ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα/Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-06-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο MUHAMMAD AMMAR SALEH v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ANAΠΛΗΡΩΤΡΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 4/2022, 23/6/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A260

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 4/2022)

 

23 Ιουνίου, 2022

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

MUHAMMAD AMMAR SALEH,

 

                                                              Eφεσείων/Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ANAΠΛΗΡΩΤΡΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

                                               Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση.

 

____________________

 

Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα/Αιτητή.

Α. Σαξιατέ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του

 Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την

 Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, Πακιστανός υπήκοος, εισήλθε στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχομένων, από μη ελεγχόμενο σημείο διέλευσης, σε άγνωστο χρόνο και συνελήφθη από την Αστυνομία στις 7.11.2021 για τα αδικήματα της παράνομης εισόδου και παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας. Την επομένη, 8.11.2021, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης και απέλασης και απόφαση για παραμονή του εκτός της Δημοκρατίας για πενταετή περίοδο, από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δυνάμει των Άρθρων 6 και 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105 (ως έχει τροποποιηθεί). Στις 17.11.2021 ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 13.12.2021 εκδόθηκε εναντίον του από την Αν. Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης νέο διάταγμα κράτησης, στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000, στη βάση ότι συνέτρεχε κίνδυνος διαφυγής του. Ο κίνδυνος διαφυγής προέκυπτε, σύμφωνα με το αιτιολογικό της Αν. Διευθύντριας, όπως αυτό διατυπώθηκε στο επίδικο διάταγμα, από το ότι αυτός εισήλθε και παρέμενε για πάρα πολύ καιρό παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, από την καθυστέρηση την οποίαν επέδειξε ως προς την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, από το γεγονός της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, δυνάμει του Άρθρου 6(1) του Κεφ.105 και της εναντίον του έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα οποία του είχαν κοινοποιηθεί στις 9.11.2021, από το γεγονός ότι δεν είχε διεύθυνση διαμονής και επειδή, κατά την άποψη της Αν. Διευθύντριας, η αίτηση διεθνούς προστασίας του εφεσείοντα είχε υποβληθεί για το σκοπό της αναχαίτισης της διαδικασίας επαναπατρισμού του, στα πλαίσια της οποίας αυτός τελούσε υπό κράτηση.

Εναντίον του επίδικου διατάγματος, το οποίο επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 21.12.2021, καταχωρήθηκε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η εισήγηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο και ήταν αποτέλεσμα νομικής πλάνης και, επιπρόσθετα, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ελευθερίας του εφεσείοντα, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 11 του Συντάγματος. Προτάθηκαν, επίσης, εισηγήσεις για μη στοιχειοθέτηση των παραγόντων που δικαιολογούσαν την έκδοση του επίδικου διατάγματος στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) και, συνεπώς, παράβαση του Άρθρου 9Δ που παρέχει σε αιτητή ασύλου το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής στη Δημοκρατία, καθώς και ισχυρισμοί για έλλειψη δέουσας έρευνας και ανεπαρκή αιτιολογία, αλλά και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας η οποία, κατά τον εφεσείοντα, εκδηλώθηκε λόγω της «αυτοματοποιημένης διαδικασίας» που ακολουθήθηκε από την εφεσίβλητη για τη μετατροπή της νομικής βάσης του διατάγματος κράτησης, χωρίς κανένα προβληματισμό για το κατά πόσον ήταν εφαρμοστέα στην παρούσα υπόθεση η διάταξη του Άρθρου 9ΣΤ(2) και αν υπήρχε η δυνατότητα λήψης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι οι νομικοί λόγοι που αναπτύχθηκαν από τον εφεσείοντα δεν ήταν δεόντως δικογραφημένοι, κατά παράβαση του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής, απορρίπτοντας τις πιο πάνω εισηγήσεις.

 

Κατέληξε, επικαλούμενο πρόσφατη νομολογία (Janelidze v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση ΔΔΔΠ Αρ. 17/2001, ημερομηνίας 21.9.2021) ότι αρμοδίως ενήργησε η Αν. Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κατόπιν σχετικής και νόμιμης προς τούτο εκχωρήσεως (εξουσιοδότηση ημερομηνίας 8.1.2021) των σχετικών αρμοδιοτήτων του Υπουργού Εσωτερικών, δυνάμει του Άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (N.23/1962).

Απορρίπτοντας την εισήγηση περί παραβίασης του δικαιώματος ελευθερίας του Άρθρου 11 του Συντάγματος, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο συγκεκριμένος λόγος δεν εγέρθηκε, ούτε και εξειδικεύθηκε στη δικογραφία, με αποτέλεσμα να υπάρχει κώλυμα αυτεπάγγελτης εξέτασής του, παρά τη συμπερίληψή του στην αγόρευση του εφεσείοντα.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της δέουσας έρευνας, η πρωτόδικη Δικαστής απεφάνθη ότι, με βάση τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου και τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που προκύπτουν από το ιστορικό της υπόθεσης, ο εφεσείων παρέμεινε στις μη ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας για οκτώ περίπου μήνες, με «άδεια φοιτητή», στα κατεχόμενα, προτού εισέλθει παρανόμως στις ελεύθερες περιοχές και υποβάλει το αίτημα διεθνούς προστασίας. Το γεγονός αυτό και δεδομένου ότι η χώρα καταγωγής του εφεσείοντα συγκαταλέγεται στις χαρακτηρισθείσες ως ασφαλείς χώρες της ΚΔΠ 226/2021, δημιούργησε αμφιβολίες αναφορικά με τους πραγματικούς λόγους της αίτησης και εύλογα οδήγησε στην υπαγωγή του εφεσείοντα στις πρόνοιες του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Νόμου. Το Δικαστήριο, εν τέλει, αποφάσισε ότι η Αν. Διευθύντρια είχε ενώπιόν της όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.

 

H εισήγηση ότι δεν εξετάστηκε η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων επίσης απορρίφθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα καθ' όλη τη διάρκεια της παράνομης παρουσίας του στη Δημοκρατία, οι προσωπικές του περιστάσεις και ο ορατός κίνδυνος διαφυγής του, λόγω της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, δεν επέτρεπαν τη λήψη εναλλακτικών μέτρων ή κατέστησαν αυτά ανεπαρκή, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η υπόθεση βρισκόταν στο τελικό στάδιο και ότι ο εφεσείων κρατείτο με σκοπό την απομάκρυνσή του.

 

Αποφασίστηκε, τέλος, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, εφόσον η κράτηση του εφεσείοντα ήταν αναγκαία και αναλογική σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ότι η διατύπωση του επίδικου διατάγματος στην ελληνική γλώσσα δεν επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα του εφεσείοντα και ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν πλήρης και συμπληρώνεται από τα έγγραφα των διοικητικών φακέλων.

 

Με επτά λόγους έφεσης επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα των πρωτόδικων ευρημάτων ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη από αρμόδιο πρόσωπο (1ος λόγος έφεσης) και ότι η Αν. Διευθύντρια άσκησε ορθά τη διακριτική της ευχέρεια και αποφάσισε την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κατόπιν αξιολόγησης της περίπτωσης του αιτητή, χωρίς να μπορούν να εφαρμοστούν εναλλακτικά μέτρα και ότι ο σκοπός του αιτήματος ήταν η παρεμπόδιση της διαδικασίας επιστροφής του (2ος λόγος έφεσης). Εισηγείται, επίσης, ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν πρωτόδικα οι ισχυρισμοί του ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε πάνω σε λανθασμένη νομική βάση και χωρίς τη δέουσα αιτιολογία (3ος λόγος έφεσης), ότι δεν εξετάστηκε η επιβολή εναλλακτικών μέτρων και ότι λανθασμένα θεωρήθηκε ότι υπήρχε ορατός κίνδυνος διαφυγής του (4ος λόγος έφεσης). Υποβάλλεται, περαιτέρω, ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι δεν τηρήθηκε ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού αναφορικά με την έγερση των νομικών σημείων (5ος λόγος έφεσης) και ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης του Άρθρου 11 του Συντάγματος δεν εξειδικεύθηκε στο εισαγωγικό δικόγραφο (6ος λόγος έφεσης) και, τέλος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε λανθασμένα ότι εφαρμόστηκαν οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (7ος λόγος έφεσης).

 

Αναφορικά με τον 1ο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών δεν κατονόμαζε συγκεκριμένο πρόσωπο που θα ασκούσε τις συναφείς εξουσίες και ότι, κατά το χρόνο που δόθηκε η εξουσιοδότηση, δεν υπήρχε Αναπληρώτρια Διευθύντρια και ούτε γνώριζε ο Υπουργός εκ των προτέρων αν θα διοριζόταν και ποια θα ήταν. Κατά την εισήγηση του, δεν μπορεί να ισχύει μελλοντική εξουσιοδότηση ανύπαρκτου προσώπου.

 

Στον αντίποδα, η εφεσίβλητη υποβάλλει ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ηγέρθη πρωτοδίκως και, επομένως, δεν είναι δυνατό να εξεταστεί στα πλαίσια της έφεσης, επιχείρημα το οποίο δεν αποδέχεται ο εφεσείων, αντιτάσσοντας ότι η αναρμοδιότητα οργάνου είναι ένα ζήτημα το οποίο μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

 

Επί της ουσίας, είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η απόφαση εκδόθηκε αρμοδίως, με βάση τη σχετική Υπουργική εξουσιοδότηση ημερομηνίας 8.1.2021 και το Άρθρο 3(2) του Ν.23/1962. Με την πρόσθετη επισήμανση ότι, από το ίδιο το περιεχόμενό της, προκύπτει η πρόθεση να παραχωρηθεί η εξουσία του Άρθρου 6ΣΤ του Ν.6(Ι)/2000, όχι σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά γενικά σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο θα διοριζόταν, είτε ως Διευθυντής, είτε ως Αν. Διευθυντής του Τμήματος.

 

Η αρμοδιότητα του προσώπου που έλαβε την επίδικη απόφαση αποτέλεσε έναν από τους λόγους ακύρωσης της διοικητικής πράξης, σε διαφορετική όμως βάση. Αυτό που ισχυρίστηκε ο εφεσείων πρωτοδίκως ήταν πως το μόνο πρόσωπο που δύναται να εκδίδει διάταγμα κράτησης αιτητή ασύλου είναι ο Υπουργός, σύμφωνα με το Άρθρο 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000). Παρά ταύτα, θα εξετάσουμε τη σχετική εισήγηση του εφεσείοντα, εφόσον πρόκειται για ζήτημα που άπτεται της αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου.

 

Το διάταγμα κράτησης του εφεσείοντα εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Ν.6(Ι)/2000, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:

 

«(1)   Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

 (2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

...................................

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·»

 

Είναι σαφές από την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια ότι η εξουσία για την έκδοση διατάγματος κράτησης αιτητή διεθνούς προστασίας εναποτίθεται στον Υπουργό που, σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2, σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών.

 

Το Άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Εvασκήσεως τωv Εξoυσιώv τωv Απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, Νόμου τoυ 1962 (Ν.23/1962)[1], δίδει την εξουσία στον Υπουργό, να εξουσιοδοτήσει γραπτώς άλλο πρόσωπο που κατέχει αρμόδια θέση στην υπηρεσία, εντός της δικαιοδοσίας του Υπουργού, το οποίο θα ασκήσει τις εξουσίες του Υπουργού, όπως θα καθοριστούν στην εξουσιοδότηση.

 

Εν προκειμένω, έχει δοθεί έγγραφη εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 8.1.2021, με βάση την οποία εξουσιοδοτεί τον «εκάστοτε Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και/ή τον οποιοδήποτε διοριστεί και/ή οριστεί να εκτελεί τα καθήκοντα ως Αναπληρωτής Διευθυντής κατά την απουσία του Διευθυντή» να εκτελεί τα καθήκοντα του Υπουργού, δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000.

 

Το γεγονός ότι δεν κατονομάζεται το πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτεί ο Υπουργός δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της εξουσιοδότησης, εφόσον καθορίζεται η θέση που πρέπει να κατέχει το πρόσωπο αυτό. Στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για την Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία υπογράφει και το σχετικό διάταγμα κράτησης (Παράρτημα Α στην ένσταση της Δημοκρατίας). Στο εν λόγω διάταγμα η Αν. Διευθύντρια προβαίνει σε ρητή αναφορά στις εξουσίες που δίδονται στον Υπουργό Εσωτερικών, δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ του Ν.6(Ι)/2000 και στο ότι αυτές εκχωρήθηκαν στην ίδια.

 

Η εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης έγινε από λειτουργό του Υπουργείου και ο εφεσείων προβάλλει ότι  ουδέποτε έτυχε έγκρισης από τον Υπουργό ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο, καθότι υπάρχει στην πρώτη σελίδα της εισήγησης μόνο μία υπογραφή, χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητα του υπογράφοντος, ούτε αναφέρεται κατά πόσο εγκρίνεται η εισήγηση. Το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν έχει εγερθεί στην πρωτόδικη διαδικασία και, συνεπώς, δεν μπορεί να εξεταστεί κατ΄ έφεση. Εν πάση περιπτώσει, το διάταγμα κράτησης, το οποίο υπογράφεται από την Αν. Αδαμίδου και απευθύνεται στον Αρχηγό Αστυνομίας, αναφέρει ρητά τους λόγους επί των οποίων αυτό εδράζεται. Προκύπτει, συνεπώς, με σαφήνεια ότι οι εισηγήσεις της λειτουργού έχουν γίνει αποδεκτές από την Αν. Διευθύντρια και μεταφέρθηκαν στο διάταγμα που η ίδια εξέδωσε.

 

Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Mε το 2ο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι τα στοιχεία του φακέλου δεν δικαιολογούν τα ευρήματα περί ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Αν. Διευθύντριας και την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης αντί εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων, αλλά αντιθέτως, αυτά καταδεικνύουν έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς τις περιστάσεις που περιέβαλλαν την περίπτωσή του. Κατά την εισήγηση, το ιστορικό του εφεσείοντα δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι υπέβαλε αίτημα για παροχή ασύλου για να καθυστερήσει τη διαδικασία επιστροφής του στη χώρα του και όχι επειδή υπήρχε οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος δίωξής του. Επρόκειτο, κατά τον εφεσείοντα, για ένα αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε καθ' υπέρβαση εξουσίας η εφεσίβλητη, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακυρώσιμη η επίδικη απόφασή της.

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός απορρίπτεται από την πλευρά της εφεσίβλητης, η οποία επικροτεί ως ορθή την πρωτόδικη κρίση και το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επισημαίνεται, παράλληλα, ότι η δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, με βάση το Άρθρο 9ΣΤ(3) του Νόμου, είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και ότι η έκδοση του επίδικου διατάγματος είχε ως νομική βάση το Άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του Νόμου, το οποίο δεν προϋποθέτει απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι σκοπός της αίτησης ασύλου είναι η καθυστέρηση της απέλασης, αλλά προϋποθέτει απλά την ύπαρξη «βάσιμων λόγων» που να προκύπτουν αναντίλεκτα από τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

 

 Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η έρευνα είναι επαρκής, εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 74, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270 και Σολωμού κ.ά. ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (2006) 3 ΑΑΔ 271)

 

Εν προκειμένω, η περίπτωση του αιτητή εξετάστηκε, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ)(3), μετά από ατομική αξιολόγησή της και κρίθηκε ότι δεν ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, μέτρα, καθότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο εφεσείων, ο οποίος κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ - 18ΠΘ του Κεφ. 105, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η διοίκηση, προκύπτει ότι ο εφεσείων, όταν συνελήφθη από τις Αρχές της Δημοκρατίας, αυτός είχε εισέλθει στην Κύπρο οκτώ περίπου μήνες προηγουμένως και βρισκόταν στις κατεχόμενες περιοχές από τις 13.2.2021, με σκοπό άλλον από αυτόν που θα δικαιολογούσε εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του, λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης και μόνο μετά από την παρέλευση δέκα ημερών από τη σύλληψή του υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, προβάλλοντας τις οικογενειακές του διαφορές.

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που τέθηκαν ενώπιον της Αν. Διευθύντριας, προκύπτει ότι περιλαμβάνονταν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να καταλήξει στα συμπεράσματά της. Με βάση τα στοιχεία αυτά, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Αν. Διευθύντρια δεν ήταν αυθαίρετο, ούτε ατεκμηρίωτο, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εισηγείται, επίσης, ο εφεσείων (3ος λόγος έφεσης) ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στη βάση του ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), λόγω ύπαρξης «κινδύνου διαφυγής», για τους λόγους που διατυπώνονται στο διάταγμα.  Εσφαλμένα, κατά την άποψή του, γιατί η ύπαρξη κινδύνου διαφυγής δεν εμπίπτει μέσα στις προϋποθέσεις που τίθενται από το Άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) και οι αναφερόμενοι στις παραγράφους 1-5 του διατάγματος, λόγοι, δεν εμπίπτουν στους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) που ρυθμίζει ειδικότερα τα σχετικά με τον κίνδυνο διαφυγής. Με συνέπεια να καθίσταται εσφαλμένη η αιτιολογία της επίδικης απόφασης και αυτή να υπόκειται σε ακύρωση, με βάση και το Άρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999).

 

Στην υπόθεση Janelidze (πιο πάνω) εξετάστηκε παρόμοιο θέμα, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε δυνάμει της παρ.(δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του Ν.6(Ι)/2000.  Η παρ.(δ) θέτει ως λόγο της κράτησης «ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής».  Καμιά άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται στην παρ.(δ).  Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έτσι ενήργησε τίθεται, χωρίς άλλο, υπό κράτηση.  Η παρ.(δ) εντάσσεται στο εδάφιο (2) που αναφέρει: «Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης».  Και το εδάφιο (3) προνοεί ότι: «Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής».  Επομένως, όταν αιτητής ασύλου κρατείται δυνάμει της παρ.(δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), η κράτηση του στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του, ώστε, στην περίπτωση που η αίτηση του για διεθνή προστασία απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί.» 

 

Η απόφαση επιστροφής μπορεί να εμποδιστεί να εκτελεστεί με διάφορους τρόπους. Ο πιο πρόσφορος είναι η διαφυγή και εξαφάνιση του υποκείμενου στην απέλαση.

 

Στο επίδικο διάταγμα αναφέρονται οι λόγοι επί των οποίων κρίθηκε ότι η αίτηση για διεθνή προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του. Συγκεκριμένα, επειδή εισήλθε και παρέμεινε για πάρα πολύ καιρό παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, από την ημέρα που εισήλθε στη Δημοκρατία μέχρι την ημέρα που εκδόθηκαν εναντίον του τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είχε αρκετό χρόνο να υποβάλει το αίτημά του και δεν το έπραξε και δεν έχει διεύθυνση διαμονής.  Επομένως, τα όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω απόφαση εφαρμόζονται και στην παρούσα και καθιστούν το λόγο έφεσης απορριπτέο.

 

Με άλλη εισήγησή του (4ος λόγος έφεσης), ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την εξέταση της δυνατότητας επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων και υποβάλλει ότι δεν έχει εξηγηθεί ποια ήταν η «μεμπτή συμπεριφορά» του εφεσείοντα, η οποία οδήγησε στην επίδικη απόφαση. Προσθέτει ότι ο κίνδυνος διαφυγής καθορίζεται στο Άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), το οποίο δεν αφορά την περίπτωσή του, ότι έχει πλέον δικαίωμα παραμονής, οπόταν δεν υπάρχει κίνητρο διαφυγής, ότι δεν επέδειξε προηγούμενη συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη μη εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων και ότι η Αν. Διευθύντρια δεν άσκησε ορθά τη διακριτική ευχέρεια που της παρέχεται από το Άρθρο 9ΣΤ(3). Το δε επίδικο διάταγμα εκδόθηκε χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση ή ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης και χωρίς να έχει εξεταστεί η δυνατότητα εναλλακτικών μέτρων κατά παράβαση της Κατευθυντήριας Οδηγίας αρ. 4 της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

 

Όπως ορθά εισηγήθηκε η εφεσίβλητη, τα όσα εγείρει ο εφεσείων με αυτό το λόγο έχουν εξεταστεί στα πλαίσια του 2ου λόγου έφεσης και οι εισηγήσεις του έχουν απορριφθεί.

  

Με άλλους δύο ισχυρισμούς (5ος και 6ος λόγος έφεσης) ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι δεν έχει τηρηθεί ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 αναφορικά με τη δέουσα εξειδίκευση των προτεινόμενων λόγων ακυρώσεως.

 

Σύμφωνα με τον Καν. 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο αιτητής θα πρέπει να εξειδικεύσει ρητά και να αιτιολογήσει πλήρως τους νομικούς λόγους ακύρωσης.

 

Όπως τονίστηκε στη Mustafa Haghilo v. Δημοκρατίας Αναθ. Έφ. 156/2012, ημερομηνίας 27.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:C91, «Δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ 598).».

 

Από την εξέταση των νομικών σημείων της προσφυγής προκύπτει ότι ο εφεσείων περιορίστηκε στην αναφορά νομοθετικών διατάξεων και του Άρθρου 11 του Συντάγματος χωρίς αιτιολογία. Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης είναι έκθετοι σε απόρριψη.

 

Με το τελευταίο επιχείρημα (7ος  λόγος έφεσης), ο εφεσείων εισηγείται ότι, κατά την εξέταση της υπόθεσής του, δεν εφαρμόστηκε η αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και, επικαλούμενος τις αιτιολογικές σκέψεις 15-16 της Οδηγίας 2013/33 και την εξαιρετική φύση του μέτρου της κράτησης αιτητών ασύλου, υποστηρίζει ότι είναι λανθασμένη η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εφεσίβλητη αντικρούει το σχετικό ισχυρισμό, υποστηρίζοντας τα όσα αναφέρθηκαν στον δεύτερο λόγο έφεσης, καθώς και σε όσα αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του προκειμένου. Παρατηρεί ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν λογικά εφικτή η εφαρμογή άλλων λιγότερο περιοριστικών εναλλακτικών μέτρων και εισηγείται ότι, εφόσον η διοίκηση εύλογα έκρινε ότι η αίτηση ασύλου είχε υποβληθεί με σκοπό να αποφευχθεί η απέλαση του εφεσείοντα, τυχόν εφαρμογή άλλων μέτρων θα καθίστατο αναποτελεσματική και ανεπαρκής.

 

Τα μέτρα που λαμβάνει η διοίκηση πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αυτό επιτάσσει η αρχή της αναλογικότητας, η οποία ρυθμίζεται από το Άρθρο 52 του Ν.158(Ι)/1999. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την  Singh v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 16/2021, ημερομηνίας 20.7.2021:

 

«Με τον τέταρτο λόγο έφεσης βάλλεται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφαρμόστηκε στην παρούσα περίπτωση η αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Προκύπτει σαφώς πως η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

 

Συνεπώς ο δικαστικός έλεγχος ως προς την άσκηση αυτής της ευχέρειας περιέχει εγγενώς και ως εκ της φύσεως της το θέμα της αρχής της αναλογικότητας και της ορθής εφαρμογής της. Εάν κάτι τέτοιο αποκλειόταν, ο δικαστικός έλεγχος δεν θα ήταν πλήρης αλλ΄ ούτε και ορθός. (Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 241, 247).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 52 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου, Νόμος του 1999 (Ν.158(1)1999), το διοικητικό όργανο έχει την υποχρέωση να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.  Κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να σταθμίζει όλα τα άμεσα στην υπόθεση συμφέροντα και τα μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση στις ενέργειες της θα πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Όπως είναι ευρέως νομολογημένο, επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα, επιτρέπεται στην έκταση που είναι απαραίτητα για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (Βλ. Φιλίππου κ.ά. ανωτέρω). Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο η διοίκηση στην επιλογή της οφείλει να αποτιμήσει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων νομίμων λύσεων εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για το διοικούμενο (αρθρ.52(3)). Ως απτή εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην πράξη κάθε διοικητικό ή πειθαρχικό μέτρο της διοίκησης πρέπει να έχει αντικειμενική συνάφεια με την ίδια την υποχρέωση η οποία παραβιάστηκε αλλά και να βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 

Όπως επισημάνθηκε στην Μπόμπολα ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση αρ. 239/2018, 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A393, αναγνωρίζεται πως η αρχή της αναλογικότητας είναι γενική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου και δυνάμει του αρθρ.5(4) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλεται στα κράτη μέλη να μην λαμβάνουν οποιονδήποτε μέτρο που να υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και κατάλληλα απαιτούμενου σκοπού.

 

Οι πιο πάνω νομολογιακές αρχές υιοθετήθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση ΜΙΑ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, A.E. 42/14, ημ. 10/1/2020.»

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας και αυτό είναι πρόδηλο, το θέμα είναι ότι ο σκοπός θα τίθετο σε κίνδυνο αν δεν κρατείτο, για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση, ως έχουμε εξηγήσει κατά την εξέταση του 2ου λόγου έφεσης.

 

Ο εφεσείων δεν έχει παραθέσει οποιοδήποτε στοιχείο που να θέτει εν αμφιβόλω την πιο πάνω κατάληξη. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Ενόψει της φύσης της υπόθεσης δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

/ΧΤΘ



[1] «Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο