ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:C280
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 110/2015)
4 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
AGS AGROTRADING LIMITED,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
Εφεσιβλήτων.
____________________
Α. Χαραλάμπους (κα) με Α. Παπαευσταθίου (κα) για Χ. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για τον Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ανίχνευση του βακτηρίου της σαλμονέλας σε φορτίο Εκχυλισμένου Καβουρδισμένου Αποφλοιωμένου Σογιάλευρου (το φορτίο), το οποίο εισήξαν οι Εφεσείοντες-αιτητές, τον Οκτώβριο του 2011, από την Αργεντινή, ήταν η γενεσιουργός αιτία πρόκλησης της μεταξύ των μερών δικαστικής διαμάχης.
Οι Εφεσείοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, με την εμπορία σιτηρών και πρώτων υλών για την παραγωγή ζωοτροφών. Στις 19 Οκτωβρίου 2011, πληροφορήθηκαν από τους Εφεσίβλητους-καθ΄ ων η αίτηση περί της ύπαρξης του βακτηρίου σε ένα από τα τέσσερα δείγματα που λήφθηκαν από το προαναφερθέν φορτίο για σκοπούς ανάλυσης. Ως εκ τούτου, κλήθηκαν όπως μη διαθέσουν για κατανάλωση την επίδικη ζωοτροφή και, περαιτέρω, να ανακαλέσουν οποιεσδήποτε ποσότητες είχαν, εν τω μεταξύ, διατεθεί στην αγορά. Υπό αυτές τις συνθήκες, ολόκληρο το φορτίο δεσμεύθηκε. Τα όσα ακολούθησαν, τα οποία αφορούσαν ουσιαστικά στην αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων και της όλης πορείας της δειγματοληψίας, παρατέθηκαν σε μεγάλη έκταση ως παραδεκτά γεγονότα και καταγράφονται με λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση. ΄Εχουν ως ακολούθως:
«Οι αιτητές, με επιστολή ημερ. 19 Οκτωβρίου 2011, αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων ζητώντας την επανάληψη της δειγματοληψίας από ανεξάρτητο λειτουργό και επανάληψη των αναλύσεων από ανεξάρτητο χημείο.
Στις 20 Οκτωβρίου 2011 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, διόρισε Υγειονομική Λειτουργό των Υγειονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, για την πραγματοποίηση επιθεώρησης και δεύτερης δειγματοληψίας στο υπό δέσμευση φορτίο.
Οι αιτητές παρέλαβαν τα αποτελέσματα των αναλύσεων, 17 δειγμάτων που λήφθηκαν, από δύο εταιρείες επίβλεψης στην Αργεντινή, κατά τη φόρτωση του φορτίου, και τα οποία ήταν αρνητικά ως προς την ύπαρξη σαλμονέλας. Ακολούθως, στις 21 Οκτωβρίου 2011 υπέβαλαν ένσταση στον Υπουργό Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ζητώντας, όπως διενεργηθούν, εκ νέου, αναλύσεις από άλλο διαπιστευμένο και ανεξάρτητο χημείο.
Στις 22 Οκτωβρίου 2011 διενεργήθηκαν επαναληπτικές δειγματοληψίες στις αποθήκες των αιτητών. Λήφθηκαν συνολικά 16 δείγματα (οκτώ από κάθε αποθήκη). Η δειγματοληψία έγινε υπό την επίβλεψη της Υγειονομικής Λειτουργού που είχε, στο μεταξύ, διοριστεί. Εκπρόσωποι των αιτητών ήταν επίσης παρόντες κατά τη δειγματοληψία.
Στις 24 μέχρι 26 Οκτωβρίου 2011 πραγματοποιήθηκαν επαναληπτικές δειγματοληψίες στις αποθήκες εταιρειών, στις οποίες ήταν αποθηκευμένη ποσότητα σογιάλευρου. Οι επιθεωρητές είχαν λάβει τέσσερα δείγματα από κάθε αποθήκη. Οι δειγματοληψίες διενεργήθηκαν και πάλι κάτω από την επίβλεψη της Υγειονομικής Λειτουργού.
Στις 31 Οκτωβρίου 2011 και 2 Νοεμβρίου 2011 μετά την ολοκλήρωση των αναλύσεων, η Υγειονομική Λειτουργός υπέβαλε έκθεση στη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας. Με βάση τα αποτελέσματα των αναλύσεων ανιχνεύτηκε σαλμονέλα στα δείγματα που λήφθηκαν από τις αποθήκες των αιτητών, αλλά όχι στα δείγματα που λήφθηκαν από άλλες αποθήκες, στις οποίες είχε παραδοθεί το φορτίο.
Με επιστολή ημερ. 31 Οκτωβρίου 2011 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, πληροφόρησε τους αιτητές για τα αποτελέσματα των αναλύσεων και ότι το φορτίο θα έπρεπε είτε να καταστραφεί είτε να επαναποσταλεί εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ποσότητα σογιάλευρου η οποία βρισκόταν αποθηκευμένη σε αποθήκες άλλων εταιρειών, η οποία δεν ήταν μολυσμένη αποδεσμεύτηκε την 1 και 3 Νοεμβρίου 2011.
Οι αιτητές με επιστολή ημερ. 8 Νοεμβρίου 2011 ενημέρωναν τη Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας ότι θα προχωρούσαν υπό διαμαρτυρία στην εξυγίανση της ποσότητας σογιάλευρου που βρισκόταν στις αποθήκες τους.
Οι καθ'ων η αίτηση, με επιστολή ζήτησαν, όπως ενημερωθούν για την ημερομηνία έναρξης των εργασιών εξυγίανσης και τον τόπο διεξαγωγής της. Οι αιτητές πληροφόρησαν τους καθ'ων η αίτηση ότι καθορίστηκε η 21 Νοεμβρίου 2011 ως ημέρα έναρξης της εργασίας στις αποθήκες τους.
Στις 15 Νοεμβρίου οι αιτητές έλαβαν τα αποτελέσματα των δειγμάτων που είχαν αποστείλει στο Γενικό Χημείο του Κράτους, σύμφωνα με τα οποία δεν ανιχνεύθηκε σαλμονέλα.
Με επιστολή ημερ. 16 Νοεμβρίου 2011, οι αιτητές αμφισβήτησαν, εκ νέου, τον έλεγχο που είχε γίνει και τα αποτελέσματα των αναλύσεων και ζήτησαν όπως, διενεργηθεί δειγματοληψία στο μέρος του φορτίου, από το οποίο λήφθηκαν τα μολυσμένα δείγματα, και το υπόλοιπο φορτίο μεταφερθεί σε άλλη αποθήκη στην οποία θα μπορεί να διενεργηθεί δειγματοληψία. Οι καθ'ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα, καθότι, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά την επαναληπτική δειγματοληψία είχαν ανευρεθεί δείγματα θετικά στη σαλμονέλα και ως εκ τούτου όλο το υλικό από το οποίο είχαν ληφθεί τα δείγματα θεωρήθηκε μολυσμένο και δεν θα μπορούσε να αποδεσμευθεί.
Στις 7 Δεκεμβρίου 2011 οι αιτητές κάλεσαν τους καθ'ων η αίτηση όπως επανεξετάσουν την απόφαση τους και αποδεσμεύσουν την ποσότητα που είχε δεσμευθεί στις αποθήκες τους. Το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε από τους καθ'ων η αίτηση, στις 8 Δεκεμβρίου 2011.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξυγίανσης διενεργήθηκε και πάλι δειγματοληψία. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειξαν ότι το σογιάλευρο δεν ήταν μολυσμένο και μπορούσε να διατεθεί στην αγορά. Οι αιτητές πληροφορήθηκαν επί τούτου στις 20 Δεκεμβρίου 2011 και 9 Ιανουαρίου 2012.
Στις 10 Ιανουαρίου 2012 στάλθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα καταγγελία, εναντίον των αιτητών, για εισαγωγή, πώληση και κατοχή με πρόθεση πώλησης, υλικού επιμολυσμένου με το μικρόβιο της σαλμονέλας.»
Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας συνιστούσε η απόφαση των Εφεσιβλήτων ημερομηνίας 31.10.2011, με την οποία απαγόρευσαν την χρήση του σογιάλευρου (προσφυγή 1718/2011) και η απόρριψη, στις 8.12.2011, του αιτήματος των Εφεσειόντων για αποδέσμευση του φορτίου (προσφυγή 1719/2011). Το κοινό πραγματικό υπόβαθρο οδήγησε στη συνεκδίκαση των δύο προσφυγών.
Προωθήθηκε, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ως κύριο επιχείρημα εκ μέρους των αιτητών-Εφεσειόντων, ότι οι δειγματοληψίες έλαβαν χώραν κατά παράβαση των διαλαμβανομένων στο ΄Αρθρο 16 του περί Ζωοτροφών και Προσθετικών των Ζωοτροφών (΄Ελεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Χρήσεως) Νόμου του 1993, Ν. 13(Ι)/1993 (ο Νόμος) και των Ευρωπαϊκών Κανονισμών 178/2002 και 882/2004 (οι Κανονισμοί). Συγκεκριμένα, ότι το δείγμα που λήφθηκε από τον Επιθεωρητή δεν αποστάληκε σε Γεωργικό Χημικό για ανάλυση, αλλά, στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιάσθηκαν ούτε οι πρόνοιες του Νόμου, ούτε οι Κανονισμοί. Απέρριψε, περαιτέρω, τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τους αιτητές περί έλλειψης αιτιολογίας, δέουσας έρευνας, παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και παράλειψης ενημέρωσης και παροχής πληροφοριών σε αυτούς.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στον κύριο ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί παραβίασης των προνοιών του ΄Αρθρου 16 του Νόμου και των Ευρωπαϊκών Κανονισμών. Τίθεται ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι Εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν με τα προαπαιτούμενα του πιο πάνω ΄Αρθρου και τα διαλαμβανόμενα στους Κανονισμούς, σε σχέση με τα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς για την ανάλυση και την εξέταση ζωονόσων.
Η πρωτόδικη κρίση επί του υπό εξέταση θέματος έχει ως ακολούθως:
«Τα δείγματα με αύξων αριθμό 158/11, 164/11 που λήφθηκαν από τις αποθήκες των αιτητών, ήταν, με βάση τις αναλύσεις, μολυσμένα με σαλμονέλα.
«Στην έκθεση της Υγειονομικής Λειτουργού αναφέρεται ότι, η δειγματοληψία διενεργήθηκε από επιθεωρητές ζωοτροφών. Στο πιστοποιητικό Ανάλυσης Υλικού ο Γεωργικός Χημικός πιστοποίησε ότι παρέλαβε με το χέρι από τον Επιθεωρητή δείγμα σογιάλευρου για ανάλυση. Αναφέρει στο πιστοποιητικό ότι η ανάλυση δόθηκε υπεργολαβία στο Διαπιστευμένο Εργαστήριο Ελέγχου Τροφίμων Ζωικής Προέλευσης του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.
Το άρθρο 16 του Νόμου προβλέπει ότι:
″16.—(1) Όταν δείγμα λαμβάνεται από επιθεωρητή με βάση τον καθοριζόμενο τρόπο, τότε αυτός το υποδιαιρεί σε τρία ίσα κατά το δυνατό μέρη, και διευθετεί ώστε κάθε μέρος να σημανθεί, σφραγισθεί και φυλαχθεί με ασφάλεια σύμφωνα με τον καθοριζόμενο τρόπο, και ο επιθεωρητής—
(α) θα στείλει ένα μέρος στο Γεωργικό Χημικό.
......................
(5) Αν ο Γεωργικός Χημικός στον οποίο αποστέλλεται δείγμα για ανάλυση κρίνει ότι για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να διεξαχθεί αποτελεσματική ανάλυση του δείγματος απ' αυτόν ή κάτω από την καθοδήγηση του, θα αποστέλλει το δείγμα με οποιαδήποτε έγγραφα που λήφθηκαν απ' αυτόν μαζί με το δείγμα σε άλλο χημικό του Υπουργείου Γεωργίας όπως κρίνει σκόπιμο ανάλογα με την περίπτωση· στη συνέχεια θα εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες πρόνοιες του παρόντος άρθρου ως εάν ο άλλος χημικός ήταν ο Γεωργικός Χημικός και ως εάν το δείγμα αρχικά είχε αποσταλεί σ' αυτόν.″
Είμαι της γνώμης ότι, δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 16. Το όρθρο 16(5) προβλέπει για τη δυνατότητα διεξαγωγής ανάλυσης από άλλο χημικό, του Υπουργείου Γεωργίας, και όχι το Γεωργικό Χημικό.
Με βάση το Παράρτημα VII του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 776/2006 της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2006, για την τροποποίηση του παραρτήματος VΙΙ του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς, έχει καθορισθεί ως εθνικό εργαστήριο αναφοράς για την ανάλυση και την εξέταση ζωονόσων (Salmonella) το Εργαστήριο Ελέγχου Τροφίμων Ζωικής Προέλευσης του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών.
Δεδομένου ότι αυτό είναι, με βάση τα πιο πάνω, το διαπιστευμένο χημείο για διενέργεια αναλύσεων για σαλμονέλα, ορθώς ο Γεωργικός Χημικός απέστειλε σε αυτό, τα δείγματα για ανάλυση.
Οι αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το Εργαστήριο δεν ήταν διαπιστευμένο με βάση τον ΕΝ 45002 και 45003 και ότι οι καθ'ων η αίτηση κατά παράβαση του Κανονισμού όρισαν το ΕΕΤΖΠ ως εργαστήριο για ανάλυση δειγμάτων.
Στο άρθρο 12 του Κανονισμού 882/2004 για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό 1029/2008, αναφέρεται ότι:
″Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μόνον εργαστήρια τα οποία λειτουργούν και αξιολογούνται και διαπιστεύονται σύμφωνα με τα ακόλουθα ευρωπαϊκά πρότυπα:
α) EN ISO/IEC 17025 σχετικά με τις «Γενικές απαιτήσεις για την ικανότητα εργαστηρίων δοκιμών και βαθμονόμησης»·
β) EN ISO/IEC 17011 σχετικά με τις «Γενικές απαιτήσεις για τους φορείς διαπίστευσης που πραγματοποιούν διαπίστευση οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης».″
Επομένως, από τη στιγμή που το Εργαστήριο ήταν διαπιστευμένο με το ISO 17025, ο ορισμός του ως εθνικό εργαστήριο για αναλύσεις και η αποστολή των δειγμάτων σε αυτό, με κανένα τρόπο δεν παραβιάζει τον Κανονισμό.»
Η ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης, σε σχέση με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης, επιβεβαιώνεται μέσα από το σύνολο των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών παραρτημάτων που παρουσίασε η πλευρά των Εφεσιβλήτων και τα οποία βρίσκονται στον φάκελο του Δικαστηρίου.
Η δειγματοληψία έγινε από εκπαιδευμένο επιθεωρητή, στην παρουσία εκπροσώπων των Εφεσειόντων. Τα δείγματα υποδιαιρέθηκαν σε τρία ίσα μέρη, σημάνθηκαν, σφραγίσθηκαν και ένα από αυτά παραδόθηκε στον Γεωργικό Χημικό, ως επιβεβαιώνεται από το Παράρτημα 8. Δεύτερο δείγμα παραδόθηκε στον εκπρόσωπο των Εφεσειόντων, ο οποίος υπέγραψε σχετική απόδειξη παραλαβής, Παράρτημα 9. Το τρίτο φυλάχθηκε. Ο Γεωργικός Χημικός, κρίνοντας ότι δεν ήταν σε θέση να διεξάγει αποτελεσματική, μικροβιολογική, ανάλυση του δείγματος, το παρέδωσε στο εργαστήριο των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας, κατ΄ ακολουθία της παραγράφου (5) του ΄Αρθρου 16, μαζί με σχετική επιστολή, Παράρτημα 10. Όπως επιβεβαιώνεται από το σύνολο των δεδομένων, στην υπό αναφορά υπόθεση, η παράδοση των δειγμάτων, τόσο από τον Επιθεωρητή προς τον Γεωργικό Χημικό, όσο και από τον δεύτερο στο Διαπιστευμένο Εργαστήριο Μικροβιολογίας, έλαβε χώραν γρήγορα και με ασφάλεια, ακριβώς όπως επέβαλλε η φύση του μικροβιολογικού παράγοντα της σαλμονέλας. Ο δε Γεωργικός Χημικός δεν μπορούσε να επιτελέσει την εν λόγω εξειδικευμένη ανάλυση, καθότι, ως μικροβιολογικού χαρακτήρα, θα έπρεπε να γίνει από το πιο πάνω Διαπιστευμένο Εργαστήριο Μικροβιολογίας, το οποίο καθορίστηκε ως Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για ανάλυση τροφίμων ζωικής προέλευσης και ζωοτροφών, με βάση τον Κοινοτικό Κανονισμό 776/2006 της 23.5.2006, Παράρτημα 11.
Ούτε η προσέγγιση των Εφεσειόντων, η οποία καλύπτεται από τον δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως πως το Εργαστήριο του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ήταν διαπιστευμένο σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΕΚ 882/2004, έχει περιθώρια επιτυχίας.
Εισηγούνται, σχετικά, οι Εφεσείοντες, με παραπομπή στον πιο πάνω Κανονισμό, ότι τα δύο πρότυπα, το 17025 και το 17011, στα οποία αναφέρεται η πρωτόδικη απόφαση, θα πρέπει να υπάρχουν σωρευτικά. Αντιθέτως, το εν λόγω εργαστήριο ήταν διαπιστευμένο μόνο με το πρότυπο 17025 και δεν προκύπτει να καλύπτεται από οποιαδήποτε άλλη πιστοποίηση.
Όπως, όμως ορθά παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων, τα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα, του ΄Αρθρου 12(2)(β)(γ), του ΕΚ 882/2004, έχουν διαγραφεί με τον ΕΚ 1029/2008, Παράρτημα 15 και αντικαταστάθηκαν με το πρότυπο 17011, το οποίο αφορά τους φορείς διαπίστευσης των εργαστηρίων και όχι τα ίδια τα εργαστήρια. Βάσιμα, λοιπόν, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, το Εργαστήριο Ελέγχου Τροφίμων Ζωικής Προέλευσης των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, διαπιστευμένο με το πρότυπο 17025, σύμφωνα με τον ΕΚ 882/2004, ορίστηκε από την Αρμόδια Αρχή, ήτοι το Τμήμα Γεωργίας, ως εργαστήριο για την ανάλυση των δειγμάτων που λήφθηκαν κατά τους επίσημους ελέγχους και, ως εκ τούτου, τηρούσε όλες τις προϋποθέσεις διαπίστευσης, σύμφωνα με τον Νόμο και τον Κανονισμό.
Μέσω του τρίτου λόγου έφεσης εγείρεται ότι λανθασμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έπασχε λόγω ελλιπούς αιτιολογίας. Εισηγούνται οι Εφεσείοντες ότι οι Εφεσίβλητοι θα έπρεπε να εξηγήσουν τους λόγους που τους οδήγησαν στην δέσμευση και εξυγίανση όλης της ποσότητας του φορτίου, με σαφή και πλήρη αιτιολογία και όχι με αόριστη αναφορά σε λόγους δημοσίας υγείας και ασφάλειας.
Ούτε εν προκειμένω διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ορθά κρίθηκε, με αναφορά στην επιστολή των Εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 31.10.2011, ότι η απόφασή τους για δέσμευση του φορτίου ήταν πλήρως αιτιολογημένη. Προκύπτει, μέσα από τη σχετική αλληλογραφία, ότι η παρουσία σαλμονέλας σε ζωοτροφές έχει αρνητικές συνέπειες για την υγεία των ζώων και ότι, επίσης, καθιστά τα τρόφιμα που προέρχονται από τροφοπαραγωγικά ζώα, μη ασφαλή για ανθρώπινη κατανάλωση. Η σαλμονέλα αποτελούσε κίνδυνο επιμόλυνσης του φορτίου, με όλες τις συνέπειες που αυτό ενείχε στη δημόσια υγεία. Συνεπώς, ήταν αρκούντως αιτιολογημένη η απόφαση των Εφεσιβλήτων να απορρίψουν το αίτημα των Εφεσειόντων για αποδέσμευση του υπό αναφορά φορτίου και διάθεσή του στην αγορά.
Το όλο φάσμα των γεγονότων της υπόθεσης, οδηγεί, απαρέγκλιτα, στην απόρριψη του τέταρτου και του πέμπτου λόγου έφεσης. Εισηγούνται, οι Εφεσείοντες, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πως η απόφαση δεν έπασχε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, στη βάση ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να βασιστούν σε άλλες εξετάσεις άλλων εργαστηρίων. Ακόμα, πως λανθασμένα αποφάνθηκε ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας και ότι δεν υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διοικητικής εξουσίας.
Πιο αναλυτικά, είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι οι Εφεσίβλητοι δεν έλαβαν υπόψη τους πιστοποιητικά εργαστηρίων άλλων χωρών, τα οποία εκδόθηκαν κατά τη φόρτωση του φορτίου, καθώς επίσης αποτελέσματα άλλων αναλύσεων, αντίθετα με αυτά που επιβεβαίωναν μόλυνση του φορτίου. Ως προς την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, εισηγούνται οι Εφεσείοντες ότι οι Εφεσίβλητοι έλαβαν μέτρα δυσανάλογα σε σχέση με την επίτευξη επιπέδου προστασίας, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες στην οικονομική της θέση και χωρίς την αναζήτηση λιγότερο επαχθούς λύσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε ως εξής τα υπό συζήτηση θέματα:
«Οι καθ'ων η αίτηση είχαν κατά τη γνώμη μου προβεί στη δέουσα έρευνα. Μετά την πρώτη δειγματοληψία, που έγινε, και μετά τα αποτελέσματα των αναλύσεων ότι το φορτίο ήταν μολυσμένο, οι αιτητές αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα, παρουσιάζοντας πιστοποιητικά από ξένα εργαστήρια. Ακολούθως οι καθ'ων η αίτηση προέβηκαν σε επανάληψη της δειγματοληψίας η οποία και πάλι έδειξε ύπαρξη σαλμονέλας.
Οι καθ'ων η αίτηση εφόσον είχαν, ενώπιον τους, τα αποτελέσματα διαπιστευμένου, με βάση τον Κανονισμό, εργαστηρίου, δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να βασιστούν σε άλλες εξετάσεις από άλλα εργαστήρια. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας περιλαμβάνει τη συλλογή και αξιολόγηση όλων εκείνων των ουσιωδών στοιχείων που θα δημιουργούσαν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα.
Περαιτέρω, οι αιτητές πρόβαλαν ότι, παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας και η υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας. Όπως αναφέρουν, οι καθ'ων η αίτηση έλαβαν μέτρα δυσανάλογα, απ' ότι απαιτείτο, καθόσον δεσμεύθηκε και ζητήθηκε η εξυγίανση όλης της ποσότητας σογιάλευρου που βρισκόταν στις δύο αποθήκες των αιτητών παρόλο που, από τα 16 δείγματα που είχαν ληφθεί, μόνο δύο, ένα από κάθε αποθήκη, ήταν μολυσμένα. Έπρεπε, σύμφωνα με τους αιτητές, να ζητείτο η εξυγίανση μόνο της ποσότητας από το μέρος της αποθήκης από την οποία είχε ληφθεί το μολυσμένο δείγμα και η υπόλοιπη να μεταφερόταν σε άλλη αποθήκη από την οποία θα λαμβάνετο δείγμα και εάν δεν ανιχνεύετο σαλμονέλα να διατεθεί στην αγορά. Σχετικό αίτημα είχαν υποβάλει το οποίο είχε απορριφθεί.
Το θέμα εάν, όλη η ποσότητα ήταν μολυσμένη ή μέρος της, είναι τεχνικό και εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου.
Οι καθ'ων η αίτηση είχαν δώσει στους αιτητές τρεις επιλογές:
Α. Το υλικό να τύχει ειδικής μεταχείρισης ή μεταποίησης με σκοπό την ευθυγράμμιση του προϊόντος με τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου, ή
Β. Να καταστραφεί παρουσία της Αρχής, ή
Γ. Να επαναποσταλεί εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι αιτητές επέλεξαν την πρώτη επιλογή προβαίνοντας σε εξυγίανση όλης της ποσότητας.
Οι επιλογές που δόθηκαν ήταν, εντός του πλαισίου της αρμοδιότητας των καθ'ων η αίτηση, με βάση το Νόμο και δεν είχε καταδειχθεί ότι αυτοί ενήργησαν εκτός των ακραίων ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας.»
Δεν χωρεί παρέμβασή μας στα όσα με ενδελέχεια αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως τα ενώπιόν μας γεγονότα επιβεβαιώνουν, οι Εφεσίβλητοι, προς λήψη της τελικής απόφασης, εξέτασαν σε βάθος και με ιδιαίτερη προσοχή όλα τα δεδομένα. Προέβηκαν σε επανειλημμένες δειγματοληψίες, έχοντας υπόψη προηγούμενες αναλύσεις και συνεκτιμώντας τη φύση του βακτηρίου της σαλμονέλας, του οποίου η παρουσία στον όγκο ενός υλικού είναι ανομοιόμορφα κατανεμημένη. Συνεπώς, η απουσία της από ένα σημείο του φορτίου δεν συνεπαγόταν και απουσία από κάποιο άλλο σημείο και αντιθέτως. Ζήτημα, ούτως ή άλλως, τεχνικής φύσεως, εκφεύγον του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου. Οι αρνητικές αναλύσεις κατά τη φόρτωση, οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν δεσμευτικές, δεν συνιστούσαν και απόδειξη ότι το φορτίο δεν επιμολύνθηκε στο μεσοδιάστημα μέχρι και της άφιξής του στην Κύπρο. Μέσα από τα αποτελέσματα των αναλύσεων η Αρμόδια Αρχή διαπίστωσε ότι η επιμόλυνση δεν αφορούσε στο σύνολο του φορτίου και ότι μέρος του ήταν καθαρό και απαλλαγμένο από σαλμονέλα. Το γεγονός ότι κάποιες από τις αναλύσεις δεν έδειχναν επιμόλυνση, δεν διαφοροποιούσε το όλο ζήτημα, ούτε έθετε εν αμφιβόλω τα αποτελέσματα περί του αντιθέτου. Τούτο, λόγω της ανομοιόμορφης κατανομής και παρουσίας του εν λόγω βακτηρίου σε ένα φορτίο.
Εντέλει, ορθά ενεργώντας, η Αρμόδια Αρχή, προς όφελος των Εφεσειόντων, αποδέσμευσε μεγάλο όγκο του φορτίου, που ήταν αποθηκευμένο σε αποθήκες στις οποίες δεν εντοπίστηκε επιμόλυνση και δεν ανιχνεύθηκε σαλμονέλα, δεσμεύοντας μόνο το φορτίο που ήταν αποθηκευμένο σε δύο από τις αποθήκες και στο οποίο ανιχνεύθηκε σαλμονέλα.
Τα πιο πάνω και οι επιλογές που δόθηκαν στους Εφεσείοντες, επιβεβαιώνουν ότι έλαβε χώραν η δέουσα υπό τις συνθήκες έρευνα και τηρήθηκε, υπό το πρίσμα των γεγονότων, η αρχή της αναλογικότητας.
Εισηγούνται οι Εφεσείοντες, μέσω του έκτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμά τους για ενημέρωση. Εδράζουν τη θέση τους στο ΄Αρθρο 54 του ΕΚ 882/2004, όπου αναφέρονται ρητά οι ενέργειες που πρέπει να λάβει η αρμόδια αρχή, μεταξύ των οποίων, η παροχή πληροφοριών σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεών της και αναφορικά με την εφαρμοστέα διαδικασία.
Πολύ ορθά, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι Εφεσίβλητοι τήρησαν όλες τις υποχρεώσεις τους προς πληροφόρηση των Εφεσειόντων, δεδομένου ότι, με επιστολή τους ημερομηνίας 19.10.2011, υπενθύμιζαν για το δικαίωμά τους προς υποβολή προσφυγής στον Υπουργό, πράγμα το οποίο έπραξαν οι Εφεσείοντες, με αποτέλεσμα την επανάληψη της δειγματοληψίας, όπως και των αναλύσεων. Μετά τη δεύτερη δειγματοληψία, δεν υπήρχε πλέον δικαίωμα προσφυγής στον Υπουργό, αλλά δικαίωμα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως και έγινε. Συνεπώς, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κατάληξη επί του θέματος.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε ζήτημα παράβασης του ΄Αρθρου 16(2) του Νόμου, κρίνοντας ότι δεν ηγέρθηκε μέσω της αίτησης ακύρωσης. Ας σημειωθεί ότι, η κατ΄ ισχυρισμό παράβαση, κινείται γύρω από τη θέση ότι υπήρχαν τρία αντί τέσσερα μέρη δείγματος, κατά παράβαση της παραγράφου (2), του πιο πάνω ΄Αρθρου.
Πέραν του ότι η υπό αναφορά διάταξη δεν σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση και τη διαδικασία που αφορά η παράγραφος 1 του ΄Αρθρου 16 - αφού αναφέρεται, όπως ορθά σημειώνει η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων, στην περίπτωση όπου, το τελικό δείγμα, διαιρείται αντί σε τρία σε τέσσερα μέρη και το τέταρτο αποστέλλεται στον παρασκευαστή μιας ζωοτροφής, ενώ στην παρούσα περίπτωση το υλικό είναι πρώτη ύλη - ο ισχυρισμός για παραβίαση του ΄Αρθρου 16(2) δεν προσδιορίζεται επακριβώς στην αίτηση ακύρωσης.
Το όλο ζήτημα κινείται γύρω από τα διαλαμβανόμενα στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η δικογραφία, εν προκειμένω η αίτηση ακύρωσης, είναι το μέσον προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Μόνο ζητήματα τα οποία εγείρονται στην προσφυγή με την αναγκαία λεπτομέρεια, σαφήνεια και καθαρότητα, τυγχάνουν εξέτασης. Υπό αυτά τα δεδομένα και στην απουσία σχετικής αποτύπωσης στους λόγους ακύρωσης, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην εξέταση του υπό αναφορά ζητήματος.
Στη βάση των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, καθοριζόμενα στο ποσό των €3.000 επιδικάζονται εις βάρος των Εφεσειόντων.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΦ.