ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-07-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, ΑΝΑΦΟΡΕΣ 6/2021 και 7/2021, 20/7/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D329

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(ΑΝΑΦΟΡΕΣ 6/2021 και 7/2021)

 

Αναφορικά με το Άρθρο 140 του Συντάγματος.

 

20 Ιουλίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]

 

 [ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _


 

Ειρ. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για

    τον Αιτητή.

Α.Σ. Αγγελίδης, με Μ. Μαλάη (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ,

    για την Καθ΄ης η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.

_ _ _ _ _ _

 

Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Τα ουσιαστικά προς γνωμάτευση θέματα των δύο Αναφορών ταυτίζονται. Στο επίκεντρο βρίσκεται το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Ουδεμία πρότασις νόμου συνεπαγομένη αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων δύναται να υποβληθή υπό βουλευτού.» και η αμφισβήτηση της συμβατότητας των υπό Αναφορά Νόμων με τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

Με την Αναφορά 6/2021, επιζητείται η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) (Αρ.4) Νόμος του 2021» βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 80.2 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα.

 

Σ΄ ότι αφορά την παρούσα Αναφορά, η εκτελεστική εξουσία είχε καταθέσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο, πρόσωπο το οποίο είχε συμπληρώσει το 63ο έτος της ηλικίας του και δικαιούται, αλλά δεν είχε ασκήσει το δικαίωμα να λάβει θεσμοθετημένη σύνταξη, να δικαιούται επίδομα ασθενείας με ανώτατο όριο διάρκειας τις 106 ημέρες εντός της ίδιας περιόδου διακοπής της απασχόλησής του, νοουμένου ότι ικανοποιούσε σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις. Επιπρόσθετα, το νομοσχέδιο προέβλεπε την τροποποίηση του βασικού Νόμου, ώστε σε περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος, ο οποίος έχει συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών, θεμελιώνει ταυτόχρονα δικαίωμα για επίδομα ασθενείας και για θεσμοθετημένη σύνταξη και αιτείται επίδομα ασθενείας, τότε για την περίοδο διακοπής της απασχόλησής του λόγω ασθενείας, να λαμβάνει επίδομα ασθενείας, ανεξάρτητα από το ύψος της θεσμοθετημένης σύνταξης, για την οποία έχει θεμελιώσει δικαίωμα.

 

Η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησε στην ψήφιση του νομοσχεδίου σε νόμο, αλλά με τροπολογίες. Συγκεκριμένα,  αφαιρέθηκαν οι πρόνοιες για την ύπαρξη ασφαλιστέας απασχόλησης προσώπου ηλικίας μεταξύ 63-65 ετών, για να θεωρείται δικαιούχος στο επίδομα αυτό.

 

Σύμφωνα με τον Αιτητή, η ως άνω τροποποίηση που επέφερε η Βουλή των Αντιπροσώπων στο νομοσχέδιο, χωρίς τις προτεινόμενες από την Εκτελεστική Εξουσία ασφαλιστικές δικλίδες, συνεπάγεται αποδυνάμωση των μέτρων διασφάλισης της βιωσιμότητας του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πρόσθετη δαπάνη για το Ταμείο, λόγω της δημιουργίας νέας κατηγορίας δικαιούχων και, συνακόλουθα, αύξηση των υπό του Προϋπολογισμού προβλεπόμενων δαπανών. Προβάλλεται, επιπρόσθετα, ότι εντοπίζεται επέμβαση στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της Εκτελεστικής Εξουσίας, αφού η παροχή επιδόματος αυτής της μορφής αποτελεί κατ΄ εξοχήν ζήτημα το οποίο θα πρέπει να ρυθμιστεί από την εν λόγω Εξουσία, εφόσον άπτεται άμεσα της άσκησης διοικητικής λειτουργίας.

 

Η Καθ΄ης η Αίτηση προβάλλει ότι η όποια δαπάνη προήλθε εκ του νομοσχεδίου και μόνο και πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί ότι με την τροποποίησή του από τη Βουλή επήλθε άλλη πρόσθετη δαπάνη. Εισηγείται, επί τούτου, ότι ενδεχόμενη δαπάνη, λόγω της διαγραφής από το νομοσχέδιο των ασφαλιστικών δικλίδων, θα έπρεπε να είχε τεκμηριωθεί εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας και όχι να προβληθεί «. κατά τρόπο νεφελώδη και αόριστο». Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει, κατά τρόπο σαφή, πώς και γιατί, αυξάνεται ο προϋπολογισμός με τη διαγραφή των ασφαλιστικών δικλίδων από το νομοσχέδιο.

 

Με την Αναφορά 7/2021 επιζητείται η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) (Αρ.5) Νόμος του 2021» βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 80.2 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα.

 

Σκοπός του υπό Αναφορά Νόμου είναι η τροποποίηση του βασικού Νόμου, ώστε να δικαιούνται σε ανεργιακό επίδομα πρόσωπα τα οποία έχουν συμπληρώσει το 63ο έτος της ηλικίας τους, είναι προσωρινά άνεργα και δεν αιτούνται να λάβουν θεσμοθετημένη σύνταξη. Στη βάση αυτή δικαιούχοι για επίδομα ανεργίας καθίστανται και πρόσωπα που μέχρι τώρα δεν δικαιούνταν επίδομα ανεργίας, δηλαδή τα πρόσωπα που δικαιούνται να λάβουν πρόωρη θεσμοθετημένη σύνταξη, πριν το έτος συνταξιοδότησης, αλλά επιλέγουν να μην τη λάβουν.

 

Κατά ταυτόσημο τρόπο, με τα όσα προβάλλει στην Αναφορά 6/2021, εισηγείται ο Αιτητής ότι η επέκταση, με τον υπό Αναφορά Νόμο, του δικαιώματος για επίδομα ανεργίας σε δικαιούχους θεσμοθετημένης σύνταξης, χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη μελέτη για εξεύρεση των απαιτούμενων ασφαλιστικών δικλίδων, άπτεται άμεσα της άσκησης διοικητικής λειτουργίας, παρεμβαίνει στη σφαίρα αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας και έχει, ως αποτέλεσμα, την αποδυνάμωση των μέτρων που θεσμοθετήθηκαν για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του Ταμείου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επιφέροντας, αναπόφευκτα, αύξηση των προβλεπομένων δαπανών, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος.

 

Η Καθ΄ ης η Αίτηση θέτει ότι παραγνωρίζεται, στην ουσία, ότι οι νέοι, δυνάμει του υπό κρίση Νόμου, δικαιούχοι επιδόματος ανεργίας, είναι και δικαιούχοι θεσμοθετημένης σύνταξης, την οποία όμως δεν θα λάβουν. Συνεπώς, συντρέχει και σημαντική εξοικονόμηση η οποία δεν έχει υπολογιστεί. Ως εκ τούτου, δεν γίνεται αντιληπτό, ούτε και έχει τεκμηριωθεί, με ποιο τρόπο ο υπό Αναφορά Νόμος συμβάλλει στην αύξηση των δαπανών και των υπό του Προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων. Εισηγείται, επιπρόσθετα, ότι οι ήδη προβλεπόμενες από το βασικό Νόμο προϋποθέσεις για επίδομα ανεργίας παρέχουν τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλίδες προς αποφυγή κατάχρησης.

 

Στην απόφασή μας επί της Αναφοράς 5/2021, η οποία δόθηκε σε προηγούμενο στάδιο σήμερα, γίνεται εκτενής κάλυψη του πεδίου προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ή μέρους αυτών που αναφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, στο μηχανισμό που δημιουργείται από το Άρθρο 140 του Συντάγματος, καθώς επίσης και στους σκοπούς θέσπισης από το συνταγματικό νομοθέτη του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος. Εκτενής, επίσης, αναφορά γίνεται στην ερμηνεία των προνοιών του ως άνω ΄Αρθρου, όπως απαντάται μέσα από σειρά σχετικών γνωματεύσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Υιοθετούμε τα σχετικά αποσπάσματα και κρίνουμε, υπό τις συνθήκες, ότι παρέλκει επανάληψή τους.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησε στην ψήφιση του νομοσχεδίου σε σχέση με την Αναφορά 6/2021, προβαίνοντας όμως σε τροποποιήσεις, οι οποίες αφορούσαν στη διαγραφή των ασφαλιστικών δικλίδων.

 

Στην Αναφορά Αρ. 3/2000, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2001) 3 ΑΑΔ 519, εξετάστηκε, ως κρίσιμο ερώτημα, κατά πόσο η πρόταση νόμου, στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, περιορίζεται σε σχέδια νόμου, τα οποία κατατίθενται στη Βουλή από έναν ή περισσότερους βουλευτές ή εκτείνεται και σε κάθε τροποποίηση κυβερνητικού νομοσχεδίου, επαγόμενη αύξηση των δαπανών, που έχει αφετηρία πρόταση βουλευτή. Κρίθηκε σχετικά:

 

«Ο όρος «πρόταση νόμου», ως τεχνικός όρος (term of art), υποδηλώνει σχέδιο νόμου που έχει μη κυβερνητική προέλευση.  Κατά κυριολεξία, η χρήση των λέξεων «πρόταση νόμου» περιλαμβάνει και κάθε πρόταση που αναπλάθει το νόμο.

 

Το Σύνταγμα έχει διαχρονικό χαρακτήρα και κάτω από αυτό το πρίσμα ερμηνεύεται. Όταν το κείμενο συνταγματικής διάταξης είναι διαυγές και η σημασία του διάφανη, εκεί τελειώνει και το ερμηνευτικό εγχείρημα. Όταν, όμως, η σημασία του κειμένου είναι διφορούμενη, όπως είναι στην προκείμενη περίπτωση, καθοδήγηση στην ερμηνεία του μπορεί να αντληθεί από το σκοπό που ο νομοθέτης επιδιώκει να προαγάγει με τη συγκεκριμένη διάταξη, ορώμενη στο πλαίσιο των ευρύτερων σκοπών του Συντάγματος.

 

Εμφανής σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη, με την καθιέρωση του Άρθρου 80.2, είναι ο αποκλεισμός της ευχέρειας του Νομοθετικού Σώματος να προβαίνει σε προτάσεις που επάγονται αύξηση των δαπανών του Προϋπολογισμού.  Εξ αντικειμένου, είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί διάκριση μεταξύ σχεδίων νόμου που έχουν αφετηρία βουλευτική πρόταση και βουλευτικών προτάσεων για την τροποποίηση ή αναμόρφωση κυβερνητικού νομοσχεδίου, αμφότερων επαγόμενων αύξηση των δαπανών.  Αποδοχή των εισηγήσεων της Βουλής, θα ισοδυναμούσε με την αναγνώριση ευχέρειας στη Βουλή να προβαίνει σε ρυθμίσεις, επαγόμενες αύξηση των δαπανών, στο πλαίσιο κάθε κυβερνητικού νομοσχεδίου το οποίο κατατίθεται. 

 

Η άλλη διάσταση του θέματος θα ήταν η επιψήφιση νόμων, επαγόμενων αύξηση των δαπανών, ανεξάρτητα από τις προβλέψεις που γίνονται στον Προϋπολογισμό και τη δυνατότητα αντιμετώπισής τους από τα κρατικά ταμεία.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως και στην Αναφορά 5/2021, πρόδηλος σκοπός των Νόμων είναι η διεύρυνση των προσώπων τα οποία θα έχουν δικαίωμα σε επίδομα ασθενείας και ανεργιακό επίδομα. Τοιουτοτρόπως, δημιουργείται μια νέα κατηγορία δικαιούχων λήψης επιδομάτων ασθενείας και ανεργιακού και συνακόλουθα επέκταση του αριθμού των δυνητικά δικαιούχων των εν λόγω επιδομάτων. Συγκεκριμένα, εντάσσονται πρόσωπα τα οποία δεν είχαν προηγουμένως δικαίωμα στα πιο πάνω επιδόματα, αφού, σε σχέση με το επίδομα ασθενείας, δεν επιβάλλεται όπως τα εν λόγω πρόσωπα ασκούν ασφαλιστέα απασχόληση και, σε σχέση με το ανεργιακό επίδομα, επεκτείνεται το δικαίωμα σε δικαιούχους θεσμοθετημένης σύνταξης. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι υπό Αναφορά Νόμοι οδηγούν στην αύξηση των υπό του Προϋπολογισμού προβλεπόμενων δαπανών.

 

Αυτό, όπως σχετικά κρίθηκε και στις Αναφορές Αρ. 2 και 3/2018, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 6.2.2019 «.. συνεπάγεται επιβάρυνση του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας και αύξηση των εξόδων του Προϋπολογισμού καθότι μια ομάδα προσώπων που δεν είχε δικαίωμα σε παροχή επιδόματος και άδειας πατρότητας, με τη ψήφιση των υπό Αναφορά Νόμων, αποκτά αυτό το δικαίωμα.».

 

 Όπως σημειώσαμε και στην Αναφορά 5/2021, τη Γνωμάτευση επί της οποίας δώσαμε αμέσως προηγουμένως, «Το ποσοστό αύξησης των δαπανών είναι αδιάφορο, δεν συσχετίζεται και ουδόλως επιδρά στη συνταγματικότητα ή μη του υπό Αναφορά Νόμου. Ούτε και είναι απαραίτητο, ως λέχθηκε και στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1990) 3 ΑΑΔ 4435, «. να παραθέσουμε εδώ οποιουσδήποτε λογιστικούς υπολογισμούς μια και για τους σκοπούς της Γνωμάτευσης αυτής είμαστε ικανοποιημένοι ότι πράγματι ο Νόμος συνεπάγεται τέτοια αύξηση των εξόδων των προβλεπομένων από τον προϋπολογισμό τόσο του τρέχοντος έτους όσο και στις δαπάνες του κράτους για το μέλλον.»».

 

Περαιτέρω, οι υπό Αναφορά Νόμοι παρεμβαίνουν στις αρμοδιότητες της Εκτελεστικής Εξουσίας και, υπό το πρίσμα αυτό, είναι ασύμβατοι με τη συνταγματική Aρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

Στην Προέδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 2/2017, ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2018υπενθυμίζεται ότι:

 

 

«.η διάκριση των εξουσιών είναι όχι μόνο διάχυτη στο συνταγματικό στερέωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά έχει πλειστάκις αναγνωρισθεί και επιβεβαιωθεί ως η αναγκαία υποστήλωση αυτής τούτης της πολιτειακής λειτουργίας, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 23 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 3/2014, ημερ. 31.10.2014). Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93).

 

Ενεργώντας, όμως, η κάθε εξουσία εντός των αρμοδιοτήτων της, έχει και ανάλογο εύρος κινήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επεμβαίνει αναρμοδίως ή υφαρπάζει εξουσίες που δεν της αναλογούν.»

 

 

 

Όπως επαναλαμβάνεται και στην πρόσφατη Γνωμάτευσή μας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 1/2020, ημερ. 5.10.2021,  «Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι το κατεξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή συγκεκριμένο Άρθρο του Συντάγματος

 

Στην Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1), (2015) 3 ΑΑΔ 622, ECLI:CY:AD:2015:C811, τονίζεται, με παραπομπή σε προηγούμενη επί του θέματος νομολογία ότι «. αν ένας Νόμος εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής ενέργειας, τότε αυτός είναι αντισυνταγματικός, καθότι θεωρείται ότι η Νομοθετική Εξουσία επεμβαίνει στον τομέα αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας.». Σημειώνεται επίσης ότι:

 

«Η Βουλή των Αντιπροσώπων ασκεί νομοθετικό έργο, θεσπίζει νόμους γενικούς και απρόσωπους εισάγοντας ουσιαστικούς κανόνες δικαίου και οι ρυθμίσεις που επιβάλλει γίνονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.    Η Βουλή δεν ρυθμίζει συγκεκριμένες και ατομικές περιπτώσεις και δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία ή οποιουδήποτε είδους ρυθμιστική, διοικητική λειτουργία.    Η Βουλή καθορίζει το γενικό νομοθετικό πλαίσιο και, μέσα σ΄  αυτό, η Εκτελεστική Εξουσία προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις.» 

 

 

 

Στις υπό Γνωμάτευση περιπτώσεις, η παροχή επιδομάτων αποτελεί κατ΄ εξοχήν ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας κατά την άσκηση της διοικητικής της λειτουργίας και προϋποθέτει ρύθμιση των συγκεκριμένων περιπτώσεων μετά από διαβούλευση με όλους τους αρμόδιους φορείς, ειδική γνώση επί του θέματος και ενδελεχή μελέτη προς αξιολόγηση των οικονομικών συνεπειών που αυτό θα επιφέρει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και, κατ΄ επέκταση, στον Προϋπολογισμό του Κράτους.

 

Στη διοικητική λειτουργία, την ειδική γνώση και ενδελεχή μελέτη, παραπέμπει, άλλωστε, και το ΄Αρθρο 76 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, Ν. 59(Ι)/2010, σύμφωνα με το οποίο, ο αρμόδιος υπουργός διορίζει αναλογιστή, ο οποίος προβαίνει, ανά τριετία ή ενωρίτερα, εάν κατά την κρίση του υπουργού επιβάλλεται, στη διεξαγωγή αναλογιστικής ανασκόπησης της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου. Σχετική έκθεση, ως προς την επάρκεια ή μη των εισφορών που καταβάλλονται, υποβάλλει στον υπουργό και, εφόσον καταδεικνύεται ότι δεν διασφαλίζεται επαρκώς η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ταμείου, «. ο Υπουργός αφού προχωρήσει αμέσως σε διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς ετέρους, καταθέτει στη Βουλή των Αντιπροσώπων το αργότερο εντός ενός έτους νομοσχέδιο για την περαιτέρω ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του Ταμείου.».

 

Γνωματεύουμε ότι οι υπό Αναφορά Νόμοι, είναι αντίθετοι και ασύμφωνοι προς τις διατάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος και, κατά προέκταση, βρίσκονται σε αντίθεση και προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος. Καταστρατηγούν επίσης τη συνταγματική αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Συναφώς, δεν δύνανται να εκδοθούν.

 

Η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.

     

     

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΤΘ/ΣΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο