ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
NICOS ANASTASSIOU ν. REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE AND ANOTHER) (1977) 3 CLR 91
ANTONIADES & OTHERS ν. REPUBLIC (1979) 3 CLR 641
Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βούλης Αντ. (Αρ.3) (1994) 3 ΑΑΔ 93
Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βούλης Αντ. (Αρ.4) (1994) 3 ΑΑΔ 167
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 2) (2009) 3 ΑΑΔ 648
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2015) 3 ΑΑΔ 622, ECLI:CY:AD:2015:C811
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:C203
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΑΝΑΦΟΡΑ 1/2022)
(I-justice)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
12 Ιουνίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, Λ. Αρακελιάν, Ν. Καλλένος και Ι. Γεωργιάδου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Οικονόμου, Δ.
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Με τον υπό αναφορά Νόμο (περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2022) η Βουλή των Αντιπροσώπων τροποποίησε τον βασικό περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο (Νόμος 95(Ι)/2000), με τρόπο ώστε για την περίοδο μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2022 να μην καταβάλλεται φόρος κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή.[1]
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε ανεπιτυχώς τον Νόμο στη Βουλή και εν τέλει προχώρησε στην υπό εξέταση τώρα Αναφορά, με βάση το Άρθρο 140 του Συντάγματος.
Επικαλείται ο Αιτητής ότι ο υπό αναφορά Νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 61, 167, 169 και 179 του Συντάγματος, με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως με την Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις και τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, την Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, ως έχει τροποποιηθεί και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 473/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την εκτίμηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και τη διασφάλιση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ.
Εξ αρχής υπενθυμίζουμε ότι το πεδίο ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων περιορίζεται σε εξ αντικειμένου διαπίστωση κατά πόσον ο υπό αναφορά Νόμος συγκρούεται με διάταξη του Συντάγματος, ή προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η εξέταση διενεργείται με αντιπαραβολή των διατάξεων του κρινόμενου Νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και/ή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Οι λόγοι που οδήγησαν τον νομοθέτη στη θέσπιση του Νόμου δεν ελέγχονται, ούτε αποτελούν μέσο διαπίστωσης ή ελέγχου της συνταγματικότητας του. Η σκοπιμότητα και η σοφία των προνοιών του Νόμου εκφεύγουν του συνταγματικού ελέγχου (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.4) (1994) 3 ΑΑΔ 167, 173-174). Γι' αυτό και δεν είναι σχετικοί οι σκοποί που επικαλέστηκε η Καθ΄ ης η Αίτηση, ήτοι η ανακούφιση των ευάλωτων καταναλωτών, η μείωση έκθεσης τους σε ευμετάβλητες ενεργειακές τιμές και η συμβολή στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων που επέφεραν στην κοινωνία και την οικονομία οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών στα πετρελαιοειδή. Το κριτήριο, επαναλαμβάνουμε, είναι αντικειμενικό και δεν αφορά στα κίνητρα και τις προθέσεις της Βουλής.
Η ουσία της θέσης του Αιτητή είναι πως η εξουσία που άσκησε η Βουλή, δια του υπό αναφορά Νόμου, εμπίπτει στα πλαίσια της εκτελεστικής φύσεως αρμοδιότητας της κυβέρνησης να διασφαλίζει και να εκτελεί τη δημοσιονομική πολιτική με τέτοιο τρόπο ώστε να συνάδει με τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως απορρέουν από τις δεσμεύσεις της ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όπως έχουν ενσωματωθεί στον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο του 2014, Ν. 20(Ι)/2014 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»).
Εξ αντιθέτου, είναι η βασική θέση της Καθ' ης η Αίτηση ότι έχοντας εξουσία έγκρισης του προϋπολογισμού, διατηρεί ειδική εξουσία ως προς τον επηρεασμό, την χάραξη και τη διαμόρφωση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους. Η εξουσία της Βουλής να νομοθετεί εν παντί θέματι (Άρθρο 61 του Συντάγματος)[2] έχει ως μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται δια του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει πρόταση νόμου που συνεπάγεται αύξηση των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων, χωρίς να απαγορεύει τον δια νόμου περιορισμό των εσόδων (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2009) 3 ΑΑΔ 648).
Στο επίκεντρο, συνεπώς, του προβληματισμού βρίσκεται η θεμελιακή και διάχυτη στο Σύνταγμα μας διάκριση των εξουσιών.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αποτελεί αξιακή αρχή που διαχέει κάθε σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα και είναι θεμελιώδους σημασίας έχοντας επιβεβαιωθεί ως η αναγκαία υποστύλωση αυτής τούτης της πολιτειακής λειτουργίας (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 4/2021, ημερ. 24.1.2022 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 2/2017, ημερ. 5.2.2018). Η θεμελιακή αυτή αρχή απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1994) 3 ΑΑΔ 93).
Το ερώτημα που τίθεται ειδικότερα είναι το κατά πόσον η μεταβολή των εσόδων από το ΦΠΑ εμπίπτει στην έννοια της «άσκησης νομοθετικής εξουσίας υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι», ή κατά πόσον πρόκειται για πράξη εκτελεστικής φύσεως που εναπόκειται στην κυβέρνηση να προωθήσει και βεβαίως στη Βουλή να εγκρίνει ή απορρίψει.
Ουδόλως θα ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί το θεμελιακό αξίωμα, κατάκτηση της Δημοκρατίας και έκφραση της αρχής της νομιμότητας, το οποίο επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Βουλής και το οποίο απαντάται στο Άρθρο 24 του Συντάγματος, ότι για την επιβολή και είσπραξη κάθε είδους φόρου απαιτείται η έκδοση τυπικού Νόμου, ώστε «να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των δημοσιονομικών βαρών από τη Βουλή, δηλαδή από τον αντιπρόσωπο του Λαού, ο οποίος καλείται πάντοτε να βαστάζει τα βάρη αυτά.» (Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, σελ. 278). Ούτε αμφισβητείται ο ρόλος της Βουλής στη διαμόρφωση της εκάστοτε οικονομικής, φορολογικής και δημοσιονομικής πολιτικής, όπως περιγράφεται στις αποφάσεις και τα συγγράμματα στα οποία μας έχει παραπέμψει ο κ. Πολυβίου.[3] Το ζήτημα όμως που τίθεται προς επίλυση, ώστε να απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, άπτεται της οριοθέτησης της αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας αφενός, και της αρμοδιότητας της νομοθετικής εξουσίας αφετέρου, σε ό,τι αφορά στο όλο πλέγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η Δημοκρατία, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόκειται σε δεσμεύσεις αναφορικά με την άσκηση της οικονομικής και δημοσιονομικής της πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει σειρά μεταρρυθμίσεων με στόχο την σταθερότητα που πρέπει να διέπει τον δημοσιονομικό σχεδιασμό και την αποφυγή, κατά το δυνατόν, μη βιώσιμων οικονομικών πολιτικών με σκοπό την ενίσχυση της κατευθυντήριας αρχής των υγιών δημόσιων οικονομικών, η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 119, παράγραφος 3 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).[4]
Ειδικότερα έχει συμφωνήσει, μαζί με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δεσμεύεται από το τροποποιημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) που τέθηκε σε ισχύ στις 13 Νοεμβρίου 2011 (μέρος του αποκαλούμενου «Εξάπτυχου» (Six pack) για την τροποποίηση του ΣΣΑ). Έχει συμφωνήσει επίσης και δεσμεύεται από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2013, ως μέρος μιας ακόμα μεταρρύθμισης, της διακυβερνητικής Συνθήκης για την Σταθερότητα, τον Συντονισμό και την Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η οποία υπεγράφη κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες στις 2 Μαρτίου 2012.
Επιπλέον, το Μάϊο του 2013 τέθηκαν σε ισχύ οι Κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 472/2013 και 473/2013 (μέρος του αποκαλούμενου «Δίπτυχου» (two pack)) σχετικά με την αξιολόγηση των εθνικών σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων.
Το τροποποιημένο ΣΣΑ προβλέπει προληπτικά και διορθωτικά μέτρα για την επιτήρηση των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών μελών αφενός, και για την αποκατάσταση των υπερβολικών ελλειμμάτων, αφετέρου.[5] Ο σκοπός του προληπτικού σκέλους του ΣΣΑ είναι να διασφαλίζει τα υγιή οικονομικά μέσω της πολυμερούς εποπτείας που βασίζεται στο Άρθρο 121 ΣΛΕΕ και στους εν λόγω Κανονισμούς. Το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ προβλέπει διαδικασία προς αποτροπή δημιουργίας υπερβολικών ελλειμμάτων και διασφαλίζει την ταχεία διόρθωση τους. Η διαδικασία αυτή βρίσκει έρεισμα στο Άρθρο 126 ΣΛΕΕ, στο Πρωτόκολλο (αριθ. 12) που προσαρτάται στις Συνθήκες και στους εν λόγω Κανονισμούς.
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο προβλέπει τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα» του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, με πρόβλεψη για το επιτρεπόμενο χαμηλότερο περιθώριο του διαρθρωτικού ελλείμματος, ο οποίος θα πρέπει να κατοχυρώνεται στο εθνικό δίκαιο, κατά προτίμηση σε συνταγματικό επίπεδο. Εάν ο κανόνας αυτός, γνωστός και ως «φρένο στο χρέος» παραβιάζεται, τα ίδια τα κράτη μέλη μπορούν να προσφύγουν εναντίον άλλων κρατών μελών ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προβλέπεται επίσης αυτόματη ενεργοποίηση του διορθωτικού μηχανισμού.
Με τους Κανονισμούς, γνωστούς ως «Δίπτυχο», σκοπείται η περαιτέρω ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωζώνη. Ο Κανονισμός αριθ. 473/2013 καθορίζει κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την εκτίμηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και τη διασφάλιση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος των κρατών μελών στη ζώνη του Ευρώ και ο Κανονισμός αριθ. 472/2013 αφορά στην ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας. Βασικό στοιχείο του Κανονισμού αριθ. 473/2013 είναι να εξασφαλίζει κοινά δημοσιονομικά χρονοδιαγράμματα για όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του Ευρώ και κανόνες για την παρακολούθηση και αξιολόγηση των σχεδίων προϋπολογισμών των κρατών μελών από την Επιτροπή.[6]
Επίσης η Οδηγία 2011/85/ΕΕ καθορίζει τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα στη ζώνη του Ευρώ, μέσα από τη διατήρηση ενός βιώσιμου οικονομικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο. Η κατάρτιση του ετήσιου Προϋπολογισμού θα πρέπει, όπως προβλέπεται στο Προοίμιο (αιτιολογική σκέψη 20), να βασίζεται σε πολυετή δημοσιονομικό σχεδιασμό, που να απορρέει από το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο, το οποίο πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, προβλέψεις για κάθε σημαντικό στοιχείο δαπανών και εσόδων για το δημοσιονομικό έτος και πέραν αυτού σε βάση αμετάβλητης πολιτικής (αιτιολογική σκέψη 21). Παραπέμπουμε επίσης στα Άρθρα 9 και 10 της Οδηγίας, εκ των οποίων προκύπτει ότι τα έσοδα του κράτους και οι προβλέψεις σε σχέση με αυτά αποτελούν βασική προϋπόθεση για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό, ο οποίος και υπόκειται σε καθορισμένες διαδικασίες ελέγχου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι παραπάνω υποχρεώσεις και δεσμεύσεις της Δημοκρατίας, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν ενσωματωθεί στο Κυπριακό δίκαιο με τον προαναφερθέντα περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο του 2014, Ν. 20(Ι)/2014, στο Προοίμιο του οποίου περιλαμβάνονται οι εξής χαρακτηριστικές αναφορές:
«ΕΠΕΙΔΗ βάσει του άρθρου 167 του Συντάγματος, ο Υπουργός Οικονομικών μεριμνά για τη σύνταξη πλήρους προϋπολογισμού για κάθε οικονομικό έτος, ο οποίος μετά από την έγκρισή του από το Υπουργικό Συμβούλιο κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για συζήτηση, έγκριση και ψήφισή του σε νόμο,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία είναι δεσμευμένη βάσει των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα από τη συμμετοχή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υποβάλλει κάθε χρόνο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάσει των προνοιών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ προκύπτει η ανάγκη για ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προς τον σκοπό αυτό να αναπτυχθεί ακόμα στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών στη ζώνη του ευρώ,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ανάγκη των κυβερνήσεων να διατηρούν υγιή και βιώσιμα οικονομικά και να προλαμβάνουν τη δημιουργία υπερβολικών ελλειμμάτων στη Γενική Κυβέρνηση είναι ουσιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της και συνεπώς απαιτεί την καθιέρωση συγκεκριμένων κανόνων, συμπεριλαμβανομένου ενός «κανόνα ισοσκέλισης του προϋπολογισμού» και διόρθωσης αποκλίσεων όταν προκύπτουν,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ προκύπτει η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης δεν υπερβαίνει το τρία επί τοις εκατόν (3%) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς και ότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης δεν υπερβαίνει ή ακολουθεί επαρκώς πτωτική πορεία προς το εξήντα επί τοις εκατόν (60%) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι αρχηγοί των κρατών μελών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ συμφώνησαν στις 9 Δεκεμβρίου 2011 σε μια ενισχυμένη αρχιτεκτονική για την οικονομική και νομισματική ένωση, που θα έχει ως βάση συνθήκες που αποτελούν το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα διευκολύνει την υλοποίηση μέτρων που λαμβάνονται βάσει των Άρθρων 121, 126 και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση μεταξύ [αναφέρονται τα συμβαλλόμενα μέρη] η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 2 Μαρτίου 2012, και επικυρώθηκε στις 20 Απριλίου 2012, με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 73.4.70, η οποία συμφωνία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 169 του Συντάγματος συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες που συνομολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου έχουν από την ημέρα δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου, υπό τον όρο ότι αυτές οι συνθήκες, οι συμβάσεις και οι συμφωνίες εφαρμόζονται αντίστοιχα και από το αντισυμβαλλόμενο μέρος,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:»
Και η Βουλή ψήφισε το Νόμο, ο σκοπός του οποίου, σύμφωνα με το Άρθρο 4(1)(α), είναι η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, περιλαμβανομένης της διαμόρφωσης, έγκρισης, παρουσίασης και υλοποίησης του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, του περί Προϋπολογισμού Νόμου και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου στη βάση των αρχών της βιωσιμότητας, σύνεσης, σταθερότητας, συνέπειας και διαφάνειας.
Στο ίδιο Άρθρο επεξηγούνται από τον ίδιο το νομοθέτη (ex lege) οι εν λόγω αρχές ως ακολούθως:
«(i) «αρχή βιωσιμότητας» σημαίνει τη διασφάλιση ότι οι δαπάνες, ο δανεισμός και το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης είναι διαχειρίσιμα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και δεν επιβάλλεται άδικο βάρος στις μελλοντικές γενιές·
(ii) «αρχή σύνεσης» σημαίνει την επίτευξη της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ εσόδων και δαπανών·
(iii) «αρχή σταθερότητας» σημαίνει τη διαμόρφωση και παρουσίαση της δημοσιονομικής πολιτικής με τρόπο που να αποφεύγονται οι απότομες διακυμάνσεις των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προοπτικών·
(iv) «αρχή συνέπειας» σημαίνει την αποφυγή οποιωνδήποτε απρόβλεπτων και ανεπιθύμητων διακυμάνσεων και αποκλίσεων από τις προβλέψεις των εσόδων και δαπανών, όπως καθορίζονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, στον Προϋπολογισμό και στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο·
(v) «αρχή διαφάνειας» σημαίνει τον καθορισμό μετρήσιμων, συγκεκριμένων και σαφώς προσδιορισμένων στόχων που επιτρέπουν και διευκολύνουν τη δημόσια εκτίμηση των δημοσιονομικών συνθηκών·»
Η σημασία του Νόμου έγκειται, περαιτέρω, στο γεγονός ότι διαχωρίζει με σαφήνεια τις θεσμικές αρμοδιότητες του δημοσιονομικού πλαισίου, οι οποίες κατανέμονται ως εξής:
(α) Αρμοδιότητες Υπουργικού Συμβουλίου (Άρθρο 10),
(β) Αρμοδιότητες Υπουργού (Άρθρο 11)
(γ) Αρμοδιότητες Προϊσταμένων Οικονομικών Φορέων (Άρθρο 12)
(δ) Αρμοδιότητες Ελέγχοντος Λειτουργού (Άρθρο 13)
(ε) Αρμοδιότητες και εξουσίες του Γενικού Λογιστή (Άρθρο 14),
(στ) Αρμοδιότητες του Προϊστάμενου Γραφείου Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (Άρθρο 15),
(ζ) Αρμοδιότητες του Γενικού Ελεγκτή (Άρθρο 16) και
(η) Αρμοδιότητες της Βουλής των Αντιπροσώπων (Άρθρο 17).
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρο 17 οι αρμοδιότητες της Βουλής στα πλαίσια της δημοσιονομικής ευθύνης και του δημοσιονομικού πλαισίου καθορίστηκαν ως ακολούθως:
«17. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 81 και του άρθρου 167 του Συντάγματος-
(α) ψηφίζει τον Προϋπολογισμό, πριν την ημερομηνία έναρξης του οικονομικού έτους, και εγκρίνει τους τελικούς λογαριασμούς της Δημοκρατίας και
(β) εγκρίνει την παροχή εγγυήσεων από τη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου.»
Στο Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το Άρθρο 10, ανατίθεται, μεταξύ άλλων, η διαμόρφωση της δημοσιονομικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου και του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Επίσης το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει τον Προϋπολογισμό, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες και τη δημοσιονομική πολιτική, ο οποίος υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 167 του Συντάγματος. Παράλληλα παρακολουθεί την υλοποίηση του Προϋπολογισμού για τη διασφάλιση της επίτευξης των δημοσιονομικών κανόνων και της δημοσιονομικής πολιτικής και διασφαλίζει την ορθή διαχείριση του δημόσιου χρέους σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική.
Ο αρμόδιος Υπουργός, σύμφωνα με το Άρθρο 11, ετοιμάζει, μεταξύ άλλων, και παρουσιάζει τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης σύμφωνα με το στρατηγικό πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής και μεριμνά για την ετοιμασία του Προϋπολογισμού σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο και τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική. Επίσης ετοιμάζει μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις και παρακολουθεί και αξιολογεί τον Προϋπολογισμό των οντοτήτων της Γενικής Κυβέρνησης και των Κρατικών Οργανισμών για να διασφαλίζεται η επίτευξη των δημοσιονομικών κανόνων και πολιτικής.
Στην ετοιμασία της δημοσιονομικής πολιτικής συμμετέχουν οι Προϊστάμενοι Οικονομικών Φορέων κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 12, με την προσκόμιση πληροφοριών κατόπιν διαβούλευσης με τον Υπουργό, όπως συμμετέχουν και στην κατάρτιση του Προϋπολογισμού με την υποβολή εκτιμήσεων και προτάσεων. Εποπτεύουν δε την υλοποίηση του Προϋπολογισμού των Οικονομικών Φορέων που βρίσκονται υπό την αρμοδιότητα τους έτσι ώστε να διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν αποκλίνουν από τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική.
Οι Ελέγχοντες Λειτουργοί που προβλέπονται από το Άρθρο 13 εκτελούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στο Νόμο, συμβουλεύουν τους Προϊσταμένους των Οικονομικών Φορέων και υποβάλλουν προτάσεις για τον Προϋπολογισμό και για τον χειρισμό οποιωνδήποτε άλλων θεμάτων που σχετίζονται με τη διαχείριση των πόρων τους.
Μετά την σύνταξη του Προϋπολογισμού με μέριμνα του Υπουργού Οικονομικών, με βάση τους παραπάνω δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική και την όλη συνεπαγόμενη τεχνοκρατική διαδικασία εκτιμήσεων και διαβουλεύσεων με αρμόδιους εκ του Νόμου φορείς, ο Προϋπολογισμός, κατόπιν εγκρίσεως του από το Υπουργικό Συμβούλιο κατατίθεται, σύμφωνα με το Άρθρο 167 του Συντάγματος, στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η κυριαρχική αρμοδιότητα της Βουλής, που της αποδίδεται από το Σύνταγμα και το Νόμο, να ψηφίσει ή να αρνηθεί την ψήφιση του Προϋπολογισμού, εμπεριέχει και την ευρεία ευχέρεια της για παρέμβαση στη διαμόρφωση του Προϋπολογισμού, όπως επεξηγείται στα συγγράμματα στα οποία μας παρέπεμψε, ως άνω, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της. Ειδικότερα έχουμε παραπεμφθεί σε διαφωτιστικό απόσπασμα από το προαναφερθέν σύγγραμμα Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεωρία, Οργάνωση και Πράξη, σελ. 589, Κωνσταντίνος Κόμπος, όπου με σαφήνεια γίνεται η διάκριση μεταξύ του σχεδιασμού του Προϋπολογισμού, αφενός, και της αδιαμφισβήτητης ευρείας εξουσίας της Βουλής να επηρεάσει τη διαμόρφωση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους, αφετέρου. Γενικά με βάση και τα συγγράμματα στα οποία μας παρέπεμψε ο κ. Πολυβίου, γίνεται αναφορά στο σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η Βουλή στη χάραξη και στη διαμόρφωση της εκάστοτε οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής στο βαθμό που εκφράζεται με τον κρατικό Προϋπολογισμό, εφόσον ο Προϋπολογισμός τυγχάνει της μελέτης και της έγκρισης του Κοινοβουλίου.
Έχοντας όλα τα ανωτέρω κατά νου, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε την υπόθεση υπό το πρίσμα της παράβασης του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως το έτερο σκέλος της εισήγησης του Αιτητή. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο έχει, εν προκειμένω, την έννοια ότι καταδεικνύει πως οι νομικές δεσμεύσεις της Κύπρου ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τέτοιας φύσης που επιβάλλουν ώστε η άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής να καθορίζεται από την εκτελεστική εξουσία, με στόχο τη συγκροτημένη και συντονισμένη στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι κατ' απομόνωση και αποσπασματικά, υλοποίηση του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής και εν γένει των διεθνών δεσμεύσεων της. Τέτοιος τρόπος άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής προϋποθέτει συνολική εικόνα και κατάλληλη τεχνογνωσία και συναρτάται προς παράγοντες που μόνο η διοίκηση είναι σε θέση να σταθμίσει σε κάθε δεδομένη περίπτωση (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2015) 3 ΑΑΔ 622, ECLI:CY:AD:2015:C811, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 1/22, ημερ. 30.11.2022).
Η άσκηση, συνεπώς, της δημοσιονομικής πολιτικής, μετά την έγκριση του Προϋπολογισμού από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, είναι αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο από τη φύση της, όσο και εκ του Νόμου. Χωρίς βεβαίως να τερματίζεται ο συνεχής ρόλος της Βουλής να ελέγχει τα δημόσια οικονομικά και να εισηγείται τροποποιήσεις σε σχέση με τη δημοσιονομική πολιτική, όταν κρίνει αναγκαία την προώθηση συγκεκριμένων κοινωνικών σκοπών, όπως εν προκειμένω. Είναι η κυβέρνηση, όμως, που έχει την ευθύνη της διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών, με βάση το Άρθρο 4(1) του Νόμου, η οποία έχει και την συνολική εικόνα των δημοσίων οικονομικών, ώστε με ασφάλεια και τεχνογνωσία να τηρεί τις πέντε κρίσιμες αρχές, της βιωσιμότητας, της σύνεσης, της σταθερότητας, της συνέπειας και της διαφάνειας. Προκύπτει έτσι η αναγκαιότητα σύμπραξης των αρμοδίων συνταγματικών οργάνων. Η ειδικής φύσεως εξουσία της Βουλής ως προς τον Προϋπολογισμό και συνεπακόλουθα ο ρόλος της στη διαμόρφωση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής δημιουργεί, με δεδομένη πάντοτε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ένα πεδίο διασταύρωσης και αναβαθμίζει το ρόλο της πολιτικής συνεννόησης.[7]
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Καθ' ης η Αίτηση τόνισε το τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου και εισηγήθηκε ότι εν προκειμένω δεν έχει αποδειχθεί χωρίς αμφιβολία η απαιτούμενη αντισυνταγματικότητα του. Με τον δέοντα σεβασμό, όμως, κρίνουμε ότι η πρόσκρουση του υπό αναφορά νομοθετήματος στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι, για τους λόγους που αναφέραμε, αδιαμφισβήτητα φανερή.
Η επικληθείσα, από πλευράς της Καθ' ης η Αίτηση, εξουσία της Βουλής να νομοθετεί εν παντί θέματι, με βάση το Άρθρο 61 του Συντάγματος, δεν ανατρέπει, ούτε περιορίζει, τη θεμελιακή αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Προσδιορίζει το εύρος της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκεί τη νομοθετική της εξουσία εν παντί θέματι, χωρίς να την εξουσιοδοτεί να ασκεί αρμοδιότητα άλλου κρατικού οργάνου.
Όπως εξηγήθηκε πρόσφατα στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 1/2022, ημερ. 30.11.2022 (ανωτέρω):
«Το Άρθρο 61 του Συντάγματος δεν παρέχει τη δυνατότητα στη Βουλή να νομοθετεί «εν παντί θέματι», αλλά ορίζει ότι η νομοθετική εξουσία της Βουλής ασκείται από την Βουλή «εν παντί θέματι». Συνεπώς η ευρύτατη και αδιαμφισβήτητη αρμοδιότητα της Βουλής, απόρροια της λαϊκής κυριαρχίας, αναφέρεται στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και δεν περιλαμβάνει, ούτε επιτρέπει παρέμβαση στο έργο της Διοίκησης. Τούτο αποκλείεται από τη θεμελιακή Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.»
Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, ως εκ τούτου κρίνεται, καθ΄ ολοκληρία, ως αντισυνταγματικός.
Η Γνωμάτευσή μας να κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/φκ
[1] Τροποποίηση του Τέταρτου Παραρτήματος του βασικού Νόμου, Μέρος Ι, Άρθρο 1Α, 1(α).
[2] «Η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις.»
[3] Δρ. Κ. Παρασκευάς, «Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες», σελ.410, Nikos Anastassiou v. The Republic (1977) 3 CLR 91, Ανδρέας Λοϊζου, «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», σελ. 157, Antoniades and others v. Republic (1979) 3 CLR 641, 655, Κωνσταντίνος Κόμπος, «Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεωρία, Οργάνωση και Πράξη», σελ. 589, Βάσος Γεωργίου, «Η Δημόσια Διοίκηση στην Κύπρο», σελ. 505.
[4] Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ως μέρους του αποκαλούμενου «Εξάπτυχου»,5 που τέθηκε σε ισχύ το 2011, Διακυβερνητική Συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση στην οικονομική και νομισματική ένωση (εφεξής η «ΣΣΣΔ»), συμπεριλαμβανομένου του «Δημοσιονομικού Συμφώνου», η οποία τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2013 και οι Κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 473/2013 και (ΕΕ) αριθ. 472/2013, μέρος του αποκαλούμενου «Δίπτυχου» που τέθηκαν σε ισχύ επίσης το 2013).
5 (1) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1175/2011 που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97, (2) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 που τροποποιεί τον Κανονισμό (Ε) αριθ. 1467/97, (3) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1173/2011, (4) Οδηγία 2011/85/ΕΕ, (5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1176/2011 και (6) Κανονισμός (ΕΕ) αριθμ. 1174/2011.
6 Σχετικοί είναι οι Κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1055/2005 του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2005 και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1175/2011 της 16ης Νοεμβρίου 2011 (προληπτικό σκέλος), ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1056/2005 του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2005 και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 της 8ης Νοεμβρίου 2011 (διορθωτικό σκέλος) και Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1173/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου τους 16ης Νοεμβρίου 2011 για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ.
[6] Βλ. Το Πλαίσιο των δημοσιονομικών πολιτικών της ΕΕ, θεματολογικά δελτία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
[7] Βλ. Κωνσταντίνος Κόμπος, «Συνταγματικό Δίκαιο στην Κύπρο, Θεωρία, Οργάνωση και Πράξη», σελ. 589 (ανωτέρω).