ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1995) 4 ΑΑΔ 576

17 Μαρτίου, 1995

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 821/93)

Διοικητικό Δίκαιο — Ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις — Υποχρέωση της διοίκησης για συμμόρφωση προς αυτές — Αρχές, Θεωρία και Νομολογία — Διάκριση από τις αρχές του δεδικασμένου — Συνέπειες επί ακυρώσεως προαγωγών δημοσίων υπαλλήλων — Ανακλητικές πράξεις—Αναδρομικότητα των προς αποκατάσταση των πραγμάτων πράξεων — Εξειδικεύσεις από τη νομολογία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις του Προϊσταμένου — Προϋποθέσεις νομιμότητας τους — Προϋπόθεση της επαρκούς αιτιολογίας τους — Οι περιστάσεις της κριθείσας περίπτωσης όπου οι συστάσεις κρίθηκαν σύννομες.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αντικειμενικότητας — Ύπαρξη προκατάληψης — Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως — Περίπτωση διαφωνίας μεταξύ λειτουργών που ενεργούν επί αξιολογήσεως υπαλλήλου — Ρυθμίζεται νομοθετικά — Δεν μπορεί να θεμελιώσει προκατάληψη.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έκδηλη υπεροχή — Βάρος αποδείξεως — Ύπαρξη και σύστασης του Διευθυντή, στη συγκεκριμένη περίπτωση — Ο λόγος δεν στοιχειοθετήθηκε.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σε Ανώτερο Συντηρητή Δασών. Ορισμένοι προβληθέντες ακυρωτικοί λόγοι βασίστηκαν στον τρόπο που η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας χειρίστηκε το πρόβλημα πολλαπλών και διαπλεκομένων ακυρωτικών αποφάσεων που αφορούσαν την ίδια την επίδικη θέση ή άλλες όμοιες.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ότι:

1. Η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση στις ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου συνίσταται στην εξαφάνιση όλων των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πράξης και την επαναφορά της προηγούμενης πραγματικής κατάστασης.

Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου η υποχρέωση αυτή δεν περιορίζεται στην απλή λήψη των αναγκαίων μέτρων προς άμεση εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης αλλά επεκτείνεται και στην ανάγκη έκδοσης των απαραίτητων εκτελεστών διοικητικών πράξεων προς αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης που ίσχυε πριν την ακύρωση. Κατά συνέπεια, πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν με βάση την ακυρωθείσα ή βρίσκονται σε στενό σύνδεσμο προς αυτή, δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθούν ή να συνεχίζουν να εφαρμόζονται και η διοίκηση έχει υποχρέωση να τις ανακαλέσει.

Η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση στις ακυρωτικές αποφάσεις αποτελεί έννοια ευρύτερη του δεδικασμένου για το λόγο ότι ενδέχεται να περιλαμβάνει πρόσωπα ως προς τα οποία δεν υφίσταται δεδικασμένο. Ενώ το δεδικασμένο εμπεριέχει μόνον ότι έχει αποφασισθεί η υποχρέωση προς συμμόρφωση επιβάλλει στην διοίκηση να ενεργήσει ότι απαιτείται και να παραλείψει ότι εν τοις εφεξής αντιβαίνει στην πραγματοποίηση της δικαστικής επιταγής η παράβαση της οποίας οδήγησε την προσβληθείσα πράξη σε ακύρωση.

Σαν συνέπεια της παντελούς εξαφάνισης των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πράξης και της επαναφοράς των πραγμάτων στο καθεστώς που ίσχυε πριν την έκδοση της, υποψήφιοι κατά την επανεξέταση είναι όλοι όσοι ήσαν υποψήφιοι και εδικαιούντο κρίσεως κατά την πρώτη εξέταση του θέματος.

2. Επανεξετάζοντας το θέμα πλήρωσης της θέσης που παρέμεινε κενή συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης, η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 17.5.93, ορθά θεώρησε ως προάξιμους υποψηφίους τους δύο κρίσιμους οι οποίοι ήσαν υποψήφιοι κατά τον ουσιώδη χρόνο και κατείχαν την αμέσως κατώτερη θέση Συντηρητή Δασών Α/Συντηρητή Δασών, 1ης Τάξης.

Η επαναφορά των δυο αυτών υποψηφίων στις θέσεις τις οποίες κατείχαν προτού προαχθούν, σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, κατέστησε ανύπαρκτη εξυπαρχής την πλήρωση των συγκεκριμένων θέσεων που κατείχαν και η ρύθμιση η οποία φανερά ακολουθήθηκε ήταν η σιωπηρή ανάκληση των προαγωγών τους.

Η αρχή σύμφωνα με την οποία η ακύρωση πράξης συμπαρασύρει πράξεις οι οποίες έπονται και είναι στενά συνδεόμενες προς αυτήν αποτελεί θεμελιώδη αρχή της χρηστής διοίκησης.

3. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί πως, κατ' εξαίρεση του κανόνα της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων, πράξεις οι οποίες εκδίδονται προς αντικατάσταση εκείνων που ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν έχουν αναδρομική ισχύ.

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή πως κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής προς λήψη της επίδικης απόφασης δεν τηρήθηκε η απαραίτητη ανακλητική διαδικασία, δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Στο επίδικο πρακτικό της ημερομηνίας 20.7.93 η Επιτροπή ρητά αναφέρει πως η διαδικασία η οποία θα ακολουθείτο για την πλήρωση της κενής θέσης θα ήτο διαδικασία επανεξέτασης.

Επιπρόσθετα, η ανακλητική πράξη η οποία αποτελεί έμμεση αλλά αναγκαία συνέπεια της ακυρωτικής απόφασης, δεν συνιστά ανάκληση με την κοινή έννοια και για την νομιμότητα της δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της ανάκλησης ούτε να τηρηθεί η σχετική διαδικασία.

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας όλοι οι ισχυρισμοί που αναπτύχθηκαν αναφορικά με τη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

4. Όπως έχει νομολογηθεί σε σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου η απλή αναδιατύπωση των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα σημεία υπεροχής των συστηθέντων έναντι των υπολοίπων υποψηφίων δεν αποτελεί αιτιολογημένη σύσταση, σύμφωνα με το Άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).

Παράλληλα έχει νομολογηθεί πως, συστάσεις λακωνικές μεν στην διατύπωση, αποκαλυπτικές όμως των λόγων προτίμησης του συστηθέντος από τον Διευθυντή, είναι επαρκώς αιτιολογημένες, σύμφωνα με το Νόμο.

Το Δικαστήριο έχει εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο των επιδίκων συστάσεων, τόσο μονομερώς όσο και σε συνδυασμό με τα στοιχεία των φακέλων και έχει καταλήξει πως οι συστάσεις αυτές περιείχαν επαρκή αιτιολογία.

5. Έχει επανειλημμένα τονισθεί πως η έλλειψη αντικειμενικότητας και η ύπαρξη προκατάληψης θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα είτε από γεγονότα τα οποία προκύπτουν από επίσημα διοικητικά έγγραφα είτε από ασφαλή συμπεράσματα που συνάγονται από τέτοια γεγονότα. Το βάρος αποδείξεως φέρει ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται την ύπαρξη προκατάληψης και ο οποίος θα πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμένες αποδείξεις για τη θεμελίωση τέτοιου ισχυρισμού.

Η ύπαρξη προκατάληψης την οποία ο αιτητής επιχείρησε να στηρίξει στη μείωση της αξιολόγησης του άμεσα προϊσταμένου του από τον διοικητικά προϊστάμενο του, στις υπηρεσιακές εκθέσεις του 1990 και 1991, δεν είναι δυνατόν να ευσταθήσει.

Το θέμα της ύπαρξης πιθανής διαφωνίας μεταξύ των λειτουργών που ενεργούν την αξιολόγηση ρυθμίζεται νομοθετικά και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να στηρίξει βάσιμα οποιοδήποτε επιχείρημα για ύπαρξη εχθρικής διάθεσης ή προκατάληψης.

6. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί πως η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ένα σημαντικότατο στοιχείο κρίσεως προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων που δεν μπορεί να παραγνωριστεί από την Επιτροπή χωρίς αυτή να δώσει ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση της.

Έχει επίσης νομολογηθεί πως, όταν το διοικητικό όργανο επιλέγει ένα υποψήφιο σε σύγκριση με άλλους, δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει πως ο επιλεγείς υπερέχει έκδηλα των ανθυποψηφίων του.

Αντίθετα, το βάρος αποδείξεως φέρει ο αιτητής, ο οποίος στην υπό εξέταση υπόθεση, απέτυχε να αποδείξει ότι υπερείχε έκδηλα του επιλεγέντος.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Pantazis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 239,

Δημοκρατία ν. Μαυρομμάτη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 543,

Constantinou v. Greek Communal Chamber (1965) 3 C.L.R. 96,

Kitromelides and Others v. Republic (1975) 3 C.L.R. 531,

Ieronymides and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2424,

Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1339,

Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1994) 3 Α.Α.Δ. 2351,

Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330,

Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437,

Σιαπιτής ν. Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 2616,

Βανέζης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2522,

Απέητος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64,

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921,

Ioannides and Others v. Republic (1989) 3 C.L.R. 278,

Χρίστου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2111,

Σάββα ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 2037,

Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3309,

Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ (1989) 3 Α.Α.Δ. 823,

Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1615,

Σταύρου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1206,

Αλετράρης v. E.Δ.Y. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1100,

Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,

Δημητριάδης κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1749.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προήχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Ανώτερου Συντηρητή Δασών (Τακτ. Προϋπολογισμός) Τμήμα Δασών, αντί του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Δανιήλ.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στις 10.9.1993 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποίαν προήγαγεν τον Μάρκο Α. Δανιήλ στη μόνιμη θέση Ανώτερου Συντηρητή Δασών (Τακτικός Προϋπολογισμός) Τμήμα Δασών από τις 15.6.92 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."

Στη συνεδρίαση της ημερομηνίας 28.12.90 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε την από 15.1.91 προαγωγή σε μια κενή θέση Ανώτερου Συντηρητή Δασών του Μάρκου Δανιήλ, ενδιαφερομένου μέρους στην παρούσα προσφυγή.

Εναντίον της πιο πάνω προαγωγής καταχωρίστηκε η υπ' αρ. 365/91 προσφυγή.

Εκκρεμούσης της προσφυγής αυτής και κατόπιν πρότασης της αρμόδιας αρχής ημερομηνίας 11.6.91, η Επιτροπή, σε συνεδρίαση της ημερομηνίας 20.5.92, προχώρησε στην πλήρωση άλλης μιας κενής θέσης Ανώτερου Συντηρητή Δασών με την προαγωγή του Αριστου Ιωάννου, αιτητή στην προσφυγή 365/91, από 15.6.91.

Κατά τη διάρκεια επίσης της εκκρεμοδικίας στην προσφυγή 365/91, η αρμόδια αρχή, με επιστολή της ημερομηνίας 27.2.92 απέστειλε στην Επιτροπή πρόταση για πλήρωση μιας θέσης Ανώτερου Συντηρητή Δασών, η οποία παρέμενε κενή από 1.2.92, συνεπεία προαγωγής του κατόχου της. Στην επιστολή αυτή καθίσταται σαφές πως το σύνολο των υπό πλήρωση θέσεων είναι δύο, συμπεριλαμβανομένης και της αιτούμενης, η δε πρόταση για πλήρωση της άλλης θέσης ήταν αυτή που είχε υποβληθεί με την προμνησθείσα επιστολή της αρμόδιας αρχής, ημερομηνίας 11.6.91.

Η πρόταση της αρμόδιας αρχής ημερομηνίας 27.2.92 οδήγησε στην από 15.6.92 προαγωγή του Αλέξανδρου Χριστοδούλου, που αποφασίστηκε σε συνεδρίαση της Επιτροπής ημερομηνίας 20.5.92.

Εναντίον των δύο πιο πάνω προαγωγών ο αιτητής καταχώρησε την υπ' αρ. 707/92 προσφυγή.

Σαν συνέπεια της ακυρωτικής απόφασης στην Άριστος Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3522, η Επιτροπή σε συνεδρίαση της στις 17.5.93 προέβη σε επανεξέταση της πλήρωσης της κενωθείσας θέσης και αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή στη θέση αυτή του Αριστου Ιωάννου, από 15.1.91, ο οποίος, όπως έχει αναφερθεί, είχε προαχθεί σε άλλη ίδια θέση από 15.6.92 με την απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 20.5.92.

Ακολούθως η Επιτροπή, σε συνεδρίαση της ημερομηνίας 16.7.93, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης που κατείχε ο Αριστος Ιωάννου από 15.6.92 και που παρέμεινε κενή συνεπεία της αναδρομικής προαγωγής του και αποφάσισε την προαγωγή στη θέση αυτή του Αλέξανδρου Χριστοδούλου, από 15.6.92, ο οποίος, όπως έχει προαναφερθεί, είχε προαχθεί σε άλλη ίδια θέση, επίσης από 15.6.92, με την απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 20.5.92.

Τέλος η Επιτροπή σε συνεδρίαση της στις 20.7.93, επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης η οποία παρέμεινε κενή συνεπεία της προαγωγής του Αλέξανδρου Χριστοδούλου σε άλλη ίδια θέση και αποφάσισε την από 15.6.92 προαγωγή του Μάρκου Δανιήλ στην εν λόγω θέση.

Αποτέλεσε βασική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως μετά την αναδρομική προαγωγή του Α. Ιωάννου προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου η Επιτροπή ακολούθησε μια σειρά παράνομων διαδικασιών και μεθοδεύσεων που είχαν σαν αποτέλεσμα την προαγωγή του Α. Χριστοδούλου σε θέση που ήδη κατείχε καθώς και την επίδικη παράνομη προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, αναδρομικά από 15.6.92.

Σύμφωνα με την πιο πάνω εισήγηση, εφόσον η προαγωγή του Χριστοδούλου δεν υπήρξε το αποτέλεσμα ανακλητικής πράξης σε συμμόρφωση προς οποιαδήποτε ακυρωτική απόφαση, η Επιτροπή δεν εδικαιούτο να προχωρήσει σε ανάκληση της προαγωγής του Χριστοδούλου ούτε να διενεργήσει επαναπροαγωγή του σε θέση στην οποία είχε ήδη προαχθεί από την ίδια ημερομηνία.

Με το ίδιο σκεπτικό και η επίδικη προαγωγή, η οποία διενεργήθηκε με βάση τη συμβατική διαδικασία πλήρωσης θέσης συνεπεία προαγωγής του προκατόχου της, δεν θα μπορούσε να έχει αναδρομικό αποτέλεσμα.

Προς ενίσχυση των θέσεων του ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε σαν επιπρόσθετο επιχείρημα το γεγονός ότι οι δυο θέσεις οι οποίες πληρώθηκαν με τις παράνομες διαδικασίες της 15.6.92 και της επίδικης ήταν το αποτέλεσμα δύο ξεχωριστών, ανεξάρτητων και μη σχετιζόμενων με τη διαδικασία της επανεξέτασης προτάσεων της αρμόδιας αρχής ημερομηνίας 11.6.91 και 27.2.92 αντίστοιχα· κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν εδικαιούτο να προβεί σε επανεξέταση της πλήρωσης τους ούτε να διενεργήσει αυτόβουλη πλήρωση χωρίς την απαιτούμενη από το Άρθρο 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου προηγούμενη πρόταση της αρμόδιας αρχής.

Δεν θα υπεισέλθω στην εξέταση της ουσίας των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν αναφορικά με τη νομιμότητα της προαγωγής του Α. Χριστοδούλου, για το λόγο ότι το Δικαστήριο θα επιληφθεί των ζητημάτων αυτών στην υπ' αρ. 820/92 προσφυγή η οποία έχει ήδη καταχωρισθεί.

Αναφορά στην εν λόγω διαδικασία θα γίνει μόνο σε όση έκταση κρίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της παρούσης και ειδικότερα της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής να προσδώσει αναδρομικό αποτέλεσμα στην επίδικη προαγωγή.

Η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση στις ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου συνίσταται στην εξαφάνιση όλων των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πράξης και την επαναφορά της προηγούμενης πραγματικής κατάστασης.

Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου η υποχρέωση αυτή δεν περιορίζεται στην απλή λήψη των αναγκαίων μέτρων προς άμεση εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης αλλά επεκτείνεται και στην ανάγκη έκδοσης των απαραίτητων εκτελεστών διοικητικών πράξεων προς αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης που ίσχυε πριν την ακύρωση. Κατά συνέπεια, πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν με βάση την ακυρωθείσα ή βρίσκονται σε στενό σύνδεσμο προς αυτή, δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθούν ή να συνεχίζουν να εφαρμόζονται και η διοίκηση έχει υποχρέωση να τις ανακαλέσει. (Βλ. σχετικά, Κυριακόπουλου, Έλληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον", Γ' 4η έκδοση, 1962, σελ. 155, Συμπλήρωμα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1935-1952) Τόμος Ι, σελ. 135, Παράγραφοι 3855, 3856, Alexandros Pantazis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 239, 245-250 και Δημοκρατία v. Όλγα Μαυρομμάτη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 543.)

Στον Τιμητικό Τόμο του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1979, σελ. 576-577, στο κεφάλαιο, "Το Κρίσιμο Νομοθετικό Καθεστώς κατά τη Θετική Συμμόρφωση της Διοίκησης στις Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας", ο καθηγητής Δαγτόγλου αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά:

'Ή αίτηση ακυρώσεως όμως μπορεί να επιδιώκει - και η ακυρωτική απόφαση να επιτάσσει - και θετικές ενέργειες εκ μέρους της διοικήσεως. Στην περίπτωση αυτή της υποχρεώσεως θετικής συμμορφώσεως, η διοίκηση είναι υποχρεωμένη όχι μόνο να ανακαλέσει πράξεις που στηρίχθηκαν στην ακυρωθείσα, αλλά και να εκδώσει νέα πράξη.

Η πράξη αυτή, έστω και αν της δοθεί αναδρομική ισχύς, εκδίδεται βέβαια, κατά λογική ανάγκη, στο παρόν και όχι στο παρελθόν."

Η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση στις ακυρωτικές αποφάσεις αποτελεί έννοια ευρύτερη του δεδικασμένου για το λόγο ότι ενδέχεται να περιλαμβάνει πρόσωπα ως προς τα οποία δεν υφίσταται δεδικασμένο. Ενώ το δεδικασμένο εμπεριέχει μόνον ό,τι έχει αποφασισθεί η υποχρέωση προς συμμόρφωση επιβάλλει στην διοίκηση να ενεργήσει ό,τι απαιτείται και να παραλείψει ό,τι εν τοις εφεξής αντιβαίνει στην πραγματοποίηση της δικαστικής επιταγής η παράβαση της οποίας οδήγησε την προσβληθείσα πράξη σε ακύρωση.

Σαν συνέπεια της παντελούς εξαφάνισης των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πράξης και της επαναφοράς των πραγμάτων στο καθεστώς που ίσχυε πριν την έκδοση της, υποψήφιοι κατά την επανεξέταση είναι όλοι όσοι ήσαν υποψήφιοι και εδικαιούντο κρίσεως κατά την πρώτη εξέταση του θέματος. (Βλ. σχετικά Stytianos Constantinou v. The Greek Communal Chamber (1965) 3 C.L.R. 96, Kitromelides and Others v. Republic (1975) 3 C.L.R. 531, Ieronymides and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2424,2431, Γρηγόρης Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1339 και Ξένης Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 2351.)

Επανεξετάζοντας το θέμα πλήρωσης της θέσης που παρέμεινε κενή συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης, η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 17.5.93, ορθά θεώρησε ως προάξιμους υποψηφίους τους Α. Ιωάννου και Α. Χριστοδούλου, οι οποίοι ήσαν υποψήφιοι κατά τον ουσιώδη χρόνο και κατείχαν την αμέσως κατώτερη θέση Συντηρητή Δασών Α' Συντηρητή Δασών, 1ης Τάξης.

Η επαναφορά των δύο αυτών υποψηφίων στις θέσεις τις οποίες κατείχαν προτού προαχθούν, σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, κατέστησε ανύπαρκτη εξυπαρχής την πλήρωση των συγκεκριμένων θέσεων που κατείχαν και η ρύθμιση η οποία φανερά ακολουθήθηκε ήταν η σιωπηρή ανάκληση των προαγωγών τους.

Η αρχή σύμφωνα με την οποία η ακύρωση πράξης συμπαρασύρει πράξεις οι οποίες έπονται και είναι στενά συνδεόμενες προς αυτήν αποτελεί θεμελιώδη αρχή της χρηστής διοίκησης.

Από το σύγγραμμα του Φ. Βεγλερή, "Η Συμμόρφωση της Διοίκησης εις τας Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας", παραθέτω τα πιο κάτω σχετικά αποσπάσματα, από τις σελίδες 99, 100 και 101:

"Κατά κανόνα, η κατάστασις, εις ην η Διοίκησις υποχρεούται να επαναφέρη τα πράγματα, είναι η κατάστασις η υφισταμένη ή οφείλουσα εκ του νόμου να υφίσταται κατά τον χρόνον της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως ή κατά τον χρόνον καθ' ον καθίστατο υποχρεωτική η εκ του νόμου οφειλομένη ενέργεια. Κατά κανόνα, η κατάστασις αύτη, η διαταραχθείσα διά της παρανόμου πράξεως, είναι η νόμιμος και εις την επαναφοράν ταύτης δέον να κατευθύνωνται αι ενέργειαι αποκαταστάσεως. Τούτο επιτάσσει το αναδρομικόν αποτέλεσμα της ακυρώσεως, και η εις εφαρμογήν τούτου επιβαλλομένη απαλλαγή του διοικητικού καθεστώτος από πάσαν υπό της παρανόμου πράξεως δημισυργηθείσαν συνέπειαν.

Όταν, εν τούτοις, κατά το διαρρεύσαν μεταξύ της εκδόσεως της πράξεως και της ακυρώσεως αυτής διάστημα, εγεννήθησαν εκ της κειμένης νομοθεσίας και της παρόδου του χρόνου υποχρεώσεις προς ενέργειαν της Διοικήσεως, αύται οφείλουν να ληφθώσιν υπ' όψιν εν τη μετ' ακύρωσιν αποκαταστάσει των πραγμάτων, είτε διατηρούμεναι εάν εξεπληρώθησαν ήδη, είτε εκπληρούμεναι συγχρόνως με τας ενεργείας αποκαταστάσεως, διότι άνευ αυτών δεν δύναται να εγκαθιδρυθή νόμιμον καθεστώς. Εν τοιαύτη περιπτώσει δύναται να λεχθή ότι ουχί μόνον ο χρόνος ο κατά την εκδοσιν της ακυρωθείσης βραδύτερον πράξεως οφείλει να ληφθή ως γνωμών της αποκαταστάσεως των πραγμάτων, αλλά και ο χρόνος καθ' ον λαμβάνει χώραν η αποκατάστασις, ούτως ώστε, συν τη εξαφανίσει των αποτελεσμάτων της παρανόμου πράξεως, να εξασφαλίζηται και η νόμιμος και κανονική εξέλιξις των πραγμάτων. Η τροποποίησις αύτη του κανόνος της αποκαταστάσεως των πραγμάτων εις την προτέραν των θέσιν συνάδει με το διέπον την έννοιαν της ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων αξίωμα, καθ' ό, μετά την απαγγελίαν της ακυρώσεως, τα πάντα οφείλουν να βαδίσουν ωσεί μηδέποτε είχεν εκδοθή η ακυρωθείσα πράξις. Το αξίωμα τούτο επιτάσσει την εξαφάνισιν των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσης πράξεως, αλλά και την διατήρησιν του νομίμου διοικητικού "ρυθμού" ...."

"......Συνεπεία αποφάσεων απαγγελλουσών την ακύρωσιν διορισμών, προαγωγών, ή απολύσεων υπαλλήλων, η Διοίκησις, ήτις καθ' όλην την διάρκειαν της προδικασίας της προσφυγής, εχορήγησεν ενδεχομένως αλλεπάλληλους προαγωγός εις υπαλλήλους παρανόμως διορισθέντας, ή αντικατέστησεν υπαλλήλους παρανόμως στερηθέντας της θέσεως αυτών, δύναται ν' αναθεώρηση την κατάστασιν των υπαλλήλων τούτων διά την επακολουθήσασαν τας ακυρωθείσας πράξεις περίοδον. Αύτη οφείλει ν' αποκαταστήσητην κατ' αρχαιότητα προαγωγήν συμφώνως προς τους υπό των κανονισμών προβλεπόμενους όρους. Όσον αφορά την κατ' εκλογήν προαγωγήν, δύναται αύτη να παράσχη εις τους ενδιαφερομένους, αντί των παρανόμων προαγωγών, προαγωγήν σύμφωνον προς το δεδικασμένον του Συμβουλίου της Επικρατείας και προς τα λοιπά ατομικά δικαιώματα."

Επανεξετάζοντας το θέμα πλήρωσης της θέσης που παρέμεινε κενή συνεπεία της ακύρωσης η Επιτροπή προήγαγε τον υποψήφιο Α. Ιωάννου, αναδρομικά από 15.1.91.

Προς αποκατάσταση των πραγμάτων και πέραν των δεδομένων της ακυρωτικής απόφασης η Επιτροπή προχώρησε περαιτέρω στην πλήρωση των δύο θέσεων οι οποίες παρέμειναν κενές συνεπεία της ανάκλησης.

Οι πληρώσεις αυτές βρίσκονταν σε στενό σύνδεσμο προς την πληρωθείσα με την επανεξέταση θέση και κατά συνέπεια η διευθέτηση που ακολούθησε η Επιτροπή βρισκόταν στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί πως, κατ' εξαίρεση του κανόνα της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων, πράξεις οι οποίες εκδίδονται προς αντικατάσταση εκείνων που ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν έχουν αναδρομική ισχύ.

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αλέκου Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

"Εκδίδοντας νέα πράξη σε αντικατάσταση εκείνης που ανακλήθηκε το διοικητικό όργανο οφείλει πρωτίστως να θεωρήσει ανίσχυρη και νομικά ανυπόστατη την αρχική διοικητική πράξη. Λόγω του αναδρομικού αποτελέσματος της ανάκλησης, η νέα πράξη ανάγεται στο χρόνο έκδοσης της αρχικής· και κατά συνέπεια στο καθεστώς που υπήρχε κατά το χρόνο εκείνο. Τη γενική αυτή αρχή ενστερνίστηκε η νομολογία μας σε πολυάριθμες περιπτώσεις. Μεταξύ αυτών και οι δύο προαναφερθείσες. Βλέπε επίσης Μυτίδης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 737."

Περαιτέρω, στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Εύης Δρουσιώτης ν, Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437, τονίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

"Η ανάκληση εξ ολοκλήρου διοικητικής πράξης διορισμού ή προαγωγής ενεργεί ex tunc και επιφέρει την εξαφάνιση της πράξης εξ υπαρχής -

(Βλ. Χρίστος Παπαδόπουλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973.) Μετά την ανάκληση η κατάσταση επανέρχεται στο πραγματικό και νομικό καθεστώς της ημέρας που εκδόθηκε η πράξη που ανακλήθηκε.

Στις περιπτώσεις διορισμού ή προαγωγής η Διοίκηση έχει υποχρέωση να επανεξετάζει το ζήτημα της προαγωγής με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της ημέρας του διορισμού ή προαγωγής που ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε, γιατί η νέα απόφαση έχει αναδρομική ισχύ και αρχίζει από το χρόνο της πράξης που ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε."

(Βλ. επίσης, Χαράλαμπος Σιαπιτής v. A.TH.K. (1993) 4 Α.Α.Δ. 2616, Παναγιώτης Βανέζης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2522 και Ανδρέας Απέητος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64.)

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή πως κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής προς λήψη της επίδικης απόφασης δεν τηρήθηκε η απαραίτητη ανακλητική διαδικασία, δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Στο επίδικο πρακτικό της ημερομηνίας 20.7.93 η Επιτροπή ρητά αναφέρει πως η διαδικασία η οποία θα ακολουθείτο για την πλήρωση της κενής θέσης θα ήτο διαδικασία επανεξέτασης.

Επιπρόσθετα, η ανακλητική πράξη η οποία αποτελεί έμμεση αλλά αναγκαία συνέπεια της ακυρωτικής απόφασης, δεν συνιστά ανάκληση με την κοινή έννοια και για την νομιμότητα της δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της ανάκλησης ούτε να τηρηθεί η σχετική διαδικασία. (Βλ. Pantazis v. Republic, ανωτέρω).

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας όλοι οι ισχυρισμοί που αναπτύχθηκαν αναφορικά με τη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Αποτέλεσε βασική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως η σύσταση του Διευθυντή ευρίσκετο σε πλήρη αντίθεση προς την νομοθετική επιταγή του αρ. 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 το οποίο προνοεί για "αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος" και επιπλέον ήτο αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων τα οποία αποκάλυπταν σαφή υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

Το πλήρες κείμενο των συστάσεων του Διευθυντή, όπως καταγράφτηκε στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίασης της Επιτροπής, ήταν το ακόλουθο:

"Στη σύσταση μου και σε ο,τιδήποτε σχετικό αναφέρω, έχω υπόψη μου ότι αναφέρομαι στον ουσιώδη χρόνο.

Όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

Γνωρίζω πολύ καλά όλους τους υποψηφίους και την προσφορά τους στο Τμήμα και επιπλέον έχω μελετήσει τις αξιολογήσεις όλων των υποψηφίων από το 1981 μέχρι το 1991.

Λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και τις απαιτήσεις της νέας θέσης, την οποία θεωρώ πολύ σημαντική για το Τμήμα, κρίνω ότι ο Δανιήλ Μάρκος υπερέχει των άλλων υποψηφίων και τον συστήνω για προαγωγή.

Ο Δανιήλ είναι πρώτος σε αρχαιότητα και είναι ένας εξαίρετος λειτουργός, τούτο δε αντανακλάται στην αξιολόγηση του στις Ετήσιες Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις."

Όπως έχει νομολογηθεί σε σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου η απλή αναδιατύπωση των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα σημεία υπεροχής των συστηθέντων έναντι των υπολοίπων υποψηφίων δεν αποτελεί αιτιολογημένη σύσταση, σύμφωνα με το άρ. 35(4) του Νόμου.

Παράλληλα έχει νομολογηθεί πως, συστάσεις λακωνικές μεν στην διατύπωση, αποκαλυπτικές όμως των λόγων προτίμησης του συστηθέντος από τον Διευθυντή, είναι επαρκώς αιτιολογημένες, σύμφωνα με το Νόμο.

Έχω εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο των επιδίκων συστάσεων, τόσο μονομερώς όσο και σε συνδυασμό με τα στοιχεία των φακέλων, και έχω καταλήξει πως οι συστάσεις αυτές περιείχαν επαρκή αιτιολογία.

Ο Διευθυντής ανέφερε ότι γνώριζε πολύ καλά όλους τους υποψηφίους και την προσφορά τους στο τμήμα. Αναφέρθηκε επίσης στις απαιτήσεις της νέας θέσης, την οποία θεωρούσε πολύ σημαντική, και έκρινε πως, με βάση τις απαιτήσεις αυτές και τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, το ενδιαφερόμενο μέρος ήτο ο καταλληλότερος. Ο Διευθυντής χαρακτήρισε το ενδιαφερόμενο μέρος ως ένα εξαίρετο υπάλληλο, τον πρώτο σε αρχαιότητα, και είναι φανερό πως τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό προς την σημαντικότητα της θέσης, αποτέλεσαν τα σημεία και την αιτιολογία της προτίμησης του.

Διαφωνώ με την εισήγηση που διατυπώθηκε ότι η προσωπική γνώση του Διευθυντή για τους υποψηφίους παρέμεινε γεγονός αδιευκρίνιστο και αμφισβητήσιμο.

Διαφωνώ επίσης με τον ισχυρισμό πως ο Διευθυντής προέβη σε αδικαιολόγητες τροποποιήσεις στις υπηρεσιακές εκθέσεις του αιτητή για τα έτη 1990 και 1991, βασιζόμενος σε ελλειπή, αόριστη και προκατειλημμένη γνώμη γι' αυτόν.

Η προσωπική γνώση του Διευθυντή για τον αιτητή επιβεβαιώνεται τόσο από το περιεχόμενο του φακέλου Π.15173 σύμφωνα με το οποίο ο κ. Παιονίδης υπήρξε ο αξιόλογων ή/και προσυπογραφών λειτουργός του αιτητή από το έτος 1984 μέχρι το 1989, συμπεριλαμβανομένων, όσο και από το περιεχόμενο της επιστολής του Διευθυντή προς την ΕΔΥ, με Ερυθρό 38, ημερομηνίας 18.5.92, στον ίδιο φάκελο.

Έχει επανειλημμένα τονισθεί πως η έλλειψη αντικειμενικότητας και η ύπαρξη προκατάληψης θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα είτε από γεγονότα τα οποία προκύπτουν από επίσημα διοικητικά έγγραφα είτε από ασφαλή συμπεράσματα που συνάγονται από τέτοια γεγονότα. Το βάρος αποδείξεως φέρει ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται την ύπαρξη προκατάληψης και ο οποίος θα πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμμένες αποδείξεις για τη θεμελίωση τέτοιου ισχυρισμού.

(Βλ. μεταξύ άλλων, Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, 451, 452, Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921, 944, Ioannides and Others v. Republic (1989) 3 C.L.R. 278, Γιαννούλα Τάκη Χρίστου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2111, Κωνσταντίνος Σάββα ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 2037 και Παναγιώτα Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3309.)

Η βαθμολογία στις εμπιστευτικές εκθέσεις του αιτητή καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου αξιολόγησης του από τον κ. Παιονίδη υπήρξε "Εξαίρετος".

Η ύπαρξη προκατάληψης την οποία ο αιτητής επεχείρησε να στηρίξει στη μείωση της αξιολόγησης του άμεσα προϊστάμενου του από τον διοικητικά προϊστάμενο του, κ. Παιονίδη, στις υπηρεσιακές εκθέσεις του 1990 και 1991, δεν είναι δυνατόν να ευσταθήσει.

Το θέμα της ύπαρξης πιθανής διαφωνίας μεταξύ των λειτουργών που ενεργούν την αξιολόγηση ρυθμίζεται νομοθετικά και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να στηρίξει βάσιμα οποιοδήποτε επιχείρημα για ύπαρξη εχθρικής διάθεσης ή προκατάληψης.

Σύμφωνα με τον Καν. 7(7) της Κ.Δ.Π. 386/90,

"Στην περίπτωση που δεν μπορεί να συσταθεί τριμελής ομάδα αξιολόγησης σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου (1), η αξιολόγηση γίνεται από το διοικητικά προϊστάμενο και τον άμεσα προϊστάμενο του αξιολογούμενου υπαλλήλου. Σε περίπτωση διαφωνίας υπερισχύει η άποψη του διοικητικά προϊστάμενου το αξιολογούμενου υπαλλήλου. Ο άμεσα προϊστάμενος μπορεί, αν επιθυμεί, να καταγράψει τους λόγους της διαφωνίας του στο κατάλληλο Μέρος της Έκθεσης."

Ό,τι απομένει να εξεταστεί είναι το βάσιμο της εισήγησης περί ασυμφωνίας μεταξύ της σύστασης του Διευθυντή και των στοιχείων του φακέλου καθώς και ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.

Από συγκριτική μελέτη των υπηρεσιακών / εμπιστευτικών εκθέσεων των δύο υποψηφίων προκύπτει ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος έχουν ίση βαθμολογία στην αξιολόγηση του 1991 ενώ κατά το 1990 ο αιτητής υπερέχει.

Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογούνται ως Εξαίρετοι κατά τα έτη 1986 μέχρι 1988, συμπεριλαμβανομένων, ενώ στις αξιολογήσεις των ετών 1981, 1982, 1984 και 1985 το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει, με γενική βαθμολογία "Εξαίρετος" έναντι "Λίαν Καλός" του αιτητή.

Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα, ενώ σε αρχαιότητα το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται του αιτητή κατά 4 1/2 μήνες στην θέση Συντηρητή Δασών, 2ης Τάξης, γεγονός το οποίο συνάδει με τα όσα δήλωσε ο Διευθυντής στη σύσταση του.

Επιπλέον, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, βρισκόταν σε συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων και η Επιτροπή ορθά την υιοθέτησε.

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί πως η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ένα σημαντικότατο στοιχείο κρίσεως προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων που δεν μπορεί να παραγνωριστεί από την Επιτροπή χωρίς αυτή να δώσει ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση της. (Βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Πέτρου Παπαμιχαήλ (1989) 3 Α.Α.Δ. 823, Μάριος Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1615, Έλενα Σταύρου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1200 και Σταύρος Αλετράρης ν. ΕΔΥ (1994) 4 Α.Α.Δ. 1100.)

Έχει επίσης νομολογηθει πως, όταν το διοικητικό όργανο επιλέγει ένα υποψήφιο σε σύγκριση με άλλους, δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει πως ο επιλεγείς υπερέχει έκδηλα των ανθυποψηφίων του.

Αντίθετα, το βάρος αποδείξεως φέρει ο αιτητής, ο οποίος στην υπό εξέταση υπόθεση, απέτυχε να αποδείξει ότι υπερείχε έκδηλα του επιλεγέντος.

Η απόφαση της Επιτροπής ήταν επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον παρέθετε τα στοιχεία στα οποία βάσισε την κρίση της, λήφθηκε μετά από τη δέουσα έρευνα και βρισκόταν στα πλαίσια της διακριτικής της εξουσίας. (Βλ. HjiSavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 78, και Δημητριάδης κ.ά. ν. ΕΔΥ (1992) 4 Α.Α.Δ. 1749).

Η προσφυγή αποτυγχάνει και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο