ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A357
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 37/2016)
(Υποθ. Αρ. 1069/2013)
20 Σεπτεμβρίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
GANNA NELEPA,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. Δ/ΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜ. ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ &
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση,
____________________
Ρ. Βραχίμης για Ροβέρτος Βραχίμης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για
την Εφεσείουσα.
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: H εφεσείουσα, Ουκρανικής υπηκοότητας, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 24.7.2012, με σκοπό να εργασθεί και για το σκοπό αυτό της χορηγήθηκε στις 30.7.2012 άδεια προσωρινής παραμονής ως εργοδοτούμενη, με ισχύ μέχρι τις 6.7.2013.
Την 1.3.2013, ο εργοδότης της εφεσείουσας προέβη σε προφορική καταγγελία στις αρμόδιες αρχές ότι αυτή δεν προσήλθε στην εργασία της και ότι εγκατέλειψε το χώρο διαμονής της. Στις 5.3.2013 ο εργοδότης επανέλαβε την καταγγελία με γραπτή επιστολή του, στην οποίαν ανέφερε, επιπρόσθετα, ότι η εφεσείουσα τον πληροφόρησε ότι είχε στο μεταξύ τελέσει πολιτικό γάμο με Βούλγαρο υπήκοο στη Βουλγαρική πρεσβεία και του παρέδωσε αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού.
Επειδή οι έρευνες των αρμοδίων υπηρεσιών για τον εντοπισμό της εφεσείουσας απέβησαν άκαρπες, τα στοιχεία της καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.
Στις 26.4.2013 η εφεσείουσα προσήλθε αυτοβούλως στα γραφεία της Υπηρεσίας Αλλοδαπών (ΥΑΜ) Λεμεσού για να διευθετήσει το καθεστώς παραμονής της, λόγω του τελεσθέντος γάμου της, αλλά, κατά την εκεί παρουσία της, συνελήφθη λόγω της παράνομης διαμονής της, κατά παράβαση όρου της άδειάς της και την ίδια μέρα εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασής της ως απαγορευμένης μετανάστριας, δυνάμει του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105 (όπως έχει τροποποιηθεί).
Εναντίον των πιο πάνω διαταγμάτων και των συναφών αποφάσεων για ακύρωση της άδειας παραμονής και εργασίας της και της συμπερίληψης του ονόματός της στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, ασκήθηκε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Η εφεσείουσα υπέβαλε πρωτόδικα ότι οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση του Κανονισμού 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (Κ.Δ.Π. 242/72), δεν τήρησαν τη νόμιμη διαδικασία κήρυξης προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη και αυτό γιατί θα έπρεπε να είχε προηγηθεί της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης η έκδοση και κοινοποίηση προς την εφεσείουσα ειδοποίησης ακύρωσης της άδειας παραμονής της. Επίσης, ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105, δεν ενσωματώνουν πλήρως τις πρόνοιες του Άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2008/115/ΕΚ.
Ισχυρίσθηκε, περαιτέρω ότι, ακόμα και σε περίπτωση μη αναγνώρισης του γάμου της, η περίπτωσή της καλύπτεται από το Άρθρο 4 του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν.7(Ι)/2007) και ότι είχε δικαίωμα διαμονής στην Κύπρο, με βάση τις πρόνοιες των Άρθρων 5, 8, 11 και 12 του Νόμου αυτού.
Με την εκκαλούμενη απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Σημείωσε, ενόψει των διαφορετικών εκδοχών που παρουσιάστηκαν αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα που περιέβαλλαν την προσφυγή, ότι στην αναθεωρητική δικαιοδοσία η υπόθεση κρίνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και όχι από τα στοιχεία των γραπτών αγορεύσεων.
Αποφάνθηκε, στη συνέχεια, ότι το γεγονός της καταγγελίας του εργοδότη περί μη προσέλευσης της εφεσείουσας στην εργασία της οδήγησε στον τερματισμό της ισχύος της άδειας προσωρινής παραμονής της και συνιστούσε επίσης παραβίαση όρου της άδειάς της για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ.105, με βάση το οποίο από την 1.3.2013 η εφεσείουσα αποτελούσε απαγορευμένη μετανάστρια. Κατά συνέπεια, αυτή υπόκειτο στις πρόνοιες του Άρθρου 14(1) του Κεφ.105, το οποίο παρέχει στο Λειτουργό Μετανάστευσης την εξουσία κράτησης και απέλασης αλλοδαπού που έχει κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης.
Παρατήρησε, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105 μεταφέρουν πλήρως τις πρόνοιες του Άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ αναφορικά με τη δυνατότητα να τεθεί υπήκοος τρίτης χώρας υπό κράτηση «μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης».
Επισημάνθηκε, παράλληλα, ότι οι διατάξεις του Ν.7(Ι)/2007 δεν ετύγχαναν εν προκειμένω εφαρμογής, καθότι, όπως αποφασίστηκε από τους εφεσίβλητους, στη βάση σχετικής γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, ο γάμος που τελέστηκε από την εφεσείουσα στη Βουλγαρική πρεσβεία δεν ενέπιπτε στην έννοια του «γάμου», ως αυτή καθορίζεται στο Άρθρο 3(1) του περί Γάμου Νόμου, Νόμου του 2003 (Ν. 104(Ι)/2003) και, συνεπώς, δεν υφίστατο.
Καταλήγοντας στην απορριπτική απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να προβάλλει εκ των υστέρων το επιχείρημα ότι, εφόσον ο γάμος της δεν θεωρείται νόμιμος, έλκει δικαιώματα ως σύντροφος ή εξαρτώμενη πολίτης της Ένωσης. Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κώλυμα υφίσταται, δεδομένου ότι ουδέποτε η εφεσείουσα αποτάθηκε στις αρμόδιες αρχές για αλλαγή του καθεστώτος διαμονής της, πράγμα που θα μπορούσε ελεύθερα να πράξει, προτού προχωρήσει στην τέλεση του γάμου τον οποίον η ίδια θεωρούσε νόμιμο.
Mε επτά λόγους έφεσης επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Mε τον πρώτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή, με βάση τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, η απόφαση των εφεσιβλήτων να θεωρήσουν ως μη υφιστάμενο τον γάμο που τέλεσε στη Βουλγαρική πρεσβεία.
Σύμφωνα με τη θέση της, η απόφαση των εφεσιβλήτων με την οποία θεωρήθηκε ως ανυπόστατος ή άκυρος ο γάμος της, αποτελούσε προπαρασκευαστική πράξη, η οποία οδήγησε στην πεπλανημένη αντίληψη περί εφαρμογής των διατάξεων του Κεφ.105, αντί των προνοιών του Ν.7(Ι)/2007, με κατάληξη τη λήψη της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης και την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον της.
Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι ο γάμος της δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ανυπόστατος, αφού δεν είχε προηγηθεί απόφαση αρμόδιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στα Άρθρα 19-23 του Ν.104(Ι)/2003. Η δε σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, συνεχίζει στην εισήγησή της η εφεσείουσα, θα μπορούσε απλά να δώσει στους εφεσίβλητους το έρεισμα για να επιδιώξουν την ακύρωση του γάμου, προβάλλοντας εν ευθέτω χρόνο, τους λόγους ακυρότητας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, κάτι το οποίο δεν έπραξαν.
Η γνωμάτευση σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως παρέχουσα στους εφεσίβλητους εξουσία μη αναγνώρισης ή ακύρωσης ενός έγκυρου κατά τα άλλα γάμου. Εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν εξασφάλισαν προηγουμένως σχετική απόφαση από αρμόδιο Δικαστήριο, η έκδοση διατάγματος απέλασης της εφεσείουσας, στη βάση του ότι ο γάμος της δεν ήταν έγκυρος, είναι παράνομη και ταυτόχρονα αποτελεί προϊόν πλάνης περί το νόμο και περί τα πράγματα.
Συνοψίζοντας την εισήγησή της, η εφεσείουσα υποβάλλει ότι, στην απουσία οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης που να υποστηρίζει το αντίθετο, η εφεσείουσα είναι σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη, μόνιμου κάτοικου Κύπρου και, υπό την ιδιότητά της αυτή, έχει δικαίωμα διαμονής μαζί του στην Κύπρο, βάσει του Ν.7(Ι)/2007, του οποίου τις πρόνοιες θα έπρεπε να εφαρμόσουν οι εφεσίβλητοι.
Εν κατακλείδι, υποστηρίζεται ότι, αφ' ης στιγμής η σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα υιοθετήθηκε από τους εφεσίβλητους και απετέλεσε μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια του ισχύοντος εξεταστικού συστήματος, όφειλε να εξετάσει την ορθότητά της και να προβεί σε σχετικά ευρήματα. Δεν το έπραξε και η παράλειψη αυτή κατέστησε αναιτιολόγητη την ίδια τη δικαστική απόφαση.
Τέλος, υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι, στην παρούσα υπόθεση, οι εφεσίβλητοι «παραβίασαν κατάφωρα» την Οδηγία 2008/115/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο Κεφ.105, την Οδηγία 2004/38/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο Ν.7(Ι)/2007, και το Ν.104(Ι)/2003. Επιπρόσθετα, υπήρξε παραβίαση του περί της Συμβάσεως περί Καταργήσεως της Υποχρεώσεως προς Νομιμοποίηση Αλλοδαπών Δημοσίων Εγγράφων (κυρωτικού Νόμου του 1972 (Ν.50/1972), του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί Καταργήσεως της Νομιμοποιήσεως Εγγράφων Εκδιδομένων υπό Διπλωματικών Εκπροσώπων ή Προξενικών Λειτουργών (κυρωτικού) Νόμου του 1969 (Ν.6/1969) και του Κυρωτικού της Σύμβασης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας για παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου (Ν.18/1984). Η παραβίαση των πιο πάνω Νόμων έγκειται, κατά την εφεσείουσα, στο ότι οι εφεσίβλητοι αγνόησαν τη σφραγίδα Apostille επί του πιστοποιητικού γάμου, την οποίαν όφειλαν να αποδεχθούν και να αναγνωρίσουν το έγγραφο, νοουμένου ότι δεν υπήρχε περί του αντιθέτου απόφαση Δικαστηρίου και δοθέντος ότι οι διεθνείς συμβάσεις έχουν αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του Ν.109(Ι)/2003, με βάση το Άρθρο 169.3 του Συντάγματος.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι οι διατάξεις του Ν.7(Ι)2007 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι, με βάση τα παραδεκτά γεγονότα και δεδομένα τα οποία βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και απετέλεσαν ευρήματά του, δηλαδή το γεγονός του γάμου της με Ευρωπαίο πολίτη, ο οποίος ήταν εν γνώσει των εφεσιβλήτων τουλάχιστον από τις 5.3.2013, όταν έλαβαν το μεταφρασμένο πιστοποιητικό γάμου, το ότι ο εν λόγω γάμος δεν είχε ακυρωθεί από αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 21(2) του Ν.104(Ι)/2003 και, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία, στις 26.4.2013, πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Ν.7(Ι)/2007. Σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του Άρθρου 2 του Ν.7(Ι)/2007 «μέλος της Οικογένειας σημαίνει τον/την σύζυγο πολίτη της Ένωσης». Συνακόλουθα, εισηγείται η εφεσείουσα, λανθασμένα και πεπλανημένα κρίθηκε πρωτόδικα, ότι ο Ν.7(Ι)/2007 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεσή της. Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της η εφεσείουσα επικαλείται τις πρόνοιες των Άρθρων 4, 5, 8, 11 και 12 του πιο πάνω Νόμου και εισηγείται διαζευκτικά πως, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας του γάμου της, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο «μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη» μέσα στην έννοια των προνοιών του Άρθρου 4(2)(α) και (β) του Ν.7(Ι)/2007, δηλαδή ως σύντροφος ή άτομο που συντηρείται και έχει διαρκή σχέση με πολίτη της Ένωσης και για το λόγο αυτό είχε δικαίωμα διαμονής «χωρίς διατυπώσεις» για τρεις μήνες. Προσθέτει ότι, με βάση τις πιο πάνω διατάξεις και ιδιαίτερα δυνάμει των Άρθρων 5, 8 και 11 του Ν.7(Ι)/2007, θα έπρεπε, πριν από την κίνηση της διαδικασίας απέλασής της, να της είχαν παραχωρηθεί οι εκεί προβλεπόμενες διευκολύνσεις και η τετράμηνη προθεσμία του Άρθρου 11(2)(α) για να αποκτήσει όλα τα απαραίτητα αναγκαία έγγραφα που θα στοιχειοθετούσαν το δικαίωμα διαμονής της ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη.
Είναι, περαιτέρω, η θέση της εφεσείουσας ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ίσχυε η νομική βάση του διατάγματος απέλασής της, δηλαδή το Άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ.105, διότι ούτε εισήλθε, ούτε διέμενε στη Δημοκρατία, κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης του εν λόγω νόμου, αλλά ούτε και κατά παράβαση της άδειας εργασίας που της δόθηκε, καθότι, μετά την 1.3.2013, απέκτησε το καθεστώς μέλους οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη και, επομένως, δεν απαιτείτο καμία άδεια διαμονής ή εργασίας τουλάχιστον για περίοδο τεσσάρων μηνών. Επιπρόσθετα, συνεχίζει η εφεσείουσα, δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο μη έκδοσης απόφασης επιστροφής της, μέχρι την ολοκλήρωση της εκκρεμούσας διαδικασίας για την άδεια διαμονής της, ούτε και τηρήθηκαν οι δικονομικές και άλλες συνταγματικές και ευρωπαϊκές εγγυήσεις του Άρθρου 18ΟΗ(5) και (6) του Κεφ.105.
Οι εφεσίβλητοι απαντούν αναφορικά με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης, παραπέμποντας στο Άρθρο 3(1)(2) του Ν.104(Ι)/2003, και στα εκεί οριζόμενα, επισημαίνοντας ότι, εφόσον ο γάμος τελέστηκε στην Βουλγαρική πρεσβεία της Κύπρου, το θέμα ρυθμίζεται από τις πιο πάνω πρόνοιες, με βάση τις οποίες ορθά δεν αναγνωρίστηκε ο «γάμος» της εφεσείουσας, αφού δεν τελέστηκε από αρμόδιο λειτουργό τέλεσης γάμων, όπως απαιτείται στο Ν.104(Ι)/2003. Επομένως, ο μη έγκυρος γάμος της εφεσείουσας απέκλειε την εφαρμογή των ευνοϊκών γι' αυτήν διατάξεων του Ν.7(Ι)/2007. Επικαλούνται, προς ενίσχυση της άποψής τους οι εφεσίβλητοι, γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας σε άλλη περίπτωση που αφορούσε γάμο μεταξύ Έλληνα υπηκόου και Ρωσίδας υπηκόου, ο οποίος τελέστηκε στη Ρωσική πρεσβεία και, επίσης, δεν αναγνωρίστηκε, πάνω στη βάση του ότι η Ρωσική πρεσβεία αποτελεί έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Radwan v. Radwan (1972) 3 All E.R. 967. Λέχθηκε στη Radwan ότι οι δικαιοπραξίες που λαμβάνουν χώρα στις εγκαταστάσεις/κτήρια διπλωματικών αποστολών, δεν ξεφεύγουν του τοπικού δικαίου.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης οι εφεσίβλητοι διαφοροποίησαν τη θέση τους και, ανακαλώντας την προηγούμενη σχετική εισήγησή τους, δήλωσαν ότι η Βουλγαρική πρεσβεία θεωρείται ότι αποτελεί έδαφος της Βουλγαρίας και, επομένως, πολιτικοί γάμοι που τελούνται στην πρεσβεία διέπονται από το Βουλγαρικό δίκαιο.
Στη βάση της πιο πάνω δήλωσης της εκπροσώπου της Δημοκρατίας, λανθασμένα δεν αναγνωρίστηκε ο γάμος της εφεσείουσας και κρίθηκε ως γάμος που δεν τελέστηκε από αρμόδιο λειτουργό τέλεσης γάμων, σύμφωνα με το Άρθρο 3(1)(2) του Ν.104(Ι)/2003.
Η μη αναγνώριση του γάμου της εφεσείουσας αποτέλεσε λόγο για την εισήγηση του υπεύθυνου της ΥΑΜ Λεμεσού όπως τα στοιχεία της καταχωριστούν ως αναζητούμενο πρόσωπο. Όπως αναφέρεται στην σχετική επιστολή, ημερομηνίας 8.3.2013, που απέστειλε προς το Διοικητή της ΥΑΜ, «λόγω του ότι ο «γάμος» τελέστηκε σε Πρεσβεία και δεν αναγνωρίζεται και επειδή η αλλοδαπή εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής της και βρίσκεται παράνομα σε άγνωστη διεύθυνση, γίνεται εισήγηση.».
Με βάση την εν λόγω επιστολή, στις 14.3.2013, ως η χειρόγραφη σημείωση επί της εν λόγω επιστολής, «η άδεια παραμονής της ακυρώνεται λόγω εγκατάλειψης της εργασίας της και να καταχωρηθεί ως αναζητούμενη αφού εξαφανίστηκε». Στη συνέχεια, όταν στις 26.4.2013 η ίδια προσήλθε αυτοβούλως στα γραφεία της ΥΑΜ Λεμεσού, με σκοπό να διευθετήσει την παραμονή της ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη από τη Βουλγαρία, με τον οποίο είχε τελέσει γάμο στην πρεσβεία της Βουλγαρίας την 1.3.2013, εκδόθηκαν εναντίον της τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Είναι προφανές, από τα πιο πάνω γεγονότα ότι η απόφαση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στηρίχθηκε στην εσφαλμένη αντίληψη ότι ο γάμος της εφεσείουσας, για τον οποίο είχαν γνώση οι εφεσίβλητοι από τις 5.3.2013, δεν ήταν έγκυρος, με αποτέλεσμα να μην εξετάσουν, ως όφειλαν, τις ευνοϊκές γι' αυτήν διατάξεις του Ν.7(Ι)/2007.
Ως εκ τούτου, οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν και η επίδικη απόφαση είναι έκθετη σε ακύρωση, χωρίς να απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου έφεσης που μόνο θεωρητική σημασία θα είχε.
Η έφεση επιτυγχάνει με €2.000 έξοδα υπέρ της εφεσείουσας πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΧΤΘ