ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1993) 4 ΑΑΔ 874
14 Απριλίου, 1993
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟS
ΕΛΕΝΗ Χ"ΚΩΝΣΤΑΝΤIΝΟΥ (ΧΑΡΑΛAΜΠΟΥΣ),
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 341/92)
Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί — Συνεντεύξεις — Σε θέσεις πρώτου διορισμού η απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές έχει αυξημένη σπουδαιότητα.
Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Πλεονέκτημα — Aπαιτείται επαρκής αιτιολόγηση για παραγνώρισή του — Αιτιολογία πρέπει να εμφαίνεται στο σώμα της απόφασης και όχι να συνάγεται.
Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Πλεονέκτημα — υπηρεσία στη θέση σε έκτακτη βάση — Aυτό δεν ανατρέπει τη θεμελιώδη αρχή της επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.
Mε την προσφυγή αυτή, προσβλήθηκε η απόφαση διορισμού στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 2ης Tάξης των ενδιαφερομένων μερών αντί της αιτήτριας.
H αιτήτρια που κατείχε το πλεονέκτημα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ισχυρίστηκε πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην εντύπωση κατά τις συνεντεύξεις και πως η αιτιολογία που δόθηκε για παραγνώριση του πλεονεκτήματός της ήταν ανεπαρκής και ασαφής.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, που στην προκειμένη περίπτωση πήραν τη μορφή προφορικών εξετάσεων, έχει αυξημένη σπουδαιότητα κατά την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού. Η συνέντευξη αποτελεί διαδικασία η οποία υποβοηθεί στην αξιολόγηση των υποψηφίων, κυρίως από απόψεως αξίας και σε κάποιο βαθμό από απόψεως προσόντων. Το γεγονός ότι δόθηκε μεγάλη σημασία στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, δε συνιστά αναγκαστικά λόγο ακύρωσης, επειδή κάτι τέτοιο δυνατόν να επιβάλλεται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
2. Aπαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου όταν επιλέγει άλλους υποψηφίους από εκείνους που κατέχουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Ένα διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει τον υποψήφιο που διαθέτει το πλεονέκτημα εάν κρίνει, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα κριτήρια, πως κάποιος άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό ή προαγωγή. Η αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος πρέπει να εμφαίνεται στο σώμα της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται.
Το επιχείρημα της αιτήτριας για ανεπαρκή αιτιολόγηση της παραγνώρισης του πλεονεκτήματός της παρέμεινε ατεκμηρίωτο. Ανταποκρινόμενη στο καθήκον της για ειδική αιτιολόγηση η Επιτροπή παρέθεσε σαφείς λόγους για τη μη προτίμηση της αιτήτριας, που κατείχε το πλεονέκτημα και που συνίστατο στο ότι οι επιλεγείσες είχαν σαφώς καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, τοποθετήθηκαν σε ψηλότερο επίπεδο τόσο από την ίδια όσο και από τον κ. Χρυσοχό, η δε αιτήτρια, ως έκτακτη, όφειλε να γνωρίζει περισσότερα για τα καθήκοντα της θέσης.
3. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί σε θέσεις πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής, η Επιτροπή οφείλει να διορίσει τον καταλληλότερο υποψήφιο με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία. Η αρχή της ισότητας ενώπιον της διοίκησης απαιτεί την ίση μεταχείριση κάθε προσώπου που διεκδικεί θέση πρώτου διορισμού και η υπηρεσία ενός υποψηφίου ως εκτάκτου μπορεί να ληφθεί υπόψη σαν πλεονέκτημα βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας, αυτό όμως δεν ανατρέπει τη θεμελιώδη αρχή της επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081,
Μιλτιάδους κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1318,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδης κ.ά. (1990) 3 A.A.Δ. 4316,
Καλογήρου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1991) 4 A.A.Δ. 2308,
Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1992) 4 A.A.Δ. 144,
Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592,
Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388,
Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675,
Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822,
Κλεάνθους v. Δημοκρατίας (1989) 3(Α) Α.Α.Δ. 250,
Smyrnios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 124,
P.S.C. v. Potoudes and Others (1987) 3 C.L.R. 1591,
Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) A.A.Δ. 2789.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποία διορίσθηκαν στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 2ης Tάξης (Tακτικός Προϋπολογισμός) Δικαστική Yπηρεσία τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί η αιτήτρια.
Γ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XPYΣOΣTOMHΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που δημοσιεύτηκε ως Διορισμός με αρ. 919 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2691, ημ. 20.3.92 με την οποία στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 2ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός) Δικαστική Υπηρεσία, διορίστηκαν με δοκιμασία αναδρομικά από 2.3.92 οι:1. Γιούλα Μ. Αγαπίου, 2. Σωτηρούλλα Σωτηρίου, 3. Ελένη Ε. Αποστολίδου, 4. Χρύσω Α. Θεοδούλου, 5. Μυρούλλα Ιωάννου, 6. Στέλλα Μιχαήλ, αντί η αιτήτρια είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος."
Με επιστολή του ημερ. 21.1.91 (Παράρτημα 1 στην ένσταση), ο Αρχιπρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζήτησε από την Ε.Δ.Υ. να προβεί στην πλήρωση 18 κενών μονίμων θέσεων Στενογράφου Δικαστηρίου 2ης Τάξης, Δικαστικό Τμήμα.
Οι θέσεις, που ήταν θέσεις πρώτου διορισμού, δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22.2.91 (Παραρτήματα 2 και 3) και σε ανταπόκριση υποβλήθηκαν συνολικά 66 αιτήσεις, οι οποίες διαβιβάστηκαν από την Επιτροπή στον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, μαζί με όλα τα συναφή έγγραφα (Παράρτημα 4).
Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαβιβάστηκε από τον Αρχιπρωτοκολλητή προς την Επιτροπή στις 15.7.91 (Παράρτημα 5).Λόγω κωλύματος του Αρχιπρωτοκολλητή να προεδρεύει της Συμβουλευτικής Επιτροπής και λόγω του ότι η Συμβουλευτική παρέλειψε να καταγράψει την απόδοση όλων των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, η Επιτροπή στις 24.7.91 (Παράρτημα 6), έστειλε και πάλι το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση και υποβολή νέας έκθεσης.
Ο Ανώτερος Πρωτοκολλητής, ο οποίος προήδρευσε της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή του ημερ. 24.9.91, διαβίβασε προς την Επιτροπή τη νέα έκθεση της Συμβουλευτικής, με την οποία συστήνονταν για διορισμό στις επίδικες θέσεις 36 υποψήφιες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν τόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη όσο και η αιτήτρια (Παράρτημα 7).
Η Επιτροπή στη συνεδρίασή της με ημερ. 30.10.91 (Παράρτημα 8), έλεγξε τον προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, που έγινε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, ο οποίος ήταν ίδιος με τον προκαταρκτικό κατάλογο.
Στη συνέχεια η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε ομαδική συνέντευξη τις υποψήφιες που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο, στην οποία να κληθεί να παραστεί και ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.
Η Επιτροπή δέκτηκε τις υποψήφιες σε ομαδική προφορική εξέταση στις συνεδριάσεις με ημερ. 17.2.91 και 18.12.91 (Παραρτήματα 9 και 10), στις οποίες ήταν παρών ο εκπρόσωπος του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και προσωπικού, κ. Χρυσοχός. Μετά το πέρας των προφορικών εξετάσεων, ο κ. Χρυσοχός αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και κατέγραψε τις κρίσεις του για κάθε μια από αυτές.Μετά την αποχώρησή του από τη συνεδρίαση, η Επιτροπή αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων και κατέγραψε τις δικές της κρίσεις για κάθε μια από αυτές.
Η Επιτροπή με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι το πλεονέκτημα της πραραγράφου (5) του Σχεδίου υπηρεσίας, "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία", διέθεταν η αιτήτρια και άλλες εννέα υποψήφιες.
Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που διεξάχθηκε από τη Συμβουλευτική, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοσή τους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.
Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, η Επιτροπή έκρινε ότι 18 υποψήφιες, ανάμεσα στις οποίες τα ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως η αιτήτρια, υπερείχαν γενικά των υπολοίπων και τις επέλεξε σαν τις πιο κατάλληλες για διορισμό στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου, 2ης Τάξης, Δικαστικό Τμήμα.
Η Επιτροπή σημείωσε πως επιλέγοντας τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία δε διέθεταν το πλεονέκτημα, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η αιτήτρια, η οποία δεν επελέγη, διέθετε το πλεονέκτημα. Ωστόσο ανάφερε, πως οι επιλεγείσες είχαν σαφώς καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιόν της και τοποθετήθηκαν σε υψηλότερο επίπεδο έναντι της αιτήτριας, τόσο από τον κ. Χρυσοχό όσο και από την ίδια. Σημείωσε επίσης πως η αιτήτρια, ως έκτακτη, όφειλε να γνωρίζει περισσότερα για τα καθήκοντα της θέσης και να απαντούσε καλύτερα.
Η Επιτροπή στη συνεδρίασή της ημερ. 26.2.92 (Παράρτημα 12), καθόρισε σαν ημερομηνία ισχύος του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών την 2.3.92.
Για την ακύρωση των επίδικων διορισμών, υποστηρίχθηκαν από την αιτήτρια οι ακόλουθοι βασικοί λόγοι:
1. Η Επιτροπή απέτυχε στο καθήκον της για διορισμό του καταλληλότερου υποψηφίου.
2. Η Επιτροπή απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην εντύπωση κατά τις συνεντεύξεις, τις οποίες μεταχειρίστηκε σαν ένα ξεχωριστό στοιχείο κρίσης και αποφασιστικό παράγοντα επιλογής.
3. Η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που διέθετε η αιτήτρια, ήταν ανεπαρκής και ασαφής.
4. Η απόφαση επιλογής των ενδιαφερομένων μερών δεν αιτιολογήθηκε δεόντως.
Η απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, που στην προκειμένη περίπτωση πήραν τη μορφή προφορικών εξετάσεων, έχει αυξημένη σπουδαιότητα κατά την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού. Η συνέντευξη αποτελεί διαδικασία η οποία υποβοηθεί στην αξιολόγηση των υποψηφίων, κυρίως από απόψεως αξίας και σε κάποιο βαθμό από απόψεως προσόντων. Το γεγονός ότι δόθηκε μεγάλη σημασία στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, δε συνιστά αναγκαστικά λόγο ακύρωσης, επειδή κάτι τέτοιο δυνατόν να επιβάλλεται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088, Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318, Δημοκρατία κ.ά. ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδης κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316, Ελένη Τσιάρτα-Καλογήρου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2308 και Δέσποινα Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 144).
Είναι επίσης νομολογημένο, πως απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου όταν επιλέγει άλλους υποψηφίους από εκείνους που κατέχουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Ένα διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει τον υποψήφιο που διαθέτει το πλεονέκτημα εάν κρίνει, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα κριτήρια, πως κάποιος άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό ή προαγωγή. Η αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος πρέπει να εμφαίνεται στο σώμα της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται (βλ. Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592, 603, Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388, Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, Ανδρέας Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1822, Κλεάνθους v. Δημοκρατίας (1989) 3(Α) Α.Α.Δ. 250).
Η κρίση του κ. Χρυσοχού και της Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση της αιτήτριας και των ενδιαφερομένων μερών στην προφορική εξέταση, όπως καταγράφτηκε στο πρακτικό της συνεδρίασης της Επιτροπής ημερ. 18.12.91, έχει ως εξής:
Αιτήτρια Κρίση κ. Χρυσοχού Κρίση Επιτροπής
Χαραλάμπους Ελένη Σχεδόν πολύ καλή Καλή
Ενδιαφερόμενα Μέρη
Αγαπίου Γιωργούλα Πάρα πολύ καλή Πολύ καλή
Σωτηρίου Σωτηρούλα Πάρα πολύ καλή Πάρα πολύ καλή
Αποστολίδου Ελένη Πάρα πολύ καλή Πολύ καλή
Θεοδούλου Χρύσω Εξαίρετη Εξαίρετη
Ιωάννου Μυρούλα Πάρα πολύ καλή Πολύ καλή
Μιχαήλ Στέλλα Πολύ καλή Πάρα πολύ καλή
Τα θέματα των συνεντεύξεων άπτονταν των καθηκόντων της θέσης, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας και της ικανότητας των υποψηφίων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης, πέραν της στενογραφίας και δακτυλογραφίας.
Από τα προεκτεθέντα καθίσταται εμφανής η υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι της αιτήτριας στην απόδοση κατά τη συνέντευξη, η οποία δεν ήταν περιθωριακή.
Το επιχείρημα της αιτήτριας για ανεπαρκή αιτιολόγηση της παραγνώρισης του πλεονεκτήματός της παρέμεινε ατεκμηρίωτο.Ανταποκρινόμενη στο καθήκον της για ειδική αιτιολόγηση η Επιτροπή παρέθεσε σαφείς λόγους για τη μη προτίμηση της αιτήτριας, που κατείχε το πλεονέκτημα και που συνίσταντο στο ότι οι επιλεγείσες είχαν σαφώς καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, τοποθετήθηκαν σε ψηλότερο επίπεδο τόσο από την ίδια όσο και από τον κ. Χρυσοχό, η δε αιτήτρια ως έκτακτη όφειλε να γνωρίζει περισσότερα για τα καθήκοντα της θέσης και να απαντούσε καλύτερα (βλ. σχετικά, Δέσποινα Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 144).
Η δικηγόρος της αιτήτριας ανέφερε πως κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αιτήτρια κρίθηκε ότι είχε "πολύ καλή απόδοση". Η Επιτροπή σημείωσε πως έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξάχθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, καθώς επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, όπως επρονοείτο από τα εδάφια (6) και (11) του άρθρου 33 του Ν. 1/90.
Λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση της επίδικης απόφασης, τα στοιχεία που συνεκτίμησε η Επιτροπή και το γεγονός ότι η θέση ήταν πρώτου διορισμού, δεν έχω πεισθεί πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις.
Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί σε θέσεις πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής, η Επιτροπή οφείλει να διορίσει τον καταλληλότερο υποψήφιο με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία. Η αρχή της ισότητας ενώπιον της διοίκησης απαιτεί την ίση μεταχείριση κάθε προσώπου που διεκδικεί θέση πρώτου διορισμού και η υπηρεσία ενός υποψηφίου ως εκτάκτου μπορεί να ληφθεί υπόψη σαν πλεονέκτημα βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας, αυτό όμως δεν ανατρέπει τη θεμελιώδη αρχή της επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου (βλ. Smyrnios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 124, P.S.C. v. Potoudes and Others (1987) 3 C.L.R. 1591, Ανδριανή Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2789).
Ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή ενήργησε στην υπό κρίση υπόθεση, δεν έχει αποδειχτεί μεμπτός. Η σημασία που αποδόθηκε στις συνεντεύξεις ήταν αυτή που εύλογα μπορούσε να αποδοθεί για θέσεις πρώτου διορισμού, η παραγνώριση του πλεονεκτήματος της αιτήτριας αιτιολογήθηκε δεόντως και η απόφαση ήταν επιτρεπτή στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της Επιτροπής.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.