ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ.1) (1993) 3 ΑΑΔ 280
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Αργυρού Παναγιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 639
Χατζηλουκά Φρόσω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 643
Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Γεώργιου Λ. Σάββα (2001) 3 ΑΑΔ 1110
Στυλιανού Mιχάλης και Άλλος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρουκαι Άλλου (2007) 3 ΑΑΔ 308
Μιχαήλ Ευστάθιος ν. Κυριάκου Πιλλά και Άλλων (2016) 3 ΑΑΔ 745, ECLI:CY:AD:2016:C573
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.464
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:D37
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 147/2015)
3 Φεβρουαρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗ, OIKONOMOY,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ν.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση,
ν.
ΘΕΜΗ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Ενδιαφερόμενου Μέρους.
Θ. Κουσπή (κα), για τον Εφεσείοντα.
Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Καμία εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η Προσφυγή υπ'. αρ. 1159/2012, δια της οποίας ζητείτο η ακύρωση της Απόφασης των Εφεσιβλήτων η οποία εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης και η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά ή περί την 25/5/2012, με την οποία διόρισαν το Ενδιαφερόμενο Μέρος (εφεξής ΕΜ) στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, αναδρομικά από τις 20/11/2002 αντί του Εφεσείοντα.
Ο Εφεσείων με την παρούσα Έφεση προέβαλε τρεις Λόγους Έφεσης.
Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνουμε αναγκαία την αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης μέχρι και την επίδικη πράξη, αντικείμενο της πρωτόδικης Απόφασης, για καλύτερη αντίληψη των γεγονότων που αφορούν στην παρούσα υπόθεση.
Στις 16/4/2002 απεφασίσθη η προκήρυξη της θέσης Γενικού Διευθυντή του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν ο Εφεσείων και το ΕΜ.
Ακολούθως ο Εφεσείων και το ΕΜ παρεκάθησαν σε προφορική εξέταση ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος.
Στις 12/11/2002 το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος αποφάσισε το διορισμό του Εφεσείοντα στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Η εν λόγω απόφαση έτυχε της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου στις 20/11/2002.
Εναντίον της πιο πάνω Απόφασης καταχωρήθηκαν δύο προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν και οι οποίες, με Απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 30/9/2004, απερρίφθησαν και επικυρώθηκε ο διορισμός του Εφεσείοντα.
Ασκήθηκαν στη συνέχεια Αναθεωρητικές Εφέσεις κατά της πιο πάνω Απόφασης και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε στις 26/6/2007 απόφαση με την οποία έκανε αποδεκτές τις εν λόγω Εφέσεις και ακύρωσε αναδρομικά το διορισμό του Εφεσείοντα στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, για το λόγο ότι η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος ήταν παράνομη και άκυρη[1].
Ενόψει αυτής της εξέλιξης, οι Εφεσίβλητοι προχώρησαν στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης (1η επανεξέταση) και στις 6/12/2007 αποφάσισαν το διορισμό του ΕΜ στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, αναδρομικά από 12/11/2002. Η εν λόγω απόφαση έτυχε της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου στις 19/12/2007.
Εναντίον της πιο πάνω νέας απόφασης των Εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε προσφυγή τόσο από τον Εφεσείοντα όσο και από άλλο πρόσωπο, οι οποίες προσφυγές συνεκδικάστηκαν, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η ακύρωση του διορισμού του ΕΜ στην επίδικη θέση. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την Απόφαση του ημερ. 11/5/2012 στις εν λόγω προσφυγές έκρινε ότι:
§ Στα πρακτικά δεν είχε αναφερθεί οτιδήποτε σχετικά με το ποια από τα καθήκοντα του ΕΜ και των αιτητών, σε συνάρτηση με τις θέσεις που αυτοί κατείχαν, θεωρήθηκε ότι συνιστούσαν δεκαετή, τουλάχιστον, πείρα σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετή, τουλάχιστο, διοικητική ή εποπτική πείρα σε ανώτερη θέση.
§ Σε σχέση με το προσόν της «υπηρεσίας σε διευθυντική θέση ή μακρά και ευδόκιμη πείρα στη ραδιοφωνία/τηλεόραση», το οποίο με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας αποτελούσε πλεονέκτημα, παρέμεινε αδιευκρίνιστο το πώς εξακριβώθηκε όχι μόνο η διάρκεια της πείρας αλλά και το επίπεδο της μέσα από συγκεκριμένη απασχόληση και, ως εκ τούτου, να μην μπορεί, με ασφάλεια, να εξαχθεί συμπέρασμα για την κατοχή του από τους υποψηφίους και η σχετική κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου να παραμένει αναιτιολόγητη.
§ Το Διοικητικό Συμβούλιο παρέλειψε να καθορίσει εκ των προτέρων τις έννοιες «υπεύθυνη θέση», «διοικητική πείρα», «εποπτική πείρα», «ανώτερη θέση» και «μακρά και ευδόκιμη πείρα», για να είναι δυνατός στο στάδιο της αξιολόγησης των προσόντων, ο αναγκαίος συσχετισμός, προς το σκοπό διακρίβωσης ότι οι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και το πλεονέκτημα.
Οι Εφεσίβλητοι αφού επανεξέτασαν την πλήρωση της επίδικης θέσης στις 22/5/2012 (2η επανεξέταση), αποφάσισαν εκ νέου το διορισμό του ΕΜ στην εν λόγω θέση αναδρομικά από τις 20/11/2002 και η εν λόγω απόφαση έτυχε της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Με το Λόγο Έφεσης 1 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι κατά την επανεξέταση που διενεργήθηκε οι Εφεσίβλητοι δεν παραβίασαν το ακυρωτικό δεδικασμένο. Με το Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων έγινε με τρόπο που δεικνύει δέουσα έρευνα και ύπαρξη αιτιολογίας. Μέσω του Λόγου Έφεσης 3 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κρινόμενη συνολικά, «απαντά» με ικανοποιητικό τρόπο τις εισηγήσεις και ότι παρουσιάζει με σφαιρικό τρόπο τη διεργασία σκέψης ως προς τα προσόντα και πλεονέκτημα σε συνάρτηση με το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δύο είναι τα ζητήματα που απασχολούν προς επίλυση: «Παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης και πλάνη περί τα πράγματα ως προς τα πρόσθετα προσόντα και την πείρα τους και συγκριτικά με το ΕΜ, αλλά και γενικότερα μη δέουσα έρευνα και μη επαρκή αιτιολογία».
Ως προς το πρώτο και αναφορικά με το εύρος εξέτασης σε περίπτωση ακυρωτικής Απόφασης και τη διαδικασία επανεξέτασης, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Πίλλα, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 51/2011, ημερ. 22/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:C573:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης - (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο όσα σημεία κρίνονται από το δικαστήριο, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώνεται. Η διοίκηση είναι δεσμευμένη σε σχέση με τα αποφασισθέντα και δεν μπορεί να επαναλάβει ό,τι έχει, ήδη, κριθεί ως νομικά πλημμελές.
Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110).»
Όπως και πρωτόδικα έτσι και στο πλαίσιο ανάπτυξης του Λόγου Έφεσης 1 ο Εφεσείων παραπονείται ότι, κατά πλήρη παραγνώριση και κατά παράβαση του ακυρωτικού δεδικασμένου, οι Εφεσίβλητοι, επαναλαμβάνοντας το ίδιο σφάλμα, παρέλειψαν και πάλι να ερμηνεύσουν και να προκαθορίσουν το περιεχόμενο των εννοιών «υπεύθυνη θέση», «διοικητική πείρα», «εποπτική πείρα», «ανώτερη θέση» και «μακρά και ευδόκιμη πείρα», ώστε κατά το στάδιο της αξιολόγησης των υποψηφίων να μπορεί να γίνει ο αναγκαίος συσχετισμός τους με τα προσόντα τους κατά ίσο και αντικειμενικό τρόπο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στα πρακτικά της απόφασης των Εφεσιβλήτων, επεσήμανε τα ακόλουθα:
«Στην υπό κρίση απόφαση των καθ΄ων η αίτηση πρώτιστα γίνεται αναφορά στην ακυρωτική απόφαση. Ο Πρόεδρος ενημερώνει τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου για την ακύρωση του διορισμού του ΕΜ (Θέμη Θεμιστοκλέους) με την απόφαση ημερ. 11.5.2012. Μάλιστα ενώπιον του Συμβουλίου τίθεται η απόφαση και η γνωμάτευση του νομικού συμβούλου του Ιδρύματος επί τω ότι αν οι καθ΄ων η αίτηση θα προέβαιναν σε επανεξέταση του θέματος, θα έπρεπε να υπάρξει πλήρης συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση.
Φαίνεται από το όλο κείμενο στο πρακτικό της επίδικης απόφασης (παρ.Α) ότι και το Σχέδιο Υπηρεσίας ήταν ενώπιον του Συμβουλίου και οι πρόνοιες του εξηγήθηκαν εκτενώς από το νομικό σύμβουλο του Οργανισμού, ειδικά οι διάφορες πρόνοιες εκ της παρ.(2) των απαιτουμένων προσόντων. Και μάλιστα - όπως σαφώς αναφέρεται στη σελ.2 του ιδίου πρακτικού - αυτές οι πρόνοιες συσχετίστηκαν και αναλύθηκαν «σε συνάρτηση με τα σχετικά σχόλια στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 11.5.2002».
Τονίστηκε περαιτέρω ποίο είναι το βασικό ζητούμενο για τη θέση, για τα καθήκοντα της οποίας ομοίως γίνεται αναφορά. Καταγράφεται επίσης με μεγάλη λεπτομέρεια και η έρευνα και η αιτιολογία, στη βάση και στις παραμέτρους που υπέδειξε η ακυρωτική απόφαση.
Ακόμα στην προβαλλόμενη απόφαση, τίθενται με περισσή ανάλυση (και όχι απλή καταγραφή) οι λόγοι για τους οποίους το ΕΜ και οι αιτητές κρίθηκαν προσοντούχοι. Προσθέτως το Συμβούλιο αναφέρει συγκεκριμένα ποια καθήκοντα, πείρα και σταδιοδρομία του ΕΜ λήφθηκαν υπόψη για την κατάληξη ότι κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα και το πλεονέκτημα.
Παρά το ότι το Συμβούλιο δεν καθορίζει τις έννοιες (ως η υπεύθυνη θέση, διοικητική πείρα, εποπτική πείρα κλπ) εξηγεί με πληρότητα και δίδει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το ΕΜ κατέχει το απαιτούμενο προσόν της παρ.2 του σχεδίου υπηρεσίας, εξηγώντας στην πράξη και ad hoc τις έννοιες.
Κρίνω ότι όχι μόνο δεν υπάρχει παραβίαση του δεδικασμένου αλλά θεωρώντας συνολικά και επιμέρους την επίδικη απόφαση ως αποδίδεται στο επίδικο πρακτικό, κρίνω ότι δεν προκύπτει ο,τιδήποτε το μεμπτό ως οι εισηγήσεις των αιτητών. Εν αντιθέσει με τα θεωρούμενα ως μεμπτά στην απόφαση 11/5/2012, εν προκειμένω δεν πρόκειται απλώς για «απλές φραστικές διαπιστώσεις του Διοικητικού Συμβουλίου»».
Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Όπως προκύπτει από το πρακτικό στην επίδικη απόφαση, παρατίθενται αναλυτικά και με λεπτομέρεια οι λόγοι για τους οποίους τόσο το ΕΜ όσο και ο Εφεσείων κρίθηκαν προσοντούχοι συμφώνως των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ειδικότερα γίνεται πλήρης αναφορά σε συγκεκριμένα δεδομένα και στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για την εν λόγω κατάληξη, όπως τα καθήκοντα των θέσεων που το ΕΜ υπηρέτησε, την πείρα και τη σταδιοδρομία του. Το ότι δεν προσδιορίστηκαν και δεν καθορίσθηκαν εκ των προτέρων (a priori) oι έννοιες «υπεύθυνη θέση», «διοικητική και εποπτική πείρα», «μακρά και ευδόκιμη πείρα», ήτοι το νοηματικό τους εύρος, δεν μπορεί να ενέχει την επίπτωση που υποστηρίχθηκε εφόσον, στην προκείμενη περίπτωση, αφού παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα, εξηγούνται με κάθε λεπτομέρεια και αναλυτικά και στο πλαίσιο των πιο πάνω, ως εκ της διατύπωσης τους, απλών και άμεσα κατανοητών εννοιών, με σαφή αναφορά σε κάθε μια έννοια ξεχωριστά, οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε ότι το ΕΜ κατέχει το απαιτούμενο προσόν, καθώς και το πλεονέκτημα της παραγράφου (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας[2]. Είναι αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα περιέγραψε ως επεξήγηση των εννοιών «στην πράξη και ad hoc». Αυτή η διεργασία που ακολουθήθηκε ασφαλώς και δεν αποτελούσε αυτό που είχε γίνει κατά το στάδιο της 1ης επανεξέτασης και ήταν πλημμέλεια, ήτοι «απλές φραστικές διαπιστώσεις» ότι οι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση ή παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, υπήρξε πλήρης εξειδίκευση και παράθεση εκείνων των δεδομένων και στοιχείων που κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις της παραγράφου (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας εις τρόπο ώστε ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται απόλυτα ευχερής.
Μάλιστα εξέταση του πρακτικού της επίδικης Απόφασης καταδεικνύει αυτό που και το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε, ήτοι το ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων έγινε με τρόπο που δεικνύει δέουσα έρευνα και ύπαρξη επαρκούς και πλήρους αιτιολογίας, με αποτέλεσμα οι αιτιάσεις του Εφεσείοντα με τις οποίες υποστηρίχθηκε, μέσω των Λόγων Έφεσης 2 και 3, η αντίθετη θέση να στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.
Όπως είναι πάγια νομολογημένο, η εκτίμηση των προσόντων που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου και το Δικαστήριο στην ακυρωτική του δικαιοδοσία δεν επεμβαίνει και δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση με εκείνη του διορίζοντος οργάνου. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δήμου Αγλαντζιάς (2010) 3 A.A.Δ.464, το Δικαστήριο δεν διεξάγει πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κατοχής των αναγκαίων προσόντων, αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου οργάνου.
Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού γίνεται η επιλογή των τριών επικρατέστερων από τους δέκα, στους οποίους περιλαμβάνονται ο Εφεσείων και το ΕΜ, παρατίθεται αναλυτική και πλήρης αιτιολογία γιατί το ΕΜ έχει τα προσόντα καθώς και το πλεονέκτημα της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση, ως Διευθυντής του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων. Σε σχέση με το τελευταίο, αφού γίνεται αναφορά στις διάφορες θέσεις που υπηρέτησε, ήτοι από 1978 -1999 ως δημοσιογράφος, μόνιμος υπάλληλος στο Τμήμα Ειδήσεων του ΡΙΚ (Βοηθός Συντάκτης από 1978 - 1982, Ανώτερος Βοηθός Συντάκτης και Αναπληρωτής Υπεύθυνος Σύνταξης από 1989 -1999), εξηγούνται, περαιτέρω, τα καθήκοντα του ως Υπεύθυνος Σύνταξης και γιατί αυτά συνιστούν «διεκπεραίωση διοικητικών και εποπτικών καθηκόντων». Στο πλαίσιο αυτό καταγράφεται και το ότι το ΕΜ ήταν αναπληρωτής του Διευθυντή Ειδήσεων και ανώτερο στέλεχος του ΡΙΚ. Επιπλέον γίνεται αναφορά και στην κατοχή, από το Μάρτιο του 1999 και μετά την παραίτηση του ΕΜ από το ΡΙΚ και κατόπιν επιλογής, της θέσης του Διευθυντή του ΚΥΠΕ, ενός ημικρατικού οργανισμού.
Αφού ακολουθεί στη συνέχεια, πάντοτε στο πλαίσιο της επίδικης απόφασης, όπως υποδεικνύει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η λεπτομερής αναφορά και στους τρεις επικρατέστερους υποψηφίους στη βάση μιας πλήρους αξιολόγησης των προσόντων, πείρας και αξίας του καθενός σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου των Εφεσιβλήτων καταλήγει ότι το ΕΜ υπερείχε των υπολοίπων. Η κατάληξη αυτή γίνεται μέσω της παράθεσης των στοιχείων και δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη, και σε συνέχεια των όσων ήδη είχαν εκτεθεί και επεξηγηθεί, ως ακολούθως:
· «Ο κ. Θεμιστοκλέους Θέμης διαθέτει το πλεονέκτημα της «υπηρεσίας σε διευθυντική θέση» ως Διευθυντής του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων και λόγω της «μακράς και ευδόκιμης πείρας του στη ραδιοφωνία/τηλεόραση», ως επεξηγήθηκε σε λεπτομέρεια πιο πάνω.
· Η πλειοψηφία του Συμβουλίου σημείωσε ιδιαίτερα την αξιόλογη σταδιοδρομία του κ. Θεμιστοκλέους Θέμη τόσο στο λειτούργημα του Δημοσιογράφου όσο και στο ΡΙΚ γενικότερα, καθώς και την ιδιαίτερη πείρα και γνώση του της κυπριακής και παγκόσμιας επικαιρότητας, όπως αυτό σαφώς προκύπτει από τα ενώπιον του Συμβουλίου στοιχεία.
· Η πλειοψηφία του συμβουλίου έκαμε ειδική αναφορά στα μεταπτυχιακά ακαδημαϊκά προσόντα του κ. Θεμιστοκλέους Θέμη στη δημοσιογραφία και την επικοινωνία καθώς και στο επαγγελματικό προσόν του Master in Business Administration (M.B.A), με ειδίκευση στη διεύθυνση υπηρεσιών. Τα προσόντα και η πείρα του κ. Θεμιστοκλέους Θέμη, απεφάσισε η πλειοψηφία του Συμβουλίου, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία, με άμεση συνάρτηση με την αποστολή και τις ευθύνες του Ραδιοφωνικού ιδρύματος Κύπρου.
· Ο κ. Θεμιστοκλέους Θέμης είχε λάβει ενεργό μέρος στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (EBU) και είχε εκπροσωπήσει το ΡΙΚ με μεγάλη επιτυχία σε πολλά διεθνή δημοσιογραφικά συνέδρια, συμπεριλαμβανομένου του Πρώτου Παγκόσμιου συνεδρίου του CNN στην Ατλάντα. Υπήρξε ο πρώτος σύνδεσμος και ανταποκριτής του ΡΙΚ για το Euronews και έχει ευρεία γνώση και πείρα των διεθνών δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων και εξελίξεων.
· Από 1η Μαρτίου 1999 (μέχρι τον ουσιώδη χρόνο), ο κ. Θεμιστοκλέους Θέμης κατείχε τη θέση του Διευθυντή του ΚΥΠΕ, που είναι ημικρατικός οργανισμός. Εκτέλεσε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό και έχει εκτενή πείρα συμφωνιών και συνεργασιών με άλλα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων».
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία προσβάλλεται μέσω του Λόγου Έφεσης 3, ότι η επίδικη Απόφαση «κρινόμενη συνολικά και σε όλη της την εμβέλεια «απαντά» με ικανοποιητικό τρόπο τις εισηγήσεις και με σφαιρικό τρόπο παρουσιάζει πλήρως τη διεργασία σκέψης ως προς τα προσόντα και πλεονέκτημα, σε συνάρτηση με το Σχέδιο Υπηρεσίας, την κατοχή πρόσθετων προσόντων και υπεροχής σε πείρα αλλά και δίδει κατάλληλο έρεισμα ως προς το γιατί το ΕΜ κρίθηκε καταλληλότερος» μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Είναι προφανές από το πρακτικό της επίδικης Απόφασης ότι η όλη διεργασία που οδήγησε στην επιλογή του ΕΜ εκτίθεται με πάσα λεπτομέρεια και δίδεται πλήρης αιτιολογία γιατί επιλέχθηκε το ΕΜ αντί οι άλλοι υποψήφιοι.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
[1] Πρόκειται για την υπόθεση Στυλιανού κ.ά. v. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 308.
[2] (2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική ή/και εποπτική πείρα σε ανώτερη θέση. Υπηρεσία σε διευθυντική θέση ή μακρά και ευδόκιμη πείρα στη ραδιοφωνία/τηλεόραση θα αποτελεί πλεονέκτημα.