ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:C283
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 126/2015)
4 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΙΜΝΑΤΙΤΗΣ
Εφεσείων,
και
ΔΗΜΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ
Εφεσίβλητος.
_________________________________________________________________
Λ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσείοντα.
Σπ. Χριστοδούλου (κα) με Γ. Μουζουράκη (κα) για Απ. Ντορζή, για τον Εφεσίβλητο.
Χρ. Χατζησπύρου (κα) για Χριστόδουλος Γ. Βασιλειάδης & Σία ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό την αναθεωρητική του δικαιοδοσία), ημερ.29/9/2015, (εφεξής η Πρωτόδικη Απόφαση) στην Προσφυγή με αρ. 1856/2012 (εφεξής η Προσφυγή).
Με την Προσφυγή, ο Αιτητής (εφεξής ο Εφεσείων) ζητούσε δήλωση ότι η Απόφαση του Καθ' ου η Αίτηση (εφεξής ο Εφεσίβλητος), ημερ.7/11/2012,να παραχωρήσει άδεια οικοδομής στον Αντώνη Λιμνατίτη, Ενδιαφερόμενο Μέρος (εφεξής η προσβαλλόμενη Απόφαση) είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή στη βάση του ότι ο Εφεσείων δεν είχε καταδείξει έννομο συμφέρον για την Προσφυγή.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνοψίζονται ως ακολούθως:
Ο Εφεσείων είναι πατέρας του Ενδιαφερόμενου Μέρους το οποίο είναι συνιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου μαζί με τη μητέρα του (και σύζυγο του Εφεσείοντα) κατά ½ μερίδιο, ήτοι του ακινήτου [ ] που βρίσκεται στο Στρόβολο και στο οποίο υπάρχει κτισμένη κατοικία.
Στις 5/5/2011 οι δύο συνιδιοκτήτες παραχώρησαν γραπτώς στον Εφεσείοντα, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 11(1)(α) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224, «δικαίωμα οίκησης εφ΄όρου ζωής...εις την κατοικία που εβρίσκεται εις το πιο πάνω ακίνητο.»
Πριν δοθεί στον Εφεσείοντα το συγκεκριμένο δικαίωμα, το Ενδιαφερόμενο Μέρος, αφού εξασφάλισε την απαιτούμενη για την ανέγερση διώροφης κατοικίας στο εν λόγω τεμάχιο, πολεοδομική άδεια, υπέβαλε αίτηση στον Εφεσίβλητο όπως του χορηγηθεί και άδεια οικοδομής για ανέγερση της εν λόγω κατοικίας. Ενώ η εν λόγω αίτηση για εξασφάλιση άδειας οικοδομής εκκρεμούσε, ο Εφεσείων στον οποίο είχε εν τω μεταξύ παραχωρηθεί το πιο πάνω δικαίωμα οίκησης, υπέβαλε σχετική ένσταση.
Ο Εφεσίβλητος, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς που είχε εκφράσει ως αποτέλεσμα της ένστασης, χορήγησε τελικά στο Ενδιαφερόμενο Μέρος την αιτούμενη άδεια ημερ. 7/11/2012, αντικείμενο της Προσφυγής.
Μέσω δύο Λόγων Έφεσης ο Εφεσείων αμφισβητεί την πρωτόδικη Απόφαση.
Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή του για το λόγο ότι αυτός δεν είχε έννομο συμφέρον. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το θέμα των δικαιωμάτων τυχόν επηρεαζομένων προσώπων δεν είχε τεθεί με την προσφυγή ως επίδικο, για να αναμένετο να ληφθεί υπόψη από τη Διοίκηση στο πλαίσιο της γενικής της υποχρέωσης για χρηστή διοίκηση.
Αποτελεί θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα κατ' επίκλιση και της απόφασης στην υπόθεση Σιάτη v. Σιάτη (1996) 1 Α.Α.Δ. 1394, ότι δεν μπορούσε να ανεγερθεί οικοδομή μέσα σε ακίνητο στο οποίο ο Εφεσείων είχε απόλυτο δικαίωμα οίκησης χωρίς την άδεια του. Διαφορετικά θα υπήρχε παράβαση του δικαιώματος που είχε και προέκυπτε από τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 11(1)(ζ) του Κεφ.224.
Υποστηρίχθηκε, ακόμη, ότι είναι αδιανόητο ο δικαιούχος της οίκησης σε ολόκληρο το ακίνητο να θεωρείται ότι δεν έχει έννομο συμφέρον να αποκρούει επέμβαση στο εν λόγω δικαίωμα του, η οποία λαμβάνει χώρα μέσω της οικοδόμησης κατοικίας στην αυλή.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου, αφού επεσήμανε ότι ούτε στο δικόγραφο της προσφυγής, ούτε στις αγορεύσεις ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρξε ισχυρισμός ή επίκληση ζημιάς έτσι ώστε ο Εφεσείων να καταδείξει έννομο συμφέρον για την προσφυγή, υποστήριξε ότι το δικαίωμα οίκησης του Εφεσείοντα, από μόνο του, δεν δημιουργούσε και τεκμήριο ενδεχόμενης βλάβης.
Κατά ανάλογο τρόπο ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενδιαφερόμενου Μέρους, αφού υπογράμμισε ότι ο Εφεσείων σε κανένα σημείο δεν εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζεται δυσμενώς από την εκδοθείσα άδεια οικοδομής, υποστήριξε ότι το γεγονός και μόνο ότι έχει δικαίωμα οίκησης εντός της κατοικίας, η οποία βρίσκεται μέσα στο ακίνητο στο οποίο έχει παραχωρηθεί άδεια οικοδομής, δεν δημιουργεί τεκμήριο δυσμενούς επηρεασμού του.
Με δεδομένη την επίκληση της υπόθεσης Σιάτη(ανωτέρω) από πλευράς του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε σκόπιμο να αναφερθεί στα περιστατικά της εν λόγω υπόθεσης. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε δήλωση δωρεάς μεταβίβασης μιας οικίας με αυλή από τον Εφεσίβλητο/Ενάγοντα προς τον Εφεσείοντα/Εναγόμενο. Στη δήλωση αυτή ο Εφεσίβλητος επεφύλαξε στον εαυτό του (και τη σύζυγο του) δικαίωμα δια βίου κατοίκησης με βάση τα διαλαμβανόμενα από το Άρθρο 11(1)(ζ) του Κεφ.224. Μετά τη μεταβίβαση ο Εφεσείων, χωρίς τη συγκατάθεση του Εφεσίβλητου, έκτισε και άλλη οικία στην αυλή την οποία χώρισε με τοίχο από την πρώτη οικία.Ο Εφεσίβλητος επικαλούμενος τα πιο πάνω δικαιώματα του καταχώρησε αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα και πέτυχε διάταγμα που απαγόρευε στον Εφεσείοντα να επεμβαίνει στο ακίνητο με οποιοδήποτε τρόπο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Έφεση, αποφάσισε ότι το δικαίωμα οίκησης που αποκτάται από το δικαιούχο δυνάμει του Άρθρου 11(1)(ζ) του Κεφ.224είναι δικαίωμα πάνω σε ολόκληρο το μεταβιβαζόμενο ακίνητο, όπως αυτό περιγράφεται στο σχετικό τίτλο/πιστοποιητικό ιδιοκτησίας.
Στο πλαίσιο, δε, ερμηνείας του πιο πάνω Άρθρου λέχθηκαν και τα εξής:
«Με βάση το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου και του κείμενου της επίδικης επιφύλαξης δεν είναι εφικτός ο περιορισμός του δικαιώματος πάνω σε μέρος μόνο - εδώ πάνω στην κατοικία - της ιδιοκτησίας εκτός σε περίπτωση ρητής πρόβλεψης στο κείμενο της επιφύλαξης. Ένας τέτοιος περιορισμός όχι μόνο θα αντιστρατεύετο την ρητή πρόνοια του νόμου αλλά και θα οδηγούσε σε παράλογα και άτοπα αποτελέσματα. Αν γινόταν δεκτή η θέση του εφεσείοντα, σε σχέση με την αυλή, με την ίδια λογική θα μπορούσε να στερήσει τον εφεσίβλητο του δικαιώματος χρήσης της βεράντας και του γκαράζ και να τον περιορίσει στα τέσσερα δωμάτια της κατοικίας.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε - και ορθά - ότι η συγκατάθεση δικαιούχου δικαιώματος οίκησης δεν αποτελούσε νομοθετική υποχρέωση, δεν περιόρισε την εξέταση του θέματος μόνο σε αυτά τα πλαίσια. Αναφέρθηκε στην ανάγκη όπως τα δικαιώματα ενός τέτοιου ατόμου λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ενδεχόμενης βλάβης με βάση τη σχετική προς τούτο νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που αναφέρεται στα δικαιώματα των περιοίκων. Κρίνοντας στη συνέχεια ότι το δικαίωμα οίκησης δεν δημιουργεί τεκμήριο ενδεχόμενης βλάβης, παρατήρησε, με παραπομπή σε συγκεκριμένες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (THANOS Club Hotels Ltd v. ΕΤΕΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 323,Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73), ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν είχε γίνει από τον Εφεσείοντα συγκεκριμένη αναφορά σε θέμα ενδεχόμενης ζημιάς ή βλάβης όπως έχει καθοριστεί από τη νομολογία.
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω), τονίστηκε ότι, εκτός της ιδιότητας του ιδιοκτήτη ενός γειτνιάζοντος ακινήτου,ο αιτητής θα έπρεπε να καταδείξει το δυσμενή επηρεασμό του. Προσθέτοντας, παράλληλα, ότι το ίδιο ίσχυε και στην προκείμενη περίπτωση που αφορούσε σε δικαιούχο δικαιώματος οίκησης. Στην εν λόγω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε τη διάκριση που υφίσταται μεταξύ της περίπτωσης εκείνου στον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη πράξη και εκείνου τον οποίο δεν αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, 1994, παρα.551-555:
«H ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τεκμαίρεται από τον ίδιο το νόμο αν η αίτηση ακυρώσεως ασκείται από αυτόν τον οποίον 'αφορά' η προσβαλλόμενη πράξη, αυτόν δηλαδή στον οποίο απευθύνεται ονομαστικώς ή υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη συγκεκριμένου ακινήτου ή οχήματος .... Αντιθέτως, εκείνος τον οποίο δεν 'αφορά' η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει πάντοτε να πιθανολογήσει έννομο συμφέρον .... Όταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως, αλλά τρίτος, πρέπει να ισχυρισθεί ευλόγως ότι εντούτοις θίγονται δικά του συμφέροντα. ............».
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Στην υπόθεση Χαραλάμπους(ανωτέρω), η Εφεσείουσα είχε καταχωρήσει προσφυγή προσβάλλοντας την απόφαση για παραχώρηση χαλάρωσης στο ενδιαφερόμενο μέρος για ανέγερση πτηνοτροφείου σε οικιστική ζώνη, ισχυριζόμενη ότι το κτήμα της γειτνίαζε προς το κτήμα του ενδιαφερόμενου μέρους και βρισκόταν σε οικιστική περιοχή, καθώς επίσης και ότι η ανέγερση του πτηνοτροφείου θα της προκαλούσε οχληρία.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτρέποντας την έφεση, ανέφερε τα ακόλουθα σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα επίκλησης ζημιάς για σκοπούς πιθανολόγησης εννόμου συμφέροντος:
«Η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά άμεσα την εφεσείουσα. Προκύπτει επομένως το ερώτημα κατά πόσο έχει πιθανολογήσει έννομο συμφέρον με το να ισχυρισθεί ευλόγως ότι θίγονται δικά της συμφέροντα. (Δαγτόγλου, πιο πάνω, παρα. 551,553). Θεωρούμε ότι για την επίλυση του επίδικου ερωτήματος πρέπει να προσφύγουμε στους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της εφεσείουσας σύμφωνα με τους οποίους: "με την έκδοση της άδειας οι εφεσίβλητοι θα ζημιώσουν τα μέγιστα την εφεσείουσα διότι θα δημιουργηθεί οχληρία και δυσοσμία αφόρητη για την υγεία και την ευημερία τόσο της εφεσείουσας όσο και της οικογένειας της προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα κτήματα της για σκοπούς αυτοστέγασης ή άλλης ανάπτυξης."»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Λαμβάνοντας υπόψη τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας, η Ολομέλεια στην πιο πάνω υπόθεση έκρινε ότι αυτή είχε πιθανολογήσει έννομον συμφέρον μέσα στην έννοια του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος.
Το συμφέρον προϋποθέτει την ύπαρξη βλάβης, υλικής ή ηθικής για τον Αιτητή, ενώ απαιτείται, επίσης, ιδιαίτερος δεσμός ή αλλιώς μια ειδική έννομη σχέση του Αιτητή με την προσβαλλόμενη πράξη. Αν η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα ωφελήσει τον Αιτητή, ούτε θα τον βλάψει, η προσφυγή θα απορριφθεί ως μη παραδεκτή. Το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» της Γλυκερίας Π. Σιούτη, στο οποίο έχει παραπέμψει και η πλευρά του Εφεσίβλητου (στη σελίδα 49), είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό:
«38.Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως υπάρχει όταν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: ύπαρξη βλάβης, υλικής ή ηθικής και ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι όποιος αιτείται την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης, πρέπει να υφίσταται βλάβη από αυτήν, στο πλαίσιο μιας ειδικής έννομης σχέσης που τον συνδέει με την πράξη.
39. Η συνδρομή αυτών των δύο προϋποθέσεων είναι σωρευτική, υπό την έννοια ότι αφενός δεν αρκεί μόνον η ύπαρξη βλάβης, αδιαφόρως του ειδικού δεσμού που συνδέει τον αιτούντα με την πράξη, διότι τότε η αίτηση ακύρωσης θα μετατρεπόταν σε λαϊκή αγωγή και αφετέρου δεν αρκεί μόνον η ύπαρξη ειδικού δεσμού διότι τότε και μόνη η ιδιότητα του αποδέκτη της πράξης θα καθιστούσε παραδεκτή την άσκηση εκ μέρους του αίτησης ακυρώσεως, χωρίς την περαιτέρω ανίχνευση βλαπτικής επενέργειας της πράξης στα έννομα συμφέροντα του.»
Στο ίδιο Σύγγραμμα αναφέρεται (στη σελίδα 51) ότι η βλάβη θα πρέπει να προσδιορίζεται ειδικώς και ότι οφείλει ο αιτών «να επικαλείται ποιές αλλαγές επέρχονται σε βάρος του από την πράξη ή την παράλειψη, να προσδιορίζει ποιά ειδικότερη βλάβη υφίσταται από τη ρύθμιση, της οποίας επιδιώκει την ακύρωση, διαφορετικά θεωρείται ότι δεν έχει έννομο συμφέρον για να ασκήσει αίτηση ακύρωσης.» Γίνεται, επίσης, αναφορά (στις σελίδες 51-52) στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για να υπογραμμιστεί ότι αιτήσεις ακύρωσης απορρίπτονται για λόγους που αφορούν στην έλλειψη συγκεκριμένης βλάβης, υπό οποιαδήποτε από τις ανωτέρω, μεταξύ άλλων, μορφές:
· «εφ΄όσον οι αιτούντες δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν την βλάβη που δικαιολογεί το έννομον συμφέρον τους»[1]
· «ούτε εκ των στοιχείων του φακέλλου προκύπτει ούτε ο αιτών εξειδικεύει ποίαν συγκεκριμένη βλάβην επιφέρει εις την ιδιοκτησίαν του»[2]
· «διότι για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος.... απαιτείται συγκεκριμένος προσδιορισμός της προκαλούμενης ρυμοτομικής βλάβης»[3]
· «δεν επικαλούνται οι αιτούντες ειδικό έννομο συμφέρον, δηλ. συγκεκριμένα περιστατικά και δεδομένα βάσει των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίστανται κάποια βλάβη στα έννομα συμφέροντα τους από τις προσβαλλόμενες πράξεις...»[4]
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη ύπαρξη στο δικόγραφο της Προσφυγής και στις αγορεύσεις ισχυρισμού, ούτε καν επίκληση ζημιάς, ήταν καταλυτικό ως προς το ότι ο Εφεσείων δεν είχε καταδείξει έννομο συμφέρον για την προσφυγή, είναι ορθή. Υπό αυτά τα δεδομένα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το κατά πόσο το ratioτης υπόθεσης Σιάτης (ανωτέρω) μπορούσε να ισχύσει και πέραν των στεγανών μιας αστικής υπόθεσης ενείχε, πλέον, ακαδημαϊκή και μόνο σημασία καθότι απουσίαζε η θέση περί δυσμενούς επηρεασμού προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του Εφεσείοντα.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η Έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα σε βάρος του Εφεσείοντα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.