ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A76
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 16/2021 και 19/2021)
8 Φεβρουαρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
(Έφεση Αρ. 16/2021)
(Σχ. με Προσφυγή 1497/2017 και Προσφυγή 1561/17)
ΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Εφεσείων,
ν.
1. ΒΡΑΧΙΜΗ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσίβλητων
......
(Έφεση Αρ. 19/2021)
(Σχ. με Προσφυγή 1497/2017 και Προσφυγή 1561/17)
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσείοντες
ν.
1. ΒΡΑΧΙΜΗ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσίβλητων
Έφεση Αρ. 16/21
Π. Παναγιώτου, για Κωνσταντίνου, Παναγιώτου & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα/Αντεφεσίβλητο (Ενδιαφερόμενο Μέρος στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 1497/17 και 1561/17).
Ο Εφεσίβλητος/Αντεφεσείων Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας (Αιτητής στην Προσφυγή 1497/17), εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Α.Σ. Αγγελίδης, για Αντρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο/Αντεφεσείοντα Κυριάκο Χαραλάμπους (Αιτητή στην Προσφυγή 1561/17).
Έφεση Αρ. 19/21
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητους (Καθ' ων η Αίτηση στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 1497/17 και 1561/17).
Ο Εφεσίβλητος/Αντεφεσείων Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας (Αιτητής στην Προσφυγή 1497/17), εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Α.Σ. Αγγελίδης, για Αντρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο/Αντεφεσείοντα Κυριάκο Χαραλάμπους.
.....
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Διοικητικό Δικαστήριο («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), με απόφαση ημερομηνίας 22.12.20 («η Πρωτόδικη Απόφαση») ακύρωσε την αναδρομική προαγωγή (από 1.7.06) τού Εφεσείοντα/Αντεφεσίβλητου Τάκη Αντωνίου («ο Αντωνίου») στη θέση Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας («η επίδικη θέση»). Η προαγωγή αυτή, που προέκυψε κατόπιν επανεξέτασης, είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 20.10.17 («η προσβαλλόμενη απόφαση»). Εναντίον της Πρωτόδικης Απόφασης, ο Εφεσείων/Αντεφεσίβλητος Αντωνίου (Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Προσφυγή 1497/17 και Αιτητής στην Προσφυγή 1561/17), καταχώρισε στις 28.1.21 την υπό τον ως άνω τίτλο Έφεση 16/21 («η Ε.Δ.Δ. 16/21») κατά του Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα (Αιτητή στην Προσφυγή 1497/17 - ο οποίος εν τοις εφεξής θα αναφέρεται ως «ο Χατζηχάννας» - και του Κυριάκου Χαραλάμπους (Αιτητή στην Προσφυγή 1561/17), ο οποίος από τούδε θα αναφέρεται ως «ο Χαραλάμπους». Την 29.1.21, η Κυπριακή Δημοκρατία («η Δημοκρατία») καταχώρισε κατά της Πρωτόδικης Απόφασης, την υπό τον πιο πάνω τίτλο Έφεση 19/21 («η Ε.Δ.Δ. 19/21») εναντίον των Χατζηχάννα και Χαραλάμπους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, εκκαλούν πτυχές της Πρωτόδικης Απόφασης με ξεχωριστές Αντεφέσεις ημερομηνίας 23.2.21 εναντίον του Αντωνίου (στην Ε.Δ.Δ. 16/21) και 8.3.21 και 18.2.21 κατά της Δημοκρατίας (στην Ε.Δ.Δ. 19/21).
Προτού υπεισέλθουμε στο εκκαλούμενο σκεπτικό τής Πρωτόδικης Απόφασης (και ειδικότερα στους λόγους έφεσης και αντέφεσης), θεωρούμε πως είναι αναγκαίο, ως εκ της κάποιας περιπλοκότητας τους, να αναφερθούμε, σε κάποια έκταση στα γεγονότα των δύο εφέσεων - τις οποίες ακούσαμε μαζί αλλά όχι σε συνεκδίκαση - ούτως ώστε να καταστούν πιο κατανοητά όσα θα επακολουθήσουν.
Θα παραθέσουμε τα γεγονότα έχοντας ως κύριο σημείο αναφοράς τις πρωτόδικες επί τούτω διαπιστώσεις.
Η επίδικη θέση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 16.9.05. Κρίθηκε πως επτά υποψήφιοι ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας («το Σχέδιο Υπηρεσίας»), με αυτούς να καλούνται σε προφορική συνέντευξη την 26.6.06. Υπήρξε σύσταση τού Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος («ο Γενικός Διευθυντής»), υπέρ τρίτου υποψήφιου. Ωστόσο, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ») αποφάσισε την προαγωγή του Αντωνίου από 1.7.06. Ο Χαραλάμπους, ως αιτητής, προσέβαλε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης επιτυγχάνοντας την ακύρωση της στην Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1892/06, ημ. 3.4.09. Εκεί, κρίθηκε ότι η αφορώσα απόφαση της ΕΔΥ ήταν λαθεμένη αφού ο Χαραλάμπους ήταν αρχαιότερος του Αντωνίου κατά 3½ τόσα έτη (με αναφορά στην ημερομηνία διορισμού τους στη θέση Κτηνοτροφικού Λειτουργού), και πως εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι ο Αντωνίου υπερείχε σε προσόντα έναντι του Χαραλάμπους, λόγω κατοχής τού διδακτορικού του διπλώματος, έναντι του μεταπτυχιακού τίτλου που κατείχε ο Χαραλάμπους, αφού στο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν γινόταν τέτοια διάκριση. Τρίτη κρίση στην απόφαση εκείνη αφορούσε στην ελλιπή αιτιολόγηση από την ΕΔΥ σχετικά με τη μη πίστωση στον Χαραλάμπους ως πρόσθετου μεταπτυχιακού τίτλου, τού Master of Science που κατείχε, αφού θα μπορούσε να θεωρηθεί πως πληρούσε τα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας με το πτυχίο και το μονοετές μεταπτυχιακό του προσόν. Κατ' ακολουθίαν της ακύρωσης, την 27.5.09 διενεργήθηκε επανεξέταση όπου αποτιμήθηκαν ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος, η κρίση της ΕΔΥ για την προφορική συνέντευξη και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή (υπέρ του τρίτου προσώπου), κάτι όμως που κατέληξε ξανά στην επιλογή Αντωνίου.
Ως επακόλουθο της επιλογής Αντωνίου, ασκήθηκαν αυτή τη φορά δύο προσφυγές κατά της νομιμότητας τής απόφασης αυτής από τους Χατζηχάννα και Χαραλάμπους, οι οποίες είχαν, για αυτούς, επιτυχή κατάληξη (βλ. Χαραλάμπους και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 976/09 και 1055/09, ημ. 17.10.13).
Πιο συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη εκεί απόφαση εξαιτίας πρόσδοσης αποκλειστικής βαρύτητας στην προφορική συνέντευξη και στην οριακή διαφορά που προσδιόρισε η ΕΔΥ με την αξιολόγηση της δίχως να αιτιολογήσει την παραγνώριση του πρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος τού Χαραλάμπους (Master of Science in Poultry Production), αλλά και την αρχαιότητα του. Σε σχέση προς τον Χατζηχάννα, κρίθηκε ως πεπλανημένη η απόφαση της ΕΔΥ επειδή η μεταγενέστερη αναδρομική προαγωγή του στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Γεωργίας από 1.2.98, έστω και αν επήλθε μεταγενέστερα της προσβαλλόμενης απόφασης (καίτοι δεν ήταν ενώπιον της ΕΔΥ και εις γνώση της κατά τον χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης), κατέστησε την απόφαση εκείνη πεπλανημένη σε ό,τι αφορά στο κριτήριο της αρχαιότητας.
Ακολούθησε επανεξέταση. Η ΕΔΥ σε συνεδρία ημερομηνίας 15.1.15 έκρινε ότι ο Αντωνίου ήταν προσοντούχος υποψήφιος για την πλήρωση της επίδικης θέσης και πως δυνάμει τής Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5, στην επόμενη συνεδρία, θα καλούσε την Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος («η Γενική Διευθύντρια»), για να προβεί σε σύσταση «. με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο».
Την 3.2.15 η ΕΔΥ εκτίμησε, ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος, την κρίση που αποκόμισε από τις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, κατατάσσοντας τον Αντωνίου ως εξαίρετο και τους Χαραλάμπους και Χατζηχάννα ως πάρα πολύ καλούς. Η ΕΔΥ προσέθεσε, περί της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, ότι τούτη δεν μπορούσε να συνυπολογιστεί μιας και μεταβλήθηκαν «. αναδρομικά στοιχεία, όπως η αρχαιότητα του υποψήφιου Χατζηχάννα.». Στο σημείο αυτό, προσήλθε στη συνεδρία η Γενική Διευθύντρια «. και σύστησε για προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας τον Αντωνίου Τάκη και στη συνέχεια αποχώρησε». Η επανεξέταση ολοκληρώθηκε σε συνεδρία της ΕΔΥ την 4.2.15 όπου (κατά πλειοψηφία) προσφέρθηκε προαγωγή στον Αντωνίου. Η απόφαση αυτή, ανακλήθηκε από την ΕΔΥ την 2.9.15 αφού αξιολογήθηκε αίτημα του Χατζηχάννα ημερομηνίας 29.6.15. Η ΕΔΥ αποδέχθηκε πως τελούσε υπό πλάνη για την αρχαιότητα του Αντωνίου διότι από τη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας είχε επανέλθει στη θέση Ανώτερου Κτηνοτροφικού Λειτουργού «. συνεπεία της Αναθεωρητικής Έφεσης με Αρ. 193/2010, ημερομηνίας 9.12.2013 .». Έτσι, η ΕΔΥ αποφάνθηκε ότι θα προχωρούσε σε συναφή επανεξέταση, ύστερα από την ολοκλήρωση της επανεξέτασης στη θέση που κατείχε ο Αντωνίου (ήτοι τη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας), διαδικασία που περατώθηκε την 6.4.17. Προς τούτο, η ΕΔΥ (έχοντας πρώτα καθορίσει τα περί του τρόπου επανεξέτασης), την 19.9.17 προσέφερε (κατά πλειοψηφία) αναδρομική προαγωγή στον Αντωνίου, κρίνοντας ότι:
«[.] [Τ]α αριθμητικά περισσότερα επιπρόσθετα προσόντα, που κατέχει ο Χατζηχάννας, σε συνδυασμό με την πολύ οριακή υπεροχή του σε αρχαιότητα, δεν είναι ικανά να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ του, καθότι ο επιλεγείς Αντωνίου διαθέτει, επίσης, επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο είναι διδακτορικού επιπέδου, δηλαδή στο υψηλότερο ακαδημαϊκό επίπεδο, υπερέχει σε αξία με βάση τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση και, επιπλέον, διαθέτει υπέρ του τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, την οποία ο Χατζηχάννας δεν διαθέτει.
Όσον αφορά τον Χαραλάμπους ΧΧΧΧ, που δεν επιλέγηκε και ο οποίος υπερέχει πολύ ελαφρά σε αρχαιότητα, διαφορά που ανάγεται στον πρώτο διορισμό τους, την δεκαετία του 1970, και ο οποίος διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα και εκπαίδευση άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, στα οποία αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα, η πλειοψηφία της Επιτροπής παρατήρησε ότι ο Αντωνίου υπερέχει έναντι του ως προς το στοιχείο των προσόντων, καθότι ο επιλεγείς διαθέτει διδακτορικό δίπλωμα άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, δηλαδή στο υψηλότερο ακαδημαϊκό επίπεδο, αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από τον Χαραλάμπους κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση (Εξαίρετος και Πάρα πολύ καλός, αντίστοιχα), η οποία, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, έχει αυξημένη σημασία για Διευθυντικές θέσεις, δεν υστερεί σε αξία και, επιπλέον, διαθέτει τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, την οποία ο Χαραλάμπους δεν διαθέτει».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - απορρίπτοντας πρώτα την προδικαστική ένσταση του Αντωνίου (ως Ενδιαφερόμενου Μέρους στην Προσφυγή 1497/17), ότι ο Χατζηχάννας (Αιτητής στην Προσφυγή 1497/17) εμποδιζόταν από του να εγείρει και προωθήσει την προσφυγή αφού «. δεν είχε προσφύγει το έτος 2006 κατά της αρχικής απόφασης προαγωγής του Ενδιαφερόμενου Μέρους, παρά μόνον αμφισβήτησε την απόφαση προαγωγής του κατά τη διαδικασία επανεξέτασης .» («η προδικαστική ένσταση») - έκρινε πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε πεπλανημένα και κατά παράβαση δεδικασμένου το οποίο απέρρεε από τις δύο ακυρωτικές αποφάσεις, και ότι, ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ τρίτου προσώπου παρέμεινε αλώβητη από τις δύο ακυρωτικές αποφάσεις, η ΕΔΥ, χωρίς να παρέχεται τέτοιο έδαφος, αποφάσισε εσφαλμένως πως η σύσταση δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση. Ως εκ τούτου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις δύο προσφυγές ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση.
Προχωρούμε σε σύνοψη των λόγων έφεσης και αντέφεσης, οι οποίοι, υπό μια πλατύτερη οπτική, θα μπορούσαν να ταξινομηθούν και ως κοινοί μεταξύ τους και στις δύο υποθέσεις.
Στην Ε.Δ.Δ. 16/21, ο Αντωνίου υποστηρίζει, πως η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προδικαστική ένσταση ήταν λανθασμένη (λόγος έφεσης 1), όπως εξάλλου και η κρίση του (για λόγους που αναπτύσσονται στα συνοδευτικά αιτιολογικά), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση δεδικασμένου (λόγοι έφεσης 2, 3 4, 5 και 6).
Παραμένοντας στην Ε.Δ.Δ. 16/21, ο Χαραλάμπους παραπονείται στον μοναδικό λόγο αντέφεσης του, ότι «. ανεξαρτήτως και πέραν των λόγων που οδήγησαν σε ακύρωση εκ νέου του αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στη θέση Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας, δικαιούται σε τελική δικαστική κρίση και επί των λόγων ακυρότητας που τέθηκαν με την προσφυγή του και οι οποίοι δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα».
Παρομοίως, ο Χατζηχάννας, στη δική του Αντέφεση, διά επτά λόγων, λέγει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό περί υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας «. λόγω της παραβίασης της συνταγματικής επιταγής για τον Εύλογο Χρόνο, που έπρεπε να γίνει και ολοκληρωθεί η επανεξέταση της Δεύτερης Ακυρωτικής Απόφασης γι' αυτή τη θέση.» (λόγος αντέφεσης 1), ότι το ίδιο λανθασμένα δεν πραγματεύθηκε την εισήγηση πως από το 1990, ένεκα αναδρομικής του προαγωγής στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, και από το 2003 σε εκείνη του Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας «... δεν είχε υπηρεσιακές εκθέσεις για αυτές τις θέσεις» (λόγος αντέφεσης 2), και πως το ίδιο κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε, πόσω δε μάλλον ορθώς, τη σημασία των πτυχιακών και μεταπτυχιακών του σπουδών σε συνδυασμό με τα προσόντα του «. για μια τέτοια θέση, ψηλά στην ιεραρχία και ότι κατείχα σωρεία επιπρόσθετων προσόντων και αυτό κατά παραβίαση και του δεδικασμένου στο δεύτερο λόγο ακύρωσης στην προσφυγή 1055/09, ημερομηνίας 17.10.03», όπως και όλα τα υπόλοιπα προσόντα και πείρα του, αφού δεν διεξάχθηκε η δέουσα έρευνα από την ΕΔΥ (λόγοι αντέφεσης 3, 4 και 5). Προσθέτως, ο Χατζηχάννας προτείνει ότι μήτε και η γνώμη για αναψηλάφηση των στοιχείων των προσωπικών του φακέλων εξετάστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εξάλλου και τα περί επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας των προσόντων του «. στην οποία επανειλημμένα προέβηκε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, με την Αγόρευση του» (λόγοι αντέφεσης 6 και 7).
Σε ό,τι σχετίζεται προς την Ε.Δ.Δ. 19/21, η Δημοκρατία, με τρεις λόγους έφεσης επικρίνει την πρωτόδικη κατάληξη, και δη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη «. πεπλανημένα και κατά παράβαση του δεδικασμένου .» (λόγος έφεσης 1), πως, κατά όμοιο τρόπο, κρίθηκε ότι αποδόθηκε και αναγνωρίστηκε στον διδακτορικό τίτλο σπουδών «. του ενδιαφερόμενου μέρους βαρύνουσα σημασία, που του προσέδωσε υπεροχή και «αποτέλεσε και βαρύνον στοιχείο για την επιλογή του, σε σχέση με τα προσόντα» (λόγος έφεσης 2) και πως εξίσου άστοχα το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή διατηρήθηκε άσειστη από τις δύο αφορώσες ακυρωτικές αποφάσεις «. στη βάση των οποίων η απόφαση επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώθηκε για λόγους που αφορούν στην απόφαση της ΕΔΥ, σε σχέση με τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων, ήτοι για λόγους που έπονταν της σύστασης, εντούτοις η ΕΔΥ, χωρίς να παρέχεται έδαφος, αποφάσισε εσφαλμένα ότι η σύσταση δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψιν κατά τη διαδικασία επανεξέτασης.» (λόγος έφεσης 3).
Εν σχέσει, πάντα, προς την Ε.Δ.Δ. 19/21, παρενθέτουμε ότι ο Χατζηχάννας - ως Αιτητής στην Προσφυγή 1497/17 - και Εφεσίβλητος στην Ε.Δ.Δ. 19/21, προβάλλει διά αντέφεσης επτά σχετικούς λόγους, σχεδόν πανομοιότυπους με εκείνους στην αντέφεση του στο πλαίσιο της Ε.Δ.Δ. 16/21, προτείνοντας βασικώς πως δικαιούται σε τελική δικαστική κρίση και επί των λόγων ακυρότητας που τέθηκαν με την Προσφυγή 1497/17 «. οι οποίοι δεν εξετάστηκαν Πρωτόδικα .».
Ο Χαραλάμπους (ως Εφεσίβλητος στην Ε.Δ.Δ. 19/21), με τέσσερεις λόγους αντέφεσης, ζητεί, κατά δικαίωμα ως λέγει, απόφανση επί των λόγων ακυρότητας που προέβαλε στην Προσφυγή 1561/17. Ειδικότερα, ο Χαραλάμπους υποβάλλει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τον ισχυρισμό του στην Προσφυγή 1561/17, πως ακόμη και να μπορούσε η ΕΔΥ στην επανεξέταση να αξιολογήσει το μεταγενέστερο τού ουσιώδους χρόνου πιστοποιητικό τού Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών («ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ») ημερομηνίας 21.9.09 (που είχε προσκομίσει ο Αντωνίου στις 18.11.14), κατά τη νομολογία «. δεν μπορούσε να κριθεί με βάση τον τίτλο αυτό ότι διαθέτει και το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας Πανεπιστημιακό δίπλωμα και μεταπτυχιακή εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον ενός χρόνου .» (λόγος αντέφεσης 1). Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ενασχοληθεί και με τον ισχυρισμό του Χαραλάμπους πως «. κατά παραβίαση του δεδικασμένου δεν εξετάστηκε αν πληροί την απαιτούμενη μεταπτυχιακή εκπαίδευση διάρκειας ενός χρόνου με βάση το πιστοποιητικό «certificate of one year programme of graduate study and professional development at University California Davis as a participant in the Humphrey Fellow Ship Programme» (1989-1990), οπόταν το Master of Science in Poultry Production θα έπρεπε να θεωρηθεί ως πρόσθετο μεταπτυχιακό προσόν» (λόγος αντέφεσης 2). Ομοίως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να επιληφθεί εισήγησης του Χαραλάμπους ότι «. αποτελεί δεδικασμένο από την πρώτη ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 3.4.2009 στην προσφυγή αρ. 1892/16, ότι . υπερέχει έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου σε προσόντα, αρχαιότητα και πείρα ενώ είναι ίσος σε αξία και άρα ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας και της ΕΔΥ παραβιάζουν το δεδικασμένο και/ή είναι αντίθετες με τα στοιχεία των φακέλων» (λόγος αντέφεσης 3) και πως, πάλι κατά παραβίαση τού δεδικασμένου (ως εκ των δύο προηγούμενων ακυρωτικών αποφάσεων), το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εισήλθε αξιολογικά στην πρωτόδικη άποψη του Χαραλάμπους πως η ΕΔΥ «. δεν μπορούσε να αποδώσει αποκλειστική βαρύτητα στη δική της υποκειμενική κρίση ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον τα προφορική εξέταση και να επιλέξει ως έπραξε με βάση μόνο την οριακή διαφορά μεταξύ ενδιαφερομένου προσώπου. και Χαραλάμπους κατά την προφορική εξέταση, χωρίς να αιτιολογήσει γιατί παραγνώρισε την υπεροχή του Εφεσίβλητου Χαραλάμπους σε πρόσθετα προσόντα και σε αρχαιότητα η οποία εν πάση περιπτώσει δεν ήταν ελαφρά» (λόγος αντέφεσης 4).
Αποτιμήσαμε όσα μας τέθηκαν, στην πλήρη τους μορφή.
Το ίδιο και τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων και του Χατζηχάννα.
Θα αναλύσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης και στις δύο εφέσεις σωρευτικώς.
Προέχει, η ενασχόληση μας με τα αφορώντα στην προδικαστική ένσταση (ως την έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο).
Υπενθυμίζουμε, πως πρωτοδίκως ο Εφεσείων, ως Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Προσφυγή 1497/17, προέταξε ότι ο Χατζηχάννας, ως αιτητής στην ίδια προσφυγή, κωλυόταν από το να εγείρει και προωθήσει την Προσφυγή 1407/17 αφού δεν είχε στραφεί το 2006 κατά της αρχικής απόφασης προαγωγής τού Εφεσείοντα, παρά μόνο αμφισβήτησε την απόφαση προαγωγής στην επανεξέταση.
Ο Χατζηχάννας αντέτεινε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων εμποδιζόταν από το να εγείρει την προδικαστική ένσταση επειδή δεν είχε θέσει την πτυχή αυτή στην Χαραλάμπους και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 976/09 και 1055/09, ημ. 17.10.13 όπου ο Χατζηχάννας πέτυχε ακυρωτική απόφαση, ενώ παράλληλα, δημιουργήθηκε και δεδικασμένο, με κρίσεις δεσμευτικές για την ΕΔΥ κατά την επανεξέταση.
Όμοια, ανά περίπτωση, προωθήθηκαν και ενώπιον μας.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση, έγραψε:
«.....................................
Έχω υπόψη μου την απόφαση στην Α.Ε. 19/10, Αντωνίου Χριστοφή ν. Α.Η.Κ., ημερομηνίας 2.4.2014, την οποία επικαλέστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, στην οποία κρίθηκε ότι, πρόσωπο που δεν άσκησε προσφυγή εναντίον της αρχικής προαγωγής του επιλεγέντος προσώπου, η οποία ακυρώθηκε, στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τη νέα απόφαση που προέκυψε μετά από επανεξέταση, εάν έχει επιλεγεί το ίδιο πρόσωπο. Έννομο συμφέρον έχει, εφόσον επιλεγεί ένα τρίτο πρόσωπο.
Εντούτοις, τέτοια προδικαστική ένσταση θα μπορούσε να εγερθεί από το ενδιαφερόμενο μέρος κατά την εκδίκαση των συνεκδικαζόμενων προσφυγών με αρ. 976/09 και 1055/09. Εφόσον, όμως, δεν εγέρθηκε τότε, θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί ότι ο διάδικος που πέτυχε ακύρωση, όπως εν προκειμένω ο αιτητής Χατζηχάννας, να στερείται να προσβάλει την απόφαση που προέκυψε μετά την επανεξέταση της ακυρωθείσας υπέρ του απόφασης, αφού απορρέει εξ αυτής, δικαστικό δεδικασμένο.
.....................................».
Δεν βλέπουμε πεδίο για εφετειακή παρέμβαση στην ως άνω πρωτόδικη κρίση.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ενώπιον του όλα τα γεγονότα, αποτύπωσε ορθά τη νομική διάσταση του πράγματος (στην έκταση που αφορούσε στα επίμαχα ζητήματα), παραθέτοντας και επαρκή αιτιολογία, όχι μονάχα κατά τη νομολογία της εποχής (Χριστοφή ν. Αντωνίου (2014) 3 Α.Α.Δ. 99, ECLI:CY:AD:2014:C236), αλλά και πιο επίκαιρης (Ζεϊτουντσιάν ν. Πετρίδη, Ε.Δ.Δ. 49/16, ημ. 24.1.23, Αχιλλίδη ν. Βοσκαρίδου και Άλλων, Ε.Δ.Δ. 45/16, ημ. 12.1.23, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 36/15, ημ. 1.12.21, ECLI:CY:AD:2021:C544, Γρουτίδης και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14 κ.ά., ημ. 1.11.21).
Ο λόγος έφεσης 1 (στην Ε.Δ.Δ. 16/21) - και ο αντίστοιχος λόγος έφεσης 1 (στην Ε.Δ.Δ. 19/21) - απορρίπτονται.
Σε ό,τι αφορά στους λόγους έφεσης 2, 3, 4, 5 και 6 (στην Ε.Δ.Δ. 16/21) και στους λόγους έφεσης 2 και 3 (στην Ε.Δ.Δ. 19/21), θεωρούμε πως και τούτοι χρήζουν απόρριψης αφού η πρωτόδικη κρίση είναι σωστή σε κάθε αντίστοιχη έκφανση της.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, διερχόμενο των προβληθέντων ισχυρισμών, είπε και αυτά (τα οποία σημειωτέον καλύπτουν εν πολλοίς και τους λόγους έφεσης στην Ε.Δ.Δ. 19/21):
«[.] Εγέρθηκαν εκ μέρους των αιτητών κοινοί λόγοι ακύρωσης: (α) παράβαση δεδικασμένου αναφορικά με το διδακτορικό τίτλο σπουδών του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού κατά τον ισχυρισμό εσφαλμένα χρησιμοποιήθηκε κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, ως πρόσθετο και βαρύνον προσόν, ενόψει μεταγενέστερης βεβαίωσης εκ μέρους του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ ως μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών του διπλώματος Γεωπονίας, (β) εσφαλμένα λήφθηκε νέα σύσταση της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Γεωργίας, αφ' ης στιγμής αυτή δεν είχε θιγεί από τις δύο προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις, η οποία πρόσθετα συγκρούεται και με τα στοιχεία των φακέλων, (γ) παράβαση δεδικασμένου σε σχέση με τα πρόσθετα προσόντα των αιτητών, (δ) υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη.
Η Δημοκρατία υποστήριξε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, με αναφορά στις δύο ακυρωτικές αποφάσεις, στις συνεδρίες επανεξέτασης και σε σχετική επί του θέματος νομολογία, ομοίως και το ενδιαφερόμενο μέρος [.]».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας όσα του τέθηκαν, κατέληξε πως οι Προσφυγές 1497/17 και 1561/17 θα έπρεπε να πετύχουν.
Αιτιολογώντας την απόληξη του, είπε:
«[.] Από τα ενώπιον μου στοιχεία, διαπιστώνω ότι η απόφαση της ΕΔΥ ελήφθη πεπλανημένα και κατά παράβαση του δεδικασμένου που απέρρεε από τις δύο εκδοθείσες ακυρωτικές αποφάσεις. Η ΕΔΥ, κατά τη δεύτερη διαδικασία επανεξέτασης, μετά την έκδοση της δεύτερης σε σειρά ακυρωτικής απόφασης στις συνεκδ. υποθ. 976/09, έλαβε υπόψη της νέα στοιχεία, ήτοι τη βεβαίωση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερομηνίας 21.9.2009 που προσκόμισε το ενδιαφερόμενο μέρος Αντωνίου στις 18.11.2014, βεβαίωση μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου, σύμφωνα με την οποία το δίπλωμα Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που κατέχει, είναι ισότιμο με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου και μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, καθιστώντας τον υποψήφιο Αντωνίου, προσοντούχο, μόνον με το ένα αυτό πτυχίο, βάσει της πρώτης παραγράφου του Σχεδίου Υπηρεσίας, γεγονός που παρείχε έδαφος, προς πίστωση του διδακτορικού του διπλώματος, ως επιπρόσθετου, άμεσα σχετικού (όπως εκτιμήθηκε από την ΕΔΥ) με τα καθήκοντα της θέσης, προσόντος, «υψηλότερου επιπέδου», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, αποδίδοντας, ανάμεσα σε άλλα, υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, έναντι των αιτητών, ως προς το κριτήριο των προσόντων.
Αυτά όμως τα στοιχεία, επέφεραν πολύ ουσιαστική μεταβολή στα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, κατά παράβαση του δικαστικού δεδικασμένου, αφού η λήψη υπόψη των νέων δεδομένων της βεβαίωσης του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αποτέλεσε, εν τέλει, ισχυρό εργαλείο της ΕΔΥ προς πρόσδοση υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι των αιτητών, αναφέροντας στην καταληκτική της συνεδρία ημερομηνίας 19.9.2017, ότι «ότι ο διδακτορικός τίτλος που διαθέτει ο Αντωνίου είναι στο υψηλότερο ακαδημαϊκό επίπεδο [.]».
Η κρίση είναι ορθή.
Στην Δημοκρατία και Άλλου ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293, 298-299, αποφασίστηκε πως:
«......................................
Όταν ισχύει η αρχή του δεδικασμένου, το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση δεσμεύεται αφενός από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, οι δε διάδικοι δεν είναι αφετέρου ελεύθεροι «.. να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων». (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413). Πρέπει, όμως, να έχει εξεταστεί το ζήτημα ως επίδικο θέμα, διαφορετικά όπου το Δικαστήριο αποφασίζει λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι κατέχεται από ένα υποψήφιο κάποιο απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, η Ε.Δ.Υ. σε περίπτωση επανεξέτασης δύναται να διερευνήσει την κατοχή του προσόντος, εφόσον δεν υπήρξε επ' αυτού οποιαδήποτε απόφαση, ή, δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα προηγουμένως (Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 345). Και στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, η πλήρης Ολομέλεια διευκρίνισε ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση «.. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: (βλ. Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61.)».
Από την πιο πάνω σύνοψη της νομολογίας διαφαίνεται ότι αποκτά καίρια σημασία τι ακριβώς είχε αποφασιστεί στην προσφυγή αρ. 144/04, αλλά και στις προηγηθείσες τρεις. Η προσεκτική μελέτη τους δεν επιβεβαιώνει τις εισηγήσεις της Δημοκρατίας ή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Το σκεπτικό της απόφασης στην προσφυγή αρ. 144/04, είναι σαφέστατο και δεν παρέχεται πεδίο παρερμηνείας. Το Δικαστήριο εκεί, με συνθετική αναδρομή στις προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις, με ιδιαίτερη σαφήνεια έκρινε ότι η Παπασάββα ουδέποτε ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας ως προς την υπ' αυτής κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου. Καταγράφηκε δε ότι η Ε.Δ.Υ. στερείτο εκ νέου νομιμοποιητικού ερείσματος να θεωρήσει ότι η Παπασάββα κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο, στη βάση επιστολής από το Bradford University, ότι το σύνολο των προσόντων της, μη πανεπιστημιακού επιπέδου, μαζί με το σύνολο όλων των πτυχίων της ισοδυναμούσαν τουλάχιστον με πρώτο πτυχίο. Έγινε δεκτή η θέση της Κούλουμου, ότι η Ε.Δ.Υ. στην ουσία «δημιούργησε πανεπιστημιακό ή ισοδύναμο προσόν εκ του μη όντος», ενώ στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας το ζητούμενο ήταν «... τέτοιο αυτοτελές προσόν, ως πρώτο καταληκτικό τίτλο πανεπιστημιακού επιπέδου, που δεν πρέπει να είναι μεταπτυχιακός ή διδακτορικός, και τέτοιος δεν υπήρχε». Η απόφαση παραπέμπει στις δύο τότε προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις καταγράφοντας ότι η Παπασάββα δεν είχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο δίπλωμα, και ότι «Ήταν σαφές από την αρχική διαδικασία, και ήταν σ' αυτή τη βάση που συζητήθηκε το θέμα, πως τίποτε απ΄ όσα κατείχε η ενδιαφερόμενη δεν ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας».
Με τα ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι απαραδέκτως επανέρχεται από τη Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος, ζήτημα ότι το Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 144/04, αλλά και τα ακυρωτικά Δικαστήρια στις προηγούμενες προσφυγές δεν «ασχολήθηκαν με το πρώτο πτυχίο που κατείχε η εφεσείουσα/ενδιαφερόμενο πρόσωπο ..». Αντίθετα, όλα τα Δικαστήρια, περιλαμβανομένης και της Ολομέλειας, στην ουσία δεν ασχολήθηκαν με οτιδήποτε άλλο, τα δε λεχθέντα υπ' αυτών σε σχέση με τα μεταπτυχιακά προσόντα, ήταν σε συσχετισμό και συνάρτηση με το μείζον ζητούμενο της διαπίστωσης της κατοχής πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου. Στην πρώτη προσφυγή υπ' αρ. 262/01, καταγράφηκε μάλιστα ότι η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι το πτυχίο σπουδών στην Κοινωνική Πρόνοια από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου, η δε κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι με βάση τα μεταπτυχιακά της προσόντα, η Παπασάββα είχε ενόψει σχετικής σημείωσης στο σχέδιο υπηρεσίας, το προσόν του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου, ήταν πεπλανημένη, απόφαση που επικυρώθηκε κατ' έφεση. Στη δεύτερη προσφυγή υπ' αρ. 337/02, και πάλι σαφέστατα αναγνωρίσθηκε ότι η συνένωση των διαφόρων σπουδών ώστε να αναγνωριστεί από την Ε.Δ.Υ. η ύπαρξη πανεπιστημιακού τίτλου, δεν ήταν ορθή. Αυτή η ενέργεια της Ε.Δ.Υ. είχε υπόβαθρο τη θεώρηση ότι η Παπασάββα δεν κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα, αυτό δε λέχθηκε χωρίς περιστροφές από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η προαγωγή της Παπασάββα ακυρώθηκε ελλείψει δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή αυτού του πρώτου τίτλου. Ως προς τα δεδομένα της υπ' αρ. 144/04, αυτά έχουν ήδη καταγραφεί προηγουμένως.
Όχι μόνο λοιπόν δημιουργήθηκε δεδικασμένο, αλλά και επιβεβαιώθηκε κατ' επανάληψη. Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διερευνούσε, ελλιπώς έστω και εν πάση περιπτώσει πάντοτε λανθασμένα, αυτή τούτη την κατοχή του πρώτου τίτλου. Έπεται ότι η πρωτόδικη κρίση περί παραβίασης του δεδικασμένου, είναι ορθή.
Υπό το πρόσχημα του πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. η Ε.Δ.Υ. στην ουσία και πάλι αναγνώρισε το προσόν της Παπασάββα ως πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο, όχι μόνο σε σαφή παραγνώριση των Δικαστικών δεδομένων, αλλά και ανατρέχοντας πίσω στο 2001, χρόνο της επανεξέτασης, όταν ίσχυαν συγκεκριμένα νομικά και πραγματικά δεδομένα, τα οποία, στις περιστάσεις της υπόθεσης δεν ήταν δυνατό να ανατραπούν. Η προσκόμιση τέτοιων νέων στοιχείων, όπως ήταν το πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αποτελούσε στην ουσία προσβολή της προηγούμενης πραγματικής και νομικής κατάστασης, θεμελιωμένων σε πλείονες της μιας δικαστικής απόφασης. Σύμφωνα με τη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη - ανωτέρω - όπου αναφέρθηκαν με επιδοκιμασία και τα λεχθέντα υπό του Νικήτα, Δ., στην Ιγνατίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 620, το δεδικασμένο δεν επιτρέπει αναθεώρηση ήδη κριθέντων ζητημάτων υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων, εξουδετερώνοντας έτσι την τελεσιδικία των διαφορών. Η νομοθετική, εκ των υστέρων, δυνατότητα παρουσίασης πιστοποιητικού ισοδυναμίας από το αναγνωρισμένο διά Νόμου όργανο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., δεν θα ήταν δυνατό να αλλάξει τα κριθέντα σε βάρος, τώρα, της εφεσίβλητης - Κούλουμου. (Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Ανδρέα Κνωσταντίνου (1994) 3 Α.Α.Δ. 453 και Μάριου Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608). Σημειώνεται ότι η ίδια η βάση στην οποία επιδιώκει να στηριχθεί η Δημοκρατία, δηλαδή ο Ν. 68(Ι)/1996, εθεσπίσθη μετά τον κρίσιμο χρόνο.
Οι θέσεις της Δημοκρατίας και του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ήταν δυνατή, ακόμη και επιβεβλημένη, η επανεξέταση της κατοχής πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου υπό το φως των αποφάσεων Χατζηγέρου και Ναζίρη, ανωτέρω, δεν ευσταθούν. Εκεί, αντίθετα με την υπό κρίση περίπτωση, λήφθηκε αρχικά ως δεδομένη η κατοχή συγκεκριμένου προσόντος ώστε να θεωρείτο ο ενδιαφερόμενος ως υποψήφιος. Η επανεξέταση της υποψηφιότητας ήταν επιβεβλημένη ώστε να ελεγχθεί, νομικώς και πραγματικώς, το βάσιμο της υπόθεσης ότι ο υποψήφιος ήταν τω όντι προσοντούχος. Εδώ, όμως, υπήρχε ήδη αρνητική τοποθέτηση ως προς το προσόν της Παπασάββα, επιβεβαιωμένη και από τις μεταγενέστερες Δικαστικές αποφάσεις. Δεν θα ήταν επομένως δυνατή ή και ανεκτή η μετατροπή της αρνητικής κρίσης, σε θετική προς αλλοίωση των δεδομένων, χρονικά, παραγματικά και νομικά. Δεν διαπιστωνόταν κανένας λόγος, στην έννοια της Ναζίρης - ανωτέρω - για επαναδιερεύνηση του προσόντος.
.....................................».
Στην Παπασάββα ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 127/14, ημ. 28.1.20, ECLI:CY:AD:2020:C31, ειπώθηκαν και τούτα για ό, τι εδώ ευρύτερα ενδιαφέρει τηρουμένων των αναλογιών:
«[.] [Η] εισήγηση της εφεσείουσας περί λανθασμένης διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη δεδικασμένου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Σημειώνουμε ότι στην πιο πάνω απόφαση [1] τονίστηκε όχι μόνον η ύπαρξη δεδικασμένου αλλά και ότι επιβεβαιώνετο κατ' επανάληψη με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές της Κούλουμου, ιδιαίτερα με την απόφαση στη προσφυγή Αρ. 144/2004, επί της οποίας η εφεσείουσα στήριξε κυρίως τις εισηγήσεις της, όπου γίνεται σαφής αναφορά ότι η ίδια ουδέποτε ικανοποιούσε τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας για την κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου και αυτό ήταν σαφές από την αρχική διαδικασία.
Μια από τις εισηγήσεις της εφεσείουσας ήταν ότι η εφεσείουσα στις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες ήταν απλά ενδιαφερόμενο μέρος και υπό την ιδιότητα της αυτή δεν μπορούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, να θέσει το επιχείρημα του αμάχητου τεκμηρίου της κατοχής από την ίδια πανεπιστημιακού διπλώματος ως εκ του γεγονότος ότι η κατώτερη θέση που υπηρετούσε απαιτούσε επίσης πανεπιστημιακό τίτλο.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Η εφεσείουσα ήταν διάδικος σε όλες τις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες είτε στις προσφυγές ως Ενδιαφερόμενο Μέρος είτε στις Αναθεωρητικές Εφέσεις ως εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας κάθε φορά τις αποφάσεις της ΕΔΥ με τις οποίες τη θεωρούσε προσοντούχα για την επίδικη θέση. Είναι φανερό ότι δεν ετίθετο θέμα αμφισβήτησης της απόφασης της ΕΔΥ ως προς τα προσόντα της, ώστε να εμποδίζετο από την παράθεση των δικών της θέσεων.
Δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε ξεχωριστά και με λεπτομέρεια στο τι αποφασίστηκε στις διάφορες προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες ή με όλες τις εισηγήσεις της εφεσείουσας, οι οποίες προβλήθηκαν επίσης και αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στις εν λόγω διαδικασίες. Περιοριστήκαμε μόνο σε εκείνα τα σημεία που θεωρούμε σημαντικά για σκοπούς απόφασης μας.
Σ' όσον αφορά την διερεύνηση εκ νέου του θέματος του πιστοποιητικού του ΚΥΣΑΤΣ, ούτε η ΕΔΥ αλλ' ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο είχαν δικαίωμα επανεξέτασης του θέματος αυτού, ενόψει του δεδικασμένου (βλ. Βραχίμη ν. Χ"Χάννα (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 527 και Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 31). Η δε απόφαση της Ολομέλειας στην Κούλουμου (ανωτέρω) είναι σαφής για το θέμα κρίνοντας ότι «δεν διαπιστωνόταν κανένας λόγος, στην έννοια της Ναζίρης (ανωτέρω) για επαναδιερεύνηση του προσόντος».
Κρίνουμε την πρωτόδικη κρίση περί δεδικασμένου και έλλειψης προσόντων της επίδικης θέσης από πλευράς της εφεσείουσας απόλυτα ορθή.
Η κατάληξη μας αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο τρίτος λόγος έφεσης που προσβάλλει τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη κατοχή των προσόντων της επίδικης θέσης αποστερεί την αιτήτρια του δικαιώματος αμφισβήτησης των προσόντων του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Ο λόγος αυτός είναι επίσης συναφής με τους υπόλοιπους που έχουμε ήδη εξετάσει και απορρίψει.
Επαναλαμβάνουμε ότι η εφεσείουσα ήταν διάδικος σε όλες τις προηγηθείσες δικαστικές διαδικασίες όπου θα μπορούσε να προβάλει θέμα ύπαρξης προσόντων του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Η σπουδαιότητα που ενείχε το θέμα είναι δεδομένη εφόσον άπτετο της νομιμοποίησης του Ενδιαφερόμενου Μέρους καταχώρησης της προσφυγής. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η παράλειψη της αυτή σε συνάρτηση με τη μη ικανοποίηση από την ίδια την εφεσείουσα των προσόντων της επίδικης θέσης την εμποδίζει να εγείρει εκ των υστέρων τέτοιο θέμα. (βλ. xxx Θεοχαρίδης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 594, Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 31 και Δημοκρατίας ν. Α.Κ. Χατζηιωάννου & Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467). Ως εκ τούτου ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει [.]».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με κατά νουν τις προειρημένες αρχές, διαπίστωσε πως πεπλανημένα και κατά παράβαση του δικαστικού δεδικασμένου συνεκτιμήθηκε από την ΕΔΥ:
«[.] [Η] αναγνώριση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αναγνώριση η οποία άλλαξε στην ουσία τα δεδομένα σε σχέση με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού ενόψει της αναγνώρισης, άλλαξε το πραγματικό καθεστώς, κατά παράβαση διαδικασίας επανεξέτασης, αναγνωρίζοντας στον Αντωνίου, το πτυχίο Γεωπονίας ως αντίστοιχο με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, με αποτέλεσμα την απόδοση στον διδακτορικό τίτλο σπουδών του, αμιγώς βαρύνουσα σημασία, αναγνωρίζοντας αυτό ως πρόσθετο και σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης προσόν, ως ευρισκόμενο στο υψηλότερο ακαδημαϊκό επίπεδο, αποδίδοντας του υπεροχή. Υπεροχή, που όπως προκύπτει από την απόφαση της ΕΔΥ, η κατοχή του διδακτορικού του, αποτέλεσε και βαρύνον στοιχείο για την επιλογή του, σε σχέση με τα προσόντα [.]».
Περιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να απορριφθεί και για ένα πρόσθετο λόγο, λέγοντας και τα ακόλουθα:
«[.] Ενώ η δοθείσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, υπέρ τρίτου προσώπου, παρέμεινε αλώβητη από τις δύο ακυρωτικές αποφάσεις, στη βάση των οποίων η απόφαση επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώθηκε για λόγους που αφορούσαν στην απόφαση της ΕΔΥ, σε σχέση με τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων, ήτοι για λόγους που έπονταν της σύστασης, εντούτοις, η ΕΔΥ, χωρίς να παρέχεται έδαφος, αποφάσισε εσφαλμένα, ότι η σύσταση δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη, κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, λόγω του ότι «έχουν μεταβληθεί αναδρομικά στοιχεία, όπως η αρχαιότητα του υποψήφιου Χατζηχάννα ΧΧΧΧ», όπως αυτό λέχθηκε κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 3.2.15 και - ενώ η βεβαίωση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. από το ενδιαφερόμενο μέρος προσκομίστηκε στην ΕΔΥ στις 18.11.2014 - κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 3.8.17, η αναγκαιότητα λήψης νέας σύστασης αποδόθηκε σε δύο λόγους, ήτοι «[.] αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθότι έχει μεταβληθεί αναδρομικά η αρχαιότητα ενός εκ των υποψηφίων, του Χατζηχάννα ΧΧΧΧ, και τα προσόντα δύο εκ των υποψηφίων, των Αντωνίου ΧΧΧΧ και Χατζηχάννα ΧΧΧΧ».
Η απόφαση της ΕΔΥ να ζητήσει και να λάβει υπόψη της νέα σύσταση, κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, κρίνεται πεπλανημένη και ληφθείσα κατά παράβαση του δεδικασμένου, για δύο λόγους, αφενός, λόγω του ότι αυτή παράμεινε αλώβητη από τις δύο ακυρωτικές αποφάσεις, αφού ο λόγος ακύρωσης αφορούσε σε λόγους που έπονταν της σύστασης και αφορούσαν στην τελική απόφαση της ΕΔΥ και αφετέρου, η αιτιολογία που δόθηκε από την ΕΔΥ σε σχέση με την αναγκαιότητα λήψης νέας σύστασης, αφορούσε σε στοιχεία αντικειμενικά, στοιχεία που όφειλε η ΕΔΥ να σταθμίσει, υπό το φως του δικαστικού δεδικασμένου και όχι η Γενική Διευθύντρια, δια μέσου της σύστασης της».
Κρίνουμε ορθές και αυτές τις πρωτόδικες προσεγγίσεις, μια και, για τους λόγους που εξηγήσαμε, συνάδουν με τα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα και στοιχεία, αλλά και με τη μέχρι σήμερα νομολογία (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 78/15, ημ. 1.2.22, ECLI:CY:AD:2022:C42, Παπαστεργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 47/15, ημ. 14.1.22, ECLI:CY:AD:2022:C6, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 36/15, ημ. 1.12.21, ECLI:CY:AD:2021:C544, Δημοκρατία ν. Περικλέους, Α.Ε. 62/14, ημ. 1.12.21, Γρουτίδης και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14 κ.ά., ημ. 1.11.21).
Δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας.
Οι λόγοι έφεσης 2-6 (στην Ε.Δ.Δ. 16/21) και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 (στην Ε.Δ.Δ. 19/21) απορρίπτονται.
Στη βάση των ανωτέρω, αμφότερες οι Εφέσεις απορρίπτονται.
Ως εκ του αποτελέσματος (έχοντας στο μυαλό όσα περιστοιχίζουν τους λόγους αντέφεσης και των δύο αντεφεσειόντων), δεν συντρέχει νομιμοποιητικός λόγος για απασχόληση μας με όσα οι Αντεφέσεις αυτές προβάλλουν (Δημοκρατία ν. Αναστάση, Α.Ε. 64/21, ημ. 16.11.22, ECLI:CY:AD:2022:A442, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα, Ε.Δ.Δ. 38/19, ημ. 30.11.21, New Dimensions Property Developments Ltd v. Δημοκρατίας και Άλλων, Ε.Δ.Δ. 164/18, ημ. 4.10.21).
Οι Αντεφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
Επιδικάζουμε στην καθεμιά έφεση ξεχωριστά, έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων (συν ΦΠΑ αν υπάρχει), ως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1] Η μνεία αφορά στην Δημοκρατία και Άλλου ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293.