ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:C153
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 29/16)
(Υποθ. Αρ. 700/12, 701/12, 702/12, 703/12, 704/12, 705/12,
706/12 & 792/12)
8 Μαΐου , 2023
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσείοντες,
v.
1) ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΨΑΛΤΗ
2) ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΕΤΡΟΥ
3) ΚΩΣΤΑ ΚΝΑΗ
4) ΠΕΤΡΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ
5) ΜΑΡΙΑ ΚΛΩΝΗ
6) ΦΛΩΡΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
7) ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
8) ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
9) ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΧΑΤΖΗΑΝΔΡΕΟΥ
Εφεσιβλήτων.
---------
Θ. Χατζηλούκας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείοντες.
Μ. Μουαϊμης, για Μουαΐμης & Μουαΐμης, για Εφεσίβλητους 1-8.
Χρ. Παρασκευά (κα), για Γ. Βαλιαντή, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο 9.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 14 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (Ν.90/1972), ο Υπουργός Εσωτερικών δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 29.6.2007, Γνωστοποίηση αναφορικά με την Έκθεση Αναθεώρησης του Τοπικού Σχεδίου Δερύνειας.
Προηγήθηκαν της εν λόγω δημοσίευσης και λήφθηκαν προς τούτο υπόψη, η Έκθεση του Κοινού Συμβουλίου, ως και οι απόψεις και εισηγήσεις προσώπων, σωμάτων ή αρχών, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 12Α και 12Γ του Ν.90/1972. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του, ο πρόεδρος του Κοινού Συμβουλίου, υπέβαλε σχετική έκθεση προς το Πολεοδομικό Συμβούλιο στο οποίο είχε εκχωρηθεί η εξουσία αναθεώρησης και τροποποίησης των Τοπικών Σχεδίων. Το Πολεοδομικό Συμβούλιο με τη σειρά του, μετά τη λήψη όλων των απόψεων και εισηγήσεων, αλλά και των παραστάσεων που έγιναν κατά τη δημόσια ακρόαση που πραγματοποιήθηκε στις 27, 29 και 30.4.2009, σύμφωνα με το Άρθρο 12Δ του Ν.90/1972, υπέβαλε τις εισηγήσεις του στον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος ενέκρινε την προτεινόμενη τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Δερύνειας.
Εντός της καθορισμένης από το Νόμο προθεσμίας, υποβλήθηκαν 146 ενστάσεις από ιδιώτες, μεταξύ των οποίων και αυτές των Εφεσίβλητων, οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες ακινήτων στη Δερύνεια που επηρεάζοντο από την υπό αναφορά τροποποίηση. Οι εν λόγω ενστάσεις μελετήθηκαν από την Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων, η οποία με τη σειρά της, υπέβαλε στον Υπουργό Εσωτερικών, τις σχετικές εισηγήσεις της για κάθε μια από αυτές.
Ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού μελέτησε τις ενστάσεις, ως και τις εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων, υπέβαλε σχετική πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο είχε την εξουσία, με βάση το Άρθρο 18(7) του Νόμου 90/1972, να επικυρώσει την υπό αναφορά τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Δερύνειας, όπως και έπραξε με απόφαση του και σχετική Γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 24.2.2012. Ακολούθως, το Υπουργείο Εσωτερικών πληροφόρησε γραπτώς τους ενιστάμενους - συμπεριλαμβανομένων και των Εφεσίβλητων - για
την ολοκλήρωση της διαδικασίας μελέτης των ενστάσεων, ως και για τη δημοσίευση του Εγκεκριμένου Τοπικού Σχεδίου Δερύνειας.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν προσφυγές εναντίον της υπό αναφορά απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η σύνθεση του Κοινού Συμβουλίου έπασχε, με αποτέλεσμα οι προσφυγές των Εφεσίβλητων να επιτύχουν και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί.
Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκουν την ανατροπή της, στη βάση ενός λόγου Έφεσης. Υποστηρίζουν ότι τα εχέγγυα νομιμότητας της σύνθεσης του Κοινού Συμβουλίου είχαν τηρηθεί με ευλάβεια και συνεπώς η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.
Διαφορετική είναι η θέση των Εφεσίβλητων, οι οποίοι υποστηρίζουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτουν τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων. Καταλήξαμε ότι αυτή είναι ορθή και η εισήγηση των Εφεσειόντων δεν ευσταθεί, για τους λόγους που θα επισημάνουμε πιο κάτω, αφού πρώτα αναφερθούμε στις νομικές αρχές που διέπουν την νόμιμη σύνθεση συλλογικού διοικητικού οργάνου:
Σύμφωνα με το Άρθρο 21(1)(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν.158(1)/1999):
«21.—(1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.
(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.»
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδοση, σελ. 553, παρ. 957,
«όργανο, δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο αν, στη συνεδρίαση του, παρίστανται πρόσωπα που δεν είναι μέλη του έστω και αν δεν μετέχουν στην ψηφοφορία, γιατί δεν μπορεί να είναι γνωστό το μέτρο της επιδράσεως που μπορούν να ασκήσουν.»
Το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, 11η έκδοση, Παρ. 129 είναι επίσης, σχετικό:
«Κατά τη συνεδρίαση, κατά την οποία γίνεται διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών και ψηφοφορία για τη λήψη της απόφασης του συλλογικού οργάνου, δεν επιτρέπεται να παρίστανται πρόσωπα, που δεν περιλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις στη νόμιμη συγκρότηση ή των οποίων η συμμετοχή στις συνεδριάσεις δεν προβλέπεται ρητώς. Εάν παρίστανται κατά τη συνεδρίαση άλλα πρόσωπα (όπως π.χ. οι υπηρεσιακοί παράγοντες που κλήθηκαν για παροχή πληροφοριών), πρέπει να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη διαλογικής συζήτησης (ΣΕ 3022/1980)».
Στην προκειμένη περίπτωση, η σύσταση και σύνθεση του Κοινού Συμβουλίου ως συμβουλευτικό σώμα, ρυθμιζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο από το Άρθρο 12(Α) του Ν. 90/1972 (καταργήθηκε με το Ν.120(1)/2014), οι πρόνοιες του οποίου είχαν ως ακολούθως:
«(1) Κατά την εκπόνηση ή τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου, ο Υπουργός συμβουλεύεται Κοινό Συμβούλιο, το οποίο συνίσταται:
(α) αν η περιοχή του Τοπικού Σχεδίου βρίσκεται εξ ολοκλήρου στην περιοχή μιας μόνο τοπικής αρχής, από αριθμό μελών που αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, τα οποία είναι εκ των αιρετών μελών της τοπικής αρχής, αντιπροσωπεύουν την τοπική αρχή και ορίζονται από αυτήν,
(β) αν η περιοχή του Τοπικού Σχεδίου βρίσκεται στην περιοχή περισσότερων της μιας τοπικών αρχών, από αριθμό μελών που αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, τα οποία είναι εκ των αιρετών μελών των εν λόγω τοπικών αρχών, αντιπροσωπεύουν τις αντίστοιχες τοπικές αρχές και ορίζονται από αυτές,
(γ) σε οποιαδήποτε από τις ανωτέρω περιπτώσεις, επιπρόσθετα από τους ανωτέρω, από τρία μέχρι πέντε άλλα μέλη, τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο ως έχοντα ειδικές γνώσεις ή έγκυρη γνώμη σε σχέση με το Τοπικό Σχέδιο.»
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Κοινό Συμβούλιο διαδραμάτιζε ένα σημαντικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον σύμφωνα με το Άρθρο 12(Α) του Ν.90/1972, ο Υπουργός συμβουλευόταν το Κοινό Συμβούλιο, πριν την εκπόνηση ή τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 18 του Ν.90/1972, προτού ο Υπουργός προβεί στην εκπόνηση ή τροποποίηση Τοπικού Σχεδίου ή Σχεδίου Περιοχής που υποβλήθηκε προς αυτόν, δυνάμει του Άρθρου 16 και 17, οφείλει να συμβουλευθεί και λάβει υπόψη την Έκθεση του Κοινού Συμβουλίου.
Με βάση τα πιο πάνω, προκύπτει ότι οι Εφεσίβλητοι πρωτόδικα προσέβαλαν την τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για έγκριση της τροποποίησης του Τοπικού Σχεδίου Δερεύνειας, στην οποία οδήγησαν οι προπαρασκευαστικές πράξεις που εκδόθηκαν από το Κοινό Συμβούλιο, η σύνθεση του οποίου, σύμφωνα με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έπασχε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει ως ανωτέρω, εξέτασε τα πρακτικά των συνεδριών του Κοινού Συμβουλίου ημερ. 12.3.2009, 19.3.2009, 26.3.2009 και 2.4.2009 και διαπίστωσε ότι, παρά το γεγονός ότι καταγράφεται στα εν λόγω πρακτικά ότι ο μεταξύ των παρακαθήμενων Σύμβουλος - Πολεοδόμος, Στέφανος Παπανικολάου, είχε αποχωρήσει - όπως όλοι οι παρακαθήμενοι - από τις συνεδρίες, πριν την διατύπωση των απόψεων και εισηγήσεων των μελών του Κοινού Συμβουλίου, εν τούτοις, μετά την αποχώρηση, ο εν λόγω Σύμβουλος, - όπως, αναφέρεται ρητά στα πρακτικά - παρευρισκόταν κατά την συζήτηση των μελών, αναπτύσσοντας μάλιστα, τις εισηγήσεις και θέσεις του. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 27 Φεβρουαρίου 2008, το Κοινό Συμβούλιο, απαρτίζετο από τέσσερα αιρετά μέλη του Δήμου Δερύνειας και τέσσερα μέλη που κατείχαν ειδικές γνώσεις ή μπορούσαν να εκφέρουν γνώμη αναφορικά με το Τοπικό Σχέδιο.
Το Κοινό Συμβούλιο συνεδρίασε συνολικά έξι φορές (5 Μαρτίου 2009, 12 Μαρτίου 2009, 19 Μαρτίου 2009, 26 Μαρτίου 2009, 2 Απριλίου 2009, 9 Απριλίου 2009).
Στις συνεδρίες του Κοινού Συμβουλίου στις 12 Μαρτίου 2009, 19 Μαρτίου 2009, 26 Μαρτίου 2009 και 2 Απριλίου 2009 ήταν παρόντες εκτός από τα μέλη του Κοινού Συμβουλίου, πέντε ή έξι παρακαθήμενοι. Μεταξύ των παρακαθημένων ήταν και ο Στέφανος Παπανικολάου, Σύμβουλος - Πολεοδόμος. Σε κάποιο σημείο των πρακτικών αναφέρεται ότι: «΄Ολοι οι παρακαθήμενοι απεχώρησαν από τη συνεδρία πριν τη διατύπωση των απόψεων και εισηγήσεων των μελών του Κοινού Συμβουλίου.»
Μετά την αποχώρηση, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, πιο πάνω, καταγράφεται, ότι ο πιο πάνω Σύμβουλος παρευρισκόταν κατά τη συζήτηση των μελών αναπτύσσοντας ταυτόχρονα τις εισηγήσεις του (συνεδρία ημερ. 19 Μαρτίου 2009). Στις συνεδρίες ημερ. 12 και 26 Μαρτίου 2009, ενώ αναφέρεται στα πρακτικά ότι όλοι οι παρακαθήμενοι έχουν αποχωρήσει, πλην, όμως, στη συνέχεια καταγράφεται ότι, ο Πρόεδρος του Κοινού Συμβουλίου κάλεσε τον Πολεοδόμο - Σύμβουλο του Δήμου, να αναπτύξει τις θέσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Δερύνειας για την αναθεώρηση του Τοπικού Σχεδίου, αναφορικά με την εμπορική ανάπτυξη στο δήμο. Τέλος, στη συνεδρία ημερ. 2 Απριλίου 2009, ενώ καταγράφεται η αποχώρηση των παρακαθημένων, στη συνέχεια ο Σύμβουλος αναπτύσσει και πάλι τις θέσεις του. Παρατηρώ δε ότι, σε καμία από τις πιο πάνω συνεδρίες δεν καταγράφεται η αποχώρηση του συγκεκριμένου ατόμου, μετά την παρουσίαση των απόψεων του και πριν τη συζήτηση του θέματος από τα μέλη του Κοινού Συμβουλίου.»
Στη βάση των πιο πάνω πραγματικών γεγονότων, όπως αυτά με σαφήνεια αναφέρονται στα πρακτικά των υπό αναφορά συνεδριών, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι παραβιάστηκαν, τόσο οι ρητές πρόνοιες του Άρθρου 21(1)(2) του Ν.158(1)/1999 (ανωτέρω), όσο και οι καθιερωμένες νομικές αρχές που αφορούν την νόμιμη σύνθεση συλλογικού διοικητικού οργάνου. Συνεπώς, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση περί μη νόμιμης σύνθεσης του Κοινού Συμβουλίου είναι ορθή και επικυρώνεται.
Τέλος, θεωρούμε σημαντικό να αποσαφηνίσουμε ότι, στο πλαίσιο της κατ' Έφεση διαδικασίας, δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο των εγγράφων που ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων επικαλέστηκε στο περίγραμμα αγόρευσης τους και τα οποία εκδόθηκαν μεταγενέστερα της πρωτόδικης απόφασης από το Δήμαρχο Δερύνειας και τη Διευθύντρια Τμήματος Πολεοδομίας, εφόσον αυτά προφανώς δεν τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ήταν το κατ' εξοχήν αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία τους, λαμβανομένων υπόψη των όσων είχαν τεθεί ενώπιον του. (βλ. Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3ΑΑΔ 344 και Χατζηγεωργίου ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς, Α.Ε. 33/2015, ημερ. 1.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:C40).
Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος των Εφεσειόντων, ύψους €2.500 πλέον ΦΠΑ.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.