ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:C74
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 10/2016)
1 Μαρτίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
1) ΔΩΡΟΘΕΑ ΜΙΧΑΗΛ ΦΕΣΑ,
2) ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΚΑΝΑΣ,
Εφεσείοντες/Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης/Καθ'ης η Αίτηση.
_____________________________________________________________________
Βρ. Χατζηχάννας, για τους Εφεσείοντες.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Θ. Κουσπή (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
___________________________________________________________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
_____________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή υπ' αρ. 1831/2012 (η «πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία επικυρώθηκε η Απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής ΕΔΥ), ημερ. 11/7/2012, με την οποία κατ' αποκλεισμό των Εφεσειόντων, ως μη προσοντούχων υποψηφίων, προήχθη στη θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού στο Τμήμα Γεωργίας το Ενδιαφερόμενο Μέρος (εφεξής ΕΜ).
Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με επτά Λόγους Έφεσης.
Προτού αναφερθούμε σε αυτούς, κρίνουμε αναγκαία την παράθεση, εν συντομία, του ιστορικού της υπόθεσης, όπως αυτό αποτυπώθηκε στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για καλύτερη αντίληψη των όσων εγείρονται με την παρούσα Έφεση.
Η θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού του Τμήματος Γεωργίας («η επίδικη θέση») είναι θέση προαγωγής και το Σχέδιο Υπηρεσίας της περιλαμβάνει στα απαιτούμενα προσόντα για τη διεκδίκησή της την «πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας και της Αγγλικής ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής γλώσσας».
Στις 11/7/2012 η ΕΔΥ, στο πλαίσιο τεσσάρων διαδοχικών συνεδριάσεων της, προέβη σε επανεξέταση της πλήρωσης συνολικά εννέα μόνιμων θέσεων Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωργίας, οι οποίες είχαν παραμείνει κενές μετά την απόφαση της ΕΔΥ να ανακαλέσει προηγούμενες αποφάσεις της που είχαν ληφθεί στις 3/11/2009 και αφορούσαν προαγωγές του Ενδιαφερόμενου Μέρους και άλλων οκτώ υποψηφίων στην επίδικη θέση, λόγω ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου[1].
Στο πλαίσιο της εν λόγω επανεξέτασης η ΕΔΥ εξέτασε επιστολή με την οποία οι Εφεσείοντες ζητούσαν να θεωρηθούν ως προάξιμοι υποψήφιοι, ισχυριζόμενοι ότι κατείχαν την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας λόγω της υπηρεσίας τους στη θέση Γεωργικού Λειτουργού Α΄.
Απορρίπτοντας το αίτημα, η ΕΔΥ αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες δεν διέθεταν το πιο πάνω απαιτούμενο προσόν και ότι, συνακόλουθα, δεν ήταν προάξιμοι, στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση, αφού έλαβε υπόψη ότι κατά την προαγωγή των Μιχαήλ-Φεσά Ροδοθέας και Βακανά Χαράλαμπου στη θέση Λειτουργού Γεωργίας Α΄, Τμήμα Γεωργίας, θέση στην οποίαν προήχθησαν με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 20.10.05, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας και όχι μόνο πολύ καλή γνώση της Αγγλικής. Συγκεκριμένα η Επιτροπή παρατήρησε ότι το εν λόγω Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο εγκρίθηκε στις 2.05.03 και το οποίο ισχύει και σήμερα, απαιτεί πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, αλλά κατά την προαγωγή των εν λόγω υπαλλήλων ίσχυε η Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποίαν "Κατά τα πέντε πρώτα χρόνια μετά από την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας υποψήφιοι μπορούν να είναι και υπάλληλοι που δεν κατέχουν την "Πολύ καλή γνώση της Αγγλικής", νοουμένου ότι κατέχουν ‟Καλή" γνώση της γλώσσας αυτής καθώς και όλα τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα". Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε ότι η προαγωγή των εν λόγω υπαλλήλων στη μόνιμη θέση Γεωργικού Λειτουργού Α΄, Τμήμα Γεωργίας, δεν τους προσδίδει τεκμήριο για πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, καθότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης αυτής απαιτούσε κατά την προαγωγή τους, με βάση τη Σημείωσή του, μόνο καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Η Επιτροπή παρατήρησε μάλιστα ότι, σύμφωνα με στοιχεία που ευρίσκονται στον Προσωπικό του Φάκελο, ένας εκ των δύο υποψηφίων, ο Βακανάς Χαράλαμπος, παρακάθησε σε εξέταση για διαπίστωση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας, που διεξήχθη στις 16.4.99, και απέτυχε.
Η Επιτροπή απορρίπτοντας το αίτημα που υπέβαλαν οι δύο υποψήφιοι μέσω του δικηγόρου τους, σημείωσε ότι, με βάση την κρατούσα νομολογία, κάποιος κατέχει τεκμήριο κατοχής της γλώσσας στην οποίαν διορίστηκε ή προήχθη, μόνο διότι του αποδόθηκε τέτοια γνώση κατά το διορισμό του ή την προαγωγή του. Η Επιτροπή αναφέρθηκε στην απόφαση σε τελικό βαθμό στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3020 (Κυπριακής Δημοκρατίας v. Tάκη Αντωνίου - 2 Ιουλίου 2002), στην οποίαν επιβεβαιώθηκαν τα όσα αποφασίστηκαν προηγουμένως σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και που συνοψίζονται στο πιο κάτω απόσπασμα:
........................................
Η Επιτροπή κατέληξε ότι, ύστερα από τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι με βάση την ισχύουσα νομολογία, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης θα πρέπει να απαιτούσε συγκεκριμένο επίπεδο γνώσης γλώσσας την στιγμή του διορισμού ή της προαγωγής του υπαλλήλου και ότι το τεκμήριο κατοχής επιπέδου γνώσης μιας γλώσσας πηγάζει από την πράξη του διορισμού ή της προαγωγής υπαλλήλου σε μία θέση. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Γεωργικού Λειτουργού Α΄ απαιτούσε, κατά την προαγωγή των υπαλλήλων το 2005, ως ελάχιστο επίπεδο, την Kαλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, καθότι σύμφωνα με τη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας "Κατά τα πέντε πρώτα χρόνια μετά από την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας (2.5.2003) υποψήφιοι μπορούν να είναι και υπάλληλοι που δεν κατέχουν την ‟Πολύ καλή γνώση της Αγγλικής", νοουμένου ότι κατέχουν ‟Καλή" γνώση της γλώσσας αυτής καθώς και όλα τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα". Η Επιτροπή παρατήρησε ότι το ίδιο Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση αυτή ισχύει και σήμερα ενώ έχει απλώς εκπνεύσει η ισχύς της Σημείωσης που επιτρέπει να προαχθούν στη θέση και όσοι γνωρίζουν την Αγγλική σε καλό και όχι σε πολύ καλό επίπεδο.
Ύστερα από τα πιο πάνω, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η απλή εκπνοή της ισχύος της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Γεωργικού λειτουργού Α΄ δεν προσδίδει στους δύο αυτούς υποψηφίους τεκμήριο κατοχής της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, καθότι, όταν αυτοί προήχθησαν στη θέση αυτή, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε και καλή γνώση της Αγγλικής και όχι μόνον πολύ καλή γνώση της Αγγλικής».
Ακολούθως, η ΕΔΥ αφού, όπως σημείωσε, εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία των φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε υπόψη τη σύσταση της Διευθύντριας του Τμήματος Γεωργίας, την οποία και υιοθέτησε, επέλεξε εκ νέου το ΕΜ και τους υπόλοιπους οκτώ υποψήφιους των οποίων η προαγωγή είχε ανακληθεί, ως τους καταλληλότερους, προάγοντάς τους στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 15/11/2009.
Συνεχίζουμε με την παράθεση των Λόγων Έφεσης.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 βάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει αβάσιμο τον ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα από μέρους της ΕΔΥ, ενώ με το Λόγο Έφεσης 2 η ερμηνεία που δόθηκε από την ΕΔΥ αναφορικά με το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης ως εύλογα επιτρεπτή. Μέσω του Λόγου Έφεσης 3 προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι οι Εφεσείοντες δεν καθίσταντο αυτομάτως προσοντούχοι «κατά τεκμήριο». Με το Λόγο Έφεσης 4 οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι λανθασμένα απερρίφθη ο ισχυρισμός τους περί αναψηλάφησης των φακέλων προαγωγής τους. Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 προβάλλεται ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επίκληση εκτέλεσης συγκεκριμένων καθηκόντων από τους Εφεσείοντες, στο πλαίσιο των οποίων γινόταν τακτική χρήση της Αγγλικής γλώσσας, δεν μπορούσε να τεκμηριώσει, από μόνη της, την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος. Με το Λόγο Έφεσης 6 προβάλλεται ότι λανθασμένα αποφασίσθηκε ότι η επίκληση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης δεν θα μπορούσε να καταστήσει τους Εφεσείοντες προσοντούχους για τη διεκδίκηση της επίδικης θέσης. Μέσω του Λόγου Έφεσης 7 οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι, με δεδομένη τη διαπίστωση ότι υπήρχε παράλειψη τήρησης άρτιων πρακτικών, λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρχε παράλειψη ουσιώδους τύπου.
Προς υποστήριξη των τριών πρώτων Λόγων Έφεσης, οι οποίοι εν πολλοίς είναι συναφείς και αλληλένδετοι ως προς το περιεχόμενό τους, η πλευρά των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι, αντίθετα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ΕΔΥ, λειτουργώντας υπό πλάνη και χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και αγνοώντας μια ευνοϊκή για τους Εφεσείοντες κατάσταση πραγμάτων, αποφάσισε ότι αυτοί δεν κατείχαν το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Γεωργικού Λειτουργού Α΄ προέβλεπε, αναφορικά με την κατοχή της Αγγλικής γλώσσας, την απαίτηση για πολύ καλή γνώση της Αγγλικής ενώ, παράλληλα, στη Σημείωση του διαλάμβανε και τα ακόλουθα:
«Κατά τα πρώτα πέντε χρόνια μετά την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, υποψήφιοι μπορούν να είναι και υπάλληλοι που δεν κατέχουν «πολύ καλή γνώση» της Αγγλικής γλώσσας, νοουμένου ότι κατέχουν «καλή» γνώση της γλώσσας αυτής, καθώς και όλα τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα».
Όπως ορθώς κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αποδεκτό ότι οι Εφεσείοντες είχαν προαχθεί στη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄ κατέχοντας «καλή» γνώση της Αγγλικής γλώσσας κατ' εφαρμογή της πιο πάνω Σημειώσεως αναφορικά με το εν λόγω προσόν και η οποία, όπως είχε ρητά καθοριστεί στο Σχέδιο Υπηρεσίας, θα ίσχυε μόνο για τα πρώτα πέντε χρόνια από την έγκρισή του. Τούτου δοθέντος, ήταν ορθή η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες ουδέποτε είχαν θεωρηθεί ότι κατείχαν γνώση της Αγγλικής γλώσσας σε «πολύ καλό» επίπεδο και ότι, για να προαχθούν στη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄, είχαν επωφεληθεί από τη σχετική Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, ορθώς κρίθηκε ότι οι Εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν, στο πλαίσιο διεκδίκησης ανώτερης θέσης η οποία απαιτούσε την «πολύ καλή» γνώση της Αγγλικής γλώσσας, να επικαλούνται ότι καθίσταντο αυτομάτως προσοντούχοι «κατά τεκμήριο» στη βάση του ότι η θέση που κατείχαν απαιτούσε το ίδιο επίπεδο γνώσης αυτής της γλώσσας. Όπως ευστόχως τονίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Το τεκμήριο θα λειτουργούσε προς όφελος τους, μόνο στην περίπτωση όπου κατά το διορισμό ή προαγωγή τους στη κατεχόμενη ή σε άλλη θέση, είχε ρητά πιστωθεί σ' αυτούς η «πολύ καλή» γνώση της Αγγλικής γλώσσας».
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι πλήρως εναρμονισμένη με τη σχετική επί του θέματος νομολογία και συγκεκριμένα με την απόφαση στην υπόθεση της Ολομέλειας Κυπριακή Δημοκρατία v. Τάκη Αντωνίου (2002) 3 Α.Α.Δ. 468, στην οποία επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη και πλέον παγιωμένη θέση της νομολογίας ότι εφόσον σε προηγούμενες διαδικασίες προαγωγής είχε κριθεί ότι ένας υποψήφιος κατείχε ένα συγκεκριμένο απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν, τότε εάν η απόφαση αυτή ουδέποτε προσβλήθηκε με προσφυγή και ακυρώθηκε, τότε δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο υπέρ του υποψηφίου αναφορικά με την κατοχή του, καθότι αντίθετη κατάληξη θα οδηγούσε σε αναψηλάφηση προηγούμενης διοικητικής πράξης η προθεσμία για την προσβολή της οποίας έχει παρέλθει, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο.
Σχετική είναι επίσης και η απόφαση στην υπόθεση Ανδρέας Κούλη v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, όπου κρίθηκε ότι δεν υφίστατο τεκμήριο κατοχής προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στις περιπτώσεις όπου το επίπεδο γνώσης της Αγγλικής γλώσσας που απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της προηγούμενης κατώτερης θέσης ήταν διαφορετικό εφόσον απαιτείτο η καλή γνώση της Αγγλικής και ότι ήταν, συνεπώς, αναγκαία η δέουσα επί τούτου έρευνα.
Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 κρίνονται ανεδαφικοί και, συνεπώς, απορρίπτονται.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 προβάλλεται ότι λανθασμένα απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο η θέση των Εφεσειόντων ότι με τον τρόπο που η ΕΔΥ ενήργησε για να καταλήξει ότι αυτοί δεν ήταν προσοντούχοι για την επίδικη θέση προέβη, ουσιαστικά, σε αναψηλάφηση των φακέλων προαγωγής τους.
Η πιο πάνω θέση δεν είναι βάσιμη.
Σύμφωνα με τη νομολογία, αφ' ης στιγμής ένας υποψήφιος κατέχει αμάχητο τεκμήριο κατοχής ενός προσόντος λόγω κατάληψης προηγούμενης θέσης, οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα για διαπίστωση κατοχής αυτού του προσόντος είναι ανεπίτρεπτη γιατί θα απέληγε, στην πράξη, σε αναψηλάφηση του διορισμού ή προαγωγής του στην προηγούμενη θέση (βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422).
Δεν ήταν, εν προκειμένω, τέτοια η περίπτωση. Με δεδομένο ότι δεν διαφάνηκε στους προσωπικούς φακέλους των Εφεσειόντων να κατέχουν το επίδικο προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής, ήταν καθήκον της ΕΔΥ να ερευνήσει κατά πόσο το κατείχαν κατά τεκμήριο. Είναι δε στο πλαίσιο αυτής της έρευνας που καθηκόντως η ΕΔΥ διενήργησε, που διαπιστώθηκε ότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι Εφεσείοντες κατείχαν κατά τεκμήριο το επίδικο προσόν.
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.
Με το Λόγο Έφεσης 5 οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη και την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη δυνατότητα τεκμηρίωσης της κατοχής της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής λόγω της χρήσης της στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, η οποία κρίση διατυπώθηκε ως ακολούθως:
«Η δε επίκληση εκτέλεσης συγκεκριμένων καθηκόντων από τους αιτητές, στα πλαίσια των οποίων γίνεται, όπως υποστηρίζουν, τακτική χρήση της Αγγλικής γλώσσας, όπως και η αναφορά τους στις αξιολογήσεις των υπηρεσιακών εκθέσεών τους, δεν μπορεί να τεκμηριώσει από μόνη της την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος στο απαιτούμενο επίπεδο».
Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και ευθυγραμμισμένη με την επί του θέματος νομολογία, συμφώνως της οποίας η ανάληψη καθηκόντων ή ευθυνών που πιθανόν να περιλαμβάνουν τη χρήση μιας ξένης γλώσσας δεν αποτελεί, αφ' εαυτού, ικανή απόδειξη ή τεκμήριο κατοχής του απαιτούμενου επιπέδου γνώσης της γλώσσας αυτής (βλ. Θεοδοσιάδου v. ΡΙΚ (2001) 3 Α.Α.Δ. 143).
Ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 6 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή τη θέση των Εφεσειόντων κατ' επίκλιση του Άρθρου 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999, που κατοχυρώνει την τήρηση της αρχής της καλής πίστης και απαγορεύει την επίδειξη αντιφατικής στάσης ότι, εφόσον τους είχε επιτραπεί να καταστούν υποψήφιοι για τη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄ με βάση μια «χαλάρωση» του Σχεδίου Υπηρεσίας, παρά το γεγονός ότι δεν κατείχαν την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της Αγγλικής, είχε δημιουργηθεί μια ευνοϊκή γι' αυτούς κατάσταση που δεν μπορούσε εκ των υστέρων να ανατραπεί.
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στην υπό κρίση περίπτωση η ΕΔΥ δεν λειτούργησε ούτε με αντιφατικό αλλά ούτε με ασυνεπή τρόπο.
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η «χαλάρωση» για την οποία γινόταν λόγος από μέρους των Εφεσειόντων αφορούσε στην κατ' εξαίρεση και με βάση τη σχετική Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, συμπερίληψη στους υποψηφίους για τη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄ και υπαλλήλων που δεν κατείχαν την «πολύ καλή» γνώση της Αγγλικής, νοουμένου ότι κατείχαν «καλή» γνώση και πληρούσαν τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια χαλάρωση που αφορούσε τη συγκεκριμένη θέση και θα ίσχυε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τέτοια Σημείωση δεν υπήρχε στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης η οποία απαιτούσε την κατοχή της «πολύ καλής» γνώσης της Αγγλικής. Με δεδομένο δε ότι οι Εφεσείοντες είχαν θεωρηθεί ως προσοντούχοι για την προηγούμενη θέση λόγω «καλής» γνώσης της Αγγλικής, δεν είχε δημιουργηθεί προς όφελος τους το νομολογιακά καθιερωμένο τεκμήριο κατοχής του απαιτούμενου προσόντος της «πολύ καλής» γνώσης της Αγγλικής.
Η αρχή της καλής πίστης, η οποία κωδικοποιείται στο Άρθρο 51(1) του Ν. 158(Ι)/1999, επιβάλλει στη διοίκηση να αποφεύγει να ενεργεί κατά τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό και κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο και να προσβάλλεται τοιουτοτρόπως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προς αυτή. Είναι προφανές ότι η εν λόγω αρχή αποβλέπει στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη λειτουργία της διοίκησης. Δεν υπερακοντίζει, ωστόσο, την αρχή της νομιμότητας και των αρχών δικαίου που διέπουν τη σύννομη άσκηση εξουσίας από ένα διοικητικό όργανο (βλ. Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191 και Σταύρου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (2013) 3 Α.Α.Δ. 231, στη σελίδα 241).
Ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 7 βάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι η παράλειψη τήρησης αριθμημένων πρακτικών της κρίσιμης συνεδρίασης της ΕΔΥ, κατά παράβαση του Άρθρου 24(1) του Ν. 158(Ι)/1999[2], δεν αφορούσε σε παράλειψη ουσιώδους τύπου.
Στην προκείμενη περίπτωση η ατέλεια, που και το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε, και δεν αμφισβητήθηκε, αφορούσε στην παράλειψη της ΕΔΥ να αριθμήσει τις σελίδες των πρακτικών. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακολουθώντας στο προκείμενο και τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, διακρίνει την παράβαση τύπου σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο. Τα κριτήρια δε που λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη ενέχει αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (βλ. το Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 2, 14η έκδ., σελ. 124-126, παρ. 499-500 και Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656).
Στην υπό εξέταση περίπτωση με δεδομένη την τήρηση λεπτομερών πρακτικών στα οποία αποτυπώνετο το πλήρες κείμενο αυτών, η παράλειψη αρίθμησης των σελίδων των εν λόγω πρακτικών ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν θα μπορούσε να έχει τις δραστικές επιπτώσεις που οι Εφεσείοντες είχαν εισηγηθεί και τούτο στη βάση του ότι αυτή (η παράλειψη) δεν αφορούσε σε «παράλειψη ουσιώδους τύπου η οποία προκάλεσε βλάβη στους αιτητές ή είχε οποιαδήποτε επίδραση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης».
Ο Λόγος Έφεσης 7 απορρίπτεται.
Για τους πιο πάνω λόγους, η πρωτόδικη κρίση, σε όλες τις παραμέτρους της, υπήρξε ορθή.
Ως εκ τούτου η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
[1] Δέστε Κωνσταντής Σπανάσιης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 132/2011, ημερ. 29/5/2012.
[2] 24.-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.