ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A261
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Εφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 63/2021)
23 Ιουνίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στες]
1. ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
2. ΝΙΚΟΣ ΜΑΛΕΚΟΣ
Εφεσείοντες,
και
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητη.
-------------------
Αίτηση ημερ. 18.2.2022 για άδεια καταχώρισης Αντέφεσης
Στ.Μαξούτη, (κα), για Τάσσο Παπαδόπουλο & Σία ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια/Εφεσίβλητη,
Κ.Κίκας, για Κρίτων Α.Παπαλοϊζου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Καθ΄ων η αίτηση/Εφεσείοντες.
---------------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η Εφεσίβλητη στις 18.2.2022 καταχώρησε μονομερώς αίτηση επιδιώκοντας λήψη άδειας με την οποία να επιτρέπεται η καταχώρηση ειδοποίησης αντέφεσης εκ μέρους της εντός δύο εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του αιτουμένου διατάγματος (Παρακλητικό «Α»).
Διετάχθη από το Εφετείο, επίδοση της Αίτησης στην πλευρά των Εφεσειόντων, η οποία και συνάντησε σφοδρή ένσταση εκ μέρους των Εφεσειόντων, πρωταρχική θέση των οποίων ήταν πως η αίτηση είναι άκυρη και παράτυπη αφού θα έπρεπε να καταχωρηθεί πρώτα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Θα πρέπει, πριν την εξέταση της αίτησης, να τεθεί το ιστορικό της διαδικασίας μέχρι σήμερα.
Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Προσφυγές 37/16 και 38/16 τις οποίες είχαν καταχωρίσει οι Εφεσείοντες (υπάλληλοι της Αρχής Τηλεπικοινωνιών) εναντίον της Εφεσίβλητης Αρχής εξεδόθη στις 21.4.2021. Οι προσφυγές, με βάση το αιτιολογικό που το Δικαστήριο έδωσε, απορρίφθηκαν.
Οι Εφεσείοντες στις 31.5.2021 καταχώρησαν την παρούσα έφεση, η οποία και εκκρεμεί χωρίς να έχουν ακόμη δοθεί οδηγίες για περιγράμματα. Η έφεση επιδόθηκε στην πλευρά της Εφεσίβλητης την 1.6.2021. Στις 3.12.2021 καταχωρήθηκε ειδοποίηση για απόσυρση των πρώτων δικηγόρων της Εφεσίβλητης, ενώ οι νυν δικηγόροι ανέλαβαν την εκπροσώπηση της στις 8.2.2022. Ακολούθησε, στις 18.2.2022 η καταχώρηση της παρούσας.
Στη στηρικτική της Αίτησης ένορκη δήλωση διατυπώθηκε η θέση ότι με τη μελέτη της υπόθεση από την εκ των νυν δικηγόρων της Εφεσίβλητης κα Στ.Μαξούτη, διαπιστώθηκαν επιμέρους λανθασμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επιζητείται η αιτούμενη θεραπεία, ως προβάλλεται ενόρκως, ως ακολούθως: «Ο λόγος για τον οποίο δεν καταχωρήθηκε έγκαιρα η αναγκαία ειδοποίηση αντέφεσης οφείλεται στο γεγονός της διαδικασίας αλλαγής νομικής εκπροσώπησης της Εφεσίβλητης, διαδικασία η οποία περιελάμβανε την προκήρυξη διαγωνισμού, υποβολή και αξιολόγηση προσφορών, ανάθεση Σύμβασης καθώς και της διαδικασίας μεταφοράς και μετάβασης τόσο των νέων όσο και των παλαιών υποθέσεων της Εφεσίβλητης στους νέους νομικούς της συμβούλους».
Είναι η θέση της Εφεσίβλητης πως η αίτηση υποβάλλεται «χωρίς ουσιαστική καθυστέρηση και ευθύς αμέσως μετά την ανάληψη της υπόθεσης από τους νέους νομικούς συμβούλους της Εφεσίβλητης». Η υπόθεση δεν έχει ορισθεί για προδικασία, οπότε η πορεία της δεν εκτρέπεται και δεν προκαλείται βλάβη στη άλλη πλευρά.
Τις θέσεις αυτές αντιμάχεται η πλευρά των ενισταμένων Εφεσειόντων, οι οποίοι προβάλλουν και το αναιτιολόγητο του διαβήματος ως προς το διαρρεύσαντα χρόνο.
Βεβαίως, πρωτίστως και πρωταρχικώς, θα πρέπει να εξεταστεί η ορθότητα της καταχώρισης του παρόντος διαβήματος στο Εφετείο, εφόσον, εάν η θέση πως έπρεπε να προηγηθεί αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή, δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης της ουσίας του αιτήματος.
Θα εγκύψουμε λοιπόν στις σχετικές δικονομικές πρόνοιες ώστε να αποφασίσουμε επί του εγειρόμενου θέματος.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση - Εφεσείοντες, βασίζουν την εισήγηση τους στη Δ.35 θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία έχει ως εξής:
«19. Wherever under these Rules an application may be made either to the Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below».
Προσθέτως γίνεται επίκληση της Δ.57.2 για την εξουσία του Δικαστηρίου για παράταση χρόνου «enlarge the time appointed by these Rules».
Υπήρξε εισήγηση από την Εφεσίβλητη πως αφού η παρούσα είναι αναθεωρητικής φύσεως έφεση, δεν ισχύει η Δ.35 θ.19.
Δεν θα συμφωνήσουμε με τη γενικότητα αυτής της τοποθέτησης. Θα εξεταστεί η πιο πάνω Διαταγή σε συνδυασμό με τους λοιπούς διαδικαστικούς Κανονισμούς που επικαλούνται οι διάδικοι, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:
«Α΄ Ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 (4/1996)
2. ΟΡΙΣΜΟΙ:
Εκτός αν άλλως προκύπτει από το κείμενο, οι ακόλουθοι όροι με τις γραμματικές τους παραλλαγές έχουν τη σημασία που τους αποδίδεται παρακάτω:
..
Αντέφεση - περιλαμβάνει και ειδοποίηση βάσει της Δ.35 Θ. 10 των Θεσμών.
....
Εφετείο - σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο ή τμήμα αυτού το οποίο ασκεί δευτεροβάθμια δικαιοδοσία.
3. Οι πρόνοιες της Διάταξης 35 και κάθε άλλη πρόνοια των Θεσμών, στο βαθμό που είναι ασυμβίβαστες με τις πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού, παύουν να ισχύουν.
Διατάξεις των Θεσμών, οι οποίες δε συγκρούονται με τις διατάξεις του Διαδικαστικού Κανονισμού, προσαρμόζονται ώστε να συνάδουν με αυτές και τυγχάνουν εφαρμογής αναλόγως.
4. Οι διατάξεις του Διαδικαστικού Κανονισμού εφαρμόζονται σε όλο το φάσμα της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξαιρουμένων των ποινικών εφέσεων.
.
9. Ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 Θ. 10 των Θεσμών καταχωρείται εντός τεσσάρων εβδομάδων από την επίδοση της έφεσης».
Β΄ Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 3/1962.
«18. Ο κατά την ημέραν της εκδόσεως του παρόντος Κανονισμού ισχύων εν τη Δημοκρατία περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός θα εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών και εφ' όσον αι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο, εις πάσαν διαδικασίαν ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται εις τον παρόντα Κανονισμόν ή εκτός το Δικαστήριον ή Δικαστής άλλως ήθελεν ορίσει.»
Προκύπτει με σαφήνεια από τις πιο πάνω αναφορές ότι η Δ.35 θ.19 είναι εφαρμοστέα και σε αναθεωρητικές ή εφέσεις από αποφάσεις Διοικητικών Δικαστηρίων (βλ. Υπουργικό Συμβούλιο κ.α. ν. Χαράλαμπος Γεωργίου κ.α., Α.Ε. 49/11, 2.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:C148). Το Άρθρο 13 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν.131(Ι)/2015),[1] δεν προσθέτει οτιδήποτε στις θέσεις της Αιτήτριας και δεν αποδυναμώνει την αντίθετη άποψη.
Άλλωστε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της Αιτήτριας αντιμάχονται την ενέργεια της να βασίζει την αίτηση της, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Ο «αποκλεισμός» της Δ.35 θ.19 δεν μπορεί να στηριχθεί λογικά σ' οποιοδήποτε επιχείρημα προβάλει. Προσθέτουμε επίσης ότι η Δ.57 δεν μπορεί αυτοδύναμα να δώσει θεραπεία, όπως εν προκειμένω, όπου υπάρχει ειδική δικονομική πρόνοια για την αντέφεση και είναι αυτή που ισχύει.
Επίσης είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η αντέφεση λειτουργικά είναι έφεση, απλώς διαφοροποιείται η προθεσμία της αφού για την έφεση ο χρόνος είναι 42 ημέρες ενώ για την αντέφεση η προθεσμία είναι 4 εβδομάδες από την επίδοση της έφεσης (Καν.9, Διαδ. Καν. 4/1996).
Στη ΜΕΑ ΙΩΑΝΝΟΥ PROPERTIES LTD ν. Vasiliyeva, Πολ. Έφ. Αρ. 429/19, 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A433, αφού το Εφετείο ασχολήθηκε με τη Δ.35 θ.10 και παρέθεσε τη Δ.35 θ.19, αλλά και τον Κ.9 του Διαδικαστικού Κανονισμού 4/1996, ανέφερε τα ακόλουθα:
«.Προκύπτει επίσης ότι οποιαδήποτε αίτηση για παράταση της προθεσμίας προς καταχώρηση τόσο ειδοποίησης αντέφεσης όσο και ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10 θα πρέπει να υποβάλλεται σε πρώτο στάδιο στο πρωτόδικο Δικαστήριο και σε περίπτωση αποτυχίας, τότε μόνο να υποβάλλεται σχετικό αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως ακριβώς προνοείται στη Δ.35 θ.19. Μάλιστα, έχει κριθεί πως δεν είναι δυνατή η καταχώρηση έφεσης επί της απόρριψης της αίτησης εκ μέρους του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το σωστό διάβημα είναι η καταχώρηση δεύτερης αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στη Μιχαηλίδης ν. Τρύφωνος, πολ. εφ. 8746, 14.6.1996 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Σύμφωνα με τη Δ.35 Θ2 η προθεσμία προς άσκηση έφεσης μπορεί να παραταθεί με διαταγή είτε του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε του Εφετείου. Σύμφωνα με τη Δ.35 θ19 οποτεδήποτε αίτηση μπορεί να υποβληθεί είτε στο κατώτερο Δικαστήριο είτε στο Εφετείο θα υποβάλλεται σε πρώτο στάδιο στο κατώτερο Δικαστήριο. Από το συνδυασμό των δυο διατάξεων αναπόφευκτα προκύπτει πως η κρίση του Εφετείου πάνω στο θέμα εξασφαλίζεται όχι με έφεση αλλά με δεύτερη αίτηση. Η θεώρηση πως το ένα δεν αποκλείει το άλλο παραγνωρίζει πως αυτό θα συνεπαγόταν ταυτόχρονη εμπλοκή του Εφετείου και με τους δυο τρόπους, και μάλιστα, με διαφορετικό για τον καθένα δικαιοδοτικό πλαίσιο. Στο πλαίσιο δεύτερης αίτησης το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί πρωτογενώς διακριτική εξουσία ενώ στο πλαίσιο έφεσης θα ελεγχόταν η διακριτική εξουσία όπως την άσκησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό το πρίσμα των περιοριστικών αρχών που διέπουν αυτό το ζήτημα.»
Προς τούτο είναι σχετικές οι Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (2000)1 ΑΑΔ 748, Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (2005)1 ΑΑΔ 937 και Ιωάννου ν. Κράνου κ.ά. (Αρ.1) (2000)1 ΑΑΔ 7.
Στην Ιωάννου (ανωτέρω) ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων αποπειράθηκε να καταχωρήσει αντέφεση 16 μήνες μετά την καταχώρηση της έφεσης λόγω του ότι δεν γνώριζε πως τα χρονικά πλαίσια της Δ.35 θ.10 είχαν τροποποιηθεί δια του Κ.9 του Κανονισμού ως ανωτέρω. Κρίθηκε πως υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αυτό δεν έπρεπε να οδηγήσει στην αποστέρηση του δικαιώματος προς καταχώρηση αντέφεσης.»
Η σαφής προσέγγιση της ως άνω νομολογίας δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών και η Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 ΑΑΔ 1083 την οποία επικαλείται η Εφεσίβλητη δεν διατύπωσε άλλη αρχή. Σημειώνουμε πως στην υπόθεση αυτή υφίστατο διάταγμα παράτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστω και εάν είχε εκδοθεί μονομερώς και είναι υπό αυτή την έννοια που το θέμα απασχόλησε το Εφετείο.
Στη ΜΕΑ, ανωτέρω, το Εφετείο ακριβώς προχώρησε να εξετάσει την ουσία της Αίτησης, εφόσον πείσθηκε ότι προηγήθηκε τέτοια αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο την απέρριψε.
Θεωρούμε πως εν προκειμένω, εφόσον δεν προηγήθηκε τέτοια αίτηση, δεν δυνάμεθα να παρακάμψουμε τη σαφή και επιτακτική πρόνοια της Δ.35 θ.19 («shall») με βάση την οποία οι Αιτητές όφειλαν να προσφύγουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου δεν θα εξετάσουμε καν την ουσία της αίτησης.
Η αίτηση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση-Εφεσειόντων.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] 13. Κάθε απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση ενώπιον τριμελούς ή, αναλόγως, διευρυμένης σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για λόγο που αναφέρεται σε νομικό σημείο μόνον, εντός χρονικής περιόδου σαράντα δύο (42) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.