ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 4 ΑΑΔ 1759
15 Μαΐου, 1992
[ΠΙΚΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΕΚΟΣ ΣΙΑΜΠΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
ν.
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 22/91, 35/91 & 67/91).
Λέξεις και Φράσεις — Άρθρο 32(2) τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος 1/90 — Οι όροι "θέση" και "τάξη", που απαντούν στο Άρθρο 32(2), δεν ερμηνεύονται εξαντλητικά από τις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν. 1/90 — Απόδοση σε αυτούς της φυσιολογικής εννοίας τους, στα πλαίσια του υπαλληλικού δικαίου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Γνώση ξένης γλώσσας σε υψηλό επίπεδο "υποδηλώνει ευχέρεια έκφρασης σε αυτήν τόσο προφορικώς όσο και γραπτής — Ή Χατζηγιάννη ν. Δημοκρατίας και η αποφασισθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Αρχή της αυτοτέλειας της έρευνας του διορίζοντος σώματος σε κάθε ουσιώδη τομέα — Αποτίμηση προσόντων υποψηφίου, για την πλήρωση άλλης θέσης, συνιστά εξωγενή παράγοντα —Νομολογία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος —Ιδιαίτερο στοιχείο κρίσεως μείζονος σημασίας — Ειδική αιτιολόγηση κάθε αποφάσεως που αφίσταται της σύστασης — Περιεχόμενο ειδικής αιτιολογίας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Συνεντεύξεις — Παρά τη σημασία τους, για την πλήρωση υψηλών ιεραρχικών θέσεων, δεν αποτελούν το μόνο κριτήριο καταλληλότητας των υποψηφίων.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Κατοχή Επιπρόσθετου προσόντος συνιστά πλεονέκτημα — Δεν είναι καθοριστικός παράγοντας — Αντισταθμιστικοί του πλεονεκτήματος παράγοντες μπορούν να οδηγήσουν στο διορισμό άλλων υποψηφίων, νοουμένου ότι οι παράγοντες αυτοί προσδιορίζονται και καταγράφονται από το διορίζον σώμα.
Οι αιτητές αμφισβήτησαν με τις προσφυγές το κύρος του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Πρέσβη. Το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης αφορούσαν οι λόγοι ακυρώσεως, γύρω από τα προσόντα Ενδιαφερόμενου μέρους, την παρέκλιση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας από τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών και την παράλειψη αιτιολογήσεως.
Παραγνώριση του πλεονεκτήματος δύο εκ των αιτητών. Τέθηκε επίσης θέμα "αναρμοδιότητας" του Γενικού Διευθυντή, όπως αυτός λειτούργησε στα πλαίσια της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λόγω της ιεραρχικής κατάταξης της θέσης του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου των Εξωτερικών, όπως καθορίζονται από τον Κ. 4 των Περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Απαιτούμενα Προσόντα, Διορισμού ή Προαγωγής, Καθήκοντα και Αρμοδιότητες Εκάστης Θέσεως) (Τροποποιητικοί) Κανονισμών του 1975, Κ.Δ.Π. 152/75, είναι αντίστοιχα και ανάλογα με τα καθήκοντα Γενικού Διευθυντή κάθε άλλου Υπουργείου. Σύμφωνα με τους ίδιους κανονισμούς, καθήκοντα Γενικού Διευθυντή ασκεί Πρέσβης, ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτό από τον Υπουργό των Εξωτερικών και για χρονική περίοδο που προβλέπει το έγγραφο του διορισμού του. Για όσο χρόνο διαρκεί ο διορισμός, ο Πρέσβης, ο οποίος διορίζεται, κατέχει τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, θέση ιεραρχικά ανώτερη από εκείνη του Πρέσβη, με ευθύνη για την επίβλεψη και συντονισμό των υπηρεσιών του Υπουργείου. Κατά το χρόνο της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο Γενικός Διευθυντής, εν προκειμένω, κατείχε τη θέση του και ασκούσε τα αντίστοιχα καθήκοντα. Με το έρεισμα του προϊσταμένου του Υπουργείου είχε επίσης δικαίωμα να προβεί σε συστάσεις για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων, σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90.
Οι όροι "θέση" και "τάξη" που απαντούνται στο Άρθρο 32 (2) δεν ερμηνεύονται εξαντλητικά από τις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν. 1/90. Συνεπώς, πρέπει να αποδοθεί σ' αυτούς η φυσιολογική τους έννοια, στο πλαίσιο του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Είναι αξιοσημείωτο ότι, οι δύο όροι χρησιμοποιούνται χωρίς κανένα περιοριστικό στοιχείο, όπως θα ήταν η περίπτωση αν χρησιμοποιείτο ο όρος "οργανική". Η θέση, στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτό του νόμου, είναι η θέση, την οποία κατέχει το πρόσωπο το οποίο συμμετέχει στην Επιτροπή κατά το χρόνο της σύστασης και λειτουργίας της, καθώς και η τάξη στην οποία εντάσσεται η θέση στην κρατική ιεραρχία.
2. Από την έρευνα που διεξήχθη, στην προκείμενη περίπτωση, δεν τεκμηριώνεται ότι το ένα των ενδιαφερομένων μερών ήταν γνώστης της αγγλικής γλώσσας στο ψηλό, απαιτούμενο εδώ, επίπεδο. Υπηρέτησε για ένα χρονικό διάστημα στην Ύπατη Αρμοστεία της Αγγλίας, γεγονός από το οποίο μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι απόκτησε γνώση της αγγλικής γλώσσας. Το γεγονός αυτό δεν υποδηλώνει αφεαυτού το βαθμό της γνώσης και δεν στοιχειοθετεί άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Όπως επεσήμανε το Εφετείο σε ολομέλεια, στην υπόθεση Χατζηγιάννη ν. Δημοκρατίας, γνώση ξένης γλώσσας σε ψηλό επίπεδο υποδηλώνει ευχέρεια έκφρασης σε εκείνη τη γλώσσα, τόσον προφορικά όσον και γραπτά. Η προφορική δοκιμασία, στην οποία υποβλήθηκαν οι υποψήφιοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν περιστράφηκε γύρω από τη γνώση των υποψηφίων οποιασδήποτε ξένης γλώσσας.
Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνηγορεί υπέρ της αρχής της αυτοτέλειας της έρευνας του διορίζοντος σώματος, σε κάθε ουσιώδη τομέα, και ότι αποτίμηση των προσόντων για την πλήρωση άλλης θέσης συνιστά εξωγενή παράγοντα. Η έρευνα των καθ' ων η αίτηση αναφορικά με την κατοχή του απαραίτητου προσόντος της άριστης γνώσης της αγγλικής, εκ μέρους του ενός ενδιαφερόμενου μέρους, ήταν ανεπαρκής, γεγονός που καθιστά την απόφαση για την επιλογή του τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.
3. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή αποτελεί, λόγω της πηγής προέλευσης της και της γνώσης που προσδίδεται στον προϊστάμενο για τις λειτουργικές ανάγκες του τμήματος, ιδιαίτερο στοιχείο κρίσεως μείζονος σημασίας, που άπτεται άμεσα της καταλληλότητας των υποψηφίων για την επιτυχέστερη δυνατή εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης η οποία θα πληρωθεί. Είναι γι' αυτό το λόγο που απαιτείται ειδική αιτιολόγηση κάθε απόφασης, η οποία αφίσταται της σύστασης. Η αιτιολόγηση πρέπει να αποκαλύπτει τους συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους δεν υιοθετείται η σύσταση του Διευθυντή, που, αναπόφευκτα, πρέπει να σχετίζονται με την αξία των υποψηφίων και την ευχέρεια επιτυχούς εκπλήρωσης των καθηκόντων της θέσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, η Ε.Δ.Υ, απέκλινε από τις συστάσεις του προϊστάμενου, λόγω πλάνης ως προς το υπόβαθρο τους. Η σύσταση δεν βασίστηκε στην εκτίμηση του γενικού Διευθυντή στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αλλά στο σύνολο των υπηρεσιακών τους στοιχείων και σταδιοδρομίας. Το σφάλμα καθιστά την αιτιολογία για παρέκκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου του τμήματος πεπλανημένη, γεγονός που συνιστά λόγο για ακύρωση του διορισμού και των δύο ενδιαφερομένων μερών.
4. Παρά τη σημασία που ενέχουν οι συνεντεύξεις για την πλήρωση θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην κυβερνητική ιεραρχία, δεν αποτελούν το μόνο κριτήριο για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας των υποψηφίων. Η απόφασης τής Ε.Δ.Υ, αφήνει την εντύπωση ότι, δόθηκε στις συνεντεύξεις υπέρμετρη, αν όχι αποκλειστική, σημασία για τον προσδιορισμό της αξίας και των διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή. Παρά την αναφορά της Επιτροπής στα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, προκύπτει από το πρακτικό ότι, οι διαβουλεύσεις του σώματος για την επιλογή των υποψηφίων περιστράφηκαν αποκλειστικά γύρω από την απόδοση τους κατά τις συνεντεύξεις. Η προσέγγιση αυτή θα είχε μεγαλύτερο έρεισμα, εάν μεταξύ των διαγωνιζόμενων ήσαν και υποψήφιοι εκτός της υπηρεσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, επρόκειτο περί υποψηφίων με μακρά υπηρεσία στη δημόσια υπηρεσία η οποία, όπως συνάγεται, δεν εκτιμήθηκε στο σωστό της πλαίσιο και διαστάσεις. Ουσιαστικά τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, στοιχεία μείζονος σημασίας για την προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων, παραγνωρίστηκαν ή, στην ευμενέστερη για τη Ε.Δ.Υ, περίπτωση, δεν δόθηκε σ' αυτά η πρέπουσα σημασία. Το σφάλμα αυτό συνιστά πρόσθετο λόγο για την ακύρωση της απόφασης.
5. Η κατοχή του επιπρόσθετου προσόντος συνιστά πλεονέκτημα, υποδηλώνει εξ αντικειμένου αυξημένη λειτουργική επάρκεια για την εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης. Δεν είναι όμως καθοριστικός παράγοντας. Εφόσον το διορίζον σώμα διαπιστώνει ότι άλλοι υποψήφιοι, που δεν κατέχουν το πλεονέκτημα, διαθέτουν προσόντα (με την ευρεία έννοια) που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα, μπορεί να προβεί στο διορισμό τους νοουμένου ότι οι αντισταθμιστικοί παράγοντες προσδιορίζονται και καταγράφονται.
Η παράλειψη αιτιολογήσεως, εν προκειμένω, της επιλογής του ενός ενδιαφερομένου μέρους έναντι των δύο αιτητών, που κατείχαν το πρόσθετο προσόν, είναι παντελής. Ο ένας από αυτούς, μάλιστα, δεν είχε μόνο καλή γνώση της γαλλικής αλλά και δύο άλλων από τις κυριότερες Ευρωπαϊκές Γλώσσες.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηγιάννη & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317·
Lambis & Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 130 ·
Οικονόμου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3716.
Πογιατζής ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 20·
Μιχαηλίδη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 4(A) Α.Α.Δ. 442·
Kalaitzis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 839·
Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826·
Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (1989) 3(B) Α.Α.Δ. 858·
Γεωργίου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822·
Αδαμίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 528.
Προσφυγές.
Προσφυγές κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία διόρισαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, στη θέση του Πρέσβη, αντί των αιτητών.
Α. Κωνσταντίνου, για τον αιτητή στην 22/91.
Χρ. Βάκης, για τον αιτητή στην 35/91.
Α. Παντελίδης, για τον αιτητή στην 67/91.
Α. Παπασάββας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Μ. Βασιλείου, για το Ε/Μ Χ. Χριστόφορου.
Σ. Γεωργιάδης, για το Ε/Μ Γ. Γεωργιάδη.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Οι αιτητές στις τρεις συνεκδικαζόμενες προσφυγές, Α. Σιάμπος, Α. Βάκης και Α. Παπαδόπουλος, κατ' αριθμητική αντιστοιχία προς τις προσφυγές, ήσαν μεταξύ των έξι υποψηφίων, που συστήθηκαν από την Συμβουλευτική Επιτροπή, που συστάθηκε βάσει του άρθρου 32 (3) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, ως κατέχοντες τα προσόντα και όντες κατάλληλοι για διορισμό στη θέση του Πρέσβη, που προκηρύχθηκε με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 30/3/90. Οι άλλοι τρεις ήσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Γ. Γεωργιάδης, Χ. Χριστόφορου και έτερος λειτουργός του Υπουργείου Εξωτερικών. Και οι έξι συστηθέντες κατείχαν τη θέση του πληρεξούσιου υπουργού, που βρίσκεται μια βαθμίδα κάτω από τη θέση του Πρέσβη, στην κλίμακα της ιεραρχίας του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή επέλεξε τους έξι υποψηφίους μετά από συνεκτίμηση των υπηρεσιακών τους στοιχείων και της απόδοσης τους σε προφορική εξέταση στην οποία κλήθηκαν. Στην έκθεση της, υποβλήθηκε στις 19/11/90, καταγράφεται η επίδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Σύμφωνα με την αποτίμηση της Επιτροπής, οι αιτητές Σιάμπος και Βάκης καθώς και το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστόφορου κρίθηκαν ως σχεδόν εξαίρετοι, ενώ οι άλλοι δύο, ο αιτητής Παπαδόπουλος και το ενδιαφερόμενο μέρος Γεωργιάδης, ως πάρα πολύ καλοί.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) υπέβαλε, στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας για πλήρωση των θέσεων, τους έξι υποψηφίους σε προφορική εξέταση, στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου των Εξωτερικών, του κ. Τάσου Παναγίδη. Μετά από την αποκάλυψη των εκτιμήσεων του Γενικού Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, ο ίδιος αποχώρησε από τη συνεδρία για να δοθεί η ευκαιρία στην Ε.Δ.Υ, να προβεί στις δικές της εκτιμήσεις για την επίδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις. Διαφέρουν οι εκτιμήσεις του Γενικού Διευθυντή από εκείνες της Ε.Δ.Υ., για τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων. Ο Γενικός Διευθυντής έκρινε την επίδοση των Σιάμπου, Βάκη και Χριστόφορου ως πάρα πολύ καλή και των άλλων δύο ως πολύ καλή. Αντίθετα, η Ε.Δ.Υ, έκρινε την επίδοση των ενδιαφερομένων μερών ως πάρα πολύ καλή, εκείνη του αιτητή Παπαδόπουλου ως πολύ καλή και των άλλων δύο αιτητών ως σχεδόν πολύ καλή. Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για διορισμό τους Α. Σιάμπο και Α. Βάκη με το εξής δικαιολογητικό: "Λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα στοιχεία αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένων των Εμπιστευτικών Εκθέσεων, της υπηρεσίας, των προσόντων, της αρχαιότητας και των ευκαιριών για υπηρεσιακή ανέλιξη, συστήνω τους Αντώνη Σιάμπο και Αλέκο Βάκη".
Η Ε.Δ.Υ, παρέκκλινε από την σύσταση του Γενικού Διευθυντή για τους εξής λόγους, όπως αποτυπώνονται στο πρακτικό της απόφασης: "Είναι φανερόν ότι, ο Γενικός Διευθυντής συστήνοντας τους Αντώνιο Βάκη και Αλέκο Σιάμπο στηρίχτηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην εντύπωση που ο ίδιος σχημάτισε από την απόδοση τους στην προφορική εξέταση, ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, κρίνοντας τους ως πάρα πολύ καλούς." Αυτός είναι ο ουσιώδης λόγος ο οποίος παρέχεται για παρέκκλιση από τη σύσταση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας. Προκύπτει από το αιτιολογικό της απόφασης ότι, πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση και λήψη της επίδικης απόφασης διαδραμάτισε η εντύπωση που συναποκόμισε η Ε.Δ.Υ., για την απόδοση των υποψηφίων, κατά την προφορική εξέταση.
Οι συστηθέντες από το Γενικό Διευθυντή υποψήφιοι Βάκης και Σιάμπος υπέβαλαν ότι, η Ε.Δ.Υ, λειτούργησε κάτω από φάσμα πλάνης στην αξιολόγηση της σύστασης του προϊσταμένου του τμήματος, λόγω παρερμηνείας του βάθρου στο οποίο στηρήχθηκε. Άλλοι λόγοι που προβλήθηκαν από τους αιτητές, ως επαγόμενοι την ακύρωση της απόφασης, είναι:-
(1) Ανεπαρκής έρευνα ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος Γεωργιάδη του προσόντος της "άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας", που αποτελεί, βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, απαραίτητο προσόν για διορισμό. Όπως διαφαίνεται από το πρακτικό της επίδικης απόφασης, η Ε.Δ.Υ, δεν ασχολήθηκε με τη διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων. Περιορίστηκε στην υιοθέτηση των διαπιστώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής στο θέμα αυτό, η οποία έκρινε ότι, και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα.
(2) Παράλειψη αιτιολόγησης της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους Γεωργιάδη, ο οποίος δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν της "καλής γνώσης της Γαλλικής ή μιας άλλης ξένης γλώσσας", έναντι των αιτητών Σιάμπου και Παπαδόπουλου οι οποίοι ήταν κάτοχοι του προσόντος αυτού· ο αιτητής Σιάμπος είναι γνώστης της ρωσσικής γλώσσας και ο αιτητής Παπαδόπουλος τόσο της γαλλικής όσο και της γερμανικής και ιταλικής. Στο πρακτικό της Επιτροπής δεν παρέχεται κανένας λόγος για την προτίμηση του ενδιαφερόμενου μέρους, Γεωργιάδη, έναντι των υποψηφίων που κατείχαν το πρόσθετο προσόν.
Άλλος κοινός λόγος, για τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση της επίδικης απόφασης, αφορά τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Σύμφωνα με την εισήγηση αυτή, ο Γενικός Διευθυντής ήταν όχι μόνο αναρμόδιος να προεδρεύσει, αλλά και να συμμετάσχει στη Συμβουλευτική Επιτροπή, για το λόγο ότι δεν κατείχε, όπως έγινε εισήγηση, θέση ή τάξη ανώτερη στην ιεραρχία από εκείνη που θα πληρωνόταν, όπως προβλέπει το άρθρο 32 (2) του Ν. 1/90.
Τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου των Εξωτερικών, όπως καθορίζονται από τον Κ. 4 των Περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Απαιτούμενα Προσόντα, Διορισμού ή Προαγωγής, Καθήκοντα και Αρμοδιότητες Εκάστης Θέσεως) (Τροποποιητικοί) Κανονισμών του 1975, Κ.Δ.Π. 152/75, είναι αντίστοιχα και ανάλογα με τα καθήκοντα Γενικού Διευθυντή κάθε άλλου Υπουργείου. Σύμφωνα με τους ίδιους κανονισμούς, καθήκοντα Γενικού Διευθυντή ασκεί Πρέσβης, ο οποίος ορίζεται, για το σκοπό αυτό, από τον Υπουργό των Εξωτερικών και για χρονική περίοδο που προβλέπει το έγγραφο του διορισμού του. Για όσο χρόνο διαρκεί ο διορισμός, ο Πρέσβης, ο οποίος διορίζεται, κατέχει τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, θέση ιεραρχικά ανώτερη από εκείνη του Πρέσβη, με ευθύνη για την επίβλεψη και συντονισμό των υπηρεσιών του Υπουργείου. Κατά το χρόνο της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο κ. Τ. Παναγίδης κατείχε τη θέση του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου και ασκούσε τα αντίστοιχα καθήκοντα. Με το έρεισμα του προϊσταμένου του Υπουργείου είχε, επίσης, δικαίωμα να προβεί σε συστάσεις για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων, σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Ν. 1/90.
Οι όροι "θέση" και "τάξη", που απαντούνται στο άρθρο 32(2) δεν ερμηνεύονται εξαντλητικά από τις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν. 1/90. Συνεπώς, πρέπει να αποδοθεί σ' αυτούς η φυσιολογική τους έννοια στο πλαίσιο του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Είναι αξιοσημείωτο ότι, οι δύο όροι χρησιμοποιούνται χωρίς κανένα περιοριστικό στοιχείο, όπως θα ήταν η περίπτωση αν χρησιμοποιείτο ο όρος "οργανική". Η θέση, στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτό του νόμου, είναι η θέση την οποία κατέχει το πρόσωπο, το οποίο συμμετέχει στην Επιτροπή κατά το χρόνο της σύστασης και λειτουργίας της, καθώς και η τάξη στην οποία εντάσσεται η θέση στην κρατική ιεραρχία. Ο κ. Παναγίδης κατείχε τη θέση του Γενικού Διευθυντή και συνεπώς ενομιμοποιείτο η συμμετοχή του στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η εισήγηση περί του αντιθέτου απορρίπτεται.
Κατά λογική προτεραιότητα, οι προβληθείσες ενστάσεις στην εγκυρότητα της επίδικης απόφασης, θα εξεταστούν με την εξής σειρά:-
(α) Η ορθότητα των διαπιστώσεων για την κατοχή εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους Γεωργιάδη των απαιτούμενων προσόντων για διορισμό.
(β) Το βάσιμο του αιτιολογικού της Ε.Δ.Υ, για παρέκκλιση από τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή.
(γ) Οι επιπτώσεις της παράλειψης της Ε.Δ.Υ, να αιτιολογήσει ειδικά την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους Γεωργιάδη, έναντι των δύο αιτητών που κατείχαν το πλεονέκτημα.
(α) Το σχέδιο υπηρεσίας καθιστά την άριστη γνώση της αγγλικής ένα από τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό. Η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος Γεωργιάδης κατείχε όλα τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό. Δε φαίνεται, από το πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι, η κατοχή του απαραίτητου προσόντος της γνώσης της αγγλικής γλώσσας απασχόλησε ειδικά την Επιτροπή. Ό,τι συνάγεται είναι ότι, αξιολογήθηκαν, για το σκοπό προσδιορισμού των προσόντων των υποψηφίων, όλα τα υπηρεσιακά τους στοιχεία. Απ' αυτό δεν τεκμηριώνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Γεωργιάδης ήταν γνώστης της αγγλικής γλώσσας στο ψηλό επίπεδο που απαιτείται. Υπηρέτησε για ένα χρονικό διάστημα στην Ύπατη Αρμοστεία της Αγγλίας, γεγονός από το οποίο μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι απόκτησε γνώση της αγγλικής γλώσσας. Το γεγονός αυτό δεν υποδηλώνει, αφεαυτού, το βαθμό της γνώσης και δεν στοιχειοθετεί άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Όπως επεσήμανε το Εφετείο σε ολομέλεια στην υπόθεση Χατζηγιάννη ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 614/90 κ.α., αποφασίστηκε στις 16/5/91), γνώση ξένης γλώσσας σε ψηλό επίπεδο υποδηλώνει ευχέρεια έκφρασης σε εκείνη τη γλώσσα, τόσον προφορικά όσον και γραπτά. Η προφορική δοκιμασία, στην οποία υποβλήθηκαν οι υποψήφιοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν περιστράφηκε γύρω από τη γνώση των υποψηφίων οποιασδήποτε ξένης γλώσσας.
Εκ μέρους του δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους Γεωργιάδη υποβλήθηκε ότι το κενό, αν υφίσταται, στη διερεύνηση του θέματος, πληρώθηκε από το γεγονός ότι ο Γεωργιάδης ήταν κάτοχος της θέσης πληρεξούσιου Υπουργού, για διορισμό στην οποία απαιτείτο και πάλι άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνηγορεί υπέρ της αρχής της αυτοτέλειας της έρευνας του διορίζοντος σώματος, σε κάθε ουσιώδη τομέα, και ότι, αποτίμηση των προσόντων του για την πλήρωση άλλης θέσης συνιστά εξωγενή παράγοντα. (Βλ. μεταξύ άλλων, Lambis & Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 130, Οικονόμου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 128/89, αποφασίστηκε στις 7/11/90), Πογιατζή ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1067/90 αποφασίστηκε στις 10/1/92), και Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας (Υποθέσεις αρ. 190/89 και 205/89, αποφασίστηκε στις 12/2/92).
Διαπιστώνεται ότι η έρευνα των καθ' ων η αίτηση, αναφορικά με την κατοχή του απαραίτητου προσόντος της άριστης γνώσης της αγγλικής εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους Γεωργιάδη, ήταν ανεπαρκής, γεγονός που καθιστά την απόφαση για την επιλογή του τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.
(β) Παρέκκλιση από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Αντίθετα με τη διαπίστωση της Ε.Δ.Υ., η σύσταση του προϊστάμενου του τμήματος δεν διαμορφώθηκε βάσει, ή κατά κύριο λόγο, των εκτιμήσεων του για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Όπως ρητά αναφέρεται στο αιτιολογικό της σύστασης, αυτή βασίστηκε στο σύνολο των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων. Αντιπαραβολή της σύστασης με τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων προσδίδει σ' αυτή αντικειμενικό κύρος. Οι συστηθέντες όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν εξαίρετες εμπιστευτικές εκθέσεις τα τελευταία 6 χρόνια, με οριακή υπεροχή του Α. Σιάμπου στις επί μέρους βαθμολογίες. Ενόψει της ίσης, σε γενικές γραμμές, αξίας των τεσσάρων υποψηφίων, υπό το φως των εμπιστευτικών τους εκθέσεων, η αρχαιότητα των υποψηφίων αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία ως στοιχείο κρίσεως. Και οι δύο συστηθέντες ήσαν αρχαιότεροι των ενδιαφερομένων μερών υπερτερούσαν σε αρχαιότητα αισθητά έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Γεωργιάδη, κατά 3 περίπου χρόνια και οριακά έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Χριστόφορου, κατά 6 περίπου μήνες. Τα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή Βάκη και Γεωργιάδη ήσαν περίπου τα ίδια, υστερούσαν όμως και οι δύο στον τομέα αυτό, έναντι του αιτητή Σιάμπου και του ενδιαφερόμενου μέρους Χριστόφορου.
Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή αποτελεί, λόγω της πηγής προέλευσης της και της γνώσης που προσδίδεται στον προϊστάμενο για τις λειτουργικές ανάγκες του τμήματος, ιδιαίτερο στοιχείο κρίσεως μείζονος σημασίας, που άπτεται άμεσα της καταλληλότητας των υποψηφίων, για την επιτυχέστερη δυνατή εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης η οποία θα πληρωθεί. (Βλ. μεταξύ άλλων, Kalaitzis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 839, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826, και Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 120/88, αποφασίστηκε στις 12/4/89). Είναι για αυτό το λόγο που απαιτείται ειδική αιτιολόγηση κάθε απόφασης, η οποία αφίσταται της σύστασης. Η αιτιολόγηση πρέπει να αποκαλύπτει τους συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους δεν υιοθετείται η σύσταση του Διευθυντή, που αναπόφευκτα πρέπει να σχετίζονται με την αξία των υποψηφίων και την ευχέρεια επιτυχούς εκπλήρωσης των καθηκόντων της θέσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, η Ε.Δ.Υ, απέκλινε από τις συστάσεις του προϊστάμενου, λόγω πλάνης ως προς το υπόβαθρο τους. Η σύσταση δεν βασίστηκε στην εκτίμηση του Γενικού Διευθυντή στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αλλά στο σύνολο των υπηρεσιακών τους στοιχείων και σταδιοδρομίας. Το σφάλμα καθιστά την αιτιολογία, για παρέκκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου του τμήματος, πεπλανημένη, γεγονός που συνιστά λόγο για ακύρωση του διορισμού και των δύο ενδιαφερομένων μερών.
Παρά τη σημασία που ενέχουν οι συνεντεύξεις για την πλήρωση θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην κυβερνητική ιεραρχία, δεν αποτελούν το μόνο κριτήριο για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας των υποψηφίων. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ, αφήνει την εντύπωση ότι, δόθηκε στις συνεντεύξεις υπέρμετρη, αν όχι αποκλειστική, σημασία για τον προσδιορισμό της αξίας και διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή. Παρά την αναφορά της Επιτροπής στα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, προκύπτει από το πρακτικό ότι, οι διαβουλεύσεις του σώματος, για την επιλογή των υποψηφίων, περιστράφηκαν αποκλειστικά γύρω από την απόδοση τους κατά τις συνεντεύξεις. Η προσέγγιση αυτή θα είχε μεγαλύτερο έρεισμα, εάν μεταξύ των διαγωνιζόμενων ήσαν και υποψήφιοι εκτός της υπηρεσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, επρόκειτο περί υποψηφίων με μακρά υπηρεσία στη δημόσια υπηρεσία, η οποία, όπως συνάγεται, δεν εκτιμήθηκε στο σωστό της πλαίσιο και διαστάσεις. Ουσιαστικά τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, στοιχεία μείζονος σημασίας για την προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων, παραγνωρίστηκαν ή, στην ευμενέστερη για την Ε.Δ.Υ, περίπτωση, δεν δόθηκε σ' αυτά η πρέπουσα σημασία. Το σφάλμα αυτό συνιστά πρόσθετο λόγο για την ακύρωση της απόφασης.
(γ) Παράλειψη αιτιολόγησης επιλογής έναντι άλλων υποψηφίων που κατείχαν το πρόσθετο προσόν.
Η κατοχή του επιπρόσθετου προσόντος συνιστά πλεονέκτημα· υποδηλώνει εξ αντικειμένου αυξημένη λειτουργική επάρκεια για την εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης. Δεν είναι όμως καθοριστικός παράγοντας. Εφόσον το διορίζον σώμα διαπιστώνει ότι άλλοι υποψήφιοι, που δεν κατέχουν το πλεονέκτημα, διαθέτουν προσόντα (ο όρος χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια) που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα, μπορεί να προβεί στο διορισμό τους, νοουμένου ότι οι αντισταθμιστικοί παράγοντες προσδιορίζονται και καταγράφονται. (Βλ. μεταξύ άλλων, Γεωργίου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, (Υποθέσεις αρ. 213/84 κ.α., αποφασίστηκαν στις 31/7/89), και Αδαμίδη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, (Συνεκδ. Υποθ. αρ. 904/90 κ.α., αποφασίστηκε στις 13/2/92).
Η παράλειψη αιτιολόγησης της επιλογής του Γ. Γεωργιάδη έναντι των αιτητών Α. Σιάμπου και Α. Παπαδόπουλου, που κατείχαν το πρόσθετο προσόν, είναι παντελής. Ας σημειωθεί ότι ο τελευταίος δεν είχε μόνον καλή γνώση της γαλλικής αλλά και δύο άλλων από τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, της γερμανικής και της ιταλικής. Το κενό στην αιτιολογία της Ε.Δ.Υ., σ' αυτό τον τομέα, στοιχειοθετεί πρόσθετο λόγο για την ακύρωση του διορισμού του Γ. Γεωργιάδη.
Υπό το φως των ανωτέρω, η επίδικη απόφαση, με την οποία επιλέγηκαν και διορίστηκαν στη θέση του Πρέσβη τα ενδιαφερόμενα μέρη, ακυρώνεται στην ολότητα της βάσει του άρθρου 146.4 (α) του Συντάγματος. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.