ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:C286
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1/17)
18 Σεπτεμβρίου, 2023
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΟΣ Ε. ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------
Α. Κωνσταντίνου, για τον εφεσείοντα.
Α. Αντωνιάδης για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
Ε. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος Χρ. Σιδέρη.
---------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.; Ο εφεσείων προσέβαλε με προσφυγή την απόφαση της ΕΔΥ να προάξει την κα Χριστιάνα Σιδέρη (ενδιαφερόμενο μέρος, ΕΜ) αντί του ιδίου στη μόνιμη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ). Η προσφυγή του απορρίφθηκε εξ ου και η παρούσα έφεση.
Αμφότερα τα εν λόγω πρόσωπα κατείχαν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης πλεονέκτημα και είχαν τύχει κατά τις δύο τελευταίες θέσεις αξιολόγησης ως εξαίρετοι. Το ΕΜ όμως απέδωσε κατά την κρίση της ΕΔΥ στη θεσμοθετημένη προφορική εξέταση καλύτερα από όλους τους υποψηφίους, αξιολογηθέν ως «εξαίρετο», ενώ ο εφεσείων αξιολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλός» Περιπλέον το ΕΜ είχε υπέρ του τη σύσταση του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος (Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/1990)). Εν προκειμένω του Προέδρου της ΕΠΑ.
Από την άλλη, ο εφεσείων υπερτερούσε σε αρχαιότητα κατά 10 ½ μήνες στην τελευταία θέση. Πέραν τούτου επικαλέστηκε μακρά πείρα εφόσον «κατά τα έτη 1988 - 2009 τα καθήκοντα του περιλάμβαναν ήδη θέματα προστασίας του ανταγωνισμού ή/και θέματα που αφορούσαν στην ΕΠΑ».
Αντίθετα, ήταν η θέση του ότι το ΕΜ δεν είχε ούτε καν την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως προσόν πείρα των πέντε ετών. Τούτο γιατί τα καθήκοντα του ΕΜ κατά την κρίσιμη περίοδο, που υπηρετούσε με σύμβαση ως Σύμβουλος στην Ε.Π.Α., περιορίζονταν στην παροχή συμβουλών, διεξαγωγή μελετών αι διεξαγωγή ερευνών. Αυτά δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας πείρα. Επικαλέστηκε προς τούτο ο εφεσείων την υπόθεση Ιωαννίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 415, στην οποία διευκρινίστηκε ότι ο όρος «πείρα» σε σχέδιο υπηρεσίας υποδηλώνει την απόκτηση γνώσης μέσω υπηρεσίας σε συγκεκριμένο κλάδο ή θέση και είναι συνυφασμένη με την πρακτική άσκηση και όχι με τη θεωρητική κατάρτιση για τις προδιαγραφές άσκησης συγκεκριμένων καθηκόντων (με αναφορά στις υποθέσεις Papapetrou v. Republic 2, R.S.C.C. 61, και Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2149).
Επιπρόσθετα, ο εφεσείων επικαλέστηκε την κατοχή του πρόσθετου, μη απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, προσόντος, ήτοι μεταπτυχιακού τίτλου (Master in Public Sector Management) το οποίο κρίθηκε από τ ην ΕΔΥ ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Τέλος, ο εφεσείων επικαλέστηκε το συγγραφικό του έργο ως στοιχείο υπεροχής του έναντι του ΕΜ.
Αυτά ήταν τα δεδομένα και οι θέσεις των μερών που είχε υπόψη της η ΕΔΥ, αλλά αργότερα και το πρωτόδικο δικαστήριο.
Με την παρούσα έφεση επαναφέρονται τα ίδια ζητήματα, προβαλλόμενα πλέον ως σφάλματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Ισχυρίζεται καταρχάς ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας το λόγο ακύρωσης ότι το ΕΜ δεν είναι προσοντούχος και ειδικότερα ότι δεν κατέχει την απαιτούμενη πενταετή τουλάχιστον πείρα σε θέματα προστασίας ανταγωνισμού. Ισχυρίζεται επίσης ότι κακώς απορρίφθηκε ο λόγος ακύρωσης που αφορούσε στην υπέρμετρη βαρύτητα που η ΕΔΥ απέδωσε στην προφορική εξέταση, με αποτέλεσμα ενώ η διαφορά να ήταν μικρή να καταστεί το αποφασιστικό στοιχείο επιλογής. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος ακύρωσης ότι η ΕΔΥ πλανήθηκε ως προς τη βαρύτητα της αρχαιότητας και ότι δεν έλαβε υπόψη την κατά τα 24 έτη πείρα του εφεσείοντα και συνεπώς την «συντριπτική υπεροχή του» σε πείρα που προσθέτει στην αξία του. Τέλος, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο απέρριψε λόγο ακύρωσης ότι η σύσταση του Προϊσταμένου έπασχε λόγω σύγκρουσης της με τα στοιχεία των φακέλων.
Από την άλλη η εφεσίβλητη απάντησε καταρχάς ότι το ΕΜ πληρούσε το προσόν της απαιτούμενης πείρας εισηγούμενη πως η υπόθεση Ιωαννίδης διαφοροποιείται εφόσον στην παρούσα υπόθεση, σε αντίθεση με την υπόθεση εκείνη, η πείρα του ΕΜ δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά σε μελέτες και έρευνες αλλά και σε διεκπεραίωση οποιωνδήποτε θεμάτων που άπτονται της εφαρμογής του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου. Εν πάση περιπτώσει, η έκταση και το είδος της πείρας του κάθε υποψηφίου βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ και, έχοντας προβεί στη δέουσα έρευνα, τη συνυπολόγισε με τα υπόλοιπα στοιχεία. Επίσης εισηγήθηκε ότι το ΕΜ υπερέχει σε αξία λόγω της καλύτερης απόδοσης του στην προφορική εξέταση και λόγω της υπέρ του σύστασης του Προϊσταμένου. Εφόσον δε, πρόκειται για διευθυντική θέση η αξία της αρχαιότητας περιορίζεται, ενώ το μη απαιτούμενο (πρόσθετο) συναφές προσόν του εφεσείοντα συνεκτιμήθηκε χωρίς τα συνολικά δεδομένα να αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή ώστε το τεκμήριο της κανονικότητας να ανατραπεί και να είναι επιτρεπτή η ακυρωτική επέμβαση από το δικαστήριο. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η ευπαίδευτη δικηγόρος του ΕΜ. Αφού πρώτα υιοθέτησε τις θέσεις που προέβαλε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης επεκτάθηκε σε συγκεκριμένη συγκριτική ανάλυση των εκατέρωθεν προσόντων για να καταλήξει ότι η απόφαση της εφεσίβλητης ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Θα ξεκινήσουμε χάριν τονισμού με όσα είχαμε την ευκαιρία πολύ πρόσφατα να επαναλάβουμε ως αποκρυσταλλωμένες θέσεις της νομολογίας μας αναφορικά με την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε τέτοιες περιπτώσεις, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σωτήρης Κολέττας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214:
«Ως προς τη συνολική στάθμιση των δεδομένων:
Η προαναφερθείσα απόφαση Παναγή εξηγεί με σαφήνεια το ρόλο του διοικητικού οργάνου κατά την επιλογή υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή:
«. το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων. Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία. Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.»
Όπως είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε στα ίδια πλαίσια, αποδίδοντας την ουσία της αποκρυσταλλωμένης νομολογίας, στην Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56:
«Περί ουσιαστικής συνεξέτασης συνεπώς ο λόγος, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός, ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.»
Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το δικαστήριο. Το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της διοίκησης από το δικαστήριο.»
Θεωρούμε επίσης σκόπιμο να προτάξουμε την εξ ίσου θεμελιακή αρχή της νομολογίας μας ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου ώστε το δικαστήριο να μην επεμβαίνει εάν η ερμηνεία που δίδεται είναι ευλόγως επιτρεπτή. Επέμβαση χωρεί μόνο όταν διαπιστώνεται υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας (Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376, ΚΟΤ ν. Προδρόμου (1995) 3 ΑΑΔ 128 και Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47).
Με δεδομένες τις θεμελιακές αυτές αρχές του διοικητικού δικαίου προχωρούμε στην εξέταση των παραπόνων του εφεσείοντα. Προέχει το ζήτημα της εξέτασης του ισχυρισμού ότι το ΕΜ δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της πενταετούς τουλάχιστον πείρας σε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού. Ακούσαμε τις πλευρές επί του θέματος αυτού, αλλά στο τέλος δεν έχουμε παρά απλώς να υιοθετήσουμε τα όσα είχε αποφασίσει σχετικά το πρωτόδικο δικαστήριο ως ακολούθως, με ειδική αναφορά στα καθήκοντα και τη συνεπαγόμενη πείρα του ΕΜ, ώστε όντως η περίπτωση να διαφοροποιείται από την υπόθεση Ιωαννίδης:
«Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. θεώρησε επιβεβλημένο να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την όλη σταδιοδρομία των υποψηφίων, προκειμένου να διαπιστώσει αν αυτοί διέθεταν τη συγκεκριμένη απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Με σχετική επιστολή της προς τους ιδίους, τους ζήτησε βεβαιώσεις πείρας. Κατά συνέπεια, αυτή, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, είχε ενώπιόν της αναλυτική εικόνα της πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους, περιλαμβανομένων και των καθηκόντων αυτού κατά την περίοδο της υπηρεσίας του ως Συμβούλου στην Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού. Οι σχετικές συμφωνίες της εν λόγω περιόδου μαρτυρούν, ξεκάθαρα, ότι η διεξαγωγή μελετών και ερευνών δεν ήταν το κύριο καθήκον του. Πέραν αυτού, μεταξύ των καθηκόντων του περιλαμβανόταν και η:-
«Διεκπεραίωση οποιωνδήποτε θεμάτων του ανατεθούν από τον Πρόεδρο, τα οποία άπτονται της εφαρμογής του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 207/89 και του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου 22(1)/1999, διεξαγωγή μελετών σε θέματα εναρμόνισης, εφαρμογής και έρευνας, εφεξής καλουμένων ως 'οι Νόμοι' και των δυνάμει αυτών εκδιδομένων κανονισμών.»
Ως εκ των ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την απαιτούμενη πενταετή «τουλάχιστον πείρα σε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού» ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν ήταν εκτός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, λήφθηκε δε κατόπιν επαρκούς έρευνας όλων των δεδομένων του ενδιαφερόμενου μέρους, γεγονός που αποκλείει την πιθανότητα εμφιλοχώρησης πλάνης στο σκεπτικό της. .»
Με δεδομένο ότι το ΕΜ κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα εναπόκειτο στην ΕΔΥ να σταθμίσει τους θεσμοθετημένους παράγοντες αλλά και το ζήτημα του πρόσθετου προσόντος και κάθε άλλο σχετικό δεδομένο που είχε ενώπιον της, μεταξύ των οποίων η προσωπική εξέταση ως στοιχείο που ανάγεται στην αξία και αποτελεί βασικό κριτήριο (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Νικολάου (2007) 3 ΑΑΔ 1825).
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η προφορική συνέντευξη όταν η διεκδικούμενη θέση βρίσκεται, όπως, εν προκειμένω, υψηλά στην ιεραρχία ώστε να απαιτεί ευρείες διοικητικές ευθύνες. Σε τέτοια περίπτωση η προσωπικότητα του υποψηφίου αποτελεί σημαντικό στοιχείο σε ό,τι αφορά στην καταλληλότητα του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673).
Σε ό,τι αφορά στο πρόσθετο, μη απαιτούμενο, από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν, εναπόκειτο από την ΕΔΥ να αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα, δηλαδή να μην δώσει υπερβολική βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, αλλά ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό, ως εάν το πρόσθετο προσόν που κρίθηκε σχετικό να μην είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 643, 647).
Η σύσταση του Προέδρου της ΕΠΑ, και σημειώνεται εν προκειμένω η τρίχρονη υπηρεσία του ΕΜ ως συμβούλου του τελευταίου, αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, «προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ΄ αυτές από την Επιτροπή. Και αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και της ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν΄ ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης.» (Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390, 418).
Αναφορικά με την σύσταση του Προϊσταμένου σημειώνουμε τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να μαρτυρεί ότι η σύσταση του βασίστηκε στην αξιολόγηση που ο ίδιος έκαμε για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων.
Εν τέλει, ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η σύσταση του Προέδρου της ΕΠΑ δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων με το εξής σκεπτικό:
«.Δεδομένων της ισοδυναμίας του ιδίου και του ενδιαφερομένου μέρους στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων δύο χρόνων, που, τελικά, λήφθηκαν υπόψη, της κατοχής από μέρους και των δύο του προβλεπόμενου πλεονεκτήματος και όλων όσα προαναφέρθηκαν σε σχέση με το πρόσθετο, μη απαιτούμενο, προσόν του αιτητή, η συγκεκριμένη εισήγηση δεν μπορεί να επιτύχει, αφού το μόνο στοιχείο στο οποίο υπερείχε ο αιτητής ήταν η αρχαιότητα.»
Σε ό,τι δε αφορά στην αρχαιότητα αυτή συνεκτιμήθηκε με δεδομένη πάντοτε την σημασία που έχει τόσο η προφορική εξέταση όσο και η σύσταση του Προϊσταμένου ενός υποψηφίου για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία (Δημοκρατία κ.α. ν. Μιχαηλίδης κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 756 και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 643).
Εν όψει όλων των παραπάνω ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να στοιχειοθετήσει έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Α.Ρ. Λιάτσος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Στ. Χατζηγιάννη, Δ.
/φκ