ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A218
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 171/2019)
22 Μαΐου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείων,
ν.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Π. ΑΓΓΕΛΙΔΗ
Εφεσίβλητου
....
Φ. Χριστοφίδης για Α. Τριανταφυλλίδη & Υιοί ΔΕΠΕ για τον εφεσείοντα.
Ο Εφεσίβλητος εμφανίζεται προσωπικά για Π. Αγγελίδης ΔΕΠΕ.
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Η κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 9/8/2019, εκδοθείσα στην υπόθεση αρ. 1433/2010, με την οποίαν δικαίωσε τον εφεσίβλητο, ο οποίος αξίωνε «απόφαση και/ή Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να εισάξουν τον Αιτητή στο 1ο έτος Νομικής ημερ. 11/10/10, κατόπιν εγγράφου συγκaταθέσεως της Εθνικής Φρουράς είναι παράνομη, άκυρη και/ή εστερημένη οιασδήποτε νομικής αξίας».
Η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πλήττεται με τέσσερις λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι τρεις τελευταίοι μέμφονται την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν θα μπορούσε να απαγορεύεται η φοίτηση άρρενα στο Πανεπιστήμιο λόγω κατάταξης του στην Εθνική Φρουρά» και ότι «πράττοντες έτσι οι εφεσείοντες ενήργησαν καθ' υπέρβαση εξουσίας και παράνομα», καθώς εναπόκειται στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο αν θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του ως φοιτητής.
Πριν ή ασχοληθούμε με την εξέταση των λόγων έφεσης, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του ιστορικού και των γεγονότων που πλαισιώνουν την υπόθεση, όπως αυτά αναντίλεκτα αναδύονται από το φάκελο της υπόθεσης και την πρωτόδικη απόφαση.
Ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή στο τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου (το Πανεπιστήμιο) για το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011 στην κατηγορία Κυπρίων με διπλή υπηκοότητα. Σε συνεδρίαση της στις 30/8/2010, η Επιτροπή Σπουδών του Τμήματος Νομικής έκρινε ότι η εισαγωγή του Στρατιώτη πλέον Αγγελίδη δεν ήταν δυνατή για το εν λόγω ακαδημαϊκό έτος λόγω των στρατολογικών του υποχρεώσεων. Ο πατέρας και κηδεμόνας του εφεσίβλητου, με επιστολές του προς το Πανεπιστήμιο επέμενε στο δικαίωμα εγγραφής του υιού του, αναπτύσσοντας νομικούς ισχυρισμούς και κάλεσε το Πανεπιστήμιο, όπως απαντήσει, αφού συμβουλευθεί τους νομικούς του συμβούλους, μέχρι τις 6/9/2010. Η απάντηση του Πανεπιστημίου, η οποία αποτέλεσε και την προσβαλλόμενη πράξη, το περιεχόμενο της οποίας καταγράφεται πιο κάτω, κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με επιστολή ημερ. 11/10/2010. Ο εφεσίβλητος κατόπιν τούτου καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και υπέβαλε νέα αίτηση για το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013 η οποία έγινε αποδεκτή.
«Σε απάντηση της επιστολής σας με ημερομηνία 07 Σεπτεμβρίου 2010 αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, επιθυμώ καταρχήν να απολογηθώ που καθυστέρησα να σας απαντήσω.
Επί του θέματος να αναφέρω ότι μετά από γνωμάτευση που πήραμε από τους Νομικούς Συμβούλους του Πανεπιστημίου Κύπρου, κύριο Μίκη Φλωρέντζο και κυρία Ριάνα Πασιουρτΐδη προκύπτει ότι:
«Οι Κανόνες Σπουδών και Φοιτητικών θεμάτων (Γενικοί Κανόνες Φοίτησης) δεν απαγορεύουν τη φοίτηση άρρενα παράλληλα με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αλλά παρέχουν το δικαίωμα σε αυτόν, εάν δεν μπορεί να φοιτήσει λόγω κατάταξης του στην Εθνική Φρουρά, να κρατήσει τη θέση για το Ακαδημαϊκό έτος που αρχίζει μετά την απόλυσή του.
Δεδομένου όμως ότι οι περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Φοιτητικά Θέματα και Θέματα Σπουδών) Κανονισμοί του 2006 προνοούν ρητά ότι η παρακολούθηση των μαθημάτων είναι συνεχής και υποχρεωτική θεωρούμε εύλογο, εάν η θέση σας είναι ότι ο κύριος ΧΧΧ Αγγελίδης μπορεί να φοιτήσει κατά τη διάρκεια της θητείας του, όπως προσκομίσει γραπτή βεβαίωση με την οποία να βεβαιούται ότι θα μπορεί να παρακολουθεί τα μαθήματα τα οποία είναι υποχρεωτικά. Σε περίπτωση προσκόμισης τέτοιας βεβαίωσης οπό την Εθνική Φρουρά, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε Κανόνας που να εμποδίζει την εγγραφή του στο Τμήμα Νομικής ταυ Πανεπιστημίου Κύπρου».»
Το Πανεπιστήμιο είχε εγείρει με την ένσταση του, τρεις προδικαστικές ενστάσεις. Πρώτον, ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά εκτελεστής πράξης αλλά πράξης πληροφοριακού περιεχομένου. Δεύτερον, ότι ο αιτητης στερείται εννόμου συμφέροντος εφόσον η πράξη κατά της οποίας στρέφεται είναι ευμενής για τον ίδιο και τρίτον ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικεμένου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του απέρριψε την προσφυγή, αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή κατέστη πλέον άνευ αντικειμένου, αφού μεταξύ άλλων «είχε διαρρεύσει ο χρόνος στον οποίον αφορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση» και ο εφεσίβλητος «είχε ήδη εγγραφεί στο Πανεπιστημιο ως φοιτητής για το τρέχον ακαδημαϊκό έτος 2012-2013» και «δεν φαίνεται να επωφελείται από τυχόν ακύρωση της εν λόγω απόφασης».
Ο εφεσίβλητος άσκησε την Α.Ε. αρ. 27/2013 εναντίον της απορριπτικής απόφασης και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφαση της στην Αγγελίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. αρ. 27/13 ημερ. 25/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:C59 παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, αποφασίζοντας με αναφορά σε πάγια νομολογία ότι «η ύπαρξη του απαραίτητου έννομου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά το στάδιο της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης σε όλα τα στάδια εκδίκασης της προσφυγής περλαμβανομένης και της έφεσης» και ότι περιορισμένη χρονική διάρκεια μιας διοικητικής πράξης, αντικείμενο της προσφυγής δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε τον τερματισμό της δίκης (βλ. Philips College Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 153/2012, ημερ. 20/3/2018), ECLI:CY:AD:2018:C121». Συνακόλουθα κατέληξε πως στα πλαίσια της κρινόμενης υπόθεσης «. ο εφεσείων, εκ πρώτης όψεως έπαθε ζημιά η οποία προέκυψε άμεσα και αποκλειστικά από την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού απώλεσε την εγγραφή του και το κεκτημένο δικαίωμα του να φοιτήσει δωρεάν στο Πανεπιστήμιο κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010/2011, λόγω επιβολής όρου προσκόμισης βεβαίωσης συγκαταθέσεως της Εθνικής Φρουράς, τη νομιμότητα του οποίου ο εφεσείων αμφισβητούσε με την προσφυγή του.» Κατάληξε δε πως «το ζημιογόνο κατάλοιπο ενυπάρχει στο ίδιο αυτό το γεγονός. Η απώλεια του ενός έτους φοίτησης ήταν απτό στοιχείο και δεδομένο, προέκυπτε per se, χωρίς την ανάγκη προσκόμισης περαιτέρω μαρτυρίας.»
Τούτου δοθέντος, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο για εξέταση των λόγων ακύρωσης και εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο απέρριψε τη δεύτερη προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία το αιτητικό της προσφυγής ως αυτό ήταν διατυπωμένο προσέβαλλε ευμενή για τον εφεσίβλητο απόφαση και εσφαλμένα αποφάσισε ότι η δεύτερη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται «ως απόρροια των όσων αποφασίστηκαν στα πλαίσια της Α.Ε. 27/2013 εφόσον κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν ευμενής για τον αιτητή αλλά αντιθέτως του προκάλεσε ζημιά.»
Με την προσφερθείσα αιτιολογία αλλά και επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε με το περίγραμμα αγόρευσης εγείρονται τα ακόλουθα από τον εφεσείοντα/Πανεπιστήμιο.
«Η δεύτερη προδικαστική ένσταση που εγέρθηκε από τον εφεσείοντα ήταν ότι «ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να εγείρει την παρούσα προσφυγή για το λόγο ότι με το αιτητικό της παρούσας προσφυγής προσβάλλεται ευμενής για τον αιτητή πράξη, η οποία δεν επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα του». Συγκεκριμένα με την προσφυγή ζητείτο «Α. Απόφαση και/Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση να εισάξουν τον Αιτητή στο 1ο έτος Νομικής ημερ. 11/10/10 (Παράρτημα Α') κατόπιν εγγράφου συγκαταθέσεως της Εθνικής Φρουράς είναι παράνομη, άκυρη και/ή εστερημενη οιασδήποτε νομικής αξίας.» Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο ήταν διατυπωμένο το αιτητικό της προσφυγής, με το οποίο δεν προσβάλλετο η απόφαση των εφεσειόντων να απαιτήσουν συγκατάθεση της Εθνικής Φρουράς άλλα η απόφαση να εισαχθεί ο αιτητής στο 1ο έτος νομικής κατόπιν συγκατάθεσης της Εθνικής Φρουράς και εσφαλμένα θεώρησε ότι η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως απόρροια των όσων αποφασίστηκαν στα πλαίσια της ΑΕ 27/2013 στην οποία αυτό που εξετάστηκε ήταν το κατά πόσο η παρέλευση του ακαδημαϊκού έτους στο οποίο αφορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση οδηγούσε σε απώλεια του αντικειμένου της δίκης.»
Δεν συμφωνούμε με όσα ο εφεσείων επικαλείται. Η απόφαση Αγγελίδης (ανωτέρω) εξέτασε μεν την ύπαρξη αντικειμένου της δίκης ενόψει της λήξης του ακαδημαϊκού έτους που αφορούσε, πλην όμως η ενασχόληση με το θέμα περιέλαβε την ανάλυση του έννομου συμφέροντος του εδώ εφεσίβλητου και κατέληξε πως η συγκεκριμένη πράξη όπως αυτή καταγράφεται στην προσφυγή, άφησε κατάλοιπο ζημιάς. Μια ευμενής για τον διοικούμενο πράξη όπως η ίδια η λέξη δηλοί, δεν μπορεί να έχει αρνητικά αλλά θετικά και ευνοϊκά αποτελέσματα. Στην παρούσα περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν η μη εγγραφή του εφεσίβλητου στο Πανεπιστήμιο, η οποία ευρέθη ότι τον εζημίωσε.
Αναφέρεται στο σύγγραμμα Γλυκερίας Π. Σιούτη «Το έννομο συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» έκδοση 1998, σελ. 49-50:
«Η βλάβη μπορεί να προσδιοριστεί ως το αρνητικό, το επιβαρυντικό, το δυσμενές αποτέλεσμα που συνεπάγεται για τον αιτούντα η προσβαλλόμενη πράξη και επομένως συνδέεται με την ωφέλεια που αυτός μπορεί να προσπορισθεί από την ακύρωση της πράξης.»
Συνεχίζει η αναφορά στο ίδιο σύγγραμμα με υπόδειξη ότι η βλάβη που επικαλείται ο αιτών ότι προκαλείται από την προσβαλλόμενη πράξη, μπορεί να είναι είτε υλική, υπό την έννοια ότι αφορά περιουσιακά δικαιώματα του και μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα είτε ηθική, υπό την έννοια ότι δεν συνίσταται σε περιουσιακή ζημιά αλλά αφορά καταστάσεις που έχουν ηθική αξία για τον αιτούντα, ήτοι ως εξηγείται στη σελ. 171 «αφορά πνευματικά ή ηθικά συμφέροντα, καταστάσεις δηλαδή που έχουν ηθική αξία για τον αιτούντα» (Δέστε επίσης το σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η έκδοση 1994, σελ. 404).
Η συγκεκριμένη απόφαση δεν μπορεί να διαχωριστεί στο μέρος εκείνο το οποίο επιτρέπει την εισαγωγή του εφεσίβλητου στο Πανεπιστήμιο και σε εκείνο το οποίο απαιτεί τη βεβαίωση της Εθνικής Φρουράς. Η πράξη είναι μια και αδιαχώρητη και η εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο τελεί υπό την προϋπόθεση της πρσκόμισης της βεβαίωσης, ως αναφέρεται και στην Αγγελίδης (ανωτέρω).
Αυτή την πράξη προσέβαλε ο εφεσίβλητος και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε πως, αφ' ης στιγμής εκρίθη από την Ολομέλεια πως υπήρξε κατάλοιπο ζημιάς, η πράξη δεν ήταν ευμενής. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Οι λοιποί λόγοι έφεσης άπτονται της κατ' ισχυρισμό εσφαλμένης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποίαν ανέφερε ότι ελήφθη καθ' υπέρβαση εξουσίας και παράνομα η απόφαση του Πανεπιστημίου για προσκόμιση βεβαιώσεως από την Εθνική Φρουρά και την εσφαλμένη τη διαπίστωση του «ότι δεν θα μπορούσε άλλωστε να απαγορεύεται η φοίτηση άρρενα στο Πανεπιστήμιο λόγω κατάταξης του στην Εθνική Φρουρα».
Επιχειρηματολογώντας ο συνήγορος του Πανεπιστημίου σκιαγράφησε το ερώτημα το οποίο κυρίως απασχολεί και αυτό συνίσταται στο κατά πόσο «η απόφαση των εφεσειόντων να εισάξουν τον εφεσίβλητο στο 1ο έτος νομικής κατόπιν σχετικής βεβαίωσης από την Εθνική Φρουρά με την οποία θα βεβαίωνε ότι ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να παρακολουθήσει τα υποχρεωτικά μαθήματα του Πανεπιστημίου Κύπρου, ήταν παράνομη», θεωρώντας πως ουσιαστικός επί του θέματος είναι ο Κανονισμός 1.3 των Κανόνων Προπτυχιακής φοίτησης καθώς και ο Κανονισμός 22.3 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Φοιτητικά θέματα και θέματα Σπουδών) Κανονισμών (ΚΔΠ 172/2006) το Άρθρο 3 του οποίου προνοεί πως η παρακολούθηση των μαθημάτων είναι συνεχής και υποχρεωτική.
Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου, ο οποίος υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, εστιάζεται στο γεγονός πως οι εν λόγω Κανονισμοί του Πανεπιστημίου δεν απαγορεύουν την φοίτηση άρρενα στο Πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας και πως η ευθύνη για την επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης του την έχει ο ίδιος, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 22.4, και εναπόκειται στον ίδιο αν θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του ως φοιτητής με τον κίνδυνο, σε αντίθετη περίπτωση να διαγραφεί.
Η εξέταση των συγκεκριμένων λόγων έφεσης επιβάλλει παραπομπή και αναφορά στους εκδοθέντες από το Πανεπιστήμιο Κανονισμούς, ρυθμιστικούς των θεμάτων φοίτησης, αριθμού προσφερομένων θέσεων σε νεοεισαγόμενους φοιτητές τα κριτήρια εισαγωγής φοιτητών, την εγγραφή καθώς και τη διαγραφή τους.
Για ότι εδώ συζητάμε, σχετικοί οι περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Φοιτητικά θέματα και θέματα σπουδών) Κανονισμοί, ΚΔΠ 172/2006, όπως αυτοί τροποποιήθηκαν (στο εξής οι Κανονισμοί). Το Μέρος ΙΙ υπό τον τίτλο «Κανόνες Προπτυχιακής Φοίτησης», προνοεί διά του Κανόνα 1.3.
«1.3. ΚΡΑΤΗΣΗ ΘΕΣΗΣ
1.3.1 Για τους άρρενες που εξασφαλίζουν θέση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και δεν μπορούν να φοιτήσουν λόγω κατάταξής τους στην Εθνική Φρουρά, η θέση κρατείται για να φοιτήσουν κατά το ακαδημαϊκό εξάμηνο που αρχίζει μετά την απόλυσή τους από την Εθνική Φρουρά.
1.3.2 Η κράτηση θέσης γίνεται με τη συμπλήρωση του Εντύπου Εγγραφής Φοιτητή του Πανεπιστημίου Κύπρου (ορίζοντας το ακαδημαϊκό εξάμηνο που θα φοιτήσει ο φοιτητής), με το οποίο ζητείται να κρατηθεί η θέση για το ακαδημαϊκό εξάμηνο που αρχίζει μετά την απόλυση από την Εθνική Φρουρά. Για την εγγραφή, μετά την απόλυση από την Εθνική Φρουρά, θα πρέπει να κατατεθεί, εκτός από τα άλλα απαιτούμενα δικαιολογητικά, και επίσημη βεβαίωση στην οποία να αναφέρεται η ημερομηνία κατάταξης στην Εθνική Φρουρά και η ημερομηνία απόλυσης.
1.3.3 Όσοι δεν ζητήσουν εμπρόθεσμα να τους κρατηθεί η θέση, χάνουν τη θέση τους.
1.3.4 Για τα άτομα που εξασφαλίζουν θέση στα Τμήματα του Πανεπιστημίου Κύπρου, όπως και για αυτούς που θα κρατήσουν θέση, δημοσιεύεται ο αριθμός υποψηφίου.
1.3.5 Φοιτητές οι οποίοι εξασφαλίζουν αναστολή από την Εθνική Φρουρά που καλύπτει τουλάχιστον ένα εξάμηνο, έχουν δικαίωμα εγγραφής στα μαθήματα.»
Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι και οι Κανονισμοί 3.1 και 4.1 με τους οποίους καθορίζεται η αναμενομένη, από τον προπτυχιακό φοιτητή, συμπλήρωση των σπουδών του σε οκτώ (8) εξάμηνα, με μέγιστη διάρκεια αυτής να οριοθετείται στα 12 εξάμηνα, στα οποία δεν περιλαμβάνεται η διάρκεια αναστολής ή διακοπή φοίτησης.
Σε περίπτωση κατά την οποίαν δεν ικανοποιηθούν πλήρως οι απαιτήσεις του προγράμματος σπουδών, τότε η φοίτηση τερματίζεται αυτοδικαίως, χωρίς την απονομή πτυχίου, μόλις ο φοιτητής συμπληρώσει συνολικά δώδεκα εξάμηνα φοίτησης, στα οποία επίσης δεν περιλαμβάνεται ή διάρκεια αναστολής ή η διακοπή της φοίτησης.
Σημειώνουμε προς συμπλήρωση της αναφοράς στους Κανονισμούς πως δυνάμει του Καν. 22(3) η παρακολούθηση των μαθημάτων είναι συνεχής και υποχρεωτική και του Καν. 22(4) η ευθύνη για την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών του, έχει ο διδασκόμενος.
Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των ανωτέρω Κανονισμών, προκύπτει αβίαστα πως η φοίτηση είναι συνεχής και υποχρεωτική και την ευθύνη για τούτο και για ολοκλήρωση των σπουδών του έχει ο φοιτητής. Ουδεμία απαγόρευση τίθεται για τους άρρενες φοιτητές οι οποίοι υπηρετούν την Εθνική Φρουρά να εγγραφούν στο Πανεπιστήμιο, όπως εξάλλου αποδέχεται το Πανεπιστήμιο με την προσβαλλόμενη πράξη. Είναι αποδεκτό πως οι στρατιωτικές υποχρεώσεις των οποίων η εκτέλεση ενδεχομένως είναι συνεχής, να παρεμποδίζει τη συνεχή παρακολούθηση των μαθημάτων, η συμμετοχή στα οποία είναι υποχρεωτική.
Δεν τίθεται όμως οτιδήποτε στο Νόμο και στους Κανονισμούς, ως προϋπόθεση εγγραφής, η προσκόμιση βεβαιώσεως. Αντίθετα, παρέχεται η δυνατότητα σε οποιοδήποτε φοιτητή, συνεπώς και σε εκείνον που ταυτόχρονα είναι στρατιώτης, να χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα που του παρέχει το Άρθρο 24 των Κανονισμών για αναστολή της φοίτησης του, η οποία αναστολή δεν συνυπολογίζεται στα εξάμηνα σπουδών.
Για τούτο το επιχείρημα του Πανεπιστημίου πως σε περίπτωση αποδοχής φοιτητη/στρατιώτη, έχει ως αποτέλεσμα κάποιος άλλος να στερηθεί τη θέση, αν και λογικό, δεν αποτελεί το κριτήριο επίλυσης του εξεταζόμενου ζητήματος διότι αν αυτό ίσχυε, δεν θα παρείχετο δικαίωμα αναστολής της φοίτησης, όταν δεν μπορούν οι εισαχθέντες, να φοιτήσουν (Καν. 1.3.1).
Δεν προκύπτει συνεπώς ως συμπέρασμα, το προτασσόμενο από τον εφεσείοντα επιχείρημα, πως το δικαίωμα φοίτησης αρρένων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις στρατολογικές του υποχρεώσεις. Εκείνο που ως συμπέρασμα εξάγεται είναι πως οι φοιτητές έχουν την υποχρέωση να ολοκληρώσουν τη φοίτηση τους σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με δικαίωμα εάν δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη συνεχή φοίτηση, να διεκδικήσουν αναστολή της φοίτησης τους. Ταυτόχρονα οι ανωτέρω πρόνοιες διαφυλάσσουν τη θέση άρρενα στο Πανεπιστήμιο μέχρι ολοκλήρωσης της στρατιωτικής του θητείας και δεν απαγορεύουν την φοίτηση ταυτόχρονα με αυτή, τηρουμένων των τεθέντων υποχρεώσεων. Το Πανεπιστήμιο οφείλει να διασφαλίσει ότι ο φοιτητής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι του Πανεπιστημίου και εάν διαπιστώσει το αντίθετο, τότε προχωρά στο προβλεπόμενο μέτρο της διαγραφής του φοιτητή.
Συνεπώς ο κίνδυνος διαγραφής ανήκει στον φοιτητή, ο οποίος επιλέγοντας εγγραφή στο Πανεπιστήμιο και στρατολογικές υποχρεώσεις με την ταυτόχρονη θητεία στην Εθνική Φρουρά, ουσιαστικά εκθέτει τον εαυτό του στον κίνδυνο διαγραφής του.
Ήταν επομένως ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «εναπόκειται στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο αν θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του ως φοιτητής με τον κίνδυνο σε αντίθετη περίπτωση να διαγραφεί.»
Συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 2-4 απορρίπτονται.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €3.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/κας