ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
HADJISAVVA ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 76
HJIIOANNOU ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1041
Mytides ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 737
Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1989) 3 ΑΑΔ 1443
Βανέζης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 ΑΑΔ 2522
Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 ΑΑΔ 3186
Oικονόμου Aνδρέας και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3716
Γεωργίου Aνδρόνικος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 4275
Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47
Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56
Γρηγοροπούλου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 3322
Σιαμπουρτής Nικόλας ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (Αρ. 1) (1993) 4 ΑΑΔ 626
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1993) 4 ΑΑΔ 816
9 Απριλίου, 1993
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΙΑΜΠΟΥΡΤΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 555/91)
Oι περί Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (Όροι Yπηρεσίας) Kανονισμοί του 1986 (K.Δ.Π. 291/86) — Kαν. 23(2) — Kριτήρια βάσει των οποίων διενεργούνται οι προαγωγές — Λαμβάνονται υπόψη οι συστάσεις της Επιτροπής Επιλογής της Υπεπιτροπής και του Διευθυντή — Eύλογη η απόφαση επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους — Δεν αποδείχτηκε έκδηλη υπεροχή του αιτητή.
Aρχή Hλεκτρισμού Kύπρου — Yπάλληλοι — Προαγωγές — Iσχυρισμός ότι δε φαίνεται στην απόφαση κατά πόσο αυτή πάρθηκε ομόφωνα ή κατα πλειοψηφία — Kαταρρίπτεται ο ισχυρισμός βάσει του τεκμηρίου της κανονικότητας.
Aρχή Hλεκρισμού Kύπρου — Yπάλληλοι — Προαγωγές — Eπανεξέταση υπόθεσης, μετά από ακύρωση της απόφασης για τυπικούς λόγους — Δυνατότητα έκδοσης πράξης του ίδιου περιεχομένου τηρουμένων των νόμιμων διαδικασιών.
Aρχή Hλεκτρισμού Kύπρου — Aπόφαση προαγωγής — Eπανεξέταση μετά από ακύρωση της απόφασης για τυπικούς λόγους — Aπαιτείται η λήψη απόφασης από συμβούλιο με νέα νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση.
Προς υποστήριξη της προσφυγής του κατά της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους - απόφαση η οποία λήφθηκε στα πλαίσια επανεξέτασης της υπόθεσης μετά από ακύρωση της αρχικής απόφασης, λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του συμβουλίου της Aρχής - ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι (α) παραγνωρίστηκε η έκδηλη υπεροχή του, (β) η απόφαση έπασχε από ακυρότητα, γιατί δε φαινόταν κατά πόσο αυτή είχε ληφθεί ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία και (γ) δεν υπήρξε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση του Aνωτάτου Δικαστηρίου διότι το συμβούλιο υιοθέτησε την απόφαση του προηγούμενου συμβουλίου που είχε συσταθεί αντισυνταγματικά.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η πραγματική εικόνα για την αξία δεν είναι αυτή που εμφανίζει ο αιτητής. Ο Καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86) απαριθμεί τα κριτήρια με βάση τα οποία διενεργούνται οι προαγωγές (πείρα, αξία, ικανότητα κ.λ.π.). Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 4(α) του ίδιου κανονισμού η Αρχή "λαμβάνει δεόντως υπ' όψιν" μεταξύ άλλων τις συστάσεις και απόψεις της αρμόδιας Επιτροπής Επιλογής, της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διευθυντή. Στον τομέα της αξίας ο ενδιαφερόμενος με αντικειμενική θεώρηση είναι υπέρτερος. Συστήθηκε ως ο καταλληλότερος από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και το Διευθυντή και στις αξιολογήσεις του εμφανίζεται να διατηρεί κάποια υπεροχή.
Με τα παραπάνω δεδομένα δε στοιχειοθετείται υπεροχή και μάλιστα έκδηλη υπεροχή υπέρ του αιτητή με τη νομική έννοια του όρου. Η εκλογή του ενδιαφερόμενου ήταν φυσιολογικό επακόλουθο της εκτίμησης των διαθέσιμων στοιχείων της υπόθεσης. Τα δε στοιχεία που αναφέρονται στην απόφαση, που οδήγησαν στη λήψη της, σε συνδυασμό με εκείνα των φακέλων προς τα οποία ανταποκρίνονται, καταρρίπτουν τις επικρίσεις για έλλειψη αιτιολογίας.
2. Aπό τα πρακτικά της συνεδρίασης της 21/5/91, τεκ. 6, συνάγεται, ότι η απόφαση ήταν ομόφωνη. Από αυτά προκύπτει ότι μετά τη αποχώρηση του διευθυντή και για τη διαμόρφωση της κρίσης τους "ακολούθησαν διαβουλεύσεις των μελών της αρχής" η οποία "αποφάσισε" την προαγωγή. Στα πρακτικά δεν καταχωρίζεται αντίθετη γνώμη από τα 8 μέλη που συμμετέσχαν.
Mε βάση το τεκμήριο της κανονικότητας τεκμαίρεται ότι το συμβούλιο της Αρχής ενήργησε νόμιμα εφόσον δεν αποδείχθηκε το παραμικρό που να θεμελιώνει το αντίθετο.
3. Mε ρητή αναφορά το συμβούλιο διακήρυξε πως δεν επηρεάστηκε από την προηγούμενη απόφαση που ακυρώθηκε. Ανεξάρτητα από αυτό πρέπει να τονιστεί ότι όταν ακυρώνεται μία πράξη για τυπικούς λόγους ή για κακή συγκρότηση του αρμόδιου οργάνου, τούτο δεν κωλύεται να επανέλθει και αφού συγκροτηθεί νόμιμα και τηρήσει τις νόμιμες διαδικασίες να εκδώσει πράξη του ίδιου περιεχομένου με την πρώτη εφόσον ενεργήσει νόμιμα στα πλαίσια των εξουσιών του. Αυτό συνέβηκε και στην παρούσα περίπτωση.
4. Με αφορμή τις νύξεις του δικηγόρου του αιτητή για τη λήψη της επίδικης απόφασης από συμβούλιο με διαφορετική σύνθεση, τούτο επιβαλλόταν λόγω της ακυρωτικής απόφασης. Και έχει εδώ τη θέση του το εξής σχόλιο από το σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικών πράξεων έναντι της διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως" στη σελ. 250.
"Επανερχομένης της υποθέσεως μετ' ακύρωσιν της σχετικής διοικητικής πράξεως, διά τυπικούς λόγους, εις το εκδόν αυτήν συλλογικόν όργανον, τούτο επιλαμβάνεται αυτής υπό την εκάστοτε νόμιμον συγκρότησιν και σύνθεσιν αυτού και όχι υπό την κατά τον χρόνον της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως υφισταμένην τοιαύτην ............"
Tο παραπάνω απόσπασμα στηρίζεται σε αποφάσεις του Συμβουλίου Eπικρατείας.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Μytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,
Γεωργίου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1443,
Βανέζης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) A.A.Δ. 2522,
Δημοκρατία v. Πανταζή (1991) 3 A.A.Δ. 47,
Oικονόμου και Άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 3716,
Γεωργίου και Άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 4275,
Δημοκρατία v. Xρίστου (1991) 3 A.A.Δ. 56,
Γρηγοροπούλου v. Δημοκρατίας (1992) 4 A.A.Δ. 3322,
Xρυσοστόμου v. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 A.A.Δ. 3186,
Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,
Hadjiioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της καθ' ης η αίτηση Aρχής με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος σε Ανώτερο Τεχνίτη/Βοηθό Επιστάτη από 1.3.90, αντί του αιτητή.
Αρ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Η προσφυγή του αιτητή θέτει επί τάπητος το κύρος απόφασης της καθής η αίτηση Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, που πήρε το συμβούλιο της στις 21/5/91. Είχε τότε προαχθεί ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση κ. Παναγιώτης Λοΐζου σε ανώτερο τεχνίτη/βοηθό επιστάτη από 1/3/90. Τη θέση διεκδίκησε και ο αιτητής με αρκετούς άλλους υπαλλήλους της Αρχής που πληρούσαν τους όρους του οικείου σχεδίου υπηρεσίας (βλέπε τον κατάλογο, τεκ. 2).
Από την αρχή πρέπει να λεχθεί ότι η παρούσα είναι περίπτωση επανεξέτασης. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πήρε προαγωγή στην ίδια θέση, που ήταν κενή από το 1989, από την παραπάνω ημερομηνία με σχετική απόφαση της Αρχής, που λήφθηκε στις 20/2/90. Ακυρώθηκε όμως για μη νόμιμη συγκρότηση του συμβουλίου της Αρχής κατόπιν προσφυγής του αιτητή στο Ανώτατο Δικαστήριο (με αρ. 314/90). Αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος ακύρωσης. Έτσι η Αρχή επανήλθε και εξέδωσε τη νέα κρίση της που είναι αντικείμενο αυτής της προσφυγής.
Λόγω του αναδρομικού αποτελέσματος της απόφασης στην προσφυγή αρ. 314/90, η νέα πράξη ανάγεται στο χρόνο έκδοσης της αρχικής απόφασης για προαγωγή και συνεπώς στο νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου εκείνου το οποίο και τη διέπει. Βλέπε, μεταξύ άλλων, Μυτίδης v. Δημοκρατίας (1988) 3 C.L.R. 737, Γεωργίου και Άλλοι v. Ε.Δ.Υ. (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1443, Βανέζης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2522, Δημοκρατία v. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47). Θα καταγράψουμε λοιπόν στη συνέχεια με συνοπτικότητα και στην έκταση που είναι απαραίτητο ό,τι προηγήθηκε της προσβαλλόμενης απόφασης ολοκληρώνοντας με τη διαδικασία επανεξέτασης.
Η επίδικη θέση δημοσιοποιήθηκε στους υπαλλήλους της Αρχής με την εσωτερική γνωστοποίηση αρ. 7/89 ημερ. 23/10/89. Η μεικτή συμβουλευτική επιτροπή επιλογής για προαγωγές γραμματειακού και τεχνικού προσωπικού υπέβαλε την έκθεση της τεκ. 3 υπό μορφή "από κοινού εγγράφου" στη συμβουλευτική υπεπιτροπή που εξέτασε με τη σειρά της το θέμα στις 6/2/90. Ακολούθησε στις 20 του ίδιου μήνα η απόφαση που ακυρώθηκε για τον προαναφερθέντα λόγο. Μετά ταύτα η συμβουλευτική υπεπιτροπή επανεξέτασε το θέμα σε δύο συνεδρίες (ημερ. 2/5/91 και 8/5/91). Και αφού μελέτησε, μεταξύ άλλων, το "από κοινού έγγραφο" της μεικτής συμβουλευτικής επιτροπής και εκτίμησε τα στοιχεία που καταγράφονται στο τηρηθέν πρακτικό (τεκ. 5) σύστησε τον ενδιαφερόμενο που ήταν και η τελική επιλογή της Αρχής στις 21/5/91.
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης, στον οποίο ο δικηγόρος του αιτητή αφιέρωσε μεγάλο μέρος της γραπτής αγόρευσης του, είναι ότι δεν δόθηκε στον αιτητή η προαγωγή παρά την έκδηλη υπεροχή του έναντι του επιλεγέντος συναδέλφου του. Και προς απόδειξη πρόβαλε την υπεροχή του σε αρχαιότητα και προσόντα ενώ στον τομέα της αξίας ισχυρίστηκε πως οι διάδικοι βρίσκονταν σε ίση μοίρα. Ως προς το πρώτο κριτήριο ότι έχει σημασία και πρέπει να τονιστεί είναι ότι και οι δύο κατείχαν την αμέσως προηγούμενη στην ιεραρχία από την επίδικη θέση του τεχνίτη γραμμών 1ης τάξεως από την ίδια χρονολογία δηλαδή την 1/4/85.
Ο ενδιαφερόμενος υπηρετεί στην Αρχή από 1/7/65. Η Αρχή θεωρεί ότι ο αιτητής προσλήφθηκε την 1/1/64 και όχι την 6/8/62, που υποστηρίζει ο ίδιος, με την αιτιολογία ότι κατά την περίοδο εκείνη ήταν έκτακτος υπάλληλος. Όπως και νάχει το ζήτημα γεγονός είναι ότι οποιαδήποτε αρχαιότητα επικαλείται ο αιτητής δημιουργήθηκε στο μακρυνό παρελθόν και όχι στην προηγούμενη από την επίδικη θέση. Η έμμεση αυτή αρχαιότητα πολύ περιορισμένη βαρύτητα διαθέτει: Οικονόμου και Άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3716, Γεωργίου και Άλλος v. Ε.Δ.Υ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4275, Δημοκρατία v. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Γρηγοροπούλου v. Ε.Ε.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3322.
Λέχθηκε ακόμη ότι η Αρχή υπέπεσε σε πλάνη γιατί δεν είχε υπόψη τα εξής προσόντα του αιτητή: απολυτήριο της ιδιωτικής σχολής Κ.Τ.Ε.Ε. και πιστοποιητικό ικανότητας στον κλάδο εργολήπτη ηλεκτρικών εγκαταστάσεων. Ως προς το πρώτο τελικά έγινε αποδεκτό πως δεν υπάρχει στον ατομικό φάκελο του αιτητή ούτε παρέδωσε ποτέ στην υπηρεσία του τέτοιο πιστοποιητικό. Συνεπώς ο ισχυρισμός του για κατοχή τέτοιου προσόντος απορρίπτεται ως αβάσιμος. Ο αιτητής είναι όντως κάτοχος του άλλου πιστοποιητικού, που βρίσκεται στον προσωπικό του φάκελο. Δε διέλαθε όμως της προσοχής των διαφόρων οργάνων που συμμετέσχαν στις διαδικασίες συστάσεων και επιλογής γιατί στα πρακτικά αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του ατομικού φακέλου κάθε αιτητή, που όπως ρητά μνημονεύεται σε αυτά είχε τεθεί ενώπιόν τους. Επομένως κρίνεται αβάσιμος και ο ισχυρισμός του αιτητή για πλάνη. Πρέπει να σημειωθεί ότι το παραπάνω πιστοποιητικό ικανότητος δεν αποτελεί πρόσθετο προσόν με βάση τους όρους του σχεδίου υπηρεσίας και συνεπώς είχε περιορισμένη μόνο σημασία: Χρυσοστόμου v. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186.
Η πραγματική εικόνα για την αξία δεν είναι αυτή που εμφανίζει ο αιτητής. Θα υπενθύμιζα πρώτα στο σημείο αυτό ότι ο καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86) απαριθμεί τα κριτήρια με βάση τα οποία διενεργούνται οι προαγωγές (πείρα, αξία, ικανότητα κ.λ.π.). Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 4(α) του ίδιου κανονισμού η Αρχή "λαμβάνει δεόντως υπ' όψιν" μεταξύ άλλων τις συστάσεις και απόψεις της αρμόδιας επιτροπής επιλογής, της συμβουλευτικής υπεπιτροπής και του διευθυντή. Στον τομέα της αξίας ο ενδιαφερόμενος με αντικειμενική θεώρηση είναι υπέρτερος. Συστήθηκε ως ο καταλληλότερος από τη συμβουλευτική υπεπιτροπή και το διευθυντή και στις αξιολογήσεις του εμφανίζεται να διατηρεί κάποια υπεροχή.
Με τα παραπάνω δεδομένα δε στοιχειοθετείται υπεροχή και μάλιστα έκδηλη υπεροχή υπέρ του αιτητή με τη νομική έννοια του όρου: Χ"Σάββας v. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76 και Χ"Ιωάννου v. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1041. Θα πρόσθετα πως η εκλογή του ενδιαφερόμενου ήταν φυσιολογικό επακόλουθο της εκτίμησης των διαθέσιμων στοιχείων της υπόθεσης. Τα δε στοιχεία που αναφέρονται στην απόφαση, που οδήγησαν στη λήψη της, σε συνδυασμό με εκείνα των φακέλων προς τα οποία ανταποκρίνονται, καταρρίπτουν τις επικρίσεις για έλλειψη αιτιολογίας.
Το επόμενο επιχείρημα είναι ότι η απόφαση πάσχει από ακυρότητα γιατί δε φαίνεται κατά πόσον έχει ληφθεί ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία. Προς την κατεύθυνση αυτή έγινε επίκληση στην υπόθεση του ίδιου αιτητή Νικόλαος Σιαμπουρτής v. Α.Η.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 626. Ωστόσο από τα πρακτικά της συνεδρίασης της 21/5/91, τεκ. 6, συνάγεται, κατά την άποψή μου, ότι η απόφαση ήταν ομόφωνη. Από αυτά προκύπτει ότι μετά τη αποχώρηση του διευθυντή και για τη διαμόρφωση της κρίσης τους "ακολούθησαν διαβουλεύσεις των μελών της αρχής" η οποία "αποφάσισε" την προαγωγή. Στα πρακτικά δεν καταχωρίζεται αντίθετη γνώμη από τα 8 μέλη που συμμετέσχαν.
Αντίθετα στην Νικόλαος Σιαμπουρτής, ανωτέρω, που εκδηλώθηκε πραγματικά τέτοια διάσταση γνώμης διατυπώθηκε στο πρακτικό. Αυτό βγαίνει καθαρά από τη σελ. 7 της απόφασης:
"Στην υπό συζήτηση υπόθεση στην απόφαση της Αρχής αναφέρεται πως η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους έγινε με 4 ψήφους υπέρ 3 εναντίον και μιας αποχής."
Τελικά το δικαστήριο (Αρτεμίδης, Δ.) ακύρωσε την πράξη προαγωγής γιατί έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε, για τους λόγους που αναφέρει, πως η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρ. 8(5) του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρ. 4 του Ν. 24/63. Έχω την εντύπωση πως η απόφαση δεν υποστηρίζει τη θέση του αιτητή. Πέραν τούτου σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας τεκμαίρεται ότι το συμβούλιο της Αρχής ενήργησε νόμιμα εφόσον δεν αποδείχθηκε το παραμικρό που να θεμελιώνει το αντίθετο.
Το επόμενο και τελευταίο επιχείρημα για ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πως δεν υπήρξε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση ημερ. 27/3/91 που εκδόθηκε στην προσφυγή αρ. 314/90. Και τούτο διότι το συμβούλιο δεν άσκησε τη δική του κρίση αλλά "υιοθέτησε την απόφαση ενός συμβουλίου που εκρίθη ότι συστάθηκε αντισυνταγματικά". Παρεμπιπτόντως, με ρητή αναφορά το συμβούλιο διακήρυξε πως δεν επηρεάστηκε από την προηγούμενη απόφαση που ακυρώθηκε. Ανεξάρτητα από αυτό πρέπει να τονιστεί ότι όταν ακυρώνεται μία πράξη για τυπικούς λόγους ή για κακή συγκρότηση του αρμόδιου οργάνου, τούτο δεν κωλύεται να επανέλθει και αφού συγκροτηθεί νόμιμα και τηρήσει τις νόμιμες διαδικασίες να εκδώσει πράξη του ίδιου περιεχομένου με την πρώτη εφόσον ενεργήσει νόμιμα στα πλαίσια των εξουσιών του. Αυτό βρίσκω πως συνέβηκε και στην παρούσα περίπτωση.
Με αφορμή τις νύξεις του δικηγόρου του αιτητή για τη λήψη της επίδικης απόφασης από συμβούλιο με διαφορετική σύνθεση, τούτο επιβαλλόταν λόγω της ακυρωτικής απόφασης. Και έχει εδώ τη θέση του το εξής σχόλιο από το σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικών πράξεων έναντι της διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως" στη σελ. 250, που επεσήμανε η δικηγόρος της καθής:
"Επανερχομένης της υποθέσεως μετ' ακύρωσιν της σχετικής διοικητικής πράξεως, διά τυπικούς λόγους, εις το εκδόν αυτήν συλλογικόν όργανον, τούτο επιλαμβάνεται αυτής υπό την εκάστοτε νόμιμον συγκρότησιν και σύνθεσιν αυτού και όχι υπό την κατά τον χρόνον της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως υφισταμένην τοιαύτην ............"
Το παραπάνω απόσπασμα στηρίζεται σε αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας στις οποίες η συγγραφέας μας παραπέμπει.
Για τους προεκτεθέντες λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
H προσφυγη απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.