ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-07-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, ΑΝΑΦΟΡA 5/2021, 20/7/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D328

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(ΑΝΑΦΟΡA 5/2021)

 

Αναφορικά με το Άρθρο 140 του Συντάγματος.

 

20 Ιουλίου, 2022

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]

 

 [ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Ειρ. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για

 τον Αιτητή.

Α.Σ. Αγγελίδης, με Μ. Μαλάη (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ,

 για την Καθ΄ης η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _


ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.

_ _ _ _ _ _

 

Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Με την παρούσα Αναφορά επιζητείται η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2021» βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων  28.1, 80.2, 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα.

 

Ο υπό εξέταση Νόμος διαβιβάστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, την 21.4.2021, για έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον ανέπεμψε, στις 5.5.2021, για επανεξέταση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται, δυνάμει του Άρθρου 51.1 του Συντάγματος. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, στις 20.5.2021, αφού επανεξέτασε τον πιο πάνω Νόμο, αποφάσισε να εμμείνει στην προηγούμενη θέση της. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας άσκησε το δικαίωμα της αναφοράς στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως ορίζεται από το Άρθρο 140 του Συντάγματος.

 

Ο υπό Αναφορά Νόμος, τροποποιεί την τρίτη προϋπόθεση του Τρίτου Πίνακα του βασικού Νόμου, ώστε ο ασφαλισμένος να έχει πραγματική ή εξομοιούμενη βασική ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών, ίση τουλάχιστον με το 0.39 της ασφαλιστικής μονάδας ή να έχει πραγματική ή εξομοιούμενη βασική ασφάλιση, ίση με 0.39, ως μέσο όρο των 4 τελευταίων χρόνων, πριν από το έτος παροχών. Όπως επίσης προβλέπει ο υπό Αναφορά Νόμος, εάν δεν πληρείται η πιο πάνω προϋπόθεση, τότε θα εξετάζεται κατά πόσο ο ασφαλισμένος ικανοποιεί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις για θεσμοθετημένη σύνταξη.

 

Η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αναπτύχθηκε από την εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς την εισήγηση ότι οι πρόνοιες του Νόμου παραπέμπουν ουσιαστικά σε πρόωρη συνταξιοδότηση, για πρόσωπα που δεν βρίσκονται στην αγορά εργασίας και καθίστανται μόνιμα ανίκανα για απασχόληση. ΄Ετσι μια ομάδα προσώπων που δεν έχει δικαίωμα σε σύνταξη ανικανότητας, με τη ψήφιση της πρότασης νόμου, αποκτά αυτό το δικαίωμα. Τοιουτοτρόπως, επέρχεται αύξηση των δαπανών του Προϋπολογισμού και, κατά συνέπεια, παραβιάζεται το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ΄ ης η Αίτηση προέβαλε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων, ασκώντας την εκ του Συντάγματος εξουσία της, προχώρησε στην τροποποίηση του Νόμου και ότι «Η όποια πρόσθετη δαπάνη πέραν από την προκαθορισμένη, εάν προκύψει τέτοιο πρόβλημα, δεν καλύπτεται από νέο προϋπολογισμό ή/και ούτε αποτελεί επιβάρυνση της ήδη προβλεπόμενης συνολικής δαπάνης του προϋπολογισμού.».

 

Όπως επισημάνθηκε στην Αναφορά 5/1993, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 ΑΑΔ 167, 173 - 174:

 

".... Το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος προσδιορίζει ως αποκλειστικό αντικείμενο κάθε Αναφοράς τη συνταγματικότητα του νόμου ή της απόφασης ή ορισμένης διάταξης αυτών η οποία αναφέρεται για τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πεδίο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αποφάσεων, ή μέρους αυτών που αναφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, περιορίζεται εξ αντικειμένου στη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει ή όχι σύγκρουση μεταξύ των προνοιών του ελεγχόμενου νόμου ή αποφάσεως και των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντιπαραβολή των διατάξεων του κρινόμενου νόμου προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη στη θέσπιση του νόμου, δεν ελέγχονται ούτε αποτελούν μέσο διαπίστωσης ή ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Η σκοπιμότητα και η σοφία των προνοιών του νόμου εκφεύγουν του συνταγματικού ελέγχου....".

 

 

Στη Γνωμάτευση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3 ΑΑΔ 1931, γίνεται αναφορά στο μηχανισμό που δημιουργείται από το Άρθρο 140, προς την κατεύθυνση προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Προληπτικός, δικαστικός, έλεγχος, που αποβλέπει στην εκ των προτέρων αποτροπή κάθε παρέκκλισης από το Σύνταγμα.

 

Στην πιο πάνω Γνωμάτευση, επιβεβαιώνεται ότι η νομοθετική εξουσία είναι το συνταγματικό όργανο της Πολιτείας για τον καθορισμό του περιεχομένου της νομοθεσίας. Ο νομοθέτης είναι «ο κατ΄ εξοχήν κριτής των δικαιϊκών αναγκών των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου». Η μεγάλη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του, περιορίζει, ανάλογα, και «... το πεδίο για δικαστική παρέμβαση, στις περιπτώσεις εκείνες που ο νομοθέτης υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και νομοθετεί κατ΄ αντίθεση ή με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος.». 

 

Όπως το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επαναλάβει στις Αναφορές Αρ. 2/2018 και 3/2018, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 6.2.2019:

 

«Το Σύνταγμα αποτελεί τον υπέρτατο Νόμο της Δημοκρατίας και συνεπώς όλοι οι Νόμοι της Δημοκρατίας πρέπει να είναι προσαρμοσμένοι και να ευθυγραμμίζονται με τις διατάξεις του. Ουδείς νόμος της Βουλής των Αντιπροσώπων δύναται να είναι καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιανδήποτε διάταξή του.»

 

 

 

Το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος απαγορεύει την υποβολή πρότασης νόμου συνεπαγομένη αύξηση των προβλεπομένων από τον προϋπολογισμό εξόδων.

 

Σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη είναι η απόδοση αποκλειστικής εξουσίας για την ετοιμασία του Προϋπολογισμού και τον καθορισμό των δαπανών του κράτους στην εκτελεστική εξουσία.

 

Η σημασία του όρου «συνεπαγομένη», όπως απαντάται στο ΄Αρθρο 80.2, αποτέλεσε το αντικείμενο ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1990) 3 ΑΑΔ 4435, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1993) 3 ΑΑΔ 16, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 5) (1994) 3 ΑΑΔ 275, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.1) (1996) 3 ΑΑΔ 462, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1999) 3 ΑΑΔ 859).

 

Στις Αναφορές 2/2010 και 3/2010, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2011) 3 ΑΑΔ 72, το Ανώτατο Δικαστήριο, καλούμενο να ερμηνεύσει τη φράση «αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων», ως αυτή εντοπίζεται στο Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, γνωμάτευσε ότι η συνταγματική αυτή πρόνοια δεν καλύπτει μόνο επηρεασμό του υφιστάμενου προϋπολογισμού, αλλά αφορά τον εκάστοτε επηρεαζόμενο προϋπολογισμό και, κατά συνέπεια, κρίθηκε πως η πρόνοια του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος αποκλείει νόμο που προέρχεται από πρόταση βουλευτή και συνεπάγεται την αύξηση των εξόδων οποιουδήποτε προϋπολογισμού, είτε του τρέχοντος, είτε μελλοντικών. Ανάλογη ήταν και η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1990) 3 ΑΑΔ 4435.

 

Η ερμηνεία που αποδίδεται στον όρο «συνεπαγομένη», στο πλαίσιο του Άρθρου 80.2, καλύπτει προτάσεις νόμου οι οποίες καθιστούν αναπόφευκτη την αύξηση των δαπανών που προβλέπει ο προϋπολογισμός (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1996) 3 ΑΑΔ 462).

 

Στην πιο πάνω απόφαση, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1996) 3 ΑΑΔ 462, επαναλαμβάνεται, με παραπομπή στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1993) 3 ΑΑΔ 16 ότι «.νόμος, ο οποίος επαυξάνει τις χρηματικές υποχρεώσεις του κράτους προς τους πολίτες, συνεπάγεται αναπόφευκτα αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού, εφόσον, για την αντιμετώπισή τους, χρειάζονται πρόσθετες πιστώσεις.».

 

Στην προκειμένη περίπτωση πρόδηλος σκοπός του Νόμου είναι η διεύρυνση των προσώπων τα οποία θα έχουν δικαίωμα σε σύνταξη ανικανότητας. Η ένταξη νέων δικαιούχων στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μέσω του υπό Αναφορά Νόμου, θα οδηγήσει αναπόδραστα, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται μέσα από σχετικές αναλογιστικές μελέτες, ως αποτελεί κοινό τόπο, σε πρόσθετη δαπάνη στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και, συνακόλουθα, στη βάση των κριθέντων και στις Αναφορές Αρ. 2 και 3/2018, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων ημερ. 6.2.2019, στην επιβάρυνση του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας - ΄Αρθρο 75 του βασικού περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν.59(Ι)/2010 - και στην αύξηση των εξόδων του Προϋπολογισμού. Το ποσοστό αύξησης των δαπανών είναι αδιάφορο, δεν συσχετίζεται και ουδόλως επιδρά στη συνταγματικότητα ή μη του υπό Αναφορά Νόμου. Ούτε και είναι απαραίτητο, ως λέχθηκε και στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1990) 3 ΑΑΔ 4435, «. να παραθέσουμε εδώ οποιουσδήποτε λογιστικούς υπολογισμούς μια και για τους σκοπούς της Γνωμάτευσης αυτής είμαστε ικανοποιημένοι ότι πράγματι ο Νόμος συνεπάγεται τέτοια αύξηση των εξόδων των προβλεπομένων από τον προϋπολογισμό τόσο του τρέχοντος έτους όσο και στις δαπάνες του κράτους για το μέλλον.».

 

Επιπρόσθετα, ο υπό Αναφορά Νόμος παρεμβαίνει στις αρμοδιότητες της Εκτελεστικής Εξουσίας για τους λόγους που με λεπτομέρεια παραθέτουμε στην Γνωμάτευσή μας στις Αναφορές 6/2021 και 7/2021, σημερινής ημερομηνίας, και, υπό το πρίσμα αυτό, είναι ασύμβατος με τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος και, κατά προέκταση, βρίσκεται σε αντίθεση και προς το ΄Αρθρο 179 του Συντάγματος. Καταστρατηγεί επίσης τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Συναφώς, δεν δύναται να εκδοθεί.

 

Η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.          

 

     

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                Γ. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

                                                Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

ΧΤΘ/ΣΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο