ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 4 ΑΑΔ 3309
22 Σεπτεμβρίου, 1992
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Σ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 402/91).
Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές Αρχές — Αρχή της αμεροληψίας (και φαινόμενο αμεροληψίας) των διοικητικών οργάνων — Συνέπειες ελλείψεως — Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως — Μέθοδος ενέργειας τον Δικαστηρίου στη διαδικασία διερεύνησης της ύπαρξης προκατάληψης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Το καθήκον της Ε.Δ.Υ, να διεξαγάγει νέα ιδίαν εκάστοτε έρευνα προς πλήρωση θέσης — Νομολογία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Όταν ανάγεται στο απώτερο παρελθόν είναι παράγοντας περιθωριακής σημασίας και ασήμαντου βάρους.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Επιπρόσθετα προσόντα που δεν θεωρούνται πλεονέκτημα είναι στοιχείο μικρής σημασίας και η Ε.Δ.Υ, δεν πρέπει να αποδίδει σε αυτά μεγάλη βαρύτητα —Δεν συνιστούν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Έκδηλη Υπεροχή — Δεν είναι αναγκαίο η Ε.Δ. Υ να αποδείξει ότι ο επιλεγείς υπερείχε έκδηλα — Έννοιά της από των Rolis Lewis ν. Δημοκρατίας — Το βάρος απόδειξής της στον αιτητή.
Η αιτήτρια επεζήτησε με την προσφυγή την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, προβάλλοντας λόγους γύρω από τις εμπιστευτικές της εκθέσεις και τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους κ.λ.π.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Είναι βασική αρχή ότι τα όργανα που συμμετέχουν σε μια διαδικασία έκδοσης διοικητικής πράξης πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα και αν αποδειχτεί το αντίθετο, τότε η σχετική διοικητική πράξη είναι άκυρη. Η έλλειψη αμεροληψίας όμως, πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που προκύπτουν από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα, είτε από ασφαλή συμπεράσματα που συνάγονται από τέτοια γεγονότα. Το βάρος απόδειξης έχει εκείνος που ισχυρίζεται την ύπαρξη προκατάληψης. Ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία για θεμελίωση εχθρικής διάθεσης και προκατάληψης.
Σε περίπτωση κατά την οποία μια πράξη που εκδόθηκε από τη Δημόσια Υπηρεσία προσβάλλεται για προκατάληψη, εκείνο το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο τα σχετικά με την ύπαρξη της προκατάληψης στοιχεία και γεγονότα τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής και κατά πόσο η Επιτροπή προέβη στη δέουσα έρευνα. Εάν η Επιτροπή προέβη στην ενδεδειγμένη έρευνα, θα πρέπει να εξεταστεί εάν η ενδιάμεση απόφασή της ήταν σύμφωνη με το νόμο, εάν ασκήθηκε ορθά η διακριτική της ευχέρεια και εάν η απόφασή της ήταν εύλογα επιτρεπτή. Εάν η ενδιάμεση απόφαση αναφορικά με την προκατάληψη που καταγγέλεται ήταν εύλογα επιτρεπτή στην Επιτροπή, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.
Από τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου, εν προκειμένω, προκύπτει ότι η Ε.Δ.Υ, έκανε ενδελεχή έρευνα και η απόφαση που έλαβε ήταν εύλογα επιτρεπτή, αναφορικά προς τις εμπιστευτικές εκθέσεις της αιτήτριας.
2. Χωρίς αυτό να επηρεάζει το καθήκον της Επιτροπής να διεξαγάγει νέα έρευνα για την πλήρωση των επίδικων θέσεων, όπως εξάλλου απαιτείται και από τη νομολογία, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης και του υλικού που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή, ήταν εύλογα εφικτό σ' αυτήν να θεωρήσει ότι στην προκειμένη περίπτωση οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου και του ενδιαφερόμενου μέρους, ικανοποιούσαν το κριτήριο της καλής γνώσης της Αγγλικής.
3. Η αρχαιότητα της αιτήτριας έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους είναι αρχαιότητα τριών μηνών περίπου κατά την ημερομηνία πρώτου διορισμού τους και έχει επανειλημμένα νομολογηθεί πως τέτοια αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στο απώτερο παρελθόν, είναι παράγοντας περιθωριακής σημασίας και ασήμαντου βάρους.
4. Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί πως η κατοχή από τους υποψηφίους επιπρόσθετων προσόντων από τα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας, τα οποία δεν θεωρούνται σαν πλεονέκτημα, είναι ένα στοιχείο μικρής σημασίας και η Επιτροπή δεν πρέπει να αποδίδει σ' αυτά μεγάλη βαρύτητα. Επιπρόσθετα προσόντα από τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν συνιστούν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή.
Το σκεπτικό και αιτιολογικό της επίδικης απόφασης της Επιτροπής διατυπώθηκε με σαφήνεια στα πρακτικά. Από την εξέταση των φακέλων αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους, καθώς και όλων των άλλων στοιχείων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, προκύπτει πως η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
5. Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. Αρ. 522 Rolis Lewis v. Δημοκρατίας, τονίστηκε πως η υπεροχή "τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν, μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη".
Είναι γνωστή νομολογιακή αρχή πως όταν η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο σε σύγκριση με άλλους, δεν είναι αναγκαίο, για να αιτιολογήσει την απόφασή της, να αποδείξει πως ο επιλεγείς υπερείχε έκδηλα των άλλων υποψηφίων.
Το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει το στοιχείο τούτο, ώστε να θεωρηθεί πως το διοικητικό όργανο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας και να προκαλέσει την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή. Η απόφαση που λήφθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή για την Επιτροπή. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν θα επέμβει.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437·
Soderiadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921·
Ioannides and Others v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 278·
Χρίστου v. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) A.A.Δ. 2093·
Louca v. Savva and Others (1989) 3(A) C.L.R. 672·
Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038·
Παπαγεωργίου και άλλοι ν. Ε.Δ. Υ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 558·
Κωνσταντινίδης ν. Ε.Δ. Υ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 455·
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(B) Α.Α.Δ. 1005·
Georghiou and Others v. Republic (1988) 3(A) C.L.R. 678·
Kalaitzis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 639·
Papadopoulos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405·
Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826·
Κυριακίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1494·
Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1253.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προήγαγαν το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Γραμματειακού Λειτουργού (Τακτ. Προϋπολογισμός) Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό από τις 15.2.1991, αντί της αιτήτριας.
Λ. Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια.
Γ. Φράγκου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την προσφυγή αυτή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στις 15.3.1991 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποίαν προήγαγεν τη Φαίδρα Λ. Κούρρη στη μόνιμη θέση Γραμματειακού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός) Γενικό Γραμματειακό προσωπικό από τις 15.2.1991, αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 6.8.90, που λήφθηκε από την Ε.Δ.Υ. στις 7.8.90 (Παράρτημα 1 στην ένσταση), ζήτησε από την Ε.Δ.Υ, να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την πλήρωση τεσσάρων κενών μονίμων θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού.
Στη συνεδρίασή της με ημερ. 20.12.90 (Παράρτημα 3), η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης των θέσεων, οι οποίες ήταν θέσεις προαγωγής. Η Επιτροπή σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι παραστάσεις της αιτήτριας, αναφορικά με τις εμπιστευτικές της εκθέσεις, έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης.
Στη συνεδρίαση προσήλθε και ο εκπρόσωπος του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ο οποίος, αφού ενημερώθηκε για τα πιο πάνω και αφού τέθηκαν στη διάθεση του οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, σύστησε με βάση τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα .- πέντε υποψήφιους, μεταξύ των οποίων την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Για το θέμα του απαιτούμενου προσόντος της καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας (βλ. Παράρτημα 7, παράγρ. (4) του Σχεδίου Υπηρεσίας), ο εκπρόσωπος του Διευθυντή ανάφερε πως όλοι διέθεταν πολύ καλή γνώση της Αγγλικής με βάση τεκμήρια ή την εργασία τους.
Μετά την αποχώρηση του εκπρόσωπου του Διευθυντή από τη συνεδρίαση, η περαιτέρω εξέταση του θέματος αναβλήθηκε.
Η Επιτροπή στη συνεδρίασή της με ημερ. 21.12.90 (Παράρτημα 4), ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης των θέσεων, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε επίσης υπόψη τις συστάσεις του εκπρόσωπου του Διευθυντή.
Η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι το θέμα των Εμπιστευτικών Εκθέσεων της υποψήφιας Παναγιώτας Χριστοδουλίδου χρήζει περαιτέρω εξέτασης (Θέματα 4 και 5 της συνεδρίασης ημερ. 20.12.90 και Θέμα 6 πιο πάνω) και ενόψει της σύστασης του εκπρόσωπου του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού για την υπάλληλο αυτή μαζί με τέσσερις άλλους, προς επιλογή για προαγωγή στις τέσσερις κενές θέσεις, ανέβαλε τη συμπλήρωση της εξέτασης του θέματος πλήρωσης των θέσεων, προκειμένου να ζητηθεί από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού να θέσει υπόψη της Επιτροπής όλα τα σχετικά στοιχεία που αφορούν στη διερεύνηση του θέματος από την εν λόγω Υπηρεσία.
Στη συνεδρίαση με ημερ. 18.1.91 (Παράρτημα 5), συνεχίστηκε η εξέταση των παραστάσεων της αιτήτριας αναφορικά με τις εμπιστευτικές της εκθέσεις.
Το σχετικό πρακτικό της συνεδρίασης της Επιτροπής αναφέρει τα εξής:
"Η Επιτροπή έλαβε υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης της υπαλλήλου τις διευκρινίσεις που έδωσε ο εκπρόσωπος του Διευθυντή της Υπηρεσίας καθώς και τα όσα ανάφεραν στο Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού τρεις Δικαστές, οι οποίοι είχαν άμεση προσωπική γνώση της απόδοσης και συμπεριφοράς της υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, όπως αυτά εκτίθενται σε επιστολή του Διευθυντή της Υπηρεσίας ημερομηνίας 3.1.91. Η Επιτροπή παρατήρησε, εξάλλου, ότι οι αξιολογήσεις από τον προηγούμενο Αξιολογούντα Λειτουργό (1982-1985) δεν ήταν τέτοιες που να παρουσιάζουν τη Χριστοδουλίδου όπως η ίδια υποστηρίζει, ενώ ως Προσυπογράφοντες Λειτουργοί ενέργησαν οι κατά καιρούς Προέδροι του Επαρχιακού Δικαστηρίου κ.κ. Γιάννης Παπαδόπουλος, Σόλων Νικήτας και Φρίξος Νικολαΐδης, οι οποίοι και συμφώνησαν με τις αξιολογήσεις τόσο του προηγούμενου Αξιολογούντος Λειτουργού όσο και του τελευταίου. Η Επιτροπή παρατήρησε επίσης ότι ο προηγούμενος Αξιολογών Λειτουργός, κατά τη σύνταξη της Έκθεσης του 1983, διαπίστωσε πρόοδο της υπαλλήλου και έκαμε και σχετικό σχόλιο, εκφράζοντας μάλιστα την προσδοκία ότι θα συνεχιζόταν η βελτίωση, η οποία όμως, όπως φαίνεται από τις επόμενες αξιολογήσεις του ίδιου Αξιολογούντος Λειτουργού, δε συνεχίστηκε κατά τα επόμενα χρόνια. Με βάση όλα τα σχετικά στοιχεία, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν έχει αποδειχτεί ότι οι Εκθέσεις πάσχουν και επομένως τις λαμβάνει υπόψη για τους σκοπούς της αξιολόγησης της Παναγιώτας ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ. Παράλληλα, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται οι κρίσεις των τριών Δικαστών που αναφέρονται στην επιστολή του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.
Στη συνέχεια η Επιτροπή συμπλήρωσε την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψήφιων για την πλήρωση των τεσσάρων θέσεων, με βάση τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης των θέσεων, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψήφιων, και αφού έλαβε υπόψη και τις συστάσεις του εκπρόσωπου του Διευθυντή.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές Εκθέσεις των υποψήφιων στο σύνολό τους.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψήφιων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιον της Επιτροπής κατάλογο των υποψηφίων.
Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - ότι οι παρακάτω, οι οποίοι έχουν και τη σύσταση του εκπρόσωπου του Διευθυντή, υπερέχουν των άλλων υποψήφιων, συμπεριλαμβανομένης και της Παναγιώτας Χριστοδουλίδου που επίσης συστήθηκε από τον εκπρόσωπο προς επιλογή για προαγωγή, και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, σαν τους πιο κατάλληλους από τους υποψήφιους:
1. ΖΑΧΑΡΙΟΥ Θεονίτσα
2. ΚΟΥΡΡΗ Φαίδρα (ενδιαφερόμενο μέρος)
3. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ Δημήτριος
4. ΤΣΟΥΚΚΑΛΑΣ Ανδρέας"
Στη συνεδρίασή της με ημερ. 8.2.91 (Παράρτημα 6), η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη πως οι πιο πάνω αποδέχτηκαν την προσφορά που τους έγινε, καθόρισε σαν ημερομηνία ισχύος της προαγωγής τους την 15.2.91.
Αποτέλεσε βασική εισήγηση της αιτήτριας πως οι εμπιστευτικές της εκθέσεις για τα έτη 1986-1989, οι οποίες είχαν συνταχθεί από τον αξιολογούντα λειτουργό της κ. Λ. Αχιλλέως, έπασχαν από έλλειψη αντικειμενικότητας και προκατάληψη. Η αιτήτρια με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 8.1.90 (Παράρτημα 8 στη γραπτή αγόρευση για την αιτήτρια), υπέβαλε γραπτή διαμαρτυρία προς την Επιτροπή με αίτημα να μη ληφθούν υπόψη και να αγνοηθούν οι εμπιστευτικές της εκθέσεις που είχαν συνταχθεί από τον κ. Λ. Αχιλλέως, για το λόγο ότι αυτός την αξιολόγησε με δυσμένεια έναντι των άλλων συναδέλφων της.
Η αιτήτρια περαιτέρω ισχυρίστηκε πως η Επιτροπή δεν διενήργησε τη δέουσα έρευνα για να εξακριβώσει τα σχετικά με την έλλειψη αμεροληψίας και την ύπαρξη δυσμένειας γεγονότα και στοιχεία.
Είναι βασική αρχή ότι τα όργανα που συμμετέχουν σε μια διαδικασία έκδοσης διοικητικής πράξης πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα και αν αποδειχτεί το αντίθετο, τότε η σχετική διοικητική πράξη είναι άκυρη. Η έλλειψη αμεροληψίας όμως, πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που προκύπτουν από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα, είτε από ασφαλή συμπεράσματα που συνάγονται από τέτοια γεγονότα. Το βάρος απόδειξης έχει εκείνος που ισχυρίζεται την ύπαρξη προκατάληψης. Ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία για θεμελίωση εχθρικής διάθεσης και προκατάληψης (Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, σελ. 451-452, Soteriadou & Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921. σελ. 944, Ioannides & Others v. Republic, Υπ. Αρ. 501/86, 510/86, 513/86, 514/86 και 515/86, ημερ. 28.2.89, Γιαννούλα Τάκη Χρίστου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 633/87, 697/87 και 748/87, ημερ. 23.9.89, Louca v. Savva and Others (1989) 3(A) C.L.R. 672. Επίσης βλέπε Κυριακοπούλου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Μέρος Γ', Έκδοση 4η στη σελ. 140).
Σε περίπτωση κατά την οποία μια πράξη που εκδόθηκε από τη Δημόσια Υπηρεσία προσβάλλεται για προκατάληψη, εκείνο το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο τα σχετικά με την ύπαρξη της προκατάληψης στοιχεία και γεγονότα τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής και κατά πόσο η Επιτροπή προέβη στη δέουσα έρευνα. Εάν η Επιτροπή προέβη στην ενδεδειγμένη έρευνα, θα πρέπει να εξεταστεί εάν η ενδιάμεση απόφασή της ήταν σύμφωνη με το νόμο, εάν ασκήθηκε ορθά η διακριτική της ευχέρεια και εάν η απόφασή της ήταν εύλογα επιτρεπτή. Εάν η ενδιάμεση απόφαση αναφορικά με την προκατάληψη που καταγγέλλεται ήταν εύλογα επιτρεπτή στην Επιτροπή υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ., μεταξύ άλλων, Γιαννούλα Τάκη Χρίστου κ.α. ν. Ε.Δ.Υ., Υπ. Αρ. 633/87 κ.λ.π., ημερ. 23.9.89).
Στις επιστολές του δικηγόρου της αιτήτριας ημερ. 8.1.90 και 9.4.90, σχετικά με το θέμα των εμπιστευτικών της εκθέσεων, η Επιτροπή ζήτησε όπως οι ισχυρισμοί αυτοί θεμελιωθούν με επαρκή βεβαιότητα.
Η Επιτροπή κατά τη συνεδρίασή της με ημερ. 25.5.90 (βλ. φάκελο των εμπιστευτικών εκθέσεων της αιτήτριας), που αφορούσε άλλη πρόταση για πλήρωση 25 θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού, έλαβε γνώση και αξιολόγησε τα σχόλια αναφορικά με την επίδοση της αιτήτριας τόσο του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, όσο και του Δικαστή Ελέγχου Ενοικιάσεων.
Κατά τη συνεδρίαση της με ημερ. 20.12.90 (Παράρτημα 3), η Επιτροπή έκρινε ότι το ζήτημα των εμπιστευτικών εκθέσεων της αιτήτριας έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης και κατά τη συνεδρίαση ημερ. 21.12.91 η Επιτροπή ανέβαλε την εξέταση του θέματος πλήρωσης των θέσεων, προκειμένου να ζητηθεί από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού να θέσει υπόψη της όλα τα σχετικά στοιχεία που αφορούσαν τη διερεύνηση του θέματος από την εν λόγω Υπηρεσία.
Στη συνεδρίαση της 18.1.91 (Παράρτημα 5), λήφθηκαν υπόψη όλα τα πιο πάνω ζητηθέντα σχόλια, καθώς και οι εκτιμήσεις τριών Δικαστών, οι οποίοι είχαν άμεση γνώση της απόδοσης της αιτήτριας (βλ. Τεκμήριο Χ στη γραπτή απάντηση για την αιτήτρια).
Η Επιτροπή, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και τεκμήρια, παρατήρησε πως οι εμπιστευτικές εκθέσεις για τις οποίες υπήρχε ισχυρισμός για έλλειψη αντικειμενικότητας, δεν διέφεραν από εκείνες προηγούμενων αξιολογούντων λειτουργών. Η Επιτροπή ανέλυσε, σχολίασε και σύγκρινε τις εμπιστευτικές εκθέσεις της αιτήτριας και κατέληξε πως ο ισχυρισμός για έλλειψη αντικειμενικότητας σ' αυτές, δεν αποδείχτηκε.
Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω πως η Επιτροπή έκαμε ενδελεχή έρευνα και η απόφαση την οποία έλαβε ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας πρόβαλε, επίσης, τον ισχυρισμό πως η Επιτροπή δεν διενήργησε τη δέουσα έρευνα ώστε να εξακριβώσει κατά πόσον οι υποψήφιοι, και ιδιαίτερα το ενδιαφερόμενο μέρος, κατείχαν το προσόν της "καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας".
Ο εκπρόσωπος του Διευθυντή δήλωσε προς την Επιτροπή πως, με βάση είτε τεκμήρια είτε την εργασία τους, όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν το προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής.
Από το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου του ενδιαφερόμενου μέρους φαίνεται ότι, κατά τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων Γραφέα 2ης και 1ης τάξης, αυτή κρίθηκε από την Επιτροπή ότι ικανοποιούσε το προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής και Ελληνικής γλώσσας (βλ. Ερυθρό 43Α στον Προσωπικό Φάκελο). Χωρίς αυτό να επηρεάζει το καθήκον της Επιτροπής να διεξαγάγει νέα έρευνα για την πλήρωση των επίδικων θέσεων, όπως εξάλλου απαιτείται και από τη νομολογία, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης και του υλικού που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή, βρίσκω ότι ήταν εύλογα εφικτό σ' αυτήν να θεωρήσει ότι στην προκειμένη περίπτωση οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου και του ενδιαφερόμενου μέρους, ικανοποιούσαν το κριτήριο αυτό. (Βλ. Γ. Λύωνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 683/88 κ.λ.π., ημερ. 14.6.90 και Αντώνης Παπαγεωργίου & Άλλοι v. E.Δ.Y., Υπ. Αρ. 149/87 κ.λ.π., ημερ. 19.2.90).
Η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως υπερείχε έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα. Όπως φαίνεται από το συγκριτικό πίνακα που επισυνάφθηκε στην ένσταση, η αρχαιότητα της αιτήτριας έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους είναι αρχαιότητα τριών μηνών περίπου κατά την ημερομηνία πρώτου διορισμού τους και έχει επανειλημμένα νομολογηθεί πως τέτοια αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στο απώτερο παρελθόν, είναι παράγοντας περιθωριακής σημασίας και ασήμαντου βάρους. (Βλ. Κωνσταντινίδης v. E.Δ.Y., Υπ. Αρ. 81/89, ημερ. 14.2.90, Χαράλαμπος Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 508/88, ημερ. 26.4.89 και Georghiou and Others v. Republic, Υπ. Αρ. 36/86 κ.λ.π., ημερ. 30.3.88).
Ως προς το θέμα των προσόντων, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι λόγω των επιπρόσθετων προσόντων της, τα οποία δεν κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, αυτή υπερείχε.
Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί πως η κατοχή από τους υποψηφίους επιπρόσθετων προσόντων από τα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας, τα οποία δεν θεωρούνται σαν πλεονέκτημα, είναι ένα στοιχείο μικρής σημασίας και η Επιτροπή δεν πρέπει να αποδίδει σ' αυτά μεγάλη βαρύτητα. Επιπρόσθετα προσόντα από τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσία δεν συνιστούν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή. (Βλ. Kalaitzis & Another v. R. (1984) 3 C.L.R. 639, Papadopoulos v. R. (1985) 3 C.L.R. 405, Spanos v. R. (1985) 3 C.L.R. 1826 και Κυριακίδου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 534/85, ημερ. 17.6.89).
Το σκεπτικό και αιτιολογικό της επίδικης απόφασης της Επιτροπής διατυπώθηκε με σαφήνεια στα πρακτικά. Από την εξέταση των φακέλων αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους, καθώς και όλων των άλλων στοιχείων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, έχω καταλήξει πως η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. Αρ. 522, Rolis Lewis v. Δημοκρατίας, ημερ. 30.5.89, τονίστηκε πως η υπεροχή "τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν, μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη".
Είναι γνωστή νομολογιακή αρχή πως όταν η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο σε σύγκριση με άλλους, δεν είναι αναγκαίο για να αιτιολογήσει την απόφασή της, να αποδείξει πως ο επιλεγείς υπερείχε έκδηλα των άλλων υποψηφίων.
Το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει το στοιχείο τούτο, ώστε να θεωρηθεί πως το διοικητικό όργανο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας και να προκαλέσει την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή. Η απόφαση που λήφθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή για την Επιτροπή. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν θα επέμβει.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.