ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:C213
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2/2017)
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1384/2010,
1396/2010 & 1476/2010)
20 Ιουνίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων/Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο,
ν.
1. ΠΑΝΤΕΛΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ - (Υποθ. 1384/2010),
2. ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΣΤΡΟΥΜΠΙΩΤΗ - (Υποθ. 1396/2010),
3. ΚΩΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ - (Υποθ. 1476/2010),
Εφεσίβλητων/Αιτητών,
και
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ης η Αίτηση.
Γ. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα/Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Χρ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 1/Αιτητή.
Καμία εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο 2.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 3/ Αντεφεσείοντα/Αιτητή.
Στ. Μαξούτη (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Καθ'ης η Αίτηση.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη
Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις με αρ. 1384/2010, 1396/2010 και 1476/2010 (εφεξής η «πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής το Διοικητικό Συμβούλιο, ημερ. 21/9/2010, με την οποία προήχθησαν, κατόπιν επανεξέτασης, στη θέση Υποτμηματάρχη Τεχνικού Προσωπικού επτά πρόσωπα (εφεξής τα Ενδιαφερόμενα Μέρη), μεταξύ των οποίων και ο Εφεσείων.
Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα με δύο Λόγους Έφεσης. Ο Εφεσίβλητος 3 καταχώρησε Αντέφεση στην οποία προσβάλλει τρεις Λόγους Αντέφεσης.
Προτού αναφερθούμε σε αυτούς, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης, όπως αυτό αποτυπώθηκε στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για καλύτερη αντίληψη των γεγονότων που προηγήθηκαν της επίδικης Απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου, ημερ. 21/9/2010.
Πριν την έκδοση της υπό αναφορά Απόφασης είχαν προηγηθεί Προσφυγές που οδήγησαν στην έκδοση δύο ακυρωτικών Αποφάσεων.
Με την 1η ακυρωτική Απόφαση, η οποία δόθηκε στις 18/6/2006 (στο πλαίσιο των Συνεκδικαζόμενων Προσφυγών με αρ. 538/2003, 566/2003 και 613/2003)[1], οι προαγωγές των επτά πιο πάνω Ενδιαφερόμενων Μερών και του Εφεσίβλητου 2 επλήγησαν γιατί, όπως διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο, η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού της ΑΤΗΚ (εφεξής «το Συμβούλιο Προσωπικού») ήταν αναιτιολόγητη, γεγονός που συμπαρέσυρε σε ακυρότητα τόσο τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή της, όσο και την τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Ακολούθησε επανεξέταση η οποία οδήγησε στις 27/3/2007 στο να προαχθούν εκ νέου έξι από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, συμπεριλαμβανομένου και του Εφεσείοντα και δύο άλλα πρόσωπα, καθώς και νέες Προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν (οι υπ'. αρ. 536/2007, 735/2007, 762/2007 και 789/2007) και είχαν επιτυχή κατάληξη στην ακυρωτική Απόφαση ημερ. 22/4/2010 (εφεξής 2η ακυρωτική Απόφαση)[2]. Κρίθηκε και πάλι ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη, ότι δεν τηρήθηκαν ξεχωριστά πρακτικά από το Συμβούλιο Προσωπικού και ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο.
Ακολούθησε και αυτή τη φορά νέα επανεξέταση με το Διοικητικό Συμβούλιο να αποφασίζει, στις 21/9/2010, την προαγωγή των Ενδιαφερόμενων Μερών με αναδρομική ισχύ από 1/5/2003, αντί των Εφεσιβλήτων. Εναντίον της εν λόγω Απόφασης, που λήφθηκε στο πλαίσιο επανεξέτασης, οι Εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 καταχώρησαν τις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις με αρ. 1384/2010, 1396/2010 και 1476/2010 προβάλλοντας διάφορους λόγους, όπως έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και εμφιλοχώρηση πλάνης στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, στη σύσταση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και, κατ' επέκταση, στην απόφαση που λήφθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο. Ήγειραν, επίσης, ως αυτοτελή λόγο ακύρωσης, τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δεδικασμένου που είχε δημιουργηθεί από την ως άνω ακυρωτική Απόφαση (2η ακυρωτική Απόφαση).
Με την πρωτόδικη Απόφαση κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου της 2ης ακυρωτικής Απόφασης και ακυρώθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Με την κρινόμενη Έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης με δύο λόγους οι οποίοι εξετάζονται κατωτέρω.
Δεδομένου ότι ο Εφεσίβλητος 3 ήγειρε υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, αλλά και ως 1ο Λόγο Αντέφεσης, ζήτημα μη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος από πλευράς Εφεσείοντα, λόγω της φύσης του και της καθοριστικής σημασίας που το εν λόγω ζήτημα ενέχει για την τύχη της παρούσας διαδικασίας, προέχει η εξέταση του.
Η θέση του Εφεσίβλητου 3 είναι ότι ο Εφεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον στην προώθηση της παρούσας Έφεσης αφού η Καθ' ης η Αίτηση, μετά την τελευταία ακυρωτική Απόφαση (η πρωτόδικη Απόφαση), επανεξέτασε και τον προήγαγε, εκ νέου, αναδρομικά από την 1/5/2003 στην επίδικη θέση. Όπως γίνεται αντιληπτό, αυτό που υποστηρίχθηκε είναι ότι, με δεδομένο ότι ο Εφεσείων αποδέχτηκε την κατόπιν επανεξέτασης προαγωγή του, με την πράξη του αυτή αποδέχτηκε την ανάγκη επανεξέτασης και άρα, κατ' επέκταση, και την ορθότητα της δικαστικής απόφασης που ακύρωσε την πρωτοδίκως προσβαλλόμενη πράξη, εφόσον ήταν αυτή η δικαστική απόφαση που δημιούργησε την ανάγκη επανεξέτασης.
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Το ζήτημα αυτό έτυχε εξέτασης στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316. Εκεί οι Εφεσείοντες είχαν τύχει προαγωγής η οποία ακυρώθηκε σε προσφυγή των Εφεσίβλητων. Συνακόλουθα της ακυρωτικής απόφασης και εκκρεμούσης της έφεσης, η αρμόδια αρχή προέβη στην εξαφάνιση της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης και την επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων. Επέλεξε εκ νέου τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και προέβη στο διορισμό τους αναδρομικά• απόφαση την οποία οι Εφεσείοντες αποδέχτηκαν χωρίς επιφύλαξη. Οι Εφεσίβλητοι υπέβαλαν, υπό το πρίσμα αυτής της αλληλουχίας γεγονότων, ότι η έφεση είχε απωλέσει το αντικείμενο της. Κατά την εισήγηση τους, οι Εφεσείοντες είχαν απωλέσει κάθε συμφέρον για την προώθηση της έφεσης και ότι το γεγονός ότι ασκήθηκε προσφυγή εναντίον της δεύτερης διοικητικής απόφασης, άφησε αμετάβλητη τη θέση αυτή. Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την εισήγηση αυτή, υπογράμμισε τα ακόλουθα:
«Η αποδοχή, στην προκείμενη υπόθεση, της δεύτερης διοικητικής απόφασης δεν υποδηλώνει αποποίηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης, κατά της πρώτης δικαστικής απόφασης, ούτε επάγεται την απόσβεση της έφεσης. Η έφεση έχει ως λόγο τη θεώρηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική πράξη. Η αποδοχή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αναφέρεται αποκλειστικά στην πράξη εκείνη.»
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Νατιώτης ν. Χρίστου (2015) 3 Α.Α.Δ. 521, ECLI:CY:AD:2015:D668:
«Σύμφωνα με τις υποθέσεις Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. και Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά., πιο πάνω, η αποδοχή προαγωγής, η οποία είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης από τη διοίκηση, δεν καταργεί το δικαίωμα έφεσης το οποίο ασκείται, στο μεταξύ, από τον επανεκλεγέντα, σε σχέση με την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση επί του ιδίου θέματος».
Ως εκ των άνω, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας και των Λόγων Έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η πρωτόδικη Απόφαση, θα πρέπει εξαρχής να λεχθεί πως στο επίκεντρο της συζήτησης είναι κατά πόσο το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την επανεξέταση, παραβίασε το δεδικασμένο, το οποίο, σύμφωνα με την εισήγηση, παρήγαγε η 2η ακυρωτική Απόφαση.
Ως προς το εύρος εξέτασης σε περίπτωση ακυρωτικής Απόφασης και τη διαδικασία επανεξέτασης, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Πίλλα κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 745, ECLI:CY:AD:2016:C573:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης - (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο όσα σημεία κρίνονται από το δικαστήριο, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώνεται. Η διοίκηση είναι δεσμευμένη σε σχέση με τα αποφασισθέντα και δεν μπορεί να επαναλάβει ό,τι έχει, ήδη, κριθεί ως νομικά πλημμελές.
Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110).»
Δεδομένου του γεγονότος ότι με την πρωτόδικη Απόφαση κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου της 2ης ακυρωτικής Απόφασης, καθίσταται επιβεβλημένη η παράθεση των ευρημάτων της εν λόγω ακυρωτικής Απόφασης τα οποία, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Διοικητικό Συμβούλιο «είχε υποχρέωση να λάβει υπόψη και να διορθώσει τα σημεία που, εκεί, κρίθηκαν τρωτά».
Το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της 2ης ακυρωτικής Απόφασης που εξέδωσε (στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές αρ. 536/2007, 735/2007, 762/2007 και 789/2007), εξετάζοντας τους νομικούς ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί από τον Αιτητή/Εφεσίβλητο 2, διαπίστωσε τα ακόλουθα:
«Οι καθ' ων η αίτηση δικαιολόγησαν την απόφασή τους για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στο γεγονός ότι κατά την κρίση τους εκείνοι ήσαν οι καταλληλότεροι και ότι υπερτερούσαν βασικά σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών έργων για τον Οργανισμό, στην πρωτοβουλία και εποπτεία ομάδων εργασίας. Αυτοί οι γενικοί χαρακτηρισμοί καταδεικνύουν ότι η νέα απόφαση των καθ' ων η αίτηση δεν διέφερε ουσιαστικά από την ακυρωθείσα και χαρακτηρίζεται από την ίδια αοριστία και απλή παράθεση γενικών χαρακτηρισμών χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία που συνέθεταν την προβαλλόμενη υπεροχή των ενδιαφερόμενων μερών έναντι του αιτητή. Αυτού του είδους η δικαιολόγηση μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και καθιστά την άσκηση δικαστικού ελέγχου της ορθότητάς της αδύνατη.
Πέραν όμως από την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας αναφορικά με τη γενική κατάληξη και προτίμηση των καθ' ων η αίτηση, ιδιαίτερο πρόβλημα έλλειψης αιτιολογίας παρατηρείται και ως προς το γιατί το Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ έλαβε υπόψη του τις συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού, δεν έδωσε εξηγήσεις και αιτιολογία ως προς το γιατί υιοθέτησε μόνο εν μέρει τις εισηγήσεις του.»
Αποδεχόμενο, στη συνέχεια, τους ισχυρισμούς του Αιτητή/Εφεσίβλητου 3 για παραβίαση του δεδικασμένου που είχε προκύψει από την 1η ακυρωτική Απόφαση, αποφάνθηκε ως ακολούθως:
«Η μελέτη της εκδοθείσας απόφασης στις προηγηθείσες προσφυγές καταδεικνύει ότι ο αιτητής δίκαια παραπονείται για παραβίαση του δεδικασμένου. Δεδομένου ότι υπήρξε δεδικασμένο σύμφωνα με το οποίο τόσο ο αιτητής όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν ισοδύναμοι σε αξία, σε μια τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο Προσωπικού θα έπρεπε να διερευνήσει και το θέμα των προσόντων των υποψηφίων και της αρχαιότητας ενός εκάστου προτού προβεί σε συστάσεις. Αντ' αυτού όμως πουθενά δεν αναφέρεται γιατί οι συσταθέντες ήσαν συγκριτικά επικρατέστεροι, ενώ επαναλαμβάνει το Συμβούλιο τα ίδια που είχε αναφέρει και προηγουμένως, περιοριζόμενο σε γενικούς και αόριστους χαρακτηρισμούς, παραγνωρίζοντας ότι το Δικαστήριο έκρινε ήδη ως ανεπαρκή μια τέτοια διαδικασία και παραγνωρίζοντας τα όσα το Δικαστήριο είχε υποδείξει ότι θα έπρεπε να είχαν επιπρόσθετα διερευνηθεί και ληφθεί υπόψη. Όπως δε έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρόλον ότι πράγματι δεν απαιτείται από τους σχετικούς Κανονισμούς των καθ' ων η αίτηση όπως η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού τυγχάνει ειδικά αιτιολογημένη, εν τούτοις, αφ' ης στιγμής δίδεται αιτιολογία, αυτή υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. (Α.ΤΗ.Κ. ν. Περικλέους (1998) 3 ΑΑΔ 833).
Όπως δε επίσης επανειλημμένα έχει υποδειχθεί από τη νομολογία, επιπρόσθετα προς το πρόβλημα της μη επαρκούς αιτιολογίας της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού, ευθέως εγείρεται σε μια τέτοια περίπτωση και θέμα παραβίασης του δεδικασμένου. Ως κριθέν δε, θεωρείται κάθε ζήτημα το οποίο αφού διαγνώστηκε και αποφασίστηκε, απετέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του δικαστικού συμπεράσματος. (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2001) 3(Α) ΑΑΔ 19).
Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής απλά παρέπεμψε στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, παραλείποντας όμως να προσδιορίσει τι ήταν εκείνο το οποίο εβάρυνε την πλάστιγγα υπέρ των υποψηφίων τους οποίους προέτεινε.»
Σε ό,τι αφορά τον Αιτητή/Εφεσίβλητο 1 το Δικαστήριο επεσήμανε ότι τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής τα όσα διαπιστώθηκαν «περί πάσχουσας αιτιολογίας της απόφασης των καθ'ων η αίτηση» στην Προσφυγή του Εφεσίβλητου 2.
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεδομένου ότι το Διοικητικό Συμβούλιο στην Απόφαση του για την προαγωγή των Ενδιαφερόμενων Μερών (με αναδρομική ισχύ από 1/5/2003) αντί των Εφεσιβλήτων, δεν κατέγραψε τη δική του αιτιολογία για τους λόγους επιλογής των ΕΜ αλλά επέλεξε να υιοθετήσει τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, καθίστατο αναγκαία, για σκοπούς εξέτασης του ισχυρισμού περί παραβίασης του δεδικασμένου, η εξέταση του κατά πόσο τα πορίσματα του Συμβουλίου Προσωπικού συνιστούσαν συμμόρφωση με τα ευρήματα της ακυρωτικής Απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό λήφθηκε υπόψη το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού ημερ. 7/7/2010 στο οποίο διατυπώνετο το σκεπτικό της Απόφασης:
Το Συμβούλιο Προσωπικού εξετάζοντας τον κατάλογο των υποψηφίων υπαλλήλων διαπίστωσε ότι δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της επιφύλαξης του Κανονισμού 10(4) γιατί υπάρχουν ικανοί και κατάλληλοι υπάλληλοι για προαγωγή που κατέχουν την απαιτούμενη τριετία στον προηγούμενο βαθμό. Το Συμβούλιο Προσωπικού λαμβάνοντας υπόψη στο σύνολο τους τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 163/90-13.7.90, τον Κανονισμό 54(2) που αναφέρεται στα ποσοστά εξέλιξης- προαγωγής του υπηρετούντος προσωπικού κατά την έναρξη εφαρμογής των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών (21/11/1977), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική τους καταλληλότητα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής, τους τομείς δραστηριότητας και τα έργα με τα οποία ασχολήθηκαν οι υποψήφιοι και την εν γένει πείρα που απέκτησαν στον κατεχόμενο βαθμό, τις βαθμολογίες κατά την τελευταία εξαετία/τριετία, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις που είναι ταξινομημένες στον προσωπικό φάκελο του καθενός από τους 49 εναπομείναντες υποψηφίους καθώς και τα προσόντα, αρχαιότητα, υπηρεσιακή εικόνα και τα άλλα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκριση μεταξύ τους.
Ύστερα από την πιο πάνω αξιολόγηση και σύγκριση των 49 υποψηφίων μεταξύ τους, το Συμβούλιο Προσωπικού προχώρησε στην ετοιμασία του πιο κάτω καταλόγου των επτά (7) υποψηφίων, οι οποίοι παρατίθενται με σειρά επετηρίδας, τους οποίους ομόφωνα θεωρεί επικρατέστερους και ουσιαστικά καταλληλότερους για την πλήρωση των επτά (7) κενών θέσεων Υποτμηματάρχη (Τεχνικό Προσωπικό).
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού κατέληξαν στην πιο πάνω κρίση λαμβάνοντας υπόψη: την βαθμολογία των υποψηφίων κατά την τελευταία εξαετία, τα προσόντα, την αρχαιότητα στην υπηρεσία ή/και στο βαθμό, την πείρα, και την υπηρεσιακή εικόνα όπως προκύπτει από τους Προσωπικούς Φακέλους.
..................................
Αιτιολογώντας την απόφαση τους αυτή, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού ανέφεραν ότι για τον Ελευθέριο Χρίστου (7887), Πέτρο Χαραλάμπους (7886), Νίκο Μιχαηλίδη (1514) και Σάββα Πατσαλίδη (7353), κατέληξαν στην πιο πάνω κρίση καθότι οι εν λόγω υπάλληλοι κατέχουν υψηλότερη βαθμολογία κατά την τελευταία εξαετία από τους υπόλοιπους υποψηφίους που δεν προτείνονται και που έχουν τουλάχιστον την ίδια αρχαιότητα στον βαθμό και στην Υπηρεσία μαζί τους. Επιπλέον, οι τέσσερεις αυτοί υποψήφιοι κατέχουν υπέρτερα προσόντα έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων που έχουν τουλάχιστον την ίδια εν γένει πείρα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην Αρχή και που έχουν τουλάχιστον την ίδια αρχαιότητα στο βαθμό και δεν προτείνονται, ενώ δεν υστερούν στην εν γένει πείρα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην Αρχή έναντι όσων υποψηφίων δεν προτείνονται αλλά κατέχουν υπέρτερα προσόντα συγκριτικά μαζί τους.
Αναφορικά με τον Κώστα Μακρή (1528) ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού ανέφεραν ότι κατέληξαν στην πιο πάνω κρίση καθότι ο εν λόγω υπάλληλος έχει ψηλότερη βαθμολογία έναντι όλων των υπόλοιπων υποψηφίων που δεν προτείνονται και που έχουν τουλάχιστον την ίδια αρχαιότητα στον βαθμό και στην Υπηρεσία μαζί του και υπερτερεί σε προσόντα έναντι όλων των υπόλοιπων υποψηφίων που δεν προτείνονται πλην του Δημήτρη Ηλιάδη (733) και του Δημοσθένη Σταυρινίδη (2470) σε σχέση με τους οποίους κατέχει μεν ισάξια προσόντα αλλά έχει υψηλότερη βαθμολογία κατά την τελευταία εξαετία.
Συνεχίζοντας, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού ανέφεραν ότι κατέληξαν στην πιο πάνω κρίση αναφορικά με τον Φαίδωνα Λοϊζίδη (7024) καθώς έχει ψηλότερη βαθμολογία κατά την τελευταία εξαετία έναντι όλων των υποψηφίων που δεν προτείνονται και που έχουν τουλάχιστον την ίδια αρχαιότητα στον βαθμό και στην Υπηρεσία μαζί του. Επιπλέον, κατέχει τουλάχιστον ισάξια προσόντα με εκείνους τους υποψήφιους που δεν προτείνονται και που έχουν συγκριτικά με τον ίδιο τουλάχιστον την ίδια αρχαιότητα στην Υπηρεσία μαζί του, ενώ έχει αποκτήσει μεγαλύτερη πείρα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Αρχή έναντι όσων υποψηφίων δεν προτείνονται και κατέχουν υπέρτερα προσόντα από τον ίδιο...
Αναφορικά με τον Γιώργο Λοϊζίδη (7023) ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού ανέφεραν ότι κατέληξαν στην πιο πάνω κρίση καθότι ο εν λόγω υπάλληλος έχει ίση ή υψηλότερη βαθμολογία κατά την τελευταία εξαετία έναντι όλων που δεν προτείνονται και που έχουν τουλάχιστον την ίδια αρχαιότητα στο βαθμό και στην Υπηρεσία μαζί του. Επιπλέον, κατέχει ισάξια προσόντα έναντι όλων των υποψηφίων που δεν προτείνονται και που έχουν τουλάχιστον την ίδια βαθμολογία κατά την τελευταία εξαετία και που κατέχουν την ίδια πείρα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην Αρχή. Ο κ Γ. Λοϊζίδης κρίνεται καταλληλότερος για ανάληψη καθηκόντων Υποτμηματάρχη, αφού όπως προκύπτει από τον φάκελο του κατέχει ευρύτερη πείρα λόγω προϋπηρεσίας του στη Δημόσια Υπηρεσία και έχει ήδη δοκιμαστεί με άριστα αποτελέσματα σε υπεύθυνη θέση, όπως και άλλοι συνυποψήφιοι του οι οποίοι όμως δεν διαθέτουν ανάλογη πείρα.
Πρόσθετα με τα πιο πάνω ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού ανέφεραν ότι όλοι οι προτεινόμενοι υποψήφιοι για τις θέσεις Υποτμηματάρχη (Τεχνικό Προσωπικό) έχουν εξαιρετική υπηρεσιακή εικόνα και πείρα.»
(Η έμφαση ήταν του πρωτόδικου Δικαστηρίου)
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά καθοδηγούμενο από τη νομολογία (βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517) επεσήμανε ότι «μετά από ακυρωτική απόφαση η διοίκηση έχει την υποχρέωση από τη μια, να προβεί στην έκδοση νέας πράξης, σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου και, από την άλλη, να συμμορφωθεί με τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση, μη επαναλαμβάνουσα τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης.» Δεν παρέλειψε, ακόμη, να αναφερθεί και στις πρόνοιες του Άρθρου 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(I)/1999, σύμφωνα με τις οποίες «Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της».
Αφού υπογράμμισε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η μέθοδος που είχε χρησιμοποιηθεί τόσο κατά την αρχική όσο και κατά την πρώτη επανεξέταση, για σκοπούς αξιολόγησης των υποψηφίων, ήταν ο συνυπολογισμός των βαθμολογιών τους της τριετίας 1999 έως 2002 ο οποίος, σύμφωνα με την 1η ακυρωτική απόφαση, αποκάλυπτε ισοδύναμους σε βαθμολογημένη αξία υποψηφίους, επεσήμανε ότι είχε, ως αποτέλεσμα, δημιουργηθεί δεσμευτικό προηγούμενο υπό το πρίσμα του οποίου, κατά την επανεξέταση, δεν ήταν δυνατή η απόκλιση. Στη βάση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο συνυπολογισμός από το Συμβούλιο των βαθμολογιών της τελευταίας εξαετίας, αντί της τριετίας, παραβίαζε το δεδικασμένο της ακυρωτικής Απόφασης.
Η πιο πάνω κρίση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με βάση τον 1ο Λόγο Έφεσης. Ήταν η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το τι αποφασίστηκε ήταν ότι οι Αιτητές και τα ΕΜ ήσαν ισοδύναμοι σε βαθμολογημένη αξία, όταν για υπολογισμό της βαθμολογημένης αξίας συνυπολογίζονταν οι βαθμολογίες της τελευταίας τριετίας. Σε καμία, όμως, περίπτωση, όπως υποστηρίχθηκε, δεν υπήρχε δεδικασμένο περί ισοδυναμίας των υποψηφίων σε αξία όταν για τον υπολογισμό της συνυπολογίζονταν οι βαθμολογημένες αξίες της τελευταίας εξαετίας.
Δεν συμφωνούμε με την ως άνω εισήγηση. Από τη στιγμή που η μέθοδος αξιολόγησης που χρησιμοποιήθηκε και αποκάλυπτε ισοδυναμία των υποψηφίων σε βαθμολογημένη αξία στις δύο προηγούμενες διαδικασίες, ήταν με βάση τα βαθμολογικά δεδομένα της τελευταίας τριετίας, η επέκταση τους με αναφορά στην τελευταία εξαετία σαφώς και οδήγησε σε παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής Απόφασης. Το δεσμευτικό δικαστικό εύρημα που η ακυρωτική Απόφαση είχε δημιουργήσει ήταν η ισοδυναμία των υποψηφίων σε αξία με βάση τον συνυπολογισμό των βαθμολογιών τους για την τριετία 1999 έως 2002 και ήταν με βάση αυτό που θα έπρεπε να διενεργηθεί η νέα επανεξέταση.
Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το δεδικασμένο παραβιάστηκε και για το λόγο ότι η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή συγκρούετο άμεσα με τα ευρήματα της προηγούμενης ακυρωτικής Απόφασης.
Με βάση τα διαλαμβανόμενα στον Κανονισμό 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Γενικών Κανονισμών) του 1982, (Κ.Δ.Π. 220/1982)[3], όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί, ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής - όπως και το Συμβούλιο Προσωπικού - ήτο επιφορτισμένος με το καθήκον υποβολής εισήγησης προς το Διοικητικό Συμβούλιο.
Στην Ακυρωτική Απόφαση, όπως ήδη προέκυψε από τα αποσπάσματα που παρατέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι «ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής απλά παρέπεμψε στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, παραλείποντας όμως να προσδιορίσει τι ήταν εκείνο το οποίο εβάρυνε την πλάστιγγα υπέρ των υποψηφίων τους οποίους προέτεινε». Κρίθηκε, μάλιστα, ότι «μια τέτοια πρακτική αναιτιολόγητης σύστασης καθιστά το δικαστικό έλεγχο της ορθότητας και/ή νομιμότητας της, ανέφικτο».
Το αιτιολογικό της εν λόγω εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, όπως παρατέθηκε στην πρωτόδικη Απόφαση, είχε ως ακολούθως:
«Μελέτησα διεξοδικά όλα τα ενώπιον μου έγγραφα, δηλαδή τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των κρινομένων υπαλλήλων στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους ή και οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις ή και τα Έντυπα Αξιολογήσεώς τους.
Από τη διεξοδική αυτή μελέτη διαπιστώνω ότι με εκφράζουν απόλυτα τόσο οι ομόφωνες αποφάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού ως προς τα προτεινόμενα για προαγωγή άτομα, όσο και η αιτιολόγηση για τον κάθε ένα προτεινόμενο υποψήφιο. Συγκεκριμένα υιοθετώ πλήρως όσα το Συμβούλιο Προσωπικού αναπτύσσει στις σελίδες 17/18 και 18/18 του πρακτικού του (τα οποία δεν επαναλαμβάνω για λόγους οικονομίας) και εισηγούμαι όπως το Συμβούλιο προχωρήσει με πλήρωση των επτά κενών θέσεων Υποτμηματάρχη (Τεχνικό Προσωπικό) με προαγωγή τω ακόλουθων υπαλλήλων: ...»
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω εισήγηση δεν διέφερε, στην ουσία, από την προηγούμενη, η οποία κρίθηκε ως τρωτή από το Δικαστήριο καθώς και ότι παράπεμπε και πάλι στην αιτιολογία του Συμβουλίου Προσωπικού την οποία και υιοθετούσε πλήρως, είναι απόλυτα ορθή. Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, επαναλαμβάνοντας την ίδια πλημμέλεια, υιοθέτησε εκ νέου τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού, χωρίς να αιτιολογήσει γιατί θεωρεί τους επιλεγέντες υποψηφίους υπέρτερους από εκείνους που δεν είχαν επιλεγεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Δεδομένης της εν λόγω κατάληξης οι Λόγοι Αντέφεσης δεν έχουν, πλέον, υπόσταση και, συνεπώς, δεν χρειάζεται να εξετασθούν.
Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €4.000 (πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει).
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
[1] Κωνσταντίνος Αναστασίου κ.ά. v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2006) 4 Α.Α.Δ.748.
[2] Ηρόδοτος Στρουμπιώτης κ.ά. v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ημερ. 22/4/2010.
[3] 10(5). «Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την
συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του
Αναπληρωτού του».