ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1991) 4 ΑΑΔ 3619
13 Νοεμβρίου, 1991
[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΤΤΟΦΑΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1025/90).
Κοινωνικές Ασφαλίσεις —Επίδομα άδειας τοκετού —Σχέση εργοδότησης — Συμβατική σχέση ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο — Κριτήρια διάκρισης — Το θέμα αποτελεί θέμα πραγματικό και εξετάζεται σε κάθε περίπτωση ανάλογα με τα συγκεκριμένα περιστατικά — Όροι εργασίας βάσει προφορικής συμφωνίας — Κανένα μέρος των όρων αυτών δεν διέπεται από κάποιο νόμο — Η σχέση εργασίας εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Η αιτήτρια στράφηκε με την προσφυγή της αυτή κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να απορρίψουν αίτημα της για καταβολή σ' αυτήν κανονικών απολαβών και/ή υπολογισμό αδειών της και/ή καταβολή υπερωριακής εργασίας και 13ου μισθού και/ή παροχής άδειας με πλήρεις απολαβές κατά τη διάρκεια της απουσίας της για τοκετό.
Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι οι όροι εργασίας της αιτήτριας, η οποία εργαζόταν με μερική απασχόληση βάσει σύμβασης στο Μαθητικό Οικοτροφείο Λευκωσίας, δεν περιλάμβαναν τέτοιες παροχές.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ανάμεσα σε άλλα πως η αιτήτρια αποτελούσε αναπόσπαστο και οργανικό στοιχείο της όλης δομής και υπηρεσίας των καθ' ων η αίτηση πως ο ιεραρχικός έλεγχος ασκείτο από τον υπεύθυνο του οικοτροφείου και επομένως η περίπτωσή της δεν ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, όπως ισχυρίστηκαν με προδικαστική ένστασή τους οι καθ' ων η αίτηση, αλλά στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
(1) Το θέμα κατά πόσο εργαζόμενος εργοδοτείται κανονικά είναι θέμα πραγματικό που πρέπει να αποφασίζεται για κάθε περίπτωση με βάση όλες τις σχετικές συνθήκες.
Οι ισχυρισμοί των καθ' ων η αίτηση όσον αφορά τους όρους της προφορικής συμφωνίας μεταξύ της αιτήτριας και των καθ' ων η αίτηση δεν αντικρούστηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο. Επομένως με βάση τους όρους αυτούς ο μισθός της αιτήτριας καθοριζόταν στις £60 μηνιαίως και δεν είχε άλλες απολαβές, ή δικαιώματα όπως άδειες μητρότητας, 13ο μισθό, άδειες ασθενείας κλπ. Οι όροι υπηρεσίας της καθορίζονταν εξ ολοκλήρου από τη συμφωνία αυτή και δεν έμενε κανένα μέρος τους που να διέπετο από κανένα νόμο. Ως αποτέλεσμα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Ανεξάρτητα με το πιο πάνω αποτέλεσμα και αν ακόμα εύρισκα ότι το Δικαστήριο τούτο μπορεί να εξετάσει την παρούσα προσφυγή, είμαι της γνώμης ότι η προσφυγή και πάλι πρέπει ν' απορριφθεί. Η αιτήτρια δεν πρόβαλε καμιά ειδική νομοθετική πρόνοια με βάση την οποία να δικαιούται οποιαδήποτε ωφελήματα και συμφωνώ, στο σημείο αυτό, με τη γνώμη της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, ότι ελλείψει οποιασδήποτε νομοθετικής πρόνοιας, η Δημοκρατία, ως συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση, δεν έχει επιπρόσθετες νομικές υποχρεώσεις από εκείνες που θα είχε οποιοσδήποτε συμβαλλόμενος ιδιώτης, πέραν των συμφωνηθέντων.
Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Ματθαίου (ΑΕ 832 ημερ. 12.7.90)·
Σ.Ε. της Γαλλίας Ville de Toulouse c/Mme Aragnou C.E. 23 Avr. 1982, Rec. 152·
Paschalidou v. Republic (1969) 3 CLR 297·
Loizou & Another v. CITA, 4 RSCC 48·
Vassiliou & Others v. Republic (1969) 3 CLR 417·
Papakyriakou v. The Health Services of Cyprus etc (1970) 3 CLR 351.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποίαν απέρριψαν αίτημα της αιτήτριας για καταβολή σ' αυτήν κανονικών απολαβών και/ή υπολογισμό αδειών της και/ή καταβολής υπερωριακής εργασίας και 13ου μισθού και/ή παροχής άδειας με πλήρεις απολαβές κατά τη διάρκεια της απουσίας της για τοκετό.
Κ. Καμένος, για την αιτήτρια.
Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult
ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Η αιτήτρια ζητά με την προσφυγή της την ακόλουθη θεραπεία:
"Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποίαν αυτοί απέρριψαν αίτημα που υπέβαλε η αιτήτρια στις 9.3.1988 (Τεκμ. Α) και με το οποίο ζητούσε να της καταβληθούν οι κανονικές απολαβές με βάση την κείμενη Νομοθεσία, και/ή να υπολογισθούν οι άδειες τις οποίες αυτή στερήθηκε κατά την διάρκεια της απασχόλησης της στην υπηρεσία του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας και/ή να της καταβληθεί υπερωριακή εργασία για την περίοδο της απασχόλησης της από 24.4.1985 μέχρι της ημερομηνίας της υποβολής της αίτησης και/ή να της καταβληθεί ο 13ος μισθός που αναλογούσε στις περιόδους εκείνες και/ή να της δοθεί άδεια με πλήρεις απολαβές κατά την διάρκεια της απουσίας της για τοκετό, είναι άκυρη και/ ή παράνομη και/ή στερημένη εννόμου αποτελέσματος και/ή η παράλειψη θα έπρεπε να μην ελάμβανε χώραν. Η προσβαλλόμενη απόφαση διατυπώνεται σε επιστολή ημερ. 18.9.1990 η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια (Τεκμ.Β).".
Η αιτήτρια προσλήφθηκε από τις 25.4.1985, για μερική απασχόληση πάνω σε έκτακτη βάση, στο Μαθητικό Οικοτροφείο Λευκωσίας, με κύρια καθήκοντα την επίβλεψη και καθοδήγηση των μαθητριών του οικοτροφείου και μισθό £60 μηνιαίως. Οι όροι απασχόλησης της συμφωνήθηκαν προφορικά, ως ακολούθως, σύμφωνα με τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση:
(α) Η αιτήτρια θα απασχολείτο συνολικά 136 ώρες το μήνα στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν απογευματινές και νυχτερινές ώρες, αργίες και Κυριακές.
(β) Η συμφωνία δεν συμπεριλάμβανε ετήσια άδεια, άδεια ασθενείας ή άδεια μητρότητος, 13ο μισθό και πληρωμή υπερωριών, γιατί η απασχόληση ήταν μερική.
Η αιτήτρια αποδέχτηκε τους όρους αυτούς και απασχολείτο στο Μαθητικό Οικοτροφείο χωρίς κανένα παράπονο μέχρι τις 9.3.88, που ο Βουλευτής κ. Ε. Ευσταθίου απηύθυνε επιστολή (Τεκμ. Α στην ένσταση), προς το Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
Με την επιστολή αυτή θίγονται οι συνθήκες απασχόλησης της αιτήτριας, επισημαίνεται ότι οι ώρες απασχόλησης της επί χρονιαίας βάσης είναι κατά πολύ περισσότερες από το καθορισμένο ωράριο απασχόλησης των δημοσίων υπαλλήλων και η δουλειά της ιδιαίτερα κοπιαστική και βάναυση, ότι δεν πληρώνεται επί υπερωριακής βάσεως ούτε και της αναγνωρίζεται οποιαδήποτε άδεια ή περίοδος ανάπαυσης. Ο κ. Ευσταθίου τονίζει ότι η περίπτωση της αιτήτριας αποτελεί παραβίαση της νομοθεσίας που καθορίζει τον ελάχιστο μισθό των εργαζομένων, και την υπερωριακή απασχόληση στο δημόσιο τομέα, όπως και σειρά άρθρων του Συντάγματος για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ίση μεταχείριση. Τέλος, ο κ. Ευσταθίου ζητά να καταβληθούν στην αιτήτρια ο κανονικός μισθός με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, όπως και άλλα ωφελήματα, όπως υπερωριακή εργασία, άδειες ανάπαυσης, 13ος μισθός και άδεια μητρότητας με απολαβές.
Ο Διευθυντής Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ο Διευθυντής), με επιστολή του ημερ. 7.4.88 (Τεκμ. Β στην ένσταση), πληροφόρησε τον κ. Ευσταθίου ότι τα θέματα που ήγειρε στην επιστολή του αφορούν Δημόσιους Υπαλλήλους με πλήρη απασχόληση, ενώ η αιτήτρια προσλήφθηκε με δική της συμφωνία για μερική απασχόληση, ότι δεν υποβλήθηκε κανένα παράπονο ή ένσταση της σχετικά με το δυσανάλογο των ωρών της μερικής απασχόλησης της και του μισθού της και ότι θα ερευνούσε το θέμα των δικαιωμάτων της ως λειτουργού με μερική απασχόληση.
Η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή 579/88 εναντίον της πιο πάνω επιστολής, που τελικά όμως αποσύρθηκε γιατί η επιστολή αυτή δεν απέρριπτε οποιοδήποτε αίτημα της αιτήτριας.
Με νέα επιστολή του, ημερ. 18.9.90 (Τεκμ. Γ στην ένσταση), ο Διευθυντής πληροφόρησε τον κ. Ευσταθίου ότι η αιτήτρια έχει πάρει όλα τα ωφελήματα που νομικά και κανονικά δικαιούται.
Ως αποτέλεσμα η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας πρόβαλε, με την γραπτή του αγόρευση, τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
(α) Σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστεως, η διοίκηση δε δικαιούται να εκμεταλλευθεί την αιτήτρια που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, γιατί δεν μπορούσε να βρει άλλη εργασία. Κάνει αναφορά στο Σύγγραμμα του Δαγτόγλου, "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", Β' έκδοση, 1984, σελ. 133. Εισηγήθηκε ότι παρέκκλιση από την αρχή της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης συνεπάγεται παρανομία λόγω καταχρήσεως ή υπερβάσεως εξουσίας.
(β) Η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα. Η πλάνη είναι αποτέλεσμα της έλλειψης δέουσας έρευνας. Για την υποχρέωση δέουσας έρευνας αναφέρθηκε στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Ματθαίου (Αναθεωρητική Έφεση 832 -12.7.90).
(γ) Η αμοιβή των £60 μηνιαίως δε θίγει μόνο το Συνταγματικό κανόνα του Άρθρου 9 και 28 του Συντάγματος, αλλά και τις Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις (ΚΔΠ) 133/85, 83/86, 134/87 και 110/88, αναφορικά με το κατώτατο όριο μισθών. Επίσης το Άρθρο 122 τον Συντάγματος, καθιστά δημόσιους υπαλλήλους ακόμα και εργάτες που απασχολούνται τακτικά στη Δημόσια Υπηρεσία.
(δ) Η γενική αρχή του δικαίου, εμπνέεται από τον περί Κατώτατου Ορίου Μισθών Νόμο και εν γένει από την εργατική Νομοθεσία όπως και τις διατάξεις των Άρθρων 9 και 28 του Συντάγματος και τα οποία εμπίπτουν στις ρυθμίσεις οι οποίες αφορούν και σχετίζονται με το δικαίωμα της δίκαιης μεταχείρισης όλων των εργαζομένων. Ο δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρθηκε στο Σύγγραμμα "Les Grands Arrets de la Jurisprudence Administrative" των Μ. Long, P. Weil και G. Braibant, 8η έκδοση, Sirey, στις σελίδες 590 και 594 και στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας της Γαλλίας, Ville de Toulouse c/Mme Aragnou C.E. 23 avr. 1982, Rec. 152, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
(Σε μετάφραση)
"Το ΣτΕ, (...) αναγνώρισε σε μη τιτλούχους υπαλλήλους μιας κοινότητας δυνάμει της γενικής αρχής του δικαίου, του εφαρμοζομένου σε κάθε μισθωτό και από την οποία εμπνέεται το άρθρο L141-2 του εργατικού Κώδικα', το δικαίωμα ελάχιστης αμοιβής η οποία στην απουσία ευμενέστερων διατάξεων,' δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ελάχιστου μισθού ειδικευμένου εργαζόμενου' .
................
Η αναγνώριση των γενικών αρχών του Δικαίου στον Κοινωνικό Τομέα επιτρέπει έτσι να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής καθιερωμένης κείμενης προστασίας, σε κατηγορίες προσώπων των οποίων η περιθωριακή τους κατάσταση τους ενέταξε εκτός προστατευτικών διατάξεων."
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ήγειρε την προδικαστική ένσταση ότι το αντικείμενο της προσφυγής είναι μια απλή συμβατική σχέση που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Ισχυρίστηκε ότι η απασχόληση της αιτήτριας ήταν πάνω σε μερική βάση (part-time) και γινόταν χρήση των υπηρεσιών της μόνο όταν ήταν αναγκαίες. Εισηγήθηκε ότι ο αποφασιστικός παράγοντας που καθορίζει κατά πόσο η σχέση εργοδότησης εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημόσιου δικαίου είναι κατά πόσο οι όροι εργοδότησης είναι καθαρά συμβατικοί ή αν καθορίζονται από το Νόμο. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Paschalidou v. Republic (1969) 3 CLR 297, 300-301 και εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου γιατί όλοι οι όροι απασχόλησης της αιτήτριας, συμπεριλαμβανομένου του μισθού και των ωρών εργασίας της, διέπονταν από την προφορική συμφωνία και όχι από κανένα νόμο. Για υποστήριξη αναφέρθηκε και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), σελ. 321-322.
Ανεξάρτητα με την πιο πάνω ένσταση, η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι η αιτήτρια πήρε όλα τα ωφελήματα που δικαιούτο βάσει της συμφωνίας και δεν αναφέρθηκε σε καμιά νομική πρόνοια που να στηρίζει τη θέση της. Τόνισε ότι η Δημοκρατία, όταν είναι συμβαλλόμενο μέρος βρίσκεται στην ίδια θέση με οποιοδήποτε άλλο ιδιώτη, οι δε όροι της σύμβασης αποτελούν αποκλειστικά αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Η Δημοκρατία δεν έχει νομικές υποχρεώσεις επιπρόσθετες με εκείνες που θα είχε οποιοσδήποτε ιδιώτης στην ίδια θέση. Η αναφορά στον περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμο (Κεφ. 183) είναι αόριστη, αλλά εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου, το κατώτατο όριο μισθού καθορίζεται με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου σε σχέση με συγκεκριμένα επαγγέλματα που αναφέρονται ρητά στο διάταγμα. Δεν έχει εκδοθεί κανένα διάταγμα που να τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση της αιτήτριας.
Σχετικά με το προδικαστικό σημείο και τη διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής διοικήσεως, ο δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρθηκε στο κριτήριο όπως υιοθετείται από το Δαγτόγλου (όπως πιο πάνω), σελ. 9-13 και σε γαλλικές αυθεντίες, όπου υιοθετείται το γενικό κριτήριο της άμεσης συμμετοχής του υπαλλήλου στην εκτέλεση μιας δημόσιας υπηρεσίας. Υπέβαλε ότι η αιτήτρια αποτελούσε αναπόσπαστο και οργανικό στοιχείο της όλης δομής και υπηρεσίας των καθ'ων η αίτηση και ο ιεραρχικός έλεγχος ασκείτο από τον υπεύθυνο του οικοτροφείου.
Το θέμα που προέχει για εξέταση από το Δικαστήριο, είναι κατά πόσο η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημόσιου δικαίου. Στην υπόθεση Doloros Loizou & Another v. CITA, 4 RSCC 48, το Δικαστήριο είπε, στη σελίδα 51, ότι:
"The Court is of the opinion that the issue whether a particular workman is regularly employed, as above, is an issue of fact to be determined in each case on the basis of all relevant circumstances. The period of his service, the security of tenure, the nature of the duties, the view taken of the status of such workman by his employing authority, are all relevant matters to be weighed, together with other pertinent factors, in order to arrive at a proper conclusion."
Στην υπόθεση αυτή, η περίπτωση εργάτη της Αρχής Τηλεπικοινωνιών που πληρωνόταν επί ημερησίας βάσεως δε θεωρήθηκε ότι ενέπιπτε στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου, ενώ η περίπτωση άλλου εργάτη της Αρχής, που πληρωνόταν επί εβδομαδιαίας βάσεως θεωρήθηκε ότι ενέπιπτε, εν μέρει διότι ορισμένοι όροι υπηρεσίας του τελευταίου και ορισμένα ωφελήματα που απολάμβανε ήταν ανάλογα μ/ εκείνα που απολάμβαναν οι τακτικοί υπάλληλοι της Αρχής. Στην υπόθεση Paschalidou v. Republic (1969) 3 CLR 297 αναφέρεται:
"The Appellant's appointment was made under the appropriate legislation which was in force at the time, namely, under section 4(2) of the School-Teachers of Communal Elementary Schools Law, 1963 (Law 7/63 of the Greek Communal Chamber) and it was, on the face of it, made in the ordinary course of satisfying the needs of the educational service, which, by its very nature, is a public service; the Appellant being appointed to serve' in schools of elementary education'.
Moreover, as stated in her contract of appointment, the Appellant's service as a school-teacher would be governed by the relevant Laws and Regulations of the Greek Communal Chamber and by any directives, circulars or other orders of the education authorities.
Viewed in its proper context, the appointment of the Appellant cannot be treated as anything other than a matter within the realm of public Law; the fact that it was made on contract cannot alter its essential nature; this was not a case of a contract entered into between Government and an individual in such circumstances as to render the relationship thus created one of private Law."
Η πιο πάνω απόφαση, που είναι της ολομέλειας, ακολουθήθηκε και σε άλλες υποθέσεις (βλέπε Vassiliou & Others v. Republic (1969) 3 CLR 417 και Papakyriakou v. The Health Services ef Cyprus etc. (1970) 3 CLR 351). Στην υπόθεση Vassiliou v. Republic (όπως πιο πάνω), λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 424:
"In the light of the totality of relevant circumstances, and having in mind why such appointments had to be made on contract, as well as the fact that they were appointments made for the purpose of serving the actual and ordinary needs of public education - and not extraordinary appointments made in special circumstances - I cannot but find, bearing in mind the recent decision of the Supreme Court, on appeal, in Paschalides v. The Republic (reported in this Part at p. 297 ante), that the appointments concerned were matters of public law and so they could be challenged by recourse under Article 146.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929- 1959, στις σελ. 321-322, διαβάζουμε τα ακόλουθα:
"Ο επί συμβάσει διορισμός δημοσίου υπαλλήλου συνιστά σχέσιν εν μέρει συμβατικήν και εν μέρει διεπομένην υπό των κανόνων του δημοσίου δικαίου, της συμβατικής σχέσεως αναγομένης κυρίως εις τα των αποδοχών και της χρονικής διαρκείας της υπηρεσίας: 992 (34), 383 (37), 1089 (39).
Πάσα διαφορά μη πηγάζουσα εκ παραβάσεως διατάξεως νόμου αλλ' όρων της συμβάσεως ανήκει εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών δικαστηρίων (π.χ. ως προς την μισθοδοσίαν κλπ.). Αντιθέτως υπόκεινται εις την ακυρωτικήν δικαιοδοσίαν του Σ.Ε. αι διοικητικαί πράξεις αι αφορώσαι εις τα υπό του νόμου ρυθμιζόμενα θέματα της συμβατικής ταύτης σχέσεως: 1970 (39), 814, 815, 853 (49), 1782 (57)."
Δε θα ασχοληθώ με το θέμα του κατά πόσο η αιτήτρια είναι δημόσιος υπάλληλος, γιατί τέτοιο θέμα δεν ηγέρθη. Οι ισχυρισμοί των καθ' ων η αίτηση όσον αφορά τους όρους της προφορικής συμφωνίας μεταξύ της αιτήτριας και των καθ' ων η αίτηση δεν αντικρούστηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο. Επομένως με βάση τους όρους αυτούς ο μισθός της αιτήτριας καθοριζόταν στις £60 μηνιαίως και δεν είχε άλλες απολαβές, ή δικαιώματα όπως άδειες μητρότητας, 13ο μισθό, άδειες ασθενείας κλπ. Οι όροι υπηρεσίας της καθορίζονταν εξ ολοκλήρου από τη συμφωνία αυτή και δεν έμενε κανένα μέρος τους που να διέπετό από κανένα νόμο. Ως αποτέλεσμα, και σύμφωνα με τα πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, και επομένως η προσφυγή αυτή πρέπει V απορριφθεί.
Ανεξάρτητα με το πιο πάνω αποτέλεσμα και αν ακόμα εύρισκα ότι το Δικαστήριο τούτο μπορεί να εξετάσει την παρούσα προσφυγή, είμαι της γνώμης ότι η προσφυγή και πάλι πρέπει ν' απορριφθεί. Η αιτήτρια δεν πρόβαλε καμιά ειδική νομοθετική πρόνοια με βάση την οποία να δικαιούται οποιαδήποτε ωφελήματα και συμφωνώ, στο σημείο αυτό, με τη γνώμη της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, ότι ελλείψει οποιασδήποτε νομοθετικής πρόνοιας, η Δημοκρατία, ως συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση, δεν έχει επιπρόσθετες νομικές υποχρεώσεις από εκείνες που θα είχε οποιοσδήποτε συμβαλλόμενος ιδιώτης, πέραν των συμφωνηθέντων.
Για τους πιο πάνω λόγους η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.