Έκθεση δεν προσδιορίζει τις συγκεκριμένες αδυναμίες του αιτητή στις οποίες αναφέρθηκαν τα μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος. Επικαλέστηκε συναφώς προηγούμενες αξιολογήσεις του αιτητή που έγιναν κατά την πλήρωση άλλων βαθμίδων ακαδημαϊκού προσωπικού σε άλλα Πανεπιστήμια ειδικότερα την αξιολόγηση που του έκανε το μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος Βασίλειος Δημητριάδης κατά την κρίση και εκλογή του αιτητή στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Ούτε από τα πιο πάνω προκύπτει κατά την άποψή μου οποιοσδήποτε λόγος για ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Σε σχέση με την έκταση του περιεχόμενου της Έκθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος παρατηρώ ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(6) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990, (Κ.Δ.Π. 153/90), το Εκλεκτορικό Σώμα υποβάλλει στην Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή σύντομη αιτιολογημένη έκθεση, εμπιστευτικής φύσης, για κάθε εκλογή. (Η υπογράμμιση είναι δική μου.)
Έχοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία θεωρώ ότι η Έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος συνάδει με τις απαιτήσεις που θέτει ο πιο πάνω Κανονισμός.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής κρίθηκε προηγουμένως με πολύ ευμενή σχόλια παρατηρώ ότι οι κρίσεις αυτές αφορούσαν διαφορετικές θέσεις από την παρούσα και διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Το γνωστικό αντικείμενο για τη θέση Επίκουρου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για το οποίο κρίθηκε πάλι από το Βασίλειο Δημητριάδη, ήταν "Τουρκολογία και Ελληνική Ιστορία Περιόδου Τουρκοκρατίας".
Τέλος, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων το Δικαστήριο ήγειρε το θέμα της υπηκοότητας των καθηγητών που διορίζονται στα Εκλεκτορικά Σώματα (βλέπε τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 33(3) του Νόμου 144/89 το άρθρο 4(β) του Νόμου 137/90). Έχοντας υπόψη τις αγορεύσεις των συνήγορων επί του θέματος, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου, ο διορισμός Κυπρίων υπηκόων ως καθηγητών στα Εκλεκτορικά Σώματα δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση γεγονός που υποδηλώνεται με την αφαίρεση του κόμματος αμέσως μετά τη λέξη "Κυπρίους" και την τοποθέτηση κόμματος αμέσως μετά τη λέξη "προτίμηση". Κατά συνέπεια η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή είχε το δικαίωμα να διορίσει και μη Κύπριους καθηγητές στο Εκλεκτορικό Σώμα. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή δεν προσπάθησε να βρει πρώτα Κύπριους καθηγητές και μετά να διορίσει ξένους υπήκοους. Ο ισχυρισμός όμως αυτός παρέμεινε ατεκμηρίωτος και δεν μπορεί να οδηγήσει την επίδικη απόφαση σε ακύρωση.
Η απόφαση διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση ήταν εύλογα επιτρεπτή και το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του κρίση με εκείνη του διορίζοντος οργάνου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.