ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας Γ. Μιχαήλ (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Αλ. Ελευθερίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-07-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΩΡΓΑΛΛΗ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 125/2015, 4/7/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:C282

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                             (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 125/2015)

 

 

4 Ιουλίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΩΡΓΑΛΛΗ,

                                                                             Εφεσείοντα

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Εφεσίβλητων

 

.......

 

Γ. Μιχαήλ (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Αλ. Ελευθερίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους.

Α.Σ. Αγγελίδης μαζί με Μ. Μαλάη (κα), για Α.Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

....

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») επικύρωσε την 25.9.15 («η Πρωτόδικη Απόφαση») την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») ημερομηνίας 28.8.12 να προαγάγει το Ενδιαφερόμενο Μέρος Νικόλα Μανώλη («Ενδιαφερόμενο Μέρος») - αντί του αιτητή («ο Εφεσείων») - σε μία εκ των δύο προκηρυχθεισών μόνιμων θέσεων Σύμβουλου ή Γενικού Πρόξενου Β,΄ Εξωτερικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Εξωτερικών.

        Ο Εφεσείων αμφισβητεί την Πρωτόδικη Απόφαση.

        Το πράττει τούτο με έξι λόγους έφεσης.

        Πιο συγκεκριμένα, λέγει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως αποφάσισε να απορρίψει τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πεπλανημένης κρίσης ως προς την κατοχή από το Ενδιαφερόμενο Μέρος των απαιτούμενων προσόντων της ευδόκιμης υπηρεσίας και ακεραιότητας χαρακτήρα (λόγος έφεσης 1) και πως, εξίσου λανθασμένως, παραγνώρισε την υπεροχή του Εφεσείοντα σε αξία έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους (λόγος έφεσης 2). Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο Εφεσείων πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αστόχως αποφάσισε να απορρίψει τη θέση για παραγνώριση των πρόσθετων προσόντων του και παράλειψης αξιολόγησης τους (λόγος έφεσης 3), όπως και το επιχείρημα του ότι «. η πάρα πολύ οριακή αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου κατέστη ανεπίτρεπτα το αποφασιστικό κριτήριο .» (λόγος έφεσης 4). Περιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα στο να μην εξετάσει τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα για έλλειψη επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας, όπως και τη θέση πως οι Εφεσίβλητοι σφαλερώς και παρανόμως επέλεξαν το Ενδιαφερόμενο Μέρος, δίχως να παραθέσουν πρέπουσα αιτιολογία κάτι που αναποδράστως απέληξε και στη λανθασμένη κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή με έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα (λόγοι έφεσης 5 και 6).

        Διεξήλθαμε των λόγων έφεσης στην πλήρη τους μορφή.

        Ως εκ της φύσης και περιεχομένου τους θα επιληφθούμε ξεχωριστώς τον λόγο έφεσης 1 και σωρευτικώς τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4 (σε μια ενότητα) και τους λόγους 5 και 6 (σε άλλη ενότητα).

        Σε σχέση προς τον λόγο έφεσης 1 - και τα περί λαθεμένης απόρριψης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο των θέσεων του Εφεσείοντα για έλλειψη δέουσας έρευνας - το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε και τούτα:

«..................................Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά για τον πρώτο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης ως προς την κατοχή από μέρους του ΕΜ των προσόντων της ευδόκιμης υπηρεσίας και ακεραιότητας χαρακτήρα. Η εισήγηση πως όφειλαν τόσο ο Γενικός Διευθυντής όσο και η ΕΔΥ να λάβουν υπόψη στοιχεία του φακέλου του ΕΜ τα οποία, αφού εξετάστηκαν, οδήγησαν στη διαπίστωση πως δεν διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα από το ΕΜ στερείται λογικής. Ζητείται ουσιαστικά από το Δικαστήριο, κατά παραγνώριση της διοικητικής κρίσης περί μη διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος, να απομονώσει τα στοιχεία τα οποία εξετάστηκαν στα πλαίσια αυτής της διερεύνησης, και να θεωρήσει ότι αυτά έπρεπε να εγείρουν αμφιβολία στο μυαλό του Γενικού Διευθυντή και των καθ' ων η αίτηση ως προς την κατοχή από το ΕΜ των εν λόγω προσόντων ώστε να προέβαιναν σε περαιτέρω διερεύνησή τους. Με ποια προοπτική, όμως; Να υποστεί το ΕΜ συνέπειες στη βάση στοιχείων που δεν οδήγησαν σε διαπίστωση μεμπτής πράξης; Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει δεκτό και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Τονίζω μάλιστα πως το ερ. 58 στο φάκελο του ΕΜ, δηλαδή το ένα από τα δύο «στοιχεία» τα οποία σύμφωνα με τον αιτητή έπρεπε να προβληματίσουν τη διοίκηση, ήταν η ενημερωτική επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών προς την ΕΔΥ ημερ. 16.10.2008, πως στην έκθεσή του ο ερευνώντας λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν διαπιστώνεται η διάπραξη οποιωνδήποτε πειθαρχικών παραπτωμάτων από τους υπό αναφορά Διπλωματικούς Λειτουργούς του Υπουργείου Εξωτερικών στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Μόσχα». Επιστολή η οποία ήδη υπήρχε ενώπιον του Γενικού Διευθυντή και της ΕΔΥ κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

.................................».

 

        Δεν προκύπτει κάτι που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας.

        Δεν αμφισβητείται - απεναντίας έτυχε παραδοχής ευθέως και σαφώς αυτό από τη δικηγόρο του Εφεσείοντα στην ακρόαση ενώπιον μας - πως η πειθαρχική διαδικασία εν σχέσει προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος, δεν οδήγησε, όντως, σε διαπίστωση διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τους αναφερόμενους χρόνους.

        Η πρωτόδικη κρίση, στη βάση της αιτιολογίας επί της οποίας θεμελιώθηκε, είναι ορθή (Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 103/14, ημ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:C328, Κυριακίδης και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ 485, 503-509).

        Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που χρήζει πρόσθετης μνείας στο πλαίσιο αυτό.

        Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

        Αναφορικώς προς τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4 (και κατ' επέκτασιν τους λόγους έφεσης 5 και 6), παρατηρούμε πως - με παραπομπή στην Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, 338 - είναι εύστοχη η τοποθέτηση του κ. Ελευθερίου εκ μέρους των Εφεσίβλητων ότι με δεδομένη την αρχή πως όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει (όπως εδώ), τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, το Δικαστήριο, για το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου, νοουμένου πως το τελευταίο άσκησε σωστά τη διακριτική του ευχέρεια. Η σημασία της διαπίστωσης, αφορά στο ότι, με δεδομένη την κατοχή των προβλεπόμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων από το Ενδιαφερόμενο Μέρος, ουδείς των λόγων έφεσης προβάλλει ή και προσβάλλει δεόντως ως πλημμελή την ενάσκηση της αφορώσας διακριτικής ευχέρειας από μέρους της ΕΔΥ.

        Τούτο, πλήττει τον πυρήνα της έφεσης καθιστώντας τους λόγους έφεσης 2-6 ως ανεπαρκώς δικογραφημένους και υπό τις συνθήκες απορριπτέους (Αρμανέντο και Άλλων ν. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, Π.Ε. Ε143/14, ημ. 31.5.22, Παγωτά Παπαφιλίππου & Πατισερί Παναγιώτης Λίμιτεδ ν. Regis Milk Industries, Π.Ε. 127/20, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A413).

        Το θέμα κανονικώς τελειώνει εδώ.

        Ωστόσο, θα εξετάσουμε και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, για σκοπούς πληρότητας.

        Αναφορικώς προς όσα ενεστώτως απασχολούν στους λόγους έφεσης 3 και 4, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα ακόλουθα:

«.....................................

Σε σχέση με το δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή πως υπερέχει έναντι του ΕΜ σε αξία τόσο βαθμολογημένη όσο και γενικότερη ενόψει των συγχαρητήριων επιστολών που έλαβε και των σημαντικών καθηκόντων που του εμπιστεύθηκαν επισημαίνω πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις αποτελούν το διαχρονικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων. Συγχαρητήριες επιστολές δεν μπορούν να μεταβάλουν την εικόνα υποψηφίου όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές του εκθέσεις ούτε και τα καθήκοντα που ανατίθενται αποτελούν παράγοντα που θα μπορούσε νομίμως να επηρεάσει τον παράγοντα της αξίας. Ενδεχομένως, αυτά τα στοιχεία να επηρέασαν την αξιολογική κρίση κατά την ετοιμασία των υπηρεσιακών εκθέσεων αλλά δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς. Η δε υπεροχή του αιτητή κατά 2 Εξαίρετος το τελευταίο έτος πριν την επίδικη προαγωγή, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί οριακή (Βασιλειάδης κ.α. ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 403).

....................................

Έχοντας υπόψη πως αρμόδια για την αξιολόγηση και στάθμιση της κατά περίπτωση σημασίας μη απαιτούμενων προσόντων είναι η ΕΔΥ και πως μέσα στα όρια αυτά το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α., ανωτέρω), η εισηγούμενη επέμβαση στα όρια αυτά ελλοχεύει τον κίνδυνο της υποκατάστασης της διοικητικής κρίσης με την δικαστική. Με αυτό υπόψη, ο ισχυρισμός του αιτητή πως όφειλε η ΕΔΥ να φανέρωνε στο πρακτικό της τη στάθμιση στην οποία προέβη αναφορικά με το μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν του της γνώσης τουρκικής γλώσσας, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Δεν εντοπίζεται συνεπώς πλάνη επί του προκειμένου.

Σε σχέση με την υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα, ο αιτητής ορθά παρατηρεί πως πρόκειται περί διαφοράς ενός μηνός στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, εφόσον ο αιτητής κατέλαβε τη θέση Γραμματέα Α΄ ή Πρόξενου την 1.8.2010 ενώ το ΕΜ την 1.7.2010 και όχι ενός έτους ως το ΕΜ ισχυρίζεται. Πρόκειται περί πράγματι οριακής υπεροχής η οποία όμως δεν παύει να είναι υπαρκτή. Η διαφορά υπέρ του αιτητή στην τελευταία αξιολόγηση κατά δύο εξαίρετος είναι επίσης οριακή ώστε οι υποψήφιοι να μπορούν ευλόγως να θεωρηθούν ως περίπου ίσοι σε αξία (Βασιλειάδης κ.α. ν. Τσιάππα, ανωτέρω). Κάτω από αυτά τα δεδομένα, θεωρώ πως ήταν επιτρεπτό για τους καθ' ων η αίτηση να λάβουν υπόψη την έστω οριακή υπεροχή σε αρχαιότητα του ΕΜ ώστε εν τέλει να κριθεί αυτός καταλληλότερος για προαγωγή.

...................................».

 

        Όσα ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ταυτίζονται με τις εφαρμοζόμενες νομολογιακές αρχές και τα αναντίλεκτα πραγματικά γεγονότα.

        Περί της αξίας, η οριακή (ως τη χαρακτήρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), υπεροχή του Εφεσείοντα «. κατά 2 Εξαίρετος το τελευταίο έτος πριν την επίδικη προαγωγή .», δεν μπορούσε να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από εκείνη που πρωτοδίκως αποδόθηκε, ιδιαίτερα όταν το περί ου ο λόγος στοιχείο εξετάστηκε προσηκόντως υπό το φως της γενικής εικόνας των υποψηφίων (Αττάς και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 8, 17-18).

        Για τα αφορώντα στα προσόντα, αναφύεται από τα πρακτικά της ΕΔΥ (ημερομηνίας 28.8.12) - αλλά και από τον Πίνακα επί του Παραρτήματος 4 της Ένστασης - πως η ΕΔΥ είχε γνώση τόσο των απαιτούμενων όσο και των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων, τα οποία και αξιολόγησε.

        Έτσι, η ΕΔΥ συνεκτίμησε τα προσόντα του Εφεσείοντα και έκρινε ευλόγως ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν υστερούσε από τον Εφεσείοντα.

        Υπό τις περιστάσεις, ο τρόπος με τον οποίο η ΕΔΥ προέβη στην εκτίμηση και έρευνα της ήταν ο ενδεδειγμένος (Χόπλαρος ν. Μακρή και Άλλων (2005) 3 Α.Α.Δ. 513, 518-519).

        Τέλος, το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε (οριακά) σε αρχαιότητα κατά ένα μήνα στην κατά τον κρίσιμο χρόνο υφιστάμενη θέση αλλά και στις προηγούμενες θέσεις, υπερείχε δε και σε πείρα, έχοντας προσέτι υπέρ του - σε αντίθεση με τον Εφεσείοντα - την τεκμηριωμένη σύσταση τού Προϊστάμενου του Τμήματος.

        Κανένα πεδίο παρέμβασης δεν υπάρχει.

        Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 απορρίπτονται.

        Το ίδιο και οι λόγοι έφεσης 5 και 6 που αφορούν, αντιστοίχως, στα περί έλλειψης αιτιολογίας και στο ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε νόμιμη την πράξη της ΕΔΥ να επιλέξει το Ενδιαφερόμενο Μέρος χωρίς φερόμενα να εξετάσει όλους τους λόγους ακυρότητας.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε όσα τέθηκαν ενώπιον του, στον αρμόζοντα βαθμό, με αναφορά και στα γεγονότα στους φακέλους.

        Η Πρωτόδικη Απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, με το δικαστικό σκεπτικό να χαρακτηρίζεται από μεστότητα και ουσία λόγου.

        Ο Εφεσείων απέτυχε να καταδείξει πρωτοδίκως και κατ' έφεσιν πως υπερείχε εκδήλως έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους (Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14, ημ. 1.11.21, ECLI:CY:AD:2021:C493, Ευαγγέλη και Άλλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 634, 639-640).

        Εν κατακλείδι.

        Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

        Η έφεση απορρίπτεται.

        Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα ύψους €2.500,00.

 

 

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο