ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 4 ΑΑΔ 4077
29 Οκτωβρίου, 1992
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ.2),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 612/91).
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Προσόν πολύ καλής γνώσης Αγγλικής γλώσσας — Καθήκον διεξαγωγής έρευνας από την Επιτροπή για την κατοχή των προσόντων — Υπό τις περιστάσεις, όπου το προσόν αυτό ήταν απαιτούμενο προσόν και στην προηγούμενη της επίδικης θέσης, την οποία κατείχε ο υπάλληλος, εύλογα εφικτή η απόφαση της Επιτροπής ότι κατείχετο το απαιτούμενο αυτό προσόν.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Διευθυντή — Απαιτείται αιτιολόγηση — Επιβεβαίωση συστάσεων που δόθηκαν στην Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, οι οποίες ήταν αιτιολογημένες, συνιστούν αιτιολογημένη σύσταση και στην συνεδρία της ίδιας της Αρχής·
Οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί, ΚΔΠ 291/86 — Κανονισμός 19(3) και (4) — Ρόλος Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής — Καμία υποχρέωση της Αρχής να αιτιολογήσει την απόκλισή της από τις συστάσεις της Υπεπιτροπής.
Οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί, ΚΔΠ 291/86 — Κανονισμός 23(2)(3) και (4) — Κριτήρια Προαγωγών — Δεν ισχύει η αρχή ότι η αρχαιότητα υπερισχύει όταν τα άλλα κριτήρια της αξίας και των προσόντων είναι περίπου ίσα — Καθιέρωση και άλλων από τα συνήθη κριτήρια.
Προς υποστήριξη της προσφυγής του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού (Επαρχιακό Γραφείο Πάφου), ο αιτητής ισχυρίστηκε πως η επίδικη απόφαση έπασχε για τους ακόλουθους λόγους:
(1) Δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα για τη διακρίβωση της κατοχής εκ μέρους των υποψηφίων του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.
(2) Η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν γενική, αόριστη και παντελώς αναιτιολόγητη.
(3) Η καθ' ης η αίτηση Αρχή δεν αιτιολόγησε την απόκλισή της από την υπέρ του αιτητή σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
(4) Ο αιτητής είχε συντριπτική αρχαιότητα και έκδηλη υπεροχή στα προσόντα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ στην αξία αιτητής και ενδιαφερόμενος ήταν περίπου ισοδύναμοι.
(5) Η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και ήταν παντελώς αναιτιολόγητη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
(1) Στην έκθεση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ημερ. 6.5.91, στα πρακτικά της συνεδρίασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 22.5.91 και στα πρακτικά της συνεδρίας της Αρχής ημερ. 13.6.91, αναφέρθηκε πως μελετήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα προσόντα των υποψηφίων σε συσχετισμό προς το ισχύον για τη θέση Σχέδιο Υπηρεσίας. Επίσης, τα Σχέδια Υπηρεσίας της Θέσης Γραμματειακού Λειτουργού, όπως μετονομάστηκε η θέση Αναπληρωτή Τμηματάρχη, την οποία κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος από το 1986, περιείχε την ίδια πρόνοια όπως αυτή της παραγράφου (4) του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας. Επομένως, μέρος των καθηκόντων του ενδιαφερόμενου μέρους αποτελούσε και η διεξαγωγή αλληλογραφίας, τόσον στην Αγγλική όσον και στην Ελληνική γλώσσα. Για τα καθήκοντά του αυτά, το ενδιαφερόμενο μέρος εβαθμολογείτο κάθε χρόνο από τους προϊσταμένους του, όπως φαίνεται από τα φύλλα αξιολόγησης του, και δεν υπήρχε καμμιά παρατήρηση που να δεικνύει ότι υστερούσε στο προσόν αυτό. Χωρίς τα προλεχθέντα να επηρεάζουν το καθήκον της Επιτροπής να διεξαγάγει νέα έρευνα για την πλήρωση των επιδίκων θέσεων, όπως εξάλλου απαιτείται και από τη νομολογία, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης και του υλικού που είχε ενώπιόν της η Αρχή, βρίσκω ότι ήταν εύλογα εφικτό σ' αυτήν να θεωρήσει ότι στην προκειμένη περίπτωση οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου και του ενδιαφερόμενου μέρους, ικανοποιούσαν όλα τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας.
(2) Ο επόμενος ισχυρισμός, που αφορά στο αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή, επίσης δεν ευσταθεί. Η αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους καταγράφτηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 22.5.91 και επαναλήφθηκε κατά τη συνεδρία της ίδιας της Αρχής από το Διευθυντή, ο οποίος ανάφερε πως επιβεβαίωνε τη σύσταση που είχε δώσει στη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για τους ίδιους λόγους που είχε αναφέρει κατά τη συνεδρία εκείνη.
(3) Σύμφωνα με τις παραγράφους (3) και (4) του Κανονισμού 19 ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής είναι καθαρά συμβουλευτικού και επιβοηθητικού περιεχομένου προς την Αρχή, η οποία δεν δεσμεύεται να ακολουθήσει τις συστάσεις ή αποφάσεις της Υπεπιτροπής και μόνον η Αρχή έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία λήψης τελικών και δεσμευτικών αποφάσεων επί θεμάτων που αφορούν το προσωπικό. Συνεπώς, καμμιά υποχρέωση από μέρους της Αρχής δεν υφίστατο για αιτιολόγηση της απόκλισής της από τη σύσταση της Υπεπιτροπής.
(4) Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε πως το κριτήριο της έκδηλης αρχαιότητας του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, καθώς και η καταφανής υπεροχή του στο θέμα των προσόντων, δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη από την Αρχή, η οποία απέτυχε στο καθήκον της για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.
Τα κριτήρια, βάσει των οποίων διενεργούνται οι προαγωγές στην Αρχή, καθορίζονται από τον Κανονισμό 23(2)(3) και (4) των Κανονισμών.
Όπως αναφέρεται και στο ίδιο το κείμενο του πιο πάνω Κανονισμού, όλα τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τη διενέργεια των προαγωγών έχουν την ίδια βαρύτητα, συμπεριλαμβανομένου και του κριτηρίου της αρχαιότητας, συνεπώς δεν ισχύει η αρχή ότι η αρχαιότητα υπερισχύει όταν τα άλλα κριτήρια της αξίας και των προσόντων είναι περίπου ίσα. Επίσης, σύμφωνα με τον πιο πάνω Κανονισμό, πέραν των τριών γνωστών κριτηρίων λαμβάνονται υπόψη και άλλα κριτήρια, όπως η πείρα, η ικανότητα και η υπηρεσιακή επίδοση του κάθε υποψηφίου, χωρίς και πάλι κανένα από αυτά να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τα άλλα.
Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας της, ημερ. 13.6.91, η Αρχή μελέτησε και συνεκτίμησε όλα "τα παραδεδεγμένα κριτήρια" του κάθε υποψηφίου, ενεργώντας σύμφωνα με τον Κανονισμό 23. Η Αρχή έλαβε, επίσης, υπόψη, ως όφειλε, τις συστάσεις της Επιτροπής Επιλογής και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής,καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή.
Ο αιτητής είναι κατά 10 χρόνια αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους στην ημερομηνία πρόσληψης και είχε περισσότερα προσόντα, τα οποία όμως δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα με βάση τα Σχέδια Υπηρεσίας. Από τα φύλλα αξιολόγησης προσωπικού, τα οποία κατατέθηκαν στο δικαστήριο, είναι φανερόν πως η βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους για την περίοδο από 1.6.88 μέχρι 31.12.90, ήταν καλύτερη από αυτή του αιτητή για την περίοδο από 1.4.88 μέχρι 31.5.91. Όσον αφορά το Μέρος V του φύλλου αξιολόγησης του αιτητή για το έτος 1991, αυτός δεν κρίθηκε κατάλληλος για προαγωγή στην αμέσως ανώτερη θέση. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος στο φύλλο αξιολόγησης για το έτος 1991 κρίθηκε κατάλληλο για προαγωγή στην αμέσως ανώτερη θέση. Επιπλέον, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε τη σύσταση τόσο τον Διευθυντή Περιφερείας Λεμεσού-Πάφου, όσο και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(4)(α). Η αρχαιότητα του αιτητή δεν μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει το αποφασιστικό κριτήριο για την επιλογή του. Το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και τα υπέρτερα προσόντα του αιτητή δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να υποκαταστήσει τη δική του κρίση με την κρίση του αρμόδιου οργάνου. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λύωνας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038·
Παπαγεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Δ.Υ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 558.
Προσφυγή.
Προσφυγή που προσβάλλει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποία προήγαγαν τον Κρίτωνα Χριστοδουλίδη στη θέση του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού (Επαρχιακό Γραφείο Πάφου) από 1.7.1991, αντί του αιτητή.
Μιχ. Κυπριανού, για τον αιτητή.
Γ. Κακογιάννης, για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:
"(Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση, που κοινοποιήθηκε στις 20.6.91 και με την οποία προήγαγε τον Κρίτωνα Χριστοδουλίδη στη θέση του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού (Επαρχιακό Γραφείο Πάφου) από 1.7.91 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένης οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
(Β) Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη της καθ' ης η αίτηση να προάξει τον αιτητή, στη θέση του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού (Επαρχιακό Γραφείο Πάφου) είναι άκυρη και παράνομη."
Στις 13.2.91 η καθ' ης η αίτηση Αρχή κυκλοφόρησε προς τους υπαλλήλους της Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων με Αρ. 1/91, σύμφωνα με το άρθρο 13 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όρος Υπηρεσίας) Κανονισμών, ΚΔΠ 291/86 (οι Κανονισμοί), η οποία περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, μια κενή θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου. Η θέση ήταν θέση προαγωγής, Κλίμακα Α10 (Τεκμήριο 1 στην ένσταση).
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης κατατέθηκε και σημειώθηκε σαν Τεκμήριο 2 και κατάλογος των τριών αιτητών που αποτάθηκαν, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και ο ενδιαφερόμενος, σαν Τεκμήριο 3.
Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 18(2) των Κανονισμών, επιλήφθηκε των αιτήσεων των υπαλλήλων για προαγωγή στην προαναφερόμενη θέση, στη συνεδρίασή της με ημερ. 18.4.91 (Τεκμήριο 4). Στη συνεδρίαση ήταν παρόντες και οι Διευθυντές των υπό κρίση υπαλλήλων, οι οποίοι εξέφρασαν τις απόψεις τους. Αναφορικά με τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος διατυπώθηκαν οι ακόλουθες κρίσεις:
"2. 8200 - Στέλιος Α. Νικολαΐδης (αιτητής) Ο κ. Χρ. Στυλιανού ανέφερε ότι ο 8200 Στέλιος Α. Νικολαΐδης έχει ευρεία πείρα στο Τμήμα Καταναλωτών των Κεντρικών Γραφείων, δεν έχει όμως καθόλου πείρα στις Εμπορικές Υπηρεσίες και γι' αυτό δεν κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στη θέση αυτή.
3. 8624 - Κρίτων Χριστοδουλίδης (ενδιαφερόμενο μέρος) Ο κ. Σ. Σπυριδάκης, Διευθυντής Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου, ανέφερε ότι ο 8624 Κρίτων Χριστοδουλίδης έχει ευρεία πείρα στις Εμπορικές Υπηρεσίες της Περιφέρειας (Γραφείο Πάφου). Έχει οργανωτικές και εποπτικές ικανότητες. Απόδοση πολύ ικανοποιητική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή."
Επακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών της Επιτροπής και τελικά αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι από τα μέλη, αφού λήφθηκαν υπόψη τα παραδεδεγμένα κριτήρια, πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή και προσόντα, καθώς επίσης και οι απόψεις των Διευθυντών.
Ο Πρόεδρος και τρία μέλη έκριναν το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοδουλίδη ως το μόνο υποψήφιο κατάλληλο για προαγωγή στη θέση αυτή. Τρία μέλη διαφώνησαν και εισηγήθηκαν την περίληψη του αιτητή και ενός άλλου υποψήφιου στον κατάλογο των επικρατέστερων. Η εισήγηση της Μεικτής Επιτροπής Επιλογής συμπεριλήφθηκε σε συμβουλευτική έκθεση ημερ. 6.5.91 (Τεκμήριο 5) και υποβλήθηκε προς την καθ' ης η αίτηση Αρχή.
Η πιο πάνω εισήγηση της Μεικτής Επιτροπής Επιλογής εξετάστηκε στη συνέχεια από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για θέματα Προσωπικού, κατά τη συνεδρία της με ημερ. 22.5.91 (Τεκμήριο 6). Κατά τη συνεδρία αυτή, η Υπεπιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τον Κανονισμό 19 και τους Κανόνες του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου πίνακα των Κανονισμών, αφού μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα υπηρεσιακά στοιχεία κάθε αιτητή, τους προσωπικούς φακέλους και τις εμπιστευτικές εκθέσεις, την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή, προσόντα σε συσχετισμό προς το ισχύον Σχέδιο Υπηρεσίας και επίδοση στην υπηρεσία, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 23(2) των Κανονισμών και αφού έλαβε υπόψη τις συστάσεις της Επιτροπής Επιλογής και τις απόψεις του Διευθυντή, αποφάσισε να συστήσει στην Αρχή με πλειοψηφία, παρά την αντίθετη σύσταση του Διευθυντή, την προαγωγή του αιτητή Στέλιου Νικολαΐδη στην επίδικη θέση. Τα δύο μέλη, αιτιολογώντας την αντίθετη με το Διευθυντή σύστασή τους, ανάφεραν πως σύστησαν τον αιτητή λόγω αρχαιότητας (10 χρόνια διαφορά στην πρόσληψη) και λόγω του ότι τα προσόντα του ήταν κάπως καλύτερα από εκείνα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ο Γενικός Διευθυντής, του οποίου η άποψη καταγράφτηκε στα πρακτικά, δήλωσε πως, κατά την άποψή του, το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοδουλίδης, ο οποίος ήταν και ο μόνος υποψήφιος που κρίθηκε κατάλληλος για προαγωγή από την Επιτροπή Επιλογής, υπερείχε έναντι των άλλων υποψηφίων στην πείρα, αξία, ικανότητα, επίδοση και απόδοση στην υπηρεσία και τον σύστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση. Το μέλος της Υπεπιτροπής Ζαχαριάδης, υιοθετώντας τη σύσταση του Διευθυντή, σύστησε, επίσης, για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στην έκτακτη συνεδρία της με ημερ. 13.6.91 (Τεκμήριο 7), η καθ' ης η αίτηση Αρχή επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της επίδικης κενής θέσης. Στη συνεδρία κλήθηκε και παρέστη ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος επιβεβαίωσε την υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους σύστασή του, που είχε δώσει στη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για τους ίδιους λόγους που είχε αναφέρει στα πρακτικά της συνεδρίας της Υπεπιτροπής, τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον της Αρχής.
Η Αρχή μελέτησε κατ' αρχήν την εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ακολούθως η Αρχή, ενεργώντας σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2) των Κανονισμών, αφού μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, τα υπηρεσιακά στοιχεία κάθε αιτητή, τους προσωπικούς φακέλους, την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή, προσόντα σε συσχετισμό προς το Σχέδιο Υπηρεσίας και επίδοση στην υπηρεσία και αφού έλαβε υπόψη τις συστάσεις και απόψεις της Επιτροπής Επιλογής και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τη σύσταση του Διευθυντή και τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων και αφού ακολούθησαν διαβουλεύσεις των μελών της Αρχής, μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, αποφάσισε, με πέντε ψήφους υπέρ και δυο εναντίον, την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, Επαρχιακό Γραφείο Πάφου, από 1.7.91.
Ο δικηγόρος του αιτητή ήγειρε τα ακόλουθα νομικά σημεία σαν λόγους ακύρωσης:
1. Δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα για τη διακρίβωση της κατοχής εκ μέρους των υποψηφίων του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.
2. Η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν γενική, αόριστη και παντελώς αναιτιολόγητη.
3. Η καθ' ης η αίτηση Αρχή δεν αιτιολόγησε την απόκλισή της από την υπέρ του αιτητή σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
4. Ο αιτητής είχε συντριπτική αρχαιότητα και έκδηλη υπεροχή στα προσόντα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ στην αξία αιτητής και ενδιαφερόμενος ήταν περίπου ισοδύναμοι.
5. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και ήταν παντελώς αναιτιολόγητη.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο δικηγόρος του αιτητή παράπεμψε στην παράγραφο (4) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, η οποία προνοεί πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσης και ικανότητα διεξαγωγής γενικής φύσεως αλληλογραφίας εις αμφοτέρας τας γλώσσας και υπέβαλε πως στα πρακτικά των συνεδριάσεων των Επιτροπών και της ίδιας της Αρχής δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά που να δεικνύει ότι διερευνήθηκε η κατοχή του προσόντος αυτού από τους υποψηφίους.
Στην έκθεση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ημερ. 6.5.91 (Τεκμήριο 5), στα πρακτικά της συνεδρίασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 22.5.91 (Τεκμήριο 6) και στα πρακτικά της συνεδρίας της Αρχής ημερ. 13.6.91 (Τεκμήριο 7), αναφέρθηκε πως μελετήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα προσόντα των υποψηφίων σε συσχετισμό προς το ισχύον για τη θέση Σχέδιο Υπηρεσίας. Επίσης, τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης Γραμματειακού Λειτουργού, όπως μετονομάστηκε η θέση Αναπληρωτή Τμηματάρχη, την οποία κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος από το 1986, περιείχε την ίδια πρόνοια όπως αυτή της παραγράφου (4) του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας (Βλ. Ερυθρό 155 στο φάκελο ΠΡ8624, Τεκμήριο Β). Επομένως, μέρος των καθηκόντων του ενδιαφερόμενου μέρους αποτελούσε και η διεξαγωγή αλληλογραφίας, τόσον στην Αγγλική όσον και στην Ελληνική γλώσσα. Για τα καθήκοντά του αυτά, το ενδιαφερόμενο μέρος εβαθμολογείτο κάθε χρόνο από τους προϊσταμένους του, όπως φαίνεται από τα φύλλα αξιολόγησής του, και δεν υπήρχε καμμιά παρατήρηση που να δεικνύει ότι υστερούσε στο προσόν αυτό. Χωρίς τα προλεχθέντα να επηρεάζουν το καθήκον της Επιτροπής να διεξαγάγει νέα έρευνα για την πλήρωση των επιδίκων θέσεων, όπως εξάλλου απαιτείται και από τη νομολογία, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης και του υλικού που είχε ενώπιόν της η Αρχή, βρίσκω ότι ήταν εύλογα εφικτό σ' αυτήν να θεωρήσει ότι στην προκειμένη περίπτωση οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου και του ενδιαφερόμενου μέρους, ικανοποιούσαν όλα τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας (Βλ. Γ. Λύωνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 683/88 κ.λ,π., ημερ. 14.6.90 και Αντώνης Παπαγεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Δ.Υ,, Υπ. Αρ. 149/87 κ.λ.π., ημερ. 19.2.90).
Ο επόμενος ισχυρισμός που αφορά στο αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή, επίσης δεν ευσταθεί. Η αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους καταγράφτηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 22.5.91 (Τεκμήριο 6) και επαναλήφθηκε κατά τη συνεδρία της ίδιας της Αρχής από το Διευθυντή, ο οποίος ανάφερε πως επιβεβαίωνε τη σύσταση που είχε δώσει στη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για τους ίδιους λόγους που είχε αναφέρει κατά τη συνεδρία εκείνη (Τεκμήριο 7). Αξίζει να σημειωθεί πως η πιο πάνω σύσταση εναρμονίζεται πλήρως με τις απόψεις τις οποίες είχε εκφράσει και ο Διευθυντής του υπό κρίση τότε υπαλλήλου κ. Σπυριδάκη, κατά τη συνεδρίαση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 18.4.91 (Τεκμήριο 4), ο οποίος, μεταξύ άλλων, ανάφερε πως ο Χριστοδουλίδης έχει οργανωτικές και εποπτικές ικανότητες, απόδοση πολύ ικανοποιητική και κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή.
Ο Κανονισμός 19 των Κανονισμών προνοεί για τη σύσταση και τις αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για θέματα Προσωπικού. Η απάντηση στον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή, ότι η Αρχή όφειλε να αιτιολογήσει την απόκλισή της από την υπέρ του αιτητή σύσταση της πλειοψηφίας των μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, βρίσκεται στις παραγράφους (3) και (4) του Κανονισμού 19, οι οποίες αναφέρουν ότι:
"(3) Ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής θα είναι συμβουλευτικός μόνον, με σκοπόν παροχής βοηθείας προς την Αρχήν εις την επιλογήν του καλυτέρου διαθεσίμου υποψηφίου διά διορισμόν ή προαγωγήν εις οιανδήποτε κενήν θέσιν ως και εις τα έτερα ζητήματα τα οποία αναφέρονται εις το εδάφιον (2) του παρόντος Κανονισμού.
(4) Η Αρχή ουδόλως θα δεσμεύηται εξ' οιασδήποτε συστάσεως της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τα δε μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όταν θα παρακάθηνται εις την ολομέλειαν της Αρχής ουδόλως θα δεσμεύονται υπό οιασδήποτε αποφάσεως ληφθείσης υπό της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής έστω και εάν ταύτα συμμετέσχον εις την λήψιν της τοιαύτης αποφάσεως. Η Αρχή εν ολομελεία θα έχη αποκλειστικήν αρμοδιότητα και εξουσίαν να λαμβάνη τελικάς και δεσμευτικός αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων προσωπικού."
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής είναι καθαρά συμβουλευτικού και επιβοηθητικού περιεχομένου προς την Αρχή, η οποία δεν δεσμεύεται να ακολουθήσει τις συστάσεις ή αποφάσεις της Υπεπιτροπής και μόνον η Αρχή έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία λήψης τελικών και δεσμευτικών αποφάσεων επί θεμάτων που αφορούν το προσωπικό. Συνεπώς, καμμιά υποχρέωση από μέρους της Αρχής δεν υφίστατο για αιτιολόγηση της απόκκλισής της από τη σύσταση της Υπεπιτροπής.
Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε πως το κριτήριο της έκδηλης αρχαιότητας του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, καθώς και η καταφανής υπεροχή του στο θέμα των προσόντων, δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη από την Αρχή, η οποία απέτυχε στο καθήκον της για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.
Τα κριτήρια, βάσει των οποίων διενεργούνται οι προαγωγές στην Αρχή, καθορίζονται από τον Κανονισμό 23(2)(3) και (4) των Κανονισμών, που έχει ως εξής:
"(2) Προαγωγαί αποφασίζονται βάσει της πείρας της αξίας της ικανότητος, της αρχαιότητος παρά τη Αρχή, των προσόντων εν συσχετισμό) προς το εκάστοτε ισχύον διά την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου. Νοείται ότι η σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα (τα οποία εν τοις παρούσι κανονισμοίς αναφέρονται ως 'τα παραδεδεγμένα κριτήρια') αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου.
(3) Κατά την προαγωγήν εις θέσιν επί κλίμακος Α15 και άνω ως. και εις ανωτέραν συνδεδυασμένην θέσιν, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπ' όψιν τας συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διευθυντού, και τας περί των υποψηφίων εμπιστευτικός εκθέσεις.
(4) Κατά την προαγωγήν εις θέσιν ετέραν των εν τη παραγράφω (3) αναφερομένων θέσεων, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπ' όψιν-
(α) τας συστάσεις και απόψεις της αρμοδίας Επιτροπής Επιλογής, της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, του Διευθυντού και οιουδήποτε Διευθυντού Υπηρεσίας, Περιφερείας ή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού, η Αρχή ήθελε κρίνει σκόπιμον να συμβουλευθή;
(β) τας περί των υποψηφίων εμπιστευτικάς εκθέσεις-και αποφασίζει εντός δύο μηνών από της υποβολής της 'Εισηγήσεως της Επιτροπής Επιλογής' ή εντός τριών μηνών από της υποβολής τον 'Από Κοινού Εγγράφους ως θα είναι η περίπτωσις."
Όπως αναφέρεται και στο ίδιο το κείμενο του πιο πάνω Κανονισμού, όλα τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τη διενέργεια των προαγωγών έχουν την ίδια βαρύτητα, συμπεριλαμβανομένου και του κριτηρίου της αρχαιότητας, συνεπώς δεν ισχύει η αρχή ότι η αρχαιότητα υπερισχύει όταν τα άλλα κριτήρια της αξίας και των προσόντων είναι περίπου ίσα. Επίσης, σύμφωνα με τον πιο πάνω Κανονισμό, πέραν των τριών γνωστών κριτηρίων λαμβάνονται υπόψη και άλλα κριτήρια, όπως η πείρα, η ικανότητα και η υπηρεσιακή επίδοση του κάθε υποψηφίου, χωρίς και πάλι κανένα από αυτά να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τα άλλα.
Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας της ημερ. 13.6.91, η Αρχή μελέτησε και συνεκτίμησε όλα "τα παραδεδεγμένα κριτήρια" του κάθε υποψηφίου, ενεργώντας σύμφωνα με τον Κανονισμό 23. Η Αρχή έλαβε, επίσης, υπόψη, ως όφειλε, τις συστάσεις της Επιτροπής Επιλογής και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή.
Ο αιτητής είναι κατά 10 χρόνια αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους στην ημερομηνία πρόσληψης και είχε περισσότερα προσόντα, τα οποία όμως δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα με βάση τα Σχέδια Υπηρεσίας. Από τα φύλλα αξιολόγησης προσωπικού, τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, είναι φανερόν πως η βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους για την περίοδο από 1.6.88 μέχρι 31.12.90, ήταν καλύτερη από αυτή του αιτητή για την περίοδο από 1.4.88 μέχρι 31.5.91. Όσον αφορά το Μέρος V του φύλλου αξιολόγησης του αιτητή για το έτος 1991, αυτός δεν κρίθηκε κατάλληλος για προαγωγή στην αμέσως ανώτερη θέση. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος στο φύλλο αξιολόγησης για το έτος 1991 κρίθηκε κατάλληλο για προαγωγή στην αμέσως ανώτερη θέση. Επιπλέον, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε τη σύσταση τόσον του Διευθυντή Περιφερείας Λεμεσού-Πάφου, όσον και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(4)(α). Η αρχαιότητα του αιτητή δεν μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει το αποφασιστικό κριτήριο για την επιλογή του. Το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και τα υπέρτερα προσόντα του αιτητή δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να υποκαταστήσει τη δική του κρίση με την κρίση του αρμόδιου οργάνου. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.