ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D325
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΠΡΟΣΦΥΓΗ 1/2022)
Αναφορικά με το Άρθρο 139 του Συντάγματος.
20 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Δ. Λυσάνδρου και Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτεροι Δικηγόροι της Δημοκρατίας με Ζ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, Λ. Αρακελιάν και Ν. Καλλένος, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Δικαστήριο: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Με την απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π. συμφωνούν οι Δικαστές Σταματίου, Οικονόμου, Ψαρά-Μιλτιάδου, Μαλαχτός, Σωκράτους, Δημητριάδου-Ανδρέου, Ιωαννίδης, Σάντης και Χατζηγιάννη. Ο Γιασεμής, Δ. θα εκδώσει διϊστάμενη απόφαση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η παρούσα προσφυγή εδράζεται στο ΄Αρθρο 139 του Συντάγματος.
Όπως το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να υπομνήσει, στην Προσφυγή 4/21, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερ. 24.1.2022:
«Η εν λόγω συνταγματική διάταξη δίδει αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο «... να αποφασίζει οριστικά και αμετάκλητα επί κάθε προσφυγής που αφορά σε σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας που εγείρεται μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων (οι τελευταίες όπως υπήρχαν με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας) ή οποιασδήποτε από αυτές, καθώς επίσης και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας» (ΑΤΗΚ ν. Επιτρ. Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 ΑΑΔ 20).»
Στα πλαίσια της υπό αναφορά συνταγματικής πρόνοιας, το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται προς εξέταση, είναι κατά πόσον υπάρχει σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας, στα εμπλεκόμενα όργανα, καθοριστική προϋπόθεση για την εφαρμογή του ΄Αρθρου 139. Οι όροι «σύγκρουση» και «αμφισβήτηση εξουσίας», έχουν ερμηνευθεί διασταλτικά. Είναι παραδεκτή η επίκληση του εν λόγω άρθρου προς επίλυση διαφοράς η οποία ανακύπτει, όπου προκύπτει διαφωνία ως προς τα όρια των αρμοδιοτήτων μεταξύ οργάνων ή όπου προκύπτει ανάληψη εξουσίας από ένα όργανο, η οποία αμφισβητείται από άλλο. Σε κάθε περίπτωση, αντικείμενο της δίκης είναι η εγκυρότητα της πράξης ή απόφασης, η οποία προκαλεί τη σύγκρουση ή δημιουργεί την αμφισβήτηση (Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 ΑΑΔ 389).
Με την παρούσα προσφυγή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιζητεί δήλωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η πρώτη και δεύτερη επιφύλαξη της παραγράφου (α) της σημείωσης 33 του Πρώτου Πίνακα - Δελτία Δαπανών 2022 του περί Προϋπολογισμού του 2022 Νόμου του 2021, Ν. 56(ΙΙ)/2021 (ο Νόμος), «.είναι νομοθετική διάταξη άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα, διότι θεσπίσθηκε από την Καθ΄ ης η Αίτηση χωρίς εξουσία ή/και αρμοδιότητα ή/και κατά παράβαση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών η οποία απορρέει από το Σύνταγμα και το διέπει .» ή/και κατά παράβαση σειράς συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες παρατίθενται στην Αίτηση, καθώς και κατά παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και ειδικότερα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ της 28ης Ιουνίου, 1999 (η Οδηγία). Αποτελεί εισήγηση του Αιτητή ότι οι προσβαλλόμενες επιφυλάξεις συνιστούν σύγκρουση εξουσιών.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων απορρίπτει κατηγορηματικά τις πιο πάνω θέσεις, ισχυριζόμενη ότι ουδεμία σύγκρουση εξουσιών στη βάση του ΄Αρθρου 139 υφίσταται και ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις του Νόμου είναι απόλυτα σύμφωνες και ευθυγραμμισμένες με τις προβληθείσες συνταγματικές διατάξεις, την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και την Οδηγία.
Η πρώτη και δεύτερη επιφύλαξη, αφορούν τις πιστώσεις που έχουν εγκριθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για την κάλυψη της αμοιβής των συμβούλων/συνεργατών του Προέδρου της Δημοκρατίας, των Υπουργών, των Υφυπουργών, του Κυβερνητικού Εκπροσώπου και του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, η απασχόληση των οποίων θα είναι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και θα τερματίζεται με τη λήξη της θητείας της Κυβέρνησης ή την αποχώρηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, των Υπουργών, των Υφυπουργών, του Κυβερνητικού Εκπροσώπου και του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ή ενωρίτερα. Πιο συγκεκριμένα, οι υπό κρίση επιφυλάξεις έχουν ως ακολούθως:
«Νοείται ότι, σύμβουλοι/συνεργάτες που λόγω της απασχόλησής τους αυτής έχουν για οποιονδήποτε λόγο μετατραπεί σε εργοδοτούμενους αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Νόμου Ν.70(Ι)/2016 ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου, η απασχόλησή τους τερματίζεται το αργότερο με τη λήξη της θητείας της Κυβέρνησης ή την αποχώρηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, των Υπουργών, των Υφυπουργών, του Κυβερνητικού Εκπροσώπου ή την αποχώρηση του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ανάλογα με την περίπτωση:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που σε θέση συμβούλου/συνεργάτη διοριστεί δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος οργανισμού δημοσίου δικαίου ή εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου που απασχολείται στη δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμό δημοσίου δικαίου, τότε ο διορισμός αυτός διέπεται από τις διατάξεις του Νόμου Ν.47(Ι)/2017 ή Ν.99(Ι)/2019, ανάλογα με την περίπτωση, και το πρόσωπο αυτό θα συνεχίσει να λαμβάνει τις ίδιες απολαβές και να υπόκειται στις ίδιες αποκοπές, μειώσεις ή/και συνεισφορές, όπως στην οργανική αυτού θέση, χωρίς να του παραχωρείται οποιαδήποτε άλλη αμοιβή ή επίδομα λόγω του διορισμού στη θέση συμβούλου/συνεργάτη, για δε τις απολαβές του χρεώνεται η ίδια υποομάδα 02001 (΄Αρθρο 02007.2 «Πολιτικοί Διορισμοί») και το ποσό καταβάλλεται από την υπηρεσία στην οποία έχει αποσπαστεί στη δημόσια υπηρεσία ή στον οργανισμό δημοσίου δικαίου, όπου ανήκει η οργανική αυτού θέση.»
Είναι επιβεβλημένη λεπτομερής καταγραφή των αναντίλεκτων γεγονότων που περιβάλλουν την ενώπιόν μας περίπτωση και του όλου ιστορικού που οδήγησε στην καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης, δεδομένης της άμεσης συνάρτησής τους με προδικαστική ένσταση που ήγειρε η πλευρά της Καθ΄ ης η αίτηση:
Ο κρατικός Προϋπολογισμός για το 2022 και Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΜΔΠ) 2022-2024, εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 15 Σεπτεμβρίου 2021 και, ακολούθως, κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 7 Οκτωβρίου 2021. Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού εξέτασε το σχετικό Νομοσχέδιο σε συνεδρίες της από τις 18 Οκτωβρίου 2021 μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2021. Στις 17 Δεκεμβρίου 2021 η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε σε Νόμο το Νομοσχέδιο, προσθέτοντας σε αυτόν, μέσω κοινοβουλευτικής τροπολογίας, τις δύο προσβαλλόμενες επιφυλάξεις, οι οποίες περιλήφθηκαν στη Σημείωση 33. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με επιστολή του προς την Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 2021, εξέφρασε τη θέση, κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, ότι οι πιο πάνω τροπολογίες ήταν αντισυνταγματικές και συνιστούσαν σύγκρουση εξουσιών με βάση το ΄Αρθρο 139 του Συντάγματος. Ενημέρωνε επίσης για την πρόθεσή του να μην αναπέμψει το Νόμο στη Βουλή των Αντιπροσώπων και να μην προχωρήσει σε Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθότι αυτό θα είχε απρόβλεπτες δημοσιονομικές και οικονομικές συνέπειες, οι οποίες θα απέβαιναν εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, με επιστολή της Γενικής Διευθύντριάς της προς τον Υφυπουργό παρά τω Προέδρω, ημερομηνίας 23 Δεκεμβρίου 2021, κοινοποίησε το Νόμο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για έκδοση, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 52 του Συντάγματος, καθώς και τη σχετική κοινοβουλευτική έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού για τον κρατικό Προϋπολογισμό του 2022. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπέγραψε τον περί Προϋπολογισμού Νόμο, ο οποίος εκδόθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2021, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν διαβούλευσης με τον Γενικό Εισαγγελέα, σε σχέση με τις επίδικες τροπολογίες, του απέστειλε επιστολή, ημερομηνίας 10 Ιανουαρίου 2022, με την οποία κοινοποίησε την πρόθεσή του για καταχώριση της παρούσας προσφυγής, δυνάμει του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος.
Εισηγείται, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ΄ ης η αίτηση, ότι ο Αιτητής κωλύεται και/ή έχει απεμπολήσει το δικαίωμά του προς έγερση και προώθηση, δυνάμει του ΄Αρθρου 139, της παρούσας προσφυγής. Προσθέτει ότι, υπό το φως των ειδικών περιστατικών της υπόθεσης, εντοπίζεται καταχρηστική συμπεριφορά και πως υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το δόγμα της επιδοκιμασίας - αποδοκιμασίας.
Η καίρια σημασία της υπό εξέταση προδικαστικής ένστασης καθιστά αναγκαία μια πιο εκτεταμένη παράθεση των θέσεων του κ. Πολυβίου:
Ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη και/ή αβάσιμη και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διά της έκδοσης, με την υπογραφή και δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα του Νόμου, έχει κατ΄ αυτόν τον τρόπο αναγνωρίσει και/ή αποδεχτεί την εξουσία και/ή αρμοδιότητα και/ή νομιμοποίηση της Βουλής των Αντιπροσώπων να ψηφίσει τον προσβαλλόμενο Νόμο στην ολότητά του, αποδεχόμενος, ως εκ τούτου, τη νομιμότητα και εγκυρότητά του. Υπό τις συνθήκες αυτές, πάντα κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας άσκησε τις συνταγματικές του εξουσίες, αποτελεσματικά, αφού επέλεξε να μην αναπέμψει τον προσβαλλόμενο Νόμο στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ούτε να προσφύγει, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 138 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποφασίσει περί οποιωνδήποτε ζητημάτων δυσμενούς διάκρισης, ούτε να αναφέρει, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 140 του Συντάγματος, το Νόμο στο Ανώτατο Δικαστήριο, με σκοπό την εξέταση ζητημάτων αντισυνταγματικότητας. Εν τέλει, η ενέργεια του Προέδρου της Δημοκρατίας να προχωρήσει στην υπογραφή προς έκδοση του προσβαλλόμενου Νόμου, ήταν καθοριστικής σημασίας, καθότι συνιστά επιβεβαίωση εκ μέρους του της συνταγματικότητάς του, από κάθε άποψη. Υπό αυτά τα δεδομένα, απώλεσε και/ή απεμπόλησε και/ή παρεμποδίζεται από του να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα έγερσης, εκ των υστέρων, προσφυγής κατ΄ επίκληση του ΄Αρθρου 139, προβάλλοντας, εκ των υστέρων και επιλεκτικά, ζητήματα αντισυνταγματικότητας ή σύγκρουσης εξουσιών. ΄Ετσι εγείρεται και ζήτημα ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, κατά παράβαση της σχετικής αρχής δικαίου, αρχή, που κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου, τυγχάνει εφαρμογής και σε σχέση με ισχυρισμούς αντισυνταγματικότητας. Όπως προκύπτει, ως συνάγεται από τα γεγονότα και κατάχρηση της διαδικασίας και των εξουσιών που παρέχονται από το Σύνταγμα, κατά τρόπον που επιβάλλει την επέμβαση του Δικαστηρίου προς καταστολή της εν λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, τίθεται ότι η υπό συζήτηση προδικαστική ένσταση είναι έκθετη σε απόρριψη. Προβάλλεται ότι, με βάση τα παραδεκτά γεγονότα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε, ευθύς εξ αρχής, την πρόθεσή του να προχωρήσει στην παρούσα προσφυγή, πριν καν δημοσιευθεί ο Νόμος. Εισηγείται, επιπρόσθετα, ότι οι συνταγματικές εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι αυτοτελείς, ήτοι δεν συνιστούν η μια προϋπόθεση της άλλης και, όπως οι αρμοδιότητες των τριών πολιτειακών εξουσιών ερμηνεύονται διασταλτικά, το ίδιο ισχύει και για τις συνταγματικές εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Προβάλλει, περαιτέρω, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με δεδομένο ότι δημοσίευσε τις επίδικες επιφυλάξεις, ως μέρος του Νόμου, υπό δέσμια εξουσία, κατά τα προβλεπόμενα στο ΄Αρθρο 52 του Συντάγματος, αυτή η δημοσίευση ουδόλως επηρέασε το δικαίωμά του για καταχώριση και προώθηση της παρούσας προσφυγής, διότι η απεμπόληση δικαιώματος προϋποθέτει συμπεριφορά που να υποδηλώνει αναμφισβήτητη εγκατάλειψή του. Θέτει, καταλήγοντας, ότι και επί της ουσίας η δυνατότητα αμφισβήτησης αρμοδιότητας ή εξουσίας στη βάση του ΄Αρθρου 139 διαφέρει ως προς τον σκοπό του ΄Αρθρου 140 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η διαδικασία του ΄Αρθρου 139 ενέχει το επιπλέον στοιχείο της σύγκρουσης εξουσίας και αρμοδιότητας που ανάγεται σε παραβίαση προνοιών του Συντάγματος.
Όπως επισημάνθηκε στην Αναφορά 5/1993, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 ΑΑΔ 167, 173 - 174:
".... Το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος προσδιορίζει ως αποκλειστικό αντικείμενο κάθε Αναφοράς τη συνταγματικότητα του νόμου ή της απόφασης ή ορισμένης διάταξης αυτών η οποία αναφέρεται για τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πεδίο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αποφάσεων, ή μέρους αυτών που αναφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, περιορίζεται εξ αντικειμένου στη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει ή όχι σύγκρουση μεταξύ των προνοιών του ελεγχόμενου νόμου ή αποφάσεως και των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών...".
Στη Γνωμάτευση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3 ΑΑΔ 1931, γίνεται αναφορά στο μηχανισμό που δημιουργείται από το Άρθρο 140, προς την κατεύθυνση προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Προληπτικός, δικαστικός, έλεγχος, που αποβλέπει στην εκ των προτέρων αποτροπή κάθε παρέκκλισης από το Σύνταγμα.
Στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Προσφυγή Αρ. 4/2021, ημερ. 24.1.2022, επιβεβαιώνεται η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας προς παρεμβολή, δυνάμει του ως άνω ΄Αρθρου 52, προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τις συνταγματικές εξουσίες, με τις οποίες περιβάλλεται το αξίωμά του.
Ο Προϋπολογισμός του Κράτους συνιστά νόμο (Δημοκρατία ν. Μαυρομμάτη κ.ά. (1991) 3 ΑΑΔ 543, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 ΑΑΔ 93), με επακόλουθο, κατ΄ επίκληση του ΄Αρθρου 52 του Συντάγματος, την εμπλοκή του Προέδρου της Δημοκρατίας για έκδοσή του, διά δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα. Η έκδοση περιβάλλει με νομική ισχύ τον Νόμο, αφού τον καλύπτει με το μαχητό τεκμήριο της συνταγματικότητας και αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του.
Εν προκειμένω, ως τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα επιβεβαιώνουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας άσκησε τις εκ του Συντάγματος εξουσίες του, διά της έκδοσης, με την υπογραφή και δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας του επίδικου Νόμου. Ενεργώντας, κατ΄ αυτό τον τρόπο, βεβαίωσε από μέρους του τη συνταγματικότητά του, πιστοποιώντας, κατ΄ ουσίαν, ότι καταρτίστηκε σύμφωνα με το Σύνταγμα. Το γεγονός ότι εξέφρασε επιφυλάξεις σε προηγούμενο στάδιο - χωρίς, τελικά, να ασκήσει το δικαίωμα αναφοράς στο Ανώτατο Δικαστήριο, προς γνωμάτευση - δεν επιδρά, δεδομένης της υπογραφής και έκδοσης του Νόμου στη συνέχεια και των συνταγματικών προεκτάσεων που αυτό, ως ήδη λέχθηκε, ενέχει, ως προς την πρόσδοση εννόμου αποτελέσματος στο Νόμο.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, δεν νοείται η εκ των υστέρων αμφισβήτηση, επιλεκτικά, κάποιων από τις πρόνοιες του υπό αναφορά Νόμου. Η επίκληση του πεδίου εφαρμογής του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος, δεν μεταβάλλει το όλο ζήτημα καθότι, η, επικαλούμενη, σύγκρουση, εδράζεται στην προσβολή, ως αντισυνταγματικών, των επίμαχων επιφυλάξεων του Προϋπολογισμού. Όπως όμως ήδη τονίσθηκε, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας τις συνταγματικές του εξουσίες, στα πλαίσια προληπτικού ελέγχου, βεβαίωσε τη συνταγματικότητα του Νόμου που είχε ψηφισθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Συνεπώς, η εκ των υστέρων αμφισβήτηση εκλαμβάνει πλέον τη μορφή κατασταλτικού της συνταγματικότητας ελέγχου - ήτοι ελέγχου που προϋποθέτει «. επίλυση αναφυείσας διαφοράς στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας.» (Α. Λοϊζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 313) - ζήτημα που κινείται εκτός των συνταγματικών εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Δεδομένων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
ΣΦ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 1/2022
20 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
Αναφορικά με το Άρθρο 139 του Συντάγματος.
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αιτητή
και
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ
Καθ'ης η αίτηση
---------------------------
Δ. Λυσάνδρου και Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτεροι Δικηγόροι της Δημοκρατίας με Ζ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή
Π Πολυβίου, Λ. Αρακελιάν και Ν. Καλλένος, για την Καθ' ης η Αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφία)
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία, αφορά προσφυγή του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά της Βουλής των Αντιπροσώπων, δυνάμει του Άρθρου 139.1 του Συντάγματος. Με αυτή ζητείται δήλωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η πρώτη επιφύλαξη της παραγράφου (α) της σημείωσης 33 του Πρώτου Πίνακα - Δελτίο Δαπανών 2022, του περί Προϋπολογισμού του 2022 Νόμου του 2021, (Ν.56(ΙΙ)/2021), (ο Νόμος), «είναι νομοθετική διάταξη άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα». Τούτο δε, όπως εισηγείται, για το λόγο ότι θεσπίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, «χωρίς εξουσία ή/και αρμοδιότητα κατά παράβαση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών η οποία απορρέει από το Σύνταγμα και το διέπει ή/και κατά παράβαση των Άρθρων 26, 28, 35, 54, 58, 61 και 179 του Συντάγματος». Η ίδια, ακριβώς, δήλωση ζητείται σε σχέση και με τη δεύτερη επιφύλαξη, υπό τα ίδια, ως άνω, στοιχεία του Νόμου. Ειδικά, δε, όσον αφορά την πρώτη επιφύλαξη, ανωτέρω, ζητείται, επίσης, δήλωση ότι αυτή θεσπίστηκε και «κατά παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα της Οδηγίας 1999-70-ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES την UNICI και το CEEP (εφ' εξής "η Οδηγία 1999-70-ΕΚ")».
Το περιεχόμενο των εν λόγω επιφυλάξεων, οι οποίες περιλήφθηκαν στο Νόμο, συνεπεία ανάλογων τροπολογιών τις οποίες επέφερε σ' αυτόν η Βουλή των Αντιπροσώπων, καθώς επίσης, οι λόγοι ανωτέρω για την αναγνώριση τους ως άκυρων, αφορούν στην ουσία της προσφυγής και δεν απαιτείται να εξεταστούν επί του παρόντος, για σκοπούς της υπό εξέταση πτυχής. Ό,τι εξετάζεται στη συνέχεια, ηγέρθη εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων υπό μορφή προδικαστικής ένστασης. Αυτή δε, αφορά, ουσιαστικά, στο κατά πόσο είναι δυνατό να καταχωριστεί προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 139.1 του Συντάγματος σε σχέση με νόμο της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, προσφυγή, ως η ανωτέρω, ασκείται, μεταξύ άλλων, υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας, εφόσον είναι ενδιαφερόμενο μέρος σε αυτή.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της προσφυγής είναι σε συντομία τα εξής: Στις 17.12.2021, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε το νομοσχέδιο αφορόν στον προϋπολογισμό του Κράτους για το 2022 σε νόμο και τον απέστειλε στον Προέδρο της Δημοκρατίας προς το σκοπό έκδοσης του, διά της δημοσιεύσεως του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος. Στις 22.12.2021 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με επιστολή του στην Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, εξέφρασε τη θέση, κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, ότι οι προαναφερθείσες δύο επιφυλάξεις οι οποίες, όπως έχει ήδη λεχθεί, προέκυψαν συνεπεία τροπολογιών, «ήταν αντισυνταγματικές και συνιστούσαν σύγκρουση εξουσιών με βάση το άρθρο 139 του Συντάγματος». Τόνισε, ωστόσο, ότι δεν προτίθετο να αναπέμψει το Νόμο ή να αναφέρει τούτο στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει των σχετικών άρθρων του Συντάγματος, όπως, επίσης, προβλέπεται στο Άρθρο 52. Υπέδειξε, όμως, ότι τέτοιες ενέργειες, θα είχαν «απρόβλεπτες δημοσιονομικές και οικονομικές συνέπειες οι οποίες θα απέβαιναν εναντίον του δημοσίου συμφέροντος». Η πιο πάνω θέση, αντιμετώπισε την αντίθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ως αποτέλεσμα, ο Προέδρος της Δημοκρατίας προέβη, στην έκδοση του, διά της δημοσιεύσεως του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 31.12.2021. Τοιουτοτρόπως, αυτός μετουσιώθηκε στο Νόμο, ο οποίος βρίσκεται, μέχρι σήμερα, σε ισχύ.
Η άσκηση από τον Προέδρο της Δημοκρατίας της πιο πάνω εξουσίας, ήτοι δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, αποτέλεσε το υπόβαθρο της θέσης του ευπαίδευτου συνήγορου, εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, προς υποστήριξη της υπό εξέταση προδικαστικής ένστασης. Συγκεκριμένα, εισηγήθηκε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την άσκηση της εξουσίας του, δυνάμει του Άρθρου52, ήτοι να εκδώσει το Νόμο ουσιαστικά, αναγνώρισε την εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων να προβεί στη ψήφιση του και, έτσι, απεμπόλισε οποιοδήποτε δικαίωμα του να εγείρει, εκ των υστέρων, θέμα αντισυνταγματικότητας του, όσον αφορά, ειδικά, τις προαναφερθείσες επιφυλάξεις. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, εισηγήθηκαν ότι, ορθώς ασκήθηκε, στην περίπτωση τούτη, προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 139.1. Προς υποστήριξη της θέσης τους σε σχέση με την προδικαστική ένσταση, παρέπεμψαν στις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου.
Το Άρθρο 139 παράγραφος 1 του Συντάγματος προβλέπει, συγκεκριμένα, τα εξής:
«1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας..»
Σημαντική είναι, επίσης, η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου όπου αναφέρεται:
«5. Eπί τοιαύτης προσφυγής το Δικαστήριον δύναται να αποφανθή ότι το αντικείμενον της προσφυγής, νόμος ή απόφασις ή πράξις, είναι άκυρον και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος, είτε αφ' ου χρονικού σημείου η σύγκρουσις εγένετο ή η αμφισβήτησις ηγέρθη, είτε εξ υπαρχής, είτε εν όλω είτε εν μέρει, επί τω λόγω ότι ο τοιούτος νόμος ή πράξις εγένετο ή η απόφασις ελήφθη άνευ εξουσίας ή αρμοδιότητος και εν εκατέρα περιπτώσει το Δικαστήριον δύναται να αποφασίση όσον αφορά την ισχύν οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως γενομένης δυνάμει του τοιούτου νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως.»
Από το περιεχόμενο της τελευταίας, πιο πάνω, παραγράφου, εμφανώς, αντικείμενο προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 139.1 του Συντάγματος μπορεί να είναι «νόμος ή απόφασις ή πράξις». Η έννοια, ειδικά, του όρου «νόμος», που εδώ ενδιαφέρει, απαντά στο Άρθρο 186.1(α) του Συντάγματος ως εξής: « "νόμος" σημαίνει νόμο της Δημοκρατίας, οσάκις ο όρος χρησιμοποιείται εν σχέσει προς περίοδον χρόνου επομένην της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος·». Αντικείμενο, επομένως, της προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 139.1 μπορεί να είναι «νόμος» που εμπίπτει στον πιο πάνω ορισμό, (βλ. Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ.4) (1990) 3 Α.Α.Δ. 338 σελίδες 359, 365, 368, 369, 372, 391[1] και Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.α. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389). Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία του Άρθρου 139.1, όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα, θα συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό στην εφαρμογή του και δη τη δυνατότητα για κατασταλτικό έλεγχο νόμου, ως προς τη συνταγματικότητά του, διά προσφυγής, «αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης . μεταξύ οιονδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας.». Τυγχάνει, έτσι, εφαρμογής το ερμηνευτικό αξίωμα ότι, «It is the duty of this Court to interpret the Constitution as it finds it and in accordance with the undisputed principle that effect must be given to the clear meaning of its provisions", (βλ. Turhan M. Ozturk v. The Republic and another 2 R.S.C.C. 35 στη σελίδα 39). Τέλος, παρομοίας φύσεως κατασταλτικός έλεγχος, σε σχέση με «νόμο», δύναται να ασκηθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με προσφυγή, δυνάμει των Άρθρων 137 και 138 του Συντάγματος.
Για τους πιο πάνω λόγους η υπό αναφορά προδικαστική ένσταση δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/γκ
[1] Με το συγκεκριμένο θέμα ασχολήθηκαν, ειδικά, οι Δικαστές οι οποίοι ήταν στη μειοψηφία, στη ξεχωριστή απόφαση που έδωσε ο καθένας από αυτούς.