ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Ιωαννίδης, Ιωάννης Σάντης, Νικόλας Ελ.Συμεωνίδου, (κα) με Κ.Χατζηδημητρίου, (κα), δικηγόροι της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-06-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, Aναφορά Αρ.3/2022, 12/6/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:C205

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Aναφορά Αρ.3/2022

(i/justice)

12 Ιουνίου, 2023

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ.

        - - - - - - - - -

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Αιτητής,

και

 

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ

Καθ΄ης η Αίτηση.

--------------

 

Ελ.Συμεωνίδου, (κα) με Κ.Χατζηδημητρίου, (κα), δικηγόροι της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα.

Π.Πολυβίου, με Ν.Καλλένος και Ι.Γεωργιάδου (κα), για την Καθ΄ης η Αίτηση.

---------------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.Την ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Με την παρούσα Αναφορά, δυνάμει του ΄Αρθρου 140 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ο Αιτητής) ζητεί γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο Νόμος με τίτλο ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022 είναι αντίθετος με τα ΄Αρθρα 28.1, 80.2, 179 του Συντάγματος και ασύμβατος με την Αρχή της διάκρισης των Εξουσιών, η οποία διαπνέει το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.

 

Με τον υπό Αναφορά Νόμο  τροποποιείται ο βασικός Νόμος, δηλαδή ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος του 1969 (Ν.10/1969) με την εξής προσθήκη, (μετά το ΄Αρθρο 47), ενός νέου ΄Αρθρου, με την αρίθμηση 47Α.

«47Α. Εκπαιδευτικός ο οποίος υπηρετούσε επί συμβάσει και του οποίου η σύμβαση έχει μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς όσον αφορά τις άδειες ασθενείας και τα ωφελήματα αφυπηρετήσεως:

 

Νοείται ότι, οι λοιποί όροι απασχόλησής του καθορίζονται από την Επιτροπή κατ' αναλογίαν της ισχύουσας πρακτικής που ακολουθείται στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία για τους μόνιμούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, ο καθ' οιονδήποτε χρόνο τερματισμός των υπηρεσιών του λόγω πλεονασμού, βάσει των διατάξεων τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, απαγορεύεται.»

 

Χρήσιμο είναι να παραθέσουμε τα ΄Αρθρα του Συντάγματος για τα οποία διατυπώνεται η θέση περί παραβίασης τους συνεπεία της ως άνω προσθήκης.

 

Το ΄Αρθρο 80 εντάσσεται στο Μέρος IV του Συντάγματος με τον τίτλο «περί της Βουλής των Αντιπροσώπων» και έχει ως εξής:

1.   Το δικαίωμα της υποβολής προτάσεων νόμων ανήκει εις τους βουλευτάς και νομοσχεδίων εις τους υπουργούς.

2.    Ουδεμία πρότασις νόμου συνεπαγόμενη αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων δύναται να υποβληθεί υπό Βουλευτού.

 

Το ΄Αρθρο 28.1 εντάσσεται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος με τον τίτλο «περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών» και έχει ως εξής:

«1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νό΅ου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και ΅εταχειρίσεως».

 

Το ΄Αρθρο 179 εντάσσεται στο Μέρος ΧΙΙΙ του Συντάγματος με τον τίτλο «Τελικαί Διατάξεις» και έχει ως εξής:

1. Τηρου΅ένων των διατάξεων του άρθρου 1Α, το Σύνταγ΅α είναι ο υπέρτατος νό΅ος της Δη΅οκρατίας.

 2. Ουδείς νό΅ος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως ως και ουδε΅ία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δη΅οκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργη΅α δύναται να είναι καθ' οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύ΅φωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγ΅ατος ή προς οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δη΅οκρατία ως αποτέλεσ΅α της συ΅΅ετοχής της ως κράτους ΅έλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Υπήρξε η αρχική θέση του Αιτητή πως η ως άνω επέκταση των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, σε άδειες  ασθενείας, σε ωφελήματα αφυπηρετήσεων καθώς και η θέσπιση πρόνοιας για απαγόρευση τερματισμού απασχόλησης λόγω πλεονασμού - χωρίς αυτό να αποφασίζεται προηγουμένως από τον Υπουργό Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών - επιφέρει αύξηση των κρατικών δαπανών, αφού το Κράτος θα κληθεί να καταβάλει παροχές και εισφορές σε διάφορα Ταμεία.  Όμως, μετά την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης εκ μέρους της Βουλής, η θέση του Αιτητή αναδιαμορφώθηκε και θα μας απασχολήσει αμέσως μετά.

 

΄Οσον αφορά το ΄Αρθρο 28.1 και πάλι προβάλλεται σχετική ασυμβατότητα του υπό Αναφορά Νόμου, καθότι τα δικαιώματα των μόνιμων εκπαιδευτικών λειτουργών εξισώνονται με αυτά των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου με αποτέλεσμα την ταύτιση ανομοίων καταστάσεων.

 

Αναφορικά με τη διαμορφωθείσα νέα θέση εκ μέρους του Αιτητή σε σχέση με το ΄Αρθρο 80, θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Διαπιστώθηκε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο με την υπ΄αριθμό 92.581 πράξη του, ημερ.9.2.2022 είχε αποφασίσει όπως εξομοιωθούν  οι άδειες ανάπαυσης και ασθενείας των εκπαιδευτικών που εργοδοτούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου με αυτές που ισχύουν για τους μόνιμους δημόσιους εκπαιδευτικούς Λειτουργούς βάσει των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1993-2016 με ισχύ από 1.9.2021.

 

Συνεπώς έγινε αποδεκτό από την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα πως η σχετική πρόνοια του υπό Aναφορά Νόμου έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, αφού το ζήτημα είχε ρυθμιστεί από την εκτελεστική εξουσία ως άνω.  Προσθέτως, είναι σημαντικό να λεχθεί πως ούτε στο θέμα ωφελημάτων αφυπηρέτησης έχει αντικείμενο η παρούσα Αναφορά, σε συνάρτηση με το ΄Αρθρο 80, καθότι με τη ψήφιση του Επαγγελματικού Σχεδίου Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Υπαλλήλων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2022, (Ν.210(Ι)/2022) προβλέπεται πως οι εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου, στους οποίους σαφώς περιλαμβάνονται και οι εκπαιδευτικοί, «αφυπηρετούν στις ίδιες περιπτώσεις και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και διαδικασία, τηρουμένων των αναλογιών, που εφαρμόζονται για τους κατόχους των αντιστοίχων μονίμων θέσεων που είναι μέλη του Σχεδίου» (βλ. ειδικά το ΄Αρθρο 2 και 28 του Νόμου).

 

Με βάση τα πιο πάνω δεν υπάρχει αντικείμενο προς εξέταση για παραβίαση του ΄Αρθρου 80 του Συντάγματος, εφόσον, ενόψει των συγκεκριμένων ρυθμίσεων που αναφέρθηκαν, δεν δυνάμεθα να ομιλούμε για πρόσθετες δαπάνες, ως η αρχική εισήγηση της πλευράς του Αιτητή.  Ενόψει της εξομοίωσης των συμβασιούχων εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς αφού και οι πρώτοι απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα, δεν τίθεται θέμα πρόσθετων δαπανών.  Ωστόσο, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της Δημοκρατίας επέμειναν ότι υπάρχει παραβίαση του ΄Αρθρου 80 του Συντάγματος, περιοριζομένου μόνο ως προς το ότι η απαγόρευση τερματισμού λόγω πλεονασμού αναφορικά με την κατηγορία εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, επίσης δημιουργεί πρόσθετη δαπάνη από τα προβλεπόμενα υπό του προϋπολογισμού έξοδα γιατί αναγκαστικά, κατά την εισήγηση, θα παραμένουν στις θέσεις τους εκπαιδευτικοί αορίστου χρόνου, παρά το γεγονός ότι δεν θα χρειάζονται. Συνεπακόλουθα θα προκύπτει πρόσθετη δαπάνη.

 

Θα μας απασχολήσει πρωτίστως, η βασική θέση του Αιτητή ότι ο υπό Aναφορά Νόμος παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Συγκεκριμένα, είναι η θέση του, ότι οι ρυθμίσεις του υπό Aναφορά Νόμου εκφεύγουν από τη σφαίρα της νομοθετικής εξουσίας και δη του ΄Αρθρου 61 του Συντάγματος το οποίο ορίζει πως «η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι .».  Όπως επεξηγεί περαιτέρω η πλευρά του Αιτητή, ο καθορισμός των δικαιωμάτων και ωφελημάτων των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του εργοδότη τους, δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας.  Η νομοθετική εξουσία δεν δύναται να επέμβει στον καθορισμό ή τη διαμόρφωση των όρων εργοδότησης τους.

 

Για την πλευρά της Βουλής, ο κ.Πολυβίου πρόβαλε έντονα το θέμα των κοινωνικών εργασιακών δικαιωμάτων και εισηγήθηκε πως ισχύει κατ΄αναλογία η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1994) 3 ΑΑΔ 93, όπου ελέχθη ότι η ρύθμιση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και άλλων ωφελημάτων κρατικών υπαλλήλων ανάγεται στην αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας.  Αποτελεί δε τη θέση της Βουλής πως η τελευταία διατηρεί το απόλυτο δικαίωμα δυνάμει του ΄Αρθρου 61 του Συντάγματος (και με βάση επίσης, τις νομοθετικές αρμοδιότητες που ανέλαβε η Βουλή, ως εκ των  ΄Αρθρων 3 και 4 του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και του περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου του 1965 (Ν.12/65)), να νομοθετεί και να ρυθμίζει δια νόμου εκπαιδευτικά, μορφωτικά και διδακτικά θέματα, όπως - κατά την εισήγηση - και το υπό εξέταση θέμα.

 

Πρωτίστως, θα πρέπει να αναφέρουμε πως η Πρόεδρος της Δημοκρατίας  ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1994) 3 ΑΑΔ 93 δεν είναι βοηθητική ως προς την παρούσα περίπτωση.  Όπως αναφέρεται στην ίδια την απόφαση, με τους υπό αναφορά εκεί Νόμους, εθεσμοθετούντο κανόνες δικαίου για τις συνέπειες απομάκρυνσης προσώπων τα οποία επαναπροσλαμβάνονται μετά από την απόλυση τους, από κρατική υπηρεσία.

 

Όπως επισημάνθηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2011)3 Α.Α.Δ. 72, η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του Συντάγματος μας δεν περιλαμβάνεται σε συγκεκριμένο άρθρο, αναδύεται όμως ξεκάθαρα από αυτό.

 

Στη δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.1) (2015)3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811 αναφέρθηκε πως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι διάχυτη στο Κυπριακό Σύνταγμα και κατοχυρώνεται από αυτό σύμφωνα και με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Σε σχέση με το προαναφερθέν ΄Αρθρο 61 του Συντάγματος, είναι αναγκαίο να τεθεί η διευκρίνιση αναφορικά με τον ορθό τρόπο ερμηνείας του και συνεπακόλουθα του ορθού καθορισμού της εμβέλειας εφαρμογής του, όπως προβάλλεται από την Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 1/2022, 30.11.2022:

«Το ’ρθρο 61 του Συντάγματος δεν παρέχει τη δυνατότητα στη Βουλή να νομοθετεί «εν παντί θέματι», αλλά ορίζει ότι η νομοθετική εξουσία της Βουλής ασκείται από την Βουλή «εν παντί θέματι». Συνεπώς η ευρύτατη και αδιαμφισβήτητη αρμοδιότητα της Βουλής, απόρροια της λαϊκής κυριαρχίας, αναφέρεται στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και δεν περιλαμβάνει, ούτε επιτρέπει παρέμβαση στο έργο της Διοίκησης. Τούτο αποκλείεται από τη θεμελιακή Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών».

 

Ο βασικός Νόμος, στο ΄Αρθρο 32[1], αναθέτει ρητώς το ρόλο του εργοδότη στην εκτελεστική εξουσία και αναφέρει τα περί  της εγγράφου συμβάσεως η οποία καθορίζει την εργασιακή σχέση.  Οι εκπαιδευτικοί αορίστου χρόνου, υπηρετούν στη βάση έγγραφων συμβάσεων, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε αορίστου χρόνου.  Στις εν λόγω συμβάσεις, περιλαμβάνονται οι όροι υπηρεσίας τους, οι οποίοι αποφασίζονται από τον Υπουργό Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών.

 

Προκύπτει συνεπώς πως δεν μπορεί η Βουλή των Αντιπροσώπων, να νομοθετεί και να καθορίζει ότι οι εκπαιδευτικοί αορίστου χρόνου θα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, αφού το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας, ως εργοδότη των προσώπων αυτών.

 

Αν ένας νόμος εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής ενέργειας, τότε αυτός είναι αντισυνταγματικός, καθότι θεωρείται ότι η Νομοθετική Εξουσία επεμβαίνει στον τομέα αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας (βλ.Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.1) (1992) 3 Α.Α.Δ. 109).

 

Όπως δε επαναλήφθηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.1) (2015) 3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811  (ανωτέρω),  η Βουλή ασκεί νομοθετικό έργο, θεσπίζει νόμους γενικούς και απρόσωπους.  Σίγουρα δε, δεν ασκεί ρυθμιστική ή διοικητική λειτουργία. 

 

Όμως, αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, αφού η Βουλή δια του υπό Αναφορά Νόμου, ουσιαστικά επιχειρεί να αντικαταστήσει πρόνοιες που συμφωνήθηκαν με τους αρμόδιους Υπουργούς, ασκώντας η ίδια παρεμβατικό ρόλο ως προς τους υφιστάμενους όρους. Σαφώς δε, επεμβαίνει στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας, ακόμα και με τη μορφή της διοικητικής αυτής λειτουργίας, στην οποία υπάγεται ο  διακριτός ρόλος των πιο πάνω υπουργών, ως εκ του Νόμου.

 

Συμφωνούμε με την πλευρά του Αιτητή πως ο ως άνω Ν.210(Ι)/22 ενισχύει τις θέσεις του, για το λόγο ότι σε σχέση με το Νόμο αυτό, η εκτελεστική εξουσία, μετά από διαβουλεύσεις με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, λαμβάνοντας υπόψη και αξιολογώντας τις οικονομικές επιπτώσεις για την υλοποίηση του Σχεδίου Συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, προώθησε νομοσχέδιο το οποίο πήρε τη μορφή του συγκεκριμένου Νόμου, στις 16.12.2022.

Στο Ν.210(Ι)/22, όπως επισημαίνεται από την πλευρά του Γενικού  Εισαγγελέα, υπάρχουν σαφείς και ρητές νομοθετικές πρόνοιες, με τις οποίες καθορίζεται, μεταξύ άλλων, ο σταδιακά υπολογιζόμενος χρόνος ένταξης των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου στο σχετικό Σχέδιο και άλλες επιμέρους ρυθμίσεις.

 

Ο κ.Πολυβίου στην αγόρευση του, ωστόσο, τόνισε πως «δεν είναι απλώς θέμα σύμβασης Α και Β, είναι και μια κοινωνική σχέση και εμείς όλοι ως Πολιτεία μέσω της νομοθετικής εξουσίας έχουμε αποφασίσει ότι η κοινωνική δικαιοσύνη, που είναι σκοπός του κράτους μας, επιβάλλει την απόδοση κάποιων ωφελημάτων προς τον εργοδοτούμενο έστω και αν ο εργοδότης είναι η κυβέρνηση».

 

Δεν αμφιβάλλουμε για το ρόλο της κάθε Εξουσίας στη διασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων.  Όμως, η απόδοση δικαιώματος θα πρέπει να γίνεται στα όρια των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων εκάστης εξουσίας.  Στην προκείμενη περίπτωση ακριβώς υπήρξαν άλλες ενέργειες προς διασφάλιση εργασιακών δικαιωμάτων, αρκετές των οποίων έχουν τελεσφορήσει.  Ούτε συναφώς αποκλείεται να γίνει ο,τιδήποτε, περαιτέρω, πάντα  στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και του Συντάγματος, για ρύθμιση και διασφάλιση εργασιακών ή κοινωνικών δικαιωμάτων.  Αυτό ωστόσο, πρέπει να γίνεται στο ορθό πλαίσιο και δια του ορθού θεσμικά τρόπου.  Όπως εύστοχα αναφέρθηκε στη Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά.  (1995)3 Α.Α.Δ. 363:

«Η διάκριση των Εξουσιών αποτελεί το θεμέλιο της λειτουργίας της Κυπριακής πολιτείας. Η κρατική εξουσία κατανέμεται από το Κυπριακό Σύνταγμα σε ξεχωριστούς φορείς εξουσίας. Εξουσία, η οποία δεν κατανέμεται από το Σύνταγμα σε συγκεκριμένο φορέα, ασκείται από τον κλάδο εκείνο της εξουσίας στη σφαίρα αρμοδιότητας του οποίου ανάγεται κατά φυσιολογική συνέπεια [βλ., μεταξύ άλλων, Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 και Θεοδοσίου Λίμιτεδ ν. Δήμου Λεμεσού, (1993) 3 Α.Α.Δ. 25».

 

Και στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/2017 ημερ. 5.2.2018 λέχθηκε:

«Ενεργώντας, όμως, η κάθε εξουσία εντός των αρμοδιοτήτων της, έχει και ανάλογο εύρος κινήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επεμβαίνει αναρμοδίως ή υφαρπάζει εξουσίες που δεν της αναλογούν».

 

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος, ως έχει θεσπιστεί περιέχει στοιχεία διοικητικής ενέργειας και λειτουργίας.  Τοιουτοτρόπως αφαιρεί από την εκτελεστική εξουσία την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί των ζητημάτων αυτών και να προβαίνει - εφόσον το κρίνει σκόπιμο, με την αναγκαία διαβούλευση και σφαιρική μελέτη - σε κατάθεση σχετικού νομοσχεδίου ή θέσπιση άλλου μέτρου αναγκαίου προς επίτευξη των σκοπών που κρίνονται αρμοδίως ότι δέον να υλοποιηθούν.

 

Στη βάση των πιο πάνω, θεωρούμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος είναι αντισυνταγματικός καθότι παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Ενόψει του πιο πάνω συμπεράσματος μας, δεν θα εξετάσουμε πιθανή αντισυνταγματικότητα υπό το πρίσμα των άλλων προνοιών του Συντάγματος.

 

Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, και ως εκ τούτου κρίνεται ως αντισυνταγματικός.

 

Η Γνωμάτευση μας να κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 140.2 του Συντάγματος.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  Δ.

ΣΑΝΤΗΣ, Δ.



[1] Αρθρο 32.—(1) ∆ιορισ΅οί επί συ΅βάσει γίνονται δι' εγγράφου συ΅βάσεως περιεχούσης την διάρκειαν της συ΅βάσεως, την α΅οιβήν του διοριζο΅ένου προσώπου και τους λοιπούς όρους του διορισ΅ού.

(2) Η διάρκεια της συ΅βάσεως, η α΅οιβή και οι λοιποί όροι του διορισ΅ού αποφασίζονται υπό του Υπουργού εν συνεννοήσει ΅ετά του Υπουργού Οικονο΅ικών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο