ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Α. Σ. Αγγελίδης, για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-03-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΠΑΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9/2016, 1/3/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:C75

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.  9/2016

(Υπόθ. Αρ. 1284/2011)

 

1η Μαρτίου, 2023

 

[Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΠΑΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ,

 

                                                          Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

 ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητη

 

 

― ― ― ― ―

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του  Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ε. Τόλλα (κα), για Μ. Ηλιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος - Γιασεμίνα Καραγιώργη.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

― ― ― ― ―

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Με την υπό κρίση Έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της Εφεσείουσας, εναντίον της απόφασης τη Εφεσίβλητης να προάξει το Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ), αντί την ίδια, στη θέση Προϊσταμένου Τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για την Εκπαιδευτική Έρευνα και Αξιολόγηση, από 12.9.2011.

 

          Θεωρούμε χρήσιμο, προτού αναφερθούμε στους λόγους Έφεσης, να παραθέσουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, σε σχέση με το ιστορικό της υπόθεσης:

 

«Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 2011, κατάλογος των οκτώ αιτητών που υπέβαλαν αίτηση για την επίδικη θέση, οι αιτήσεις και οι φάκελοι των υπηρεσιακών εκθέσεων διαβιβάστηκαν στην Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ως πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία ακολούθως υπέβαλε την έκθεση και τον κατάλογο των συστηνομένων στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (εφεξής «ΕΕΥ»). Στον κατάλογο των υποψηφίων που συστάθηκαν από την Συμβουλευτική Επιτροπή (εφεξής «η Συμβουλευτική»), περιλαμβάνονταν τόσο η αιτήτρια στην Υπόθεση αρ. 1284/2011 (εφεξής «η αιτήτρια»), όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

.............................»

 

Πιο συγκεκριμένα, η Συμβουλευτική συνεδρίασε τέσσερις φορές.  Κατά την πρώτη συνεδρία διαπίστωσε ότι πέντε υποψήφιοι πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας 3(1), 3(3) και 3(6).  Σε ό,τι αφορά την πρόνοια 3(2), «Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα του τομέα για τον οποίο προορίζεται, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους», ζήτησε από τους υποψήφιους αυτούς να προσκομίσουν πιστοποιητικά των Πανεπιστημίων, που να περιλαμβάνουν περιγραφή των μαθημάτων και τυχόν άλλα σχετικά έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι πληρούσαν την πρόνοια αυτή.  Κατά την δεύτερη συνεδρία εξέτασε τα προσόντα και διαπιστώθηκε ότι και οι πέντε υποψήφιοι πληρούσαν την πρόνοια 3(2). Στις ακόλουθες συνεδρίες είδε όλους τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη και με βάση τις απαντήσεις και την επίδοση τους, χαρακτήρισε το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως «Σχεδόν Εξαίρετη», την αιτήτρια «Πολύ Καλή» ......».  Η τελική αξιολόγηση ήταν ομόφωνη και είχε ως εξής:

 

«ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΣΕΜΙΝΑ

 

Στην προσωπική συνέντευξη αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετη. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις της για τα έτη 2002/2003, μέχρι 30/6/2004 και 2005/2006 και μέχρι 31/08/2009 ήταν 36, 38, 38 και 39 μονάδες, αντίστοιχα.  Η υποψήφια κατέχει τη θέση της Διευθύντριας Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευση, (Κλ.Α12+2) από 01/12/2007.  Κατέχει όλα τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, μεταξύ των οποίων διδακτορικό τίτλο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου σε θέματα Εκπαίδευσης. Διαθέτει την απαιτούμενη εκπαιδευτική υπηρεσία, που απέκτησε ως Δασκάλα (από τον Ιανουάριο 1991 με σύμβαση και από το Σεπτέμβριο 1991 μόνιμη) και ως Βοηθός Διευθύντρια Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Ιούλιο 2004).  Είναι πλήρως ενήμερη πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις και στις τάσεις και στα προβλήματα της εκπαίδευσης, όπως διαπιστώθηκε μέσα από  την προσωπική συνέντευξη.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία κρίσης, περιλαμβανομένων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας καθώς και την απόδοση και αξιολόγησή της κατά την προσωπική συνέντευξη και αφού έλαβε υπόψη ότι αυτή κατέχει διδακτορικό τίτλο, αξιολογεί την υποψήφια ως Εξαίρετη.

 

ΠΑΠΑΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

 

Στην προσωπική συνέντευξη αξιολογήθηκε ως Πολύ Καλή.  Οι υπηρεσιακές εκθέσεις της για τα έτη 2001, 2002, 2004 και 2005 ήταν 6(Ε) 2(ΠΕ), 7(Ε) 1(ΠΙ), 7(Ε) 1(ΠΙ), 7(Ε) και 1(ΠΙ) αντίστοιχα και για τα έτη 2006, 2007, 2008, 2009 και 2010 ήταν 8(Ε) για όλα τα έτη.  Η υποψήφια κατέχει τη θέση της Καθηγήτριας Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Παιδαγωγικά (Κλ.Α11+2), από 1/11/2000. Kατέχει όλα τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, μεταξύ των οποίων διδακτορικό τίτλο του Πανεπιστημίου του Μάντσιεστερ στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία.  Διαθέτει την απαιτούμενη εκπαιδευτική υπηρεσία, που απέκτησε ως Δασκάλα (από το Σεπτέμβριο 1990) και ως Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Νοέμβριο 2000).  Είναι πολύ ενήμερη πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις και στις τάσεις και στα προβλήματα της εκπαίδευσης, όπως διαπιστώθηκε μέσα από την προσωπική συνέντευξη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία κρίσης, περιλαμβανομένων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας καθώς και την απόδοσή και αξιολόγησή της κατά την προσωπική συνέντευξη και αφού έλαβε υπόψη ότι αυτή κατέχει διδακτορικό τίτλο, αξιολογεί την υποψήφια ως Πάρα Πολύ Καλή.

.............................»

 

Στις 6.9.2011 διενεργήθηκαν συνεντεύξεις των υποψηφίων που συστήθηκαν από την ΕΕΥ, στην παρουσία της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η ΕΕΥ προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης της αιτήτριας και του Ενδιαφερόμενου Μέρους στις συνεντεύξεις με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, που είχε θέσει, ως εξής:

 

 

«Καραγιώργη Γιασεμίνα (Π. 5939)

 

Η παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωσή της όσον αφορά το ρόλο του Τομέα Έρευνας και Αξιολόγησης στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ήταν σχεδόν εξαίρετη.  Είχε σαφή γνώση αρκετών σύγχρονων παιδαγωγικών θεωριών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων καθώς και του τρόπου μεταφοράς τους στην πράξη, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε ορθά την παιδαγωγική ορολογία.  Είχε σχεδόν εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Προϊστάμενου Τομέα Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης περιγράφοντας το όραμά της.  Παράθεσε τις ενέργειες και δράσεις που θα επέλεγε επισημαίνοντας τα διάφορα στάδια και διαδικασίες που θα ακολουθούσε και ιεραρχώντας συγκεκριμένους τρόπους προώθησης του θέματος στο πλαίσιο ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης.  Τοποθετήθηκε στο θέμα της συμβολής του Τομέα στην προώθηση της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης και Εφαρμογής των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων επισημαίνοντας επί μέρους θέματα, τα οποία ανέλυσε με αρκετή κριτική διάθεση προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία  στήριξε τόσο θεωρητικά όσο και μέσα από την καθημερινή πρακτική. Ο βαθμός επικοινωνίας ήταν σχεδόν εξαίρετος και οι απαντήσεις της ακολούθησαν συγκεκριμένη λογική σειρά και τεκμηριώνονταν μέσα από την επιστημονική θεωρία και ορολογία.  Η παρουσία της ήταν άνετη και διακρινόταν από σιγουριά για τις απόψεις της και ετοιμότητα για διαμόρφωση νέων θέσεων με δημιουργικό τρόπο. Ο χειρισμός της γλώσσας ήταν σχεδόν εξαίρετος, με μικρές μόνο αδυναμίες στην απρόσκοπτη έκφραση.

Γενικός χαρακτηρισμός:  Σχεδόν Εξαίρετη (4,50)

 

Παπασολομώντος Χριστίνα (1817Π)

 

Είχε πάρα πολύ καλή παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωση όσον αφορά το ρόλο του  Τομέα Έρευνας και Αξιολόγησης στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, η οποία κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα παιδαγωγικών θεωριών που αφορούσαν άμεσα τη σχολική εμπειρία και τη διδακτική πράξη.  Φάνηκε να έχει πολύ καλή κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Προϊστάμενου Τομέα Έρευνας και Αξιολόγησης περιγράφοντας το όραμά της, αναλύοντας τις πρώτες ενέργειες και δράσεις στις οποίες θα προέβαινε.  Τοποθετήθηκε κριτικά στο θέμα της συμβολής του Τομέα στην προώθηση της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης και Εφαρμογής των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων, επισημαίνοντας τις κυριότερες πτυχές και εμβαθύνοντας στην ουσία. Οι απαντήσεις της, στο μεγαλύτερο βαθμό ήταν άμεσα συνδεδεμένες με το θέμα των ερωτήσεων και σαφείς, πράγμα που συντήρησε ένα πάρα πολύ καλό βαθμό επικοινωνίας, ενώ η τεκμηρίωση είχε την αναγκαία θεωρητική στήριξη.  Φάνηκε άνθρωπος με ήρεμο χαρακτήρα, ενθουσιασμό και αρκετές απόψεις που, όταν πρέπει, προσαρμόζει στο όλο κλίμα της συζήτησης, ενώ η παρουσία της δεν είχε οποιαδήποτε προβλήματα. Ο χειρισμός της γλώσσας ήταν πολύ καλός, με κάποιες αδυναμίες στο λεξιλόγιο και στην ικανότητα ανάπτυξης συνεχούς λόγου.

Γενικός χαρακτηρισμός: Πάρα Πολύ Καλή (4,00)»     

 

Συγκρίνοντας  τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων  και της αρχαιότητας έκρινε ότι υπερείχε το Ενδιαφερόμενο Μέρος και την επέλεξε για προαγωγή με την ακόλουθη αιτιολογία:

«Στο κριτήριο της αξίας (περιεχόμενο προσωπικού φακέλου, υπηρεσιακές εκθέσεις, απόδοση στη συνέντευξη), επικρατέστερη υποψήφια είναι η Καραγιώργη Γιασεμίνα.  Ενώ δεν υστερεί των συνυποψηφίων της στο περιεχόμενο φακέλου και στις υπηρεσιακές εκθέσεις, η απόδοσή της στη συνέντευξη ήταν καλύτερη σε σύγκριση με εκείνη των δύο συνυποψηφίων της.

 

Είναι η θέση της Επιτροπής ότι για θέσεις ακαδημαϊκού χαρακτήρα - όπως η παρούσα θέση, η οποία, ανάμεσα σε άλλα καθήκοντα περιλαμβάνει διδακτικό έργο το οποίο αφορά στην επιμόρφωση εκπαιδευτικών και οργάνωση και διεξαγωγή ερευνών/μελετών, επικοινωνία με προϊσταμένους, συναδέλφους και υφισταμένους -  πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στο κριτήριο της αξίας.  Η άσκηση των πιο πάνω καθηκόντων προϋποθέτει άτομο με ώριμη προσωπικότητα, δεξιότητα επικοινωνίας, ανώτερες σπουδές και σχετική πείρα.  Η Επιτροπή σημειώνει ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για θέσεις, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να του δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 13.12.1990, στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 868 και 869 - Κυπριακή Δημοκρατία Vs Aνδρέα Γιαλλουρίδη κ.α. και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003 στην Προσφυγή Αρ. 854/2001 - Κώστας Μάρκου κ.α. Vs Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ).

 

Παρόλο που τα πρόσθετα προσόντα που κατέχουν και οι τρεις υποψήφιες λήφθηκαν υπόψη κατά τη συνεκτίμηση των τριών νόμιμων κριτηρίων, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτά δε δίνουν προβάδισμα σε οποιαδήποτε υποψήφια και έχουν οριακή σημασία, εφόσον το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προνοεί ότι πρόσθετα προσόντα συνιστούν πλεονέκτημα.

 

Στο κριτήριο της αρχαιότητας (βλέπε παρ. 5.3 πιο πάνω), η υποψήφια Καραγιώργη Γιασεμίνα προηγείται των ανθυποψηφίων της.»

 

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διεξήλθε τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις των διαδίκων, κατέληξε ότι (α) δεν προέκυψε οποιαδήποτε πλάνη ή ελλιπής αιτιολογία στην αξιολόγηση των προσόντων τους, (β)  σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα,    ορθά κρίθηκε από την Εφεσίβλητη, βάσει του Άρθρου 37 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/1969),  ότι το ΕΜ είχε προβάδισμα έναντι της Αιτήτριας, (γ) ως προς την αξία, ορθά η πλάστιγγα έκλινε υπέρ του ΕΜ, λόγω κυρίως της καλύτερης απόδοσης του στη συνέντευξη, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και ενώπιον της Εφεσίβλητης, στις οποίες χαρακτηρίστηκε ως «Εξαίρετη» και «Σχεδόν Εξαίρετη» αντίστοιχα, και (δ) δεν είναι αναγκαίο να προσκομίζονται οι προσωπικές σημειώσεις των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπή σχετικά με την απόδοση κατά τις συνεντεύξεις, ως μέρος των πρακτικών.

 

          Με την υπό κρίση Έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με έξι (6) λόγους.

 

Ο 1ος και 2ος Λόγος Έφεσης σχετίζονται με το κριτήριο των προσόντων. Συγκεκριμένα, προβλήθηκε ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο πως ορθά πιστώθηκε στην Εφεσείουσα το προσόν  Med in Educational Studies ως βασικό προσόν, βάσει της παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας και όχι σαν επιπρόσθετο προσόν. Συνακόλουθα, προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αυθαίρετη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί γενικής ισοδυναμίας των διαδίκων στο κριτήριο αυτό.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Εφεσίβλητης, ημερ. 28.6.2011 και 6.9.2011 (Παραρτήματα 5 και 6 στην Ένσταση), αξιολογήθηκαν τόσο τα απαραίτητα προσόντα της Εφεσείουσας και του ΕΜ, όσο και τα πρόσθετα προσόντα τους. Με δεδομένο ότι η Εφεσίβλητη έλαβε υπόψη της ότι και οι δύο έχουν αξιόλογες προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, ως και ότι στο Σχέδιο Υπηρεσίας, δεν προβλέπονται τα πρόσθετα προσόντα ως πλεονέκτημα, κρίνουμε ότι εύλογα η Εφεσίβλητη ερμήνευσε την παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, κατατάσσοντας το εν λόγω μεταπτυχιακό δίπλωμα της Αιτήτριας ως βασικό προσόν και όχι ως επιπρόσθετο. Συνακόλουθα, εύλογα έκρινε πως το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων δεν διαφοροποιούσε τις υποψήφιες, σε βαθμό που να δίνει προβάδισμα σε μία από αυτές, με αποτέλεσμα να συμπεράνει γενική ισοδυναμία στο κριτήριο των προσόντων τους και, ως εκ τούτου, εύλογα αποδόθηκε οριακή σημασία στα πρόσθετα προσόντα τους.

 

Όπως είναι νομολογημένο, η ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας, επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η ερμηνεία που δίδεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517).

 

Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο δικαστικής επέμβασης στην ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας εκ μέρους της Εφεσίβλητης, αλλά ούτε και ως προς την εκτίμηση της ότι τα πρόσθετα προσόντα και των δύο υποψηφίων, δεν μπορούσαν να δώσουν προβάδισμα σε οποιαδήποτε από αυτές. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, 410:

 

«Θα αρχίσουμε από το τελευταίο. Η σημασία που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί σειρά αποφάσεων. Πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπ΄ όψιν μόνο εφ΄ όσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει, αποφεύγοντας, αφ΄ ενός να μη δοθεί σ΄ αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφ΄ ετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.)»

 

Συνεπώς, στη βάση των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Με τον 3ο Λόγο Έφεσης τίθεται ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη αξιολογήθηκε το κριτήριο της αρχαιότητας.

 

Ούτε αυτός ο Λόγος Έφεσης ευσταθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 37(4) και (7), του Ν.10/1969:

 

«(4) Η αρχαιότης μεταξύ εκπαιδευτικών λειτουργών κατεχόντων θέσεις μετά διαφόρων μισθοδοτικών όρων κρίνεται συμφώνως προς τους μισθοδοτικούς όρους των αντιστοίχων θέσεων.

 

[.]

 

«(7)  Εν τω παρόντι άρθρω-

    

                 «μισθοδοτικοί όροι» εν σχέσει προς θέσιν τινά σημαίνει τον μισθόν της θέσεως ή, προκειμένου περί μισθοδοτικής κλίμακος, το ανώτατον σημείον της κλίμακος.»

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με δεδομένο ότι - σύμφωνα με το Παράρτημα 6 στην Ένσταση - το ΕΜ κατείχε θέση διευθυντική (Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης) από 1.12.2007, στην Κλίμακα Α12, ενώ η Εφεσείουσα ήταν Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, από 1.11.2000, στην Κλίμακα Α11, ορθά κρίθηκε, με βάση το Άρθρο 37(4) (ανωτέρω), ότι το ΕΜ είχε προβάδισμα και υπερείχε στο κριτήριο της αρχαιότητας.

 

Όπως είναι νομολογημένο, η αρχαιότητα παίζει καθοριστικό ρόλο όταν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα. Η καταφυγή στην αρχαιότητα ήταν υπό τις περιστάσεις απόλυτα θεμιτή και νομολογιακά ορθή και αποδεκτή μέθοδος αντιμετώπισης του θέματος (βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71, Στέφανος Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77, Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. και Μουρτζή ν. ΕΔΥ (2001) 3 Α.Α.Δ. 915).  Αναγνωρίζεται γενικά ότι η αρχαιότητα στην υπηρεσία προσδίδει λογικά και υπέρτερη πείρα (βλ. Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 740). Σειρά υποθέσεων θεωρεί την πείρα ως εξαγόμενη από τη μεγαλύτερη αρχαιότητα. (βλ. Ψωμά ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2000) 4 Α.Α.Δ. 702).

 

Ο 4ος Λόγος Έφεσης αφορά το κριτήριο της αξίας. Με αυτόν προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, παρόλο που εφαρμόζεται διαφορετικό σύστημα αξιολόγησης από το 2005-2010, οι διαφορές μεταξύ της Εφεσείουσας και του ΕΜ ήταν οριακές και δεν αλλοίωναν τη γενική εικόνα των δύο εξίσου εξαίρετων υπαλλήλων.

 

Όπως είναι νομολογημένο, η ορθή αντιμετώπιση του θέματος είναι να εξετάζεται η γενική εικόνα ενός υποψηφίου και όχι να γίνεται αριθμητική φόρμουλα για να φανεί ποιος έχει τα περισσότερα «Εξαίρετος». Οι μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις συνιστούν οριακές διαφορές, μη δυνάμενες να προσδώσουν υπεροχή σε αξία, αντίθετα καταδεικνύουν υποψήφιους ισοδύναμους σε αξία (βλ. Πατσαλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 738).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και για την Εφεσείουσα εφαρμόστηκε το σύστημα αξιολόγησης της Δημόσιας Υπηρεσίας, ενώ για το ΕΜ οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησης και Αξιολόγησης) Κανονισμοί, με άριστα το 40,  οι όποιες διαφορές ήταν οριακές και δεν αλλοίωναν τη γενική εικόνα των εξίσου εξαίρετων υπαλλήλων. Και τούτο, με δεδομένο ότι η Εφεσίβλητη, για την επιμέτρηση της αξίας έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και ορθά έκρινε ότι από αυτούς προέκυψε ότι και οι δύο υποψήφιες, με βάση τις τελευταίες βαθμολογίες τους, μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «Εξαίρετες» και ήταν περίπου ισοδύναμες στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων.

 

Συγκεκριμένα, το ΕΜ βαθμολογήθηκε για τα έτη 2002/2003, μέχρι 30/6/2004 και 2005/2006 και μέχρι 31/8/2009 με 36, 38, 38 και 39 μονάδες αντίστοιχα και η Εφεσείουσα βαθμολογήθηκε με 6(Ε) και 2 (ΠΙ) το 2001, 7(Ε) και 1(ΠΙ) το 2002-2005, και 8(Ε) το 2006-2010. Επιπρόσθετα, η Εφεσίβλητη έκρινε ότι και οι δύο υποψήφιες ήταν ενήμερες των σύγχρονων εκπαιδευτικών τάσεων, συμμετείχαν σε εκπαιδευτικά συνέδρια, είχαν συγγραφική δράση και σημαντική εμπλοκή στα εκπαιδευτικά δρώμενα.

 

Στη βάση των πιο πάνω, και ο 4ος Λόγος Έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.  

 

Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν είχε δοθεί από την Εφεσίβλητη, υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, η οποία κατέστη, όπως προβλήθηκε, το μόνο ή κυρίαρχο αποφασιστικό στοιχείο επιλογής.

 

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το ΕΜ βαθμολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «Εξαίρετη», ενώ η Εφεσείουσα ως «Πάρα Πολύ Καλή».  Στην προσωπική συνέντευξη ενώπιον της Εφεσίβλητης, το Ε.Μ. αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν Εξαίρετη», ενώ η Εφεσείουσα ως «Πάρα Πολύ Καλή».

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως είναι και η επίδικη, η βαρύτητα των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη, το δε διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον βέβαια σταθμίζει ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία. (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2)(2009) 3 Α.Α.Δ. 655, Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (ανωτέρω), Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96 και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643). Το ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, η Εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να δώσει έμφαση στο στοιχείο της προσωπικότητας ενός υποψηφίου, υποστηρίζεται και από τις υποθέσεις Andronikou v. R. (1987) 3 C.L.R. 1237 και Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 (ΣΤ) Α.Α.Δ. 4316.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε πλήρως στις ορθές αρχές της νομολογίας κατά την εξέταση του λόγου αυτού και εύλογα κατέληξε ότι δεν είχε δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις. Τούτο γιατί αυτές συναρτήθηκαν, όπως υπέδειξε, με τις υπόλοιπες παραμέτρους που συνεκτιμούνται για την αξία των υποψηφίων και παρατέθηκε πλήρης αιτιολογία από την Εφεσίβλητη (ως ανωτέρω),  από την οποία προκύπτει ότι η αξιολόγηση της δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της προφορικής εξέτασης, αλλά της συνολικής εικόνας του ΕΜ, συγκρίνοντας τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας.

 

Έχοντας υπόψη το ισοζύγιο που προέκυπτε από τα υπόλοιπα αντίστοιχα δεδομένα των δύο υποψηφίων, όπως και το κριτήριο της βαρύτητας των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, δεν μας είναι δυνατό να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας, ότι η Εφεσίβλητη έδωσε στις προφορικές συνεντεύξεις υπέρμετρη βαρύτητα ή σημασία, ώστε να θεωρηθεί ότι ενήργησε έξω από τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζεται.

 

Συνεπώς, καταλήγουμε ότι ούτε και ο 5ος Λόγος Έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Τέλος, με τον 6ο Λόγο Έφεσης τίθεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν είναι αναγκαίο να προσκομίζονται οι προσωπικές χειρόγραφες σημειώσεις των μελών που χρησιμοποιήθηκαν σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις. Προς τούτο, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας παρέπεμψε στο σχετικό Άρθρο 24(2), του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99).  Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στη νοητική λειτουργία των μελών ενός διοικητικού οργάνου σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές τους συνεντεύξεις ούτε είναι αναγκαίο να προσκομίζονται οι σημειώσεις ως μέρος των πρακτικών (βλ. Παπαφώτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 831, Σωτηρίου κ.ά. ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452, Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 493, Δημοκρατία ν. Φιλίππου Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756)

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σωτηρίου Κολοκοτρώνη κ.ά. (ανωτέρω), σελ. 457, είναι σχετικό:

 

«Η εισήγηση των δικηγόρων του εφεσίβλητου, που στηρίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, ότι δηλαδή οι σημειώσεις αυτές θα έπρεπε να κατατεθούν για να αποτελέσουν μέρος των πρακτικών, για να μπορεί να ελεγχθεί και το περιεχόμενο τους είναι εσφαλμένη. Στις σημειώσεις αυτές καταγράφεται η νοητική λειτουργία και η προσωπική αξιολόγηση του κάθε μέλους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με φράσεις ή λέξεις, που αποτελούν κλειδιά για τον ίδιο τον γράψαντα μόνο, και που δεν μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν από τον αναγνώστη.  Η νοητική λειτουργία των μελών δεν ελέγχεται. Ελέγχεται η απόφαση και η αιτιολογία, όπως διαμορφώνεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που οι σημειώσεις αυτές δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρακτικού των εργασιών της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., που προβλέπεται να τηρούνται βάσει του άρθρου 11(3), (4) και 5 του Νόμου.»

 

Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος της Εφεσείουσας και προς όφελος της Εφεσίβλητης, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.

 

Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

                                                Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

/ΑΛΟ

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο