ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A449
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ I-JUSTICE
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 8/2022
17 Noεμβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
SOHEL MADBER
Εφεσείων/Aιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσιβλήτων/Καθών η αίτηση
........
Κ. Κουππαρή (κα) για τον εφεσείοντα
Σ. Παυλίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους
.......
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.
......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Με δυο λόγους έφεσης αξιώνεται η ακύρωση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 8/9/2022 με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του εφεσείοντα για ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων ημερ. 17/5/2022 δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης του.
Προέβαλλε συναφώς στις επιζητούμενες θεραπείες πως (α) η ανωτέρω απόφαση είναι άκυρη και αντισυνταγματική και είχε ληφθεί χωρίς τη δέουσα έρευνα και βάσει λανθασμένης νομοθεσίας διότι κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης βάσει του Άρθρου 6(ι)(κ) του Κεφ. 105 αντί του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000. (β) Ότι η απόφαση για την έκδοση διατάγματος κράτησης του είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και (γ) η απόφαση για την έκδοση διατάγματος απέλασης του, λόγω του ότι παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα, είναι άκυρη, παράνομη και/η αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος. Oι πράξεις/αποφάσεις των εφεσιβλήτων οι οποίες βάλλονται με την εν λόγω προσφυγή και έφεση και επισυνάπτονται ως παρ. Α στην Αίτηση και αποτελούν μέρος του Τεκμ. 1, περιέχονται σε τρεις διαφορετικές επιστολές, ιδίας ημερομηνίας (17/5/22) και έχουν συνοπτικά ως εξής:
(α) Γνωστοποιείται στον εφεσείοντα ότι κηρύσσεται απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, λόγω της παράνομης παραμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία από τις 11/4/2021 όταν παρήλθε η προθεσμία που του δόθηκε να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία. Πληροφορείται επίσης ότι απαγορεύεται η είσοδος του στην Κυπριακή Δημοκρατία για περίοδο πέντε (5) ετών από την αναχώρηση του, δυνάμει άρθρων του ιδίου Νόμου και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2008/115/ΕΕ.
(β) Επειδή ο εφεσείων, υπήκοος Μπαγκλαντές είναι απαγορευμένος μετανάστης, εκδίδεται διάταγμα απέλασης του δυνάμει του άρθρου 14 του ιδίου ως άνω Νόμου.
(γ) Επειδή ο εφεσείων είναι απαγορευμένος μετανάστης και επειδή εκδόθηκε διάταγμα απέλασης του και επειδή διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, εκδόθηκε διάταγμα κράτησης του (Άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α). Δεδομένου ότι δεν είχε συμμορφωθεί με απόφαση επιστροφής, δεν διέμενε στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής και δεν είχε στην κατοχή του διαβατήριο, δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικό της κράτησης μέτρων.
To πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, υιοθετώντας σκεπτικό παλαιότερης απόφασης του επί παρόμοιων θεμάτων, πως δεν στοιχειοθετήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πεπλανημένης έκδοσης του διατάγματος απέλασης, ενώ έκρινε πως το μέτρο της κράτησης του αιτητή, εύλογα θεωρήθηκε αναγκαίο και ανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Μια αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, κρίνεται αναγκαία.
Ο αιτητής ο οποίος είναι υπήκοος Mπαγκλαντές, αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων περιοχών και εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές σε άγνωστο χρόνο και χώρο.
Στις 22/1/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε στις 22/2/2021 από την Υπηρεσία Ασύλου. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση τού γνωστοποιήθηκε στις 3/3/2021. Σημειώνεται πως κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο.
Στις 9/2/2022 υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, την οποίαν η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε στις 12/4/2022, ως απαράδεκτη, αφού κρίθηκε πως δεν είχε προσκομίσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία ή πορίσματα από τα οποία να θεμελιώνεται η αναγκαιότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως, ο αιτητής άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας την προσφυγή με αρ. 2580/2022, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.
Στις 17/5/2022 ο αιτητής συνελήφθη λόγω παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και την ίδια μέρα εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει των άρθρων 14 και 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής. Τη νομιμότητα των ανωτέρω διαταγμάτων προσέβαλε με την προσφυγή 1125/22, η απόφαση επί της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με την κυρίαρχη, θα χαρακτηρίζαμε θέση, του εφεσείοντα, όπως αναπτύχθηκε με την επιχειρηματολογία της συνηγόρου του, πως ο εφεσείων, υποβάλλοντας τη μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, προ της έκδοσης των επιδίκων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, έχει δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι και την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου σε σχέση με την μεταγενέστερη αίτηση, θεωρώντας ότι το γεγονός της κατοχύρωσης τέτοιας αίτησης, παρέχει δικαίωμα αναστολής στην έκδοση νέας απόφασης απέλασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρατήρησε πως δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα η νομιμότητα της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 22/2/2021 επί της αρχικής αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας, αφήνοντας να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για ακύρωση της, ορθά εκδόθηκαν στις 17/5/22 τα επίδικα διατάγματα.
Έκρινε πως με βάση τα ανωτέρω γεγονότα, οι εισηγήσεις του εφεσείοντα, περί ύπαρξης εκ μέρους του δικαιώματος να παραμείνει στη Δημοκρατία, μόνο και μόνο επειδή υπέβαλε προσφυγή κατά της απόφασης του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του ως απαράδεκτο, είναι αβάσιμες και αστήρικτες.
Αποφάσισε, αντλώντας καθοδήγηση από τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, πως αυτές αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου. Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά, δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «.. ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου ξεκινά με δεδομένο πως ο εφεσείων δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και άρα η κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη όσο και τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι νόμιμα.»
Η επιχειρηματολογία που προέταξε η συνήγορος του εφεσείοντα είναι ως και στο πρωτόδικο, η οποία έχει ήδη καταγραφεί.
Η συνήγορος των εφεσιβλήτων, υιοθετώντας το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, υποδεικνύει πως αφ' ης στιγμής η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ο εφεσείων δεν διατηρεί δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία ως Αιτητής Διεθνούς Προστασίας.
Είπε σχετικά επί τούτου του θέματος το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτοντας εκτενή αναφορά στη νομοθεσία του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000:
«Το ερώτημα που ανακύπτει, εν προκειμένω, αφορά το κατά πόσον, πρόσωπο που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση / αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, θεωρείται αιτητής για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά συνέπεια απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν αιτητές ασύλου, ως αυτά προδιαγράφονται στις διατάξεις του άρθρου 8 του περί Προσφύγων Νόμου.
Απάντηση στο ερώτημα δίδεται από τις διατάξεις του ίδιου του άρθρου 16Δ του προαναφερθέντος Νόμου, στις οποίες προνοείται πως, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν μεταχειρίζεται την μεταγενέστερη αίτηση ή τα νέα στοιχεία που υποβάλλονται μετά την αρχική αίτηση του αιτητή, ως νέα αίτηση, αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Εξ' ου και το γεγονός πως τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες της επιφύλαξης του εδαφίου (3)(α) του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει πως ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα και σε τέτοια περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ως αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 16Δ(3)(δ), τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 12Β τετράκις(2)(δ).
Η δυνατότητα παραμονής αιτητή διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία, καθ΄ όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η εξέταση της αρχικής αιτήσεως του από την Υπηρεσία Ασύλου, είναι δεδομένη, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 8(1)(α) του Νόμου. Σε περίπτωση που η αρχική αυτή αίτηση απορριφθεί, ως προδιαγράφεται στις διατάξεις της παραγράφου (1Α) του ίδιου άρθρου, είτε ως αβάσιμη, είτε ως απαράδεκτη, η δυνατότητα παραμονής του στη Δημοκρατία, εξετάζεται και αποφασίζεται από το Δικαστήριο, εφόσον προηγηθεί σχετική ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια καταχώρησης προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου επί της ενδιάμεσης αυτής αιτήσεως, ο αιτητής έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.
Εξαίρεση από τα πιο πάνω, εισάγεται στην παράγραφο (1Β) του άρθρου 8, ήτοι στις περιπτώσεις που υποβάλλεται από το πρόσωπο αυτό, μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ή/και νέα στοιχεία μετά την αρχική απόρριψη της αιτήσεως για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 16Δ(1).
Στις περιπτώσεις αυτές, μέχρι την εξέταση της υποβαλλόμενης αιτήσεως, ο εκάστοτε αιτητής, δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, αλλά αυτό ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και εξετάζεται ad hoc σε περίπτωση υποβολής πρώτης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, απλώς για καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της απόφασης για άμεση απομάκρυνση του, η οποία καθίσταται εκτελεστή με την απόρριψη της αρχικής του αιτήσεως ή σε περίπτωση δεύτερης ή επόμενης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, εφόσον προηγήθηκε η εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης η οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη ή αβάσιμη.
Η διακριτική, λοιπόν, ευχέρεια για εξέταση του δικαιώματος του αιτητή για παραμονή του στη Δημοκρατία, μέχρι τη διοικητική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, ανήκει στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος σε περίπτωση που κρίνει πως δεν παρέχεται τέτοιο δικαίωμα παραμονής, θα πρέπει, στη βάση της επιφύλαξης του εδαφίου (4)(β) του άρθρου 16Δ να ικανοποιηθεί πως τυχόν εκτέλεση απόφασης επιστροφής ή απομάκρυνσης, δεν θα συνεπάγεται στην άμεση ή έμμεση επαναπροώθησή του.
Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το δικαίωμα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ενόσω εκκρεμεί δικαστική αμφισβήτηση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την μεταγενέστερη αίτηση που υπεβλήθη, ενώπιον του ΔΔΔΠ, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής.
Η απόφαση του Προϊσταμένου για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, εξ' ου κι ο αιτητής δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, τουλάχιστον μετά την άπρακτη πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 12Α(2) του Ν. 73(Ι)/2018. Σε περίπτωση που ασκηθεί τέτοια προσφυγή, το δικαίωμα παραμονής του αιτητή, εξετάζεται από το ΔΔΔΠ, ενώπιον του οποίου και εκκρεμεί η κυρίως προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας ο αιτητής θα πρέπει να υποβάλει τέτοια αίτηση.
Υποβολή, όμως, τέτοιας ενδιάμεσης αιτήσεως και μόνον, δεν αναστέλλει την απόφαση για επιστροφή ή απομάκρυνση. Χρειάζεται διάταγμα και/ή άδεια του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αφ' ης στιγμής η απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, τέτοια ενδιάμεση αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται πάραυτα, με την καταχώρηση της προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ, εφόσον οι ενέργειες της διοίκησης για επιστροφή, δεν αναστέλλονται και τέτοια ενδιάμεση αίτηση, δεν θα έχει πλέον στόχο και σκοπό την ουσιαστική αποκατάσταση και ικανοποίηση της κυρίως θεραπείας που ζητείται με την προσφυγή που εκκρεμεί.
Εν κατακλείδι, σε σχέση με το ερώτημα που τίθεται πιο πάνω, αντλώντας καθοδήγηση και από τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, καταλήγω πως οι μεταγενέστερες αιτήσεις, αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου. Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.»
Κρίνουμε ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε πως εφαρμογής τυγχάνουν τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015 και ειδικότερα στην παρ. 46 αυτής:
«46. Πρέπει εξάλλου, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2005/85, όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση ασύλου χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία και, στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτών.»
Αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα των Π. Νάσκου-Περράκη, Γ. Παπαγεωργίου, Χρ. Μπαξεβάνη «Πρόσφυγες και Αιτούντες Άσυλο» 2017, όπου στις σελ. 195-196 σημειώνεται πως μια αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί να γίνει δεκτή οπότε και χορηγείται καθεστώς διεθνούς προστασίας ή να απορριφθεί ως αβάσιμη. Μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως απαράδεκτη για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και όταν η αίτηση αποτελεί μεταγενέστερη αίτηση του αιτούντος και η προκαταρκτική εξέταση δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων. Όπως και στην κρινόμενη περίπτωση, όπου η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα εκρίθη απαράδεκτη λόγω μη προσκόμισης νέων ουσιωδών στοιχείων και η κρίση αυτή, οριοθέτησε το καθεστώς και την ιδιότητα του. Άλλως πως, σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης περί του εσφαλμένου και πάλιν σκεπτικού ότι δεν στοιχειοθετήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πεπλανημένης έκδοσης του διατάγματος απέλασης, έχει άμεση συνάφεια με τον εξετασθέντα πρώτο λόγο, καθώς παραπέμπει σε κατ' ισχυρισμό εφαρμογή λανθασμένης νομοθεσίας. Τα όσα κατά την εξέταση του ανωτέρω λόγου λέχθηκαν, επαναλαμβάνονται ως ισχύοντα και για το δεύτερο λόγο. Η απόφαση για κράτηση ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την απέλαση, αφού για να είναι νόμιμη πρέπει να λαμβάνονται ενέργειες προς το σκοπό απέλασης, γι' αυτό η κρίση του Δικαστηρίου, πως στη βάση των όσων γεγονότων παρέθεσε και της νομικής πτυχής την οποία ανέλυσε, «το μέτρο της κράτησης του αιτητή, εύλογα θεωρήθηκε αναγκαίο και ανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού» ήταν ορθή. (Fasel v. Δημοκρατίας, ΠΕ 236/15 ημερ. 31/3/2016, Mohammad Shaikh Limon v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ΕΔΔ αρ. 126/2021 ημερ. 20/4/22), ECLI:CY:AD:2022:A166. Τονίζουμε περαιτέρω πως, τα όσα οι εφεσίβλητοι απαρίθμησαν στην επιστολή τους/απόφαση ημερ. 17/5/22 για τη μη ύπαρξη εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, δικαιολογούσαν και θεμελίωναν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται. Ενόψει της φύσης της υπόθεσης δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/ΚΑς