ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 4 ΑΑΔ 144
24 Ιανουαρίου, 1992
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1075/90).
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσωπικές συνεντεύξεις — Αντιμετώπιση αιτήματος για επανάληψη συνεντεύξεως χωρίς να έχει ζητηθεί εξ αρχής αναβολή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Αξιολόγηση από Διευθυντή Τμήματος διαφορετικής ειδικότητας από την κρίσιμη — Ο Διευθυντής έχει τον πρώτο λόγο σε θέματα που αφορούν τους υφισταμένους του για διάφορους σκοπούς.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Όταν ένα προσόν δεν προβλέπεται ειδικά από το σχέδιο υπηρεσίας έχει μονάχα περιορισμένη και οριακή σημασία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσωπικές συνεντεύξεις — Έχουν αυξημένη σπουδαιότητα όταν πρόκειται για πλήρωση θέσεως πρώτου διορισμού.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Πλεονέκτημα — Σε περιπτώσεις που παραγκωνίζεται, το διορίζον όργανο υποχρεούται να παράσχει ειδική αιτιολογία.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία Ανωτάτου Δικαστηρίου — Δικαστικός Έλεγχος — Επέμβαση Δικαστηρίου — Αντικείμενο του ακυρωτικού ελέγχου επί διορισμών δεν είναι η υποκατάσταση της κρίσης του διορίζοντος οργάνου.
Η αιτήτρια εν προκειμένω επεδίωξε την ακύρωση της προαγωγής, του ενδιαφερομένου μέρους αντ' αυτής, στη θέση υπολογιστή ποσοτήτων 2ης Τάξης στο Τμήμα Δημοσίων Έργων.
Πηγές επιχειρημάτων υπέρ της ακυρώσεως αποτέλεσαν μεταξύ άλλων τα δεδομένα της κατοχής του πλεονεκτήματος της πείρας από την αιτήτρια και της απόρριψης, από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αιτήματος της για επανάληψη της προφορικής εξέτασης της εν όψει και της εγκυμοσύνης της που μαζί με άλλους παράγοντες επηρέασαν την απόδοση της κατά τη συνέντευξη, της οποίας όμως την αναβολή δεν είχε ζητήσει από την ΕΔΥ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Αποδοχή του συγκεκριμένου αιτήματος της αιτήτριας σχετικά με τη συνέντευξη θα αποτελούσε πλήγμα κατά της ιδέας της χρηστής διοίκησης. Όμως η ουσία του ζητήματος είναι πως το αίτημα είναι απαράδεκτο γιατί η σχετική πράξη της ΕΔΥ δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Η απόφαση για το διορισμό είχε ήδη παρθεί.
2. Η ευθυκρισία και η προσωπικότητα που μνημόνευσε η ΕΔΥ στο πρακτικό της δεν είναι κριτήρια άσχετα με την επίμαχη θέση. Το σχέδιο υπηρεσίας θέτει τον ισχυρό χαρακτήρα όπως και τις διοικητικές ή οργανωτικές ικανότητες - που προϋποθέτουν ασφαλώς προσωπικότητα - ως προαπαιτούμενα για την κατάληψη της θέσης.
3. Ο Διευθυντής έχει τον πρώτο λόγο σε θέματα που αφορούν τους υφισταμένους του για διάφορους σκοπούς (Γεώργιος Χαρής ν. Δημοκρατίας).
4. Όταν ένα προσόν δεν προβλέπεται ειδικά από το σχέδιο υπηρεσίας έχει μονάχα περιορισμένη και οριακή σημασία. Στην προκειμένη περίπτωση το πιστοποιητικό professional associate δεν μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της αιτήτριας.
5. Η συνέντευξη - που εδώ πήρε και τη μορφή της προφορικής εξέτασης - έχει αυξημένη σπουδαιότητα όταν πρόκειται να πληρωθεί θέση πρώτου διορισμού. (Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη και Άλλων).
6. Σε περιπτώσεις που παραγκωνίζεται πρόσθετο προσόν δυνάμει των διατάξεων σχεδίου υπηρεσίας, το διορίζον όργανο έχει υποχρέωση να παράσχει ειδική αιτιολόγηση για την ενέργεια του. ((Γεωργίου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2)).
7. Αντικείμενο του ακυρωτικού ελέγχου σε διορισμούς δεν είναι η υποκατάσταση της κρίσης του δικαστηρίου στην κρίση της ΕΔΥ.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Haris v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 147·
Βagdades v. Central Bank (1973) 3 C.L.R. 417·
Larkos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 513·
Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106·
Θωμά ν. Κεντρικής Τραπέζης Κύπρου και Αλλων (1991) 4(E) Α.Α.Δ. 4188·
Δημοκρατία και Αλλοι ν. Γιαλλουρίδη και Αλλων (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316·
Γεωργίου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1989) 3(Γ). Α.Α.Δ. 1822.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, στο Τμήμα Δημοσίων Έργων αντί της αιτήτριας.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια.
Α. Βασιλειάδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για την καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Ο Δικαστής κ. Νικήτας ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσλήφθηκε την 1/2/88 ως έκτακτη υπάλληλος στο υπουργείο συγκοινωνιών και έργων. Έκτοτε εκτελεί καθήκοντα επιμετρητή ποσοτήτων στο τμήμα δημοσίων έργων. Είναι ειδικότητα (quantity surveying) για την οποία πήρε δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Reading. Η αιτήτρια είναι επίσης professional associate του επαγγελματικού οργανισμού του Ηνωμένου Βασιλείου γνωστού ως the Royal Institution of Quantity Surveyors. Πριν από την πρόσληψη της είχε εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα σε εργοληπτικές εταιρείες.
Αρχές Μαρτίου του 1990 κενώθηκε μία θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων 2ης Τάξης στο Τμήμα Δημοσίων Έργων. Είναι θέση πρώτου διορισμού. Ενδιαφέρθηκαν 24 άτομα. Αρμόδια συμβουλευτική επιτροπή, που δέχθηκε τους υποψήφιους σε προφορική συνέντευξη, ξεχώρισε και σύστησε δύο. Την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ήταν οι μόνοι, απ' όσους υπέβαλαν υποψηφιότητα, που πληρούσαν τις διατάξεις του οικείου σχεδίου υπηρεσίας. Η αιτήτρια μάλιστα είχε και το πλεονέκτημα της πείρας.
Σημειωτέον ότι πείρα στον τομέα των επιμετρήσεων, που κτήθηκε στη διάρκεια έκτακτης απασχόλησης στη δημόσια υπηρεσία, θεωρείται, σύμφωνα με ρητό όρο του σχεδίου, πλεονέκτημα. Ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος δεν είχε το πλεονέκτημα, δεν στερείται πείρας. Την κέρδισε όμως από απασχόληση σε ιδιωτικούς οργανισμούς. Λεπτομέρειες περιέχονται σε σημείωμα (resume όπως το αποκαλεί), που επισύναψε στην αίτηση την οποία υπέβαλε. Η Ε.Δ.Υ, ζήτησε και πήρε από τη συμβουλευτική επιτροπή και τη γενική εντύπωση που άφησαν οι δύο επιλεγέντες κατά τη συνέντευξη.
Παραλείποντας από τις διαδικασίες οτιδήποτε άλλο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, έρχομαι απευθείας στην κρίσιμη συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ, που έγινε στις 28/9/90. Η διαδικασία άρχισε με συνέντευξη-εξέταση στην παρουσία του διευθυντή του τμήματος. Πρέπει να λεχθεί πως η αιτήτρια υστέρησε του ενδιαφερομένου. Ο διευθυντής χαρακτήρισε τον τελευταίο "εξαίρετο" και η Ε.Δ.Υ, "πάρα πολύ καλό". Η εκτίμηση για την αιτήτρια ήταν "πάρα πολύ καλή" και "σχεδόν πολύ καλή" αντίστοιχα. Ο διευθυντής χρησιμοποίησε τον ίδιο χαρακτηρισμό και για την εργασία της στο τμήμα. Από το σχετικό πρακτικό της συνεδρίασης προκύπτει ότι προτού καταλήξει στην επίδικη απόφαση η Ε.Δ.Υ, στάθμισε το αποτέλεσμα της συνέντευξης μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία κρίσης, όπως τα προσόντα σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της θέσης, το πλεονέκτημα, καθώς και τα στοιχεία που υπήρχαν στις αιτήσεις.
Απ' ότι επακολούθησε φαίνεται καθαρά πως η αιτήτρια είχε επίγνωση του αποτελέσματος των εξετάσεων. Μετά 3 ημέρες ο δικηγόρος της ζήτησε εγγράφως από την Ε.Δ.Υ, να διευθετήσει νέα συνέντευξη για την πελάτιδά του. Ο λόγος που υπέβαλε τέτοιο αίτημα ήταν πως την προτεραία της εξέτασης παρουσιάστηκε έκτακτη εργασία στο Γραφείο. Η διεκπεραίωση της την απασχόλησε μέχρι αργά το βράδυ και της προκάλεσε αϋπνία. Σ' αυτό συνέτεινε και η εγκυμοσύνη της αιτήτριας. Έτσι, όπως γράφει ο δικηγόρος της, "δεν απέδωσε με τη συνήθη ετοιμότητα και τη διαύγεια πνεύματος που αντανακλά την επαγγελματική της κατάρτιση, προσόντα και αξία." Ακολούθησε και δεύτερη επιστολή στην Ε.Δ.Υ., που συνοδευόταν από σημείωμα του παραπάνω επαγγελματικού ιδρύματος. Αυτό αφορά στα πλεονεκτήματα όσων γίνονται δεκτοί ως μέλη του, αφού υποστούν προηγουμένως με επιτυχία την καθιερωμένη εξέταση.
Η θέση της Ε.Δ.Υ, υπήρξε αρνητική. Απόρριψε το αίτημα. Στην απάντηση της επεσήμανε πως η αιτήτρια είχε την ευκαιρία, όταν εμφανίστηκε, να αναφέρει τους λόγους που επικαλέστηκε εκ των υστέρων και να ζητήσει αναβολή, αλλά δεν το έκαμε. Με την ίδια ευκαιρία υπογράμμισε ότι στάθμισε και όλα τα άλλα στοιχεία που αφορούσαν την αιτήτρια. Και αναφέρθηκε στα προσόντα και την πείρα της, συμπεριλαμβανομένης και της έκτακτης απασχόλησης της, όπως και στα πορίσματα της συμβουλευτικής επιτροπής. Πράγματι αυτό βεβαιώνεται από τα πρακτικά που κρατήθηκαν στα διάφορα στάδια επιλογής.
Πρέπει να ειπωθεί ότι προηγήθηκε συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ, (στις 8/10/90) στην οποία εξετάστηκε το αίτημα, αλλά δεν έγινε δεκτό ακριβώς για τους λόγους που κοινοποιήθηκαν αργότερα στο δικηγόρο της αιτήτριας (βλέπε επιστολή ημερ. 17/10/90). Στην συνεδρίαση της η Ε.Δ.Υ, σημείωσε ότι "τυχόν ικανοποίηση του αιτήματος της (αιτήτριας) θα αποτελούσε ευνοϊκή μεταχείριση της έναντι του άλλου υποψηφίου." Στην ίδια συνεδρία η Ε.Δ.Υ., επαναβεβαίωσε την επίδικη απόφαση που πήρε στις 28/9/90 και τελικά διόρισε τον ενδιαφερόμενο από 15/11/90. Πέραν από την ακύρωση αυτής της απόφασης, που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της δημοκρατίας την επομένη, η αιτήτρια ζητά να κηρυχθεί άκυρη και η απόρριψη από την Ε.Δ.Υ, του αιτήματος να λάβει μέρος σε δεύτερη συνέντευξη.
Αναφορικά με το τελευταίο αυτό αίτημα θεραπείας δεν μπορεί παρά να επικροτήσει κανείς τη στάση της Ε.Δ.Υ, για τους πειστικούς λόγους που έδωσε. Εκφράζω την άποψη μου σ' αυτό γιατί διατυπώθηκε παράπονο πως δεν αιτιολογήθηκε η απορριπτική απόφαση. Θα πρόσθετα ότι η αντίθετη τοποθέτηση θα άνοιγε ρήγμα στις διαδικασίες επιλογής και ταυτόχρονα θα αποτελούσε πλήγμα κατά της ιδέας της χρηστής διοίκησης. Όμως η ουσία του ζητήματος είναι πως το αίτημα είναι απαράδεκτο γιατί η σχετική πράξη της Ε.Δ.Υ, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Η απόφαση για το διορισμό είχε παρθεί από 29/9/90. Και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε άλλο. Το δεύτερο αίτημα θεραπείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο.
Ανακύπτει ακόμη ένα θέμα αιτιολογίας. Κι αυτό σε σχέση με τη βαθμολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από την Ε.Δ.Υ. Την υποχρέωση για αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης της επιτροπής επιβάλλει το άρθρο 33 (14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90. Είναι δε η εισήγηση της αιτήτριας - είναι ένας από τους λόγους που προβάλλονται για ακύρωση του διορισμού - πως το σχετικό εύρημα της επιτροπής παραμένει μετέωρο γιατί στερείται αιτιολογίας. Το παράπονο δεν ευσταθεί. Βρίσκω πως υπάρχει νόμιμη και επαρκής αιτιολογία στο παρακάτω απόσπασμα από το σχετικό πρακτικό:
"Η Ε.Δ.Υ., αιτιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων από την ενώπιον της προφορική εξέταση, στηρίχθηκε στο περιεχόμενο και διατύπωση των απαντήσεων, στο βαθμό ευθυκρισίας και επίσης στην προσωπικότητα των υποψηφίων".
Άλλωστε με τις κατοπινές της ενέργειες η αιτήτρια ενδυναμώνει την αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ, για την απόδοση της.
Έχει λεχθεί ότι η ευθυκρισία και η προσωπικότητα είναι κριτήρια άσχετα με τη θέση. Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα. Αν κοιτάξει κανείς το σχέδιο υπηρεσίας θα διαπιστώσει πως θέτει τον ισχυρό χαρακτήρα όπως και τις διοικητικές ή οργανωτικές ικανότητες - που προϋποθέτουν ασφαλώς προσωπικότητα - ως προαπαιτούμενα για την κατάληψη της θέσης.
Παρεμφερώς υποστηρίχθηκε ότι ο διευθυντής των δημοσίων έργων, όντας πολιτικός μηχανικός και όχι υπολογιστής ποσοτήτων, δεν μπορούσε να έχει έγκυρη γνώμη είτε για την απόδοση της αιτήτριας στην προφορική εξέταση είτε στην εργασία της. Στο θέμα αυτό έγινε αναφορά σε δύο επιστολές, του πρώτου αρχιτέκτονα και του ανώτερου υπολογιστή ποσοτήτων. Ο πρώτος εξαίρει τη συμβολή της αιτήτριας στην αποπεράτωση ενός μεγάλου κυβερνητικού έργου, ενώ ο δεύτερος, αφού αναφέρεται στην υπηρεσία της, τη συστήνει ανεπιφύλακτα για διορισμό. Να σημειώσουμε πως και τα δύο έγγραφα φέρουν ημερομηνία 2/10/90 και στάληκαν στην Ε.Δ.Υ, από το δικηγόρο της αιτήτριας μαζί με την επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας. Όμως οι θέσεις αυτές δεν βρίσκουν ερείσματα στη νομολογία. Η αρχή που προβάλλει μέσα απ' αυτή είναι, αντίθετα, πως ο διευθυντής έχει τον πρώτο λόγο σε θέματα που αφορούν τους υφιστάμενους του για διάφορους σκοπούς. ΑΕ 699 Γεώργιος Χαρής ν. Δημοκρατίας, απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 27/1/89 (βλέπε ειδικότερα σελ. 12).
Οι άλλοι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε η αιτήτρια για να ζητήσει ανατροπή της επίδικης απόφασης είναι ότι:
(1) υπερέχει έκδηλα του διορισθέντα σε προσόντα και πείρα, δοθέντος ότι μόνο αυτή διαθέτει το πλεονέκτημα της πείρας, όπως τούτο προσδιορίστηκε από το σχέδιο υπηρεσίας,
(2) η Ε.Δ.Υ, προσέδωσε υπέρμετρη σπουδαιότητα στις συνεντεύξεις και
(3) η Ε.Δ.Υ, παραγνώρισε το πλεονέκτημα που είχε απέναντι στον ανθυποψήφιό της χωρίς να δώσει, όπως όφειλε, ειδική αιτιολογία.
Η συνάφεια ανάμεσα στους εναπομείναντες λόγους ακύρωσης επιτρέπει την από κοινού εξέταση τους. Είναι αμοιβαία αποδεκτό πως και τα δύο μέρη είχαν τα προβλεφθέντα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Ανάφερα στην αρχή τον πανεπιστημιακό τίτλο της αιτήτριας. Ο ενδιαφερόμενος έχει επίσης τέτοιο δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Aston στο Birmingham. Η ακριβής περιγραφή είναι BSc in building economics and measurement.
Από τη συνολική θεώρηση της νομολογίας προκύπτει ότι όταν ένα προσόν δεν προβλέπεται ειδικά από το σχέδιο υπηρεσίας έχει μονάχα περιορισμένη και οριακή σημασία. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Παγδατή ν. Κεντρικής Τράπεζας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417, Λάρκος ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 513 και Δημοκρατία ν. Χαρή (1985) 3 Α.Α.Δ. 106. Βλέπε επίσης την υπόθεση αρ. 511/90, Γεώργιος Θωμά ν. Κεντρικής Τράπεζας, ημερ. 20/12/91 στην οποία ο αιτητής ήταν κάτοχος διδακτορικού τίτλου που είναι όπως το χαρακτήρισε ο δικαστής "ακαδημαϊκό προσόν μεγάλης σπουδαιότητας". Έτσι στην προκείμενη περίπτωση το πιστοποιητικό professional associate που κατείχε η αιτήτρια δεν μπορεί να κλίνει υπέρ της την πλάστιγγα.
Μια άλλη πτυχή που δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς είναι πως η συνέντευξη - που εδώ πήρε και τη μορφή της προφορικής εξέτασης - έχει αυξημένη σπουδαιότητα όταν πρόκειται να πληρωθεί θέση πρώτου διορισμού: Απόφαση Ολομέλειας στις Α.Ε. 868 και 869 Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη και Άλλων, ημερ. 13/12/90, στην οποία μνημονεύεται και η προγενέστερη νομολογία. Από την άλλη υπάρχει νομολογία ότι σε περιπτώσεις που παραγκωνίζεται πρόσθετο προσόν δυνάμει των διατάξεων σχεδίου υπηρεσίας, το διορίζον όργανο έχει υποχρέωση να παράσχει ειδική αιτιολόγηση για την ενέργεια του. Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι χρήσιμο το παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην προσφυγή αρ. 213/84 και σε 7 άλλες προσφυγές Γεωργίου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, ημερ. 31/7/89:
".... απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου, όταν υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς. Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το Διοικητικό Δικαστήριο".
Απ' ότι προεκτέθηκε είναι φανερή η διαφορετική απόδοση των δύο μερών στη συνέντευξη, η οποία ευνοεί το διορισθέντα και η οποία δεν είναι καθόλου περιθωριακή. Το άλλο στοιχείο που προκύπτει είναι ότι η Ε.Δ.Υ, καταπιάστηκε εξειδικευτικά με το πλεονέκτημα, αλλά τελικά διαφάνηκε πως η θητεία της αιτήτριας ως έκτακτης δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Είναι εύγλωττη στο σημείο αυτό η συμπερασματική παράγραφος της επίδικης απόφασης, που κατά τη γνώμη μου, εμπεριέχει και ακλόνητη ειδική αιτιολόγηση της:
"Αυτός (ο ενδιαφερόμενος) κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ, ως πάρα πολύ καλός στην προφορική εξέταση έναντι της σχεδόν πολύ καλής Φιλίππου (της αιτήτριας) η οποία ως έκτακτη όφειλε να γνωρίζει περισσότερα για τα καθήκοντα της θέσης και να απαντούσε καλύτερα".
Αφού υπενθύμισα στον εαυτό μου τη βασική αρχή πως αντικείμενο του ακυρωτικού ελέγχου σε διορισμούς δεν είναι η υποκατάσταση της κρίσης του δικαστηρίου με την κρίση της Ε.Δ.Υ., κατέληξα ότι η επίδικη απόφαση ήταν επιτρεπτή στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της Ε.Δ.Υ, ως και των δεδομένων των δύο υποψηφίων.
Η απόφαση επικυρώνεται. Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.