ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας Στ. Μαξιούτη (κα) για ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-06-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 107/2015, 8/6/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:C238

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 107/2015)

 

 

8 Ιουνίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Εφεσίβλητων/Καθ'ων η Αίτηση.

 

 

 

Στ. Μαξιούτη (κα) για ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 31/8/2015, με την οποία επικυρώθηκε η απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής από το Υπουργικό Συμβούλιο που υπέβαλε η Εφεσείουσα εναντίον της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για εγκατάσταση σταθμού βάσης και κεραίας κινητής τηλεφωνίας σε κρατικό τεμάχιο.

 

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Στις 7/8/2009 η Εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση προς την Πολεοδομική Αρχή μέσω του Αθλητικού Σωματείου ΠΑΕΕΚ Κερύνειας για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για εγκατάσταση σταθμού βάσης και κεραίας κινητής τηλεφωνίας σε κρατικό τεμάχιο, ευρισκόμενο εντός του Δήμου Στροβόλου. Το τεμάχιο αυτό είναι εκμισθωμένο από τον Υπουργό Εσωτερικών στον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού, ΚΟΑ (εφεξής Μισθωτής) στη βάση Σύμβασης Μίσθωσης, ημερ. 31/12/2007 και ο Μισθωτής το έχει υπομισθώσει στο Αθλητικό Σωματείο ΠΑΕΕΚ Κερύνειας (εφεξής Υπομισθωτής), με βάση σχετική Σύμβαση Υπομίσθωσης.

 

Στις 16/2/2010 η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση στη βάση των πιο κάτω λόγων:

 

 

 

«(500) Η αιτούμενη ανάπτυξη Σταθμός Κινητής Τηλεφωνίας, η οποία προτείνεται σε Κρατική γη η οποία είναι υπεκμισθωμένη στο Αθλητικό Σωματείο ΠΑΕΕΚ δεν ικανοποιεί τους όρους της Σύμβασης Μίσθωσης (Ουσιώδης Παράγοντας, Παράγραφος 1 (θ) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας).

          

           Σημείωση:

 

           Πρόσθετα με τον πιο πάνω λόγο άρνησης αναφέρεται ότι, το τεμάχιο όπου προτείνεται η εγκατάσταση του σταθμού ραδιοεπικοινωνίας κρίνεται ακατάλληλο χωροταξικά επειδή αυτό αποτελεί τον ευρύτερο χώρο των παρακείμενων αθλητικών εγκαταστάσεων.»

 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής η Εφεσείουσα υπέβαλε, στις 24/3/2010, Ιεραρχική Προσφυγή προβάλλοντας αφενός ότι η Σύμβαση Μίσθωσης απαγορεύει την περαιτέρω μίσθωση, αλλά όχι την παραχώρηση άδειας χρήσης χώρου και ότι η αίτηση θα έπρεπε να εγκριθεί με την προϋπόθεση εξασφάλισης άδειας χρήσης χώρου και αφετέρου, ότι το ίδιο το Σωματείο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεση του για το συγκεκριμένο σημείο εγκατάστασης στην άκρη των αθλητικών εγκαταστάσεων, καθώς και ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη συμμορφώνετο πλήρως με τη σχετική νομοθεσία, Εντολή 3/2006.

 

Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψη την έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής, υπέβαλε σημείωμα στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε το σημείωμα και εξέτασε τα πραγματικά και νομικά γεγονότα, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 90/1972, ως έχει τροποποιηθεί, αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή. Έκρινε ως ορθή την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας και, καταργώντας το λόγο άρνησης με αρ. (500), τον αντικατέστησε με νέο λόγο άρνησης ως ακολούθως:

«(500) Η αιτούμενη ανάπτυξη (σταθμός βάσης και κεραία κινητής τηλεφωνίας), που προτείνεται σε κρατική γη, υπεκμισθωμένη στο αθλητικό Σωματείο ΠΑΕΕΚ Κερύνειας, προσκρούει στους όρους με αρ. 5(β) και 5(γ) της Σύμβασης Μίσθωσης, με βάση την οποία αυτή εκμισθώθηκε από το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας («ιδιοκτήτη», στον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού («Μισθωτή»), καθώς και στον όρο με αρ. 4(β) της Σύμβασης Υπομίσθωσης, σύμφωνα με την οποία αυτή υπεκμισθώθηκε από τον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού (ΚΟΑ), στο εν λόγω Σωματείο («Υπομισθωτή»), γεγονός που συνιστά «ουσιώδη παράγοντα», για τον οποίο αυτή δεν μπορεί να επιτραπεί (Παράγραφος 1(θ) του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας). Συγκεκριμένα, στον εν λόγω όρο της Σύμβασης Υπομίσθωσης, αναφέρεται ότι, το Σωματείο δε θα διαθέτει το μίσθιο για οποιοδήποτε σκοπό, που δεν εμπίπτει μέσα στους σκοπούς και τις επιδιώξεις του ΚΟΑ, αν τούτο παρεμποδίζει τη διεξαγωγή προγραμματισμένων αθλητικών εκδηλώσεων στο μίσθιο. Στην προκείμενη περίπτωση, η θέση της αιτούμενης ανάπτυξης, επηρεάζει ουσιωδώς τη λειτουργία του υπό διαμόρφωση εγκριμένου χώρου στάθμευσης, ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε με την πολεοδομική άδεια με αρ. ΛΕΥ/0611/2002 ημερομηνίας 2 Σεπτεμβρίου 2009, για να εξυπηρετεί τη δραστηριότητα στις παρακείμενες με αυτόν αθλητικές εγκαταστάσεις.»

 

Η Εφεσείουσα προσέβαλε την απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής από το Υπουργικό Συμβούλιο στο πλαίσιο της Προσφυγής υπ' αρ. 1386/2011.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι κανένας από τους προταθέντες λόγους ακύρωσης ευσταθούσε, απέρριψε την προσφυγή.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης προσβάλλεται από την Εφεσείουσα στη βάση πέντε συνολικά Λόγων Έφεσης. Ο Λόγος Έφεσης 4 δεν προωθήθηκε και, ως εκ τούτου, απερρίφθη.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εξ' Υπουργών Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη και δεν επλανήθη αναφορικά με την Εντολή 3/2006 του Υπουργείου Εσωτερικών.

 

Με το Λόγο Έφεσης 2 η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ορθά η εξ' Υπουργών Επιτροπή έλαβε υπόψη τους όρους 4(α) και (β) της Σύμβασης Υπομίσθωσης της γης στην ΠΑΕΕΚ και ότι ορθά τους ερμήνευσε και ορθά δεν αναζήτησε τις απόψεις του ΚΟΑ.

 

Με το Λόγο Έφεσης 3 η Εφεσείουσα προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος απόρριψης ότι η εγκατάσταση του σταθμού βάσης επηρεάζει τη λειτουργία 87 χώρων στάθμευσης ήταν επιτρεπτός και ότι δεν μπορούσε να επέμβει λόγω της τεχνικής φύσεως του θέματος.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την πρωτόδικη Απόφαση αιτιολογημένη, ενώ με το Λόγο Έφεσης 6 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της καλής πίστης.

 

Μέσω του πρώτου Λόγου Έφεσης το σφάλμα που βασικά καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι λανθασμένα έκρινε ότι η εξ' Υπουργών Επιτροπή δεν επλανήθη αναφορικά με την Εντολή 3/2006 του Υπουργείου Εσωτερικών.

 

Έρεισμα για τα πιο πάνω αποτέλεσε το ακόλουθο απόσπασμα από τη σχετική έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής προς την Υπουργική Επιτροπή, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε:

 

«(γ) Η αιτούμενη ανάπτυξη, όπως προτείνεται στα υποβληθέντα με την αίτηση σχέδια, με βάση τα οποία, μεταξύ άλλων, το ύψος του σταθμού ανέρχεται σε 25μ, δεν αντίκειται στις πρόνοιες της Εντολής 3/2006 και ειδικότερα στα Γενικά Χωροθετικά Κριτήρια της παραγράφου 2 αυτής και, ως εκ τούτου, είναι δυνητικά επιτρεπτή, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός των προσφευγόντων για τήρηση των προνοιών της Εντολής, όσον αφορά στο περιεχόμενο της αίτησης, κατ' αρχάς να ευσταθεί. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχω διαπιστώσει από επιτόπια επίσκεψη μου στις 9 Ιουνίου 2011 στην περιοχή, αυτή υλοποιήθηκε αυθαίρετα μετά την απόρριψη της αίτησης, με ύψος πολύ μικρότερο από το προτεινόμενο στα σχέδια της αίτησης και συγκεκριμένα περίπου το ίδιο με εκείνο των υφιστάμενων διώροφων οικοδομών ή των οικοδομών που δύνανται να ανεγερθούν σε ακτίνα 200μ, με βάση τις πολεοδομικές ζώνες στην περιοχή (μέγιστο ύψος 8,30μ). Συνεπώς, ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί, αφού δεν τηρείται η επιφύλαξη της παραγράφου 2.2 της Εντολής 3/2006 (Παράρτημα ΙΧ, φωτογραφίες).»

 

 

Η πλάνη που ισχυρίζεται η Εφεσείουσα συνίσταται στο ότι οι Εφεσίβλητοι αντί να κρίνουν την αίτηση για πολεοδομική άδεια και την προτεινόμενη με αυτή ανάπτυξη, έκριναν μια αυθαίρετη ανάπτυξη εφόσον εσφαλμένα θεώρησαν ότι η εγκατάσταση κεραίας ύψους 8,5 μ. συνιστούσε υλοποίηση για εγκατάσταση κεραίας ύψους 25 μ. Όπως περαιτέρω υποστηρίχθηκε, πεπλανημένα έκριναν την αίτηση όχι με τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, αλλά στη βάση άλλων στοιχείων.

 

Εν πρώτοις, η αναφορά που γίνεται στο πιο πάνω απόσπασμα αφορούσε, με βάση την προτεινόμενη ανάπτυξη, το ύψος του σταθμού και όχι της κεραίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται από πλευράς Εφεσείουσας, η οποία ανέρχετο στα 25 μ. και το οποίο δεν αντίκειτο στις πρόνοιες της Εντολής 3/2006 και, ως εκ τούτου, χαρακτηρίστηκε ως δυνητικά επιτρεπτή. Στη συνέχεια, ωστόσο, έγινε αναφορά στο γεγονός ότι, παρά την απόρριψη της αίτησης, η ανάπτυξη υλοποιήθηκε αυθαίρετα με ύψος πολύ μικρότερο από το προτεινόμενο στα σχέδια της αίτησης και συγκεκριμένα περίπου το ίδιο με εκείνο των υφιστάμενων διώροφων οικοδομών ή των οικοδομών που δύνανται να ανεγερθούν σε ακτίνα 200 μ. με βάση τις πολεοδομικές ζώνες στην περιοχή (μέγιστο ύψος 8,30 μ.).

 

Όπως σαφώς προκύπτει, με δεδομένο ότι η Εφεσείουσα, παρά την απόρριψη της αίτησης της, έσπευσε να προχωρήσει με τη σχετική ανάπτυξη, η Διοίκηση, εξετάζοντας την Ιεραρχική Προσφυγή της Εφεσείουσας, δεν περιορίστηκε μόνο στα έγγραφα που είχε ενώπιον της, αλλά έλαβε υπόψη και την πραγματική κατάσταση όπως αυτή διαπιστώθηκε από την επιτόπια εξέταση.

 

Το ότι η σχετική ανάπτυξη είχε ήδη κατασκευαστεί και η κεραία είχε εγκατασταθεί ήταν ένα δεδομένο το οποίο δεν μπορούσε να αγνοηθεί, ενώ η αναφορά της Υπουργικής Επιτροπής ότι η εν λόγω ανάπτυξη δεν συνήδε με τις πρόνοιες της Εντολής 3/2006, εφόσον δεν τηρείτο η επιφύλαξη της παραγράφου 2.2 αυτής, ουδόλως απεκάλυπτε οποιαδήποτε πλάνη.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Μέσω του δεύτερου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εξ' Υπουργών Επιτροπή:

 

    (α) Ορθά έλαβε υπόψη τους όρους 4(α) και (β) της Σύμβασης Υπομίσθωσης της γης στην ΠΑΕΕΚ.

    (β)  Ορθά τους ερμήνευσε και

    (γ)  ορθά δεν αναζήτησε τις απόψεις του ΚΟΑ.

 

Σε ό,τι αφορά το (α) ανωτέρω, η θέση της Εφεσείουσας είναι ότι οι όροι της Συμφωνίας Υπομίσθωσης δεν συνιστούν πολεοδομικούς λόγους ή κριτήριο για να μπορεί να ληφθεί υπόψη στην κρίση κατά πόσο μία ανάπτυξη είναι πολεοδομικά επιτρεπτή στο πλαίσιο του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

 

         Έρεισμα σε σχέση με το (α) ανωτέρω, αποτέλεσε η ακόλουθη αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Ο έλεγχος του συμβατικού πλαισίου που διέπει το ακίνητο καθώς και το κατά πόσο συνάδει η χωροθέτηση της κεραίας με τις προηγηθείσες άδειες και το εγκριμένο σχέδιο ανάπτυξης της περιοχής όχι μόνο δεν αντιστοιχούν σε εξωγενείς παράγοντες, σύμφωνα με το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, όπως είναι η εισήγηση της αιτήτριας, αλλά εμπίπτουν στους ευρύτερους παράγοντες που δεν αφορούν μόνο την ανάπτυξη και που η Διοίκηση, κατά την παρ. 1(θ) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής του παρ. Β του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, μπορούσε να λάβει υπόψη. (βλ. επίσης Τοfarco Ltd (1994) 4 Α.Α.Δ. 233, Yποθ. αρ. 620/2002, Σκυροποιϊα «Λεωνίκ» Λτδ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22.4.2005).»

 

 

 

 

 

 

Η Παρ. Β των Γενικών Προνοιών Πολιτικής, παρα. 1(θ) προνοεί:

                                                                                                                                                                                       

   «Ανάπτυξη θα επιτρέπεται εφόσον:

    .................................

(θ) Δεν συντρέχουν άλλοι ουσιώδεις παράγοντες για τους οποίους η ανάπτυξη δεν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί

 

Όπως προκύπτει από την ίδια την απόφαση της Εφεσίβλητης αλλά και εκείνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το θέμα των συμβατικών όρων δεν ενετάχθη στους ουσιώδεις παράγοντες οι οποίοι αναφέρονται στο Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου[1] αλλά στις συγκεκριμένες διατάξεις του εγκριμένου Τοπικού Σχεδίου και ειδικότερα σε αυτές της παραγράφου 1(θ) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας το οποίο, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο,  αναφέρεται σε ουσιώδεις παράγοντες που δεν αφορούν ειδικά την ανάπτυξη «αλλά εμπίπτουν στους ευρύτερους παράγοντες» που η Διοίκηση μπορούσε να λάβει υπόψη της.

 

Κρίνοντας ότι η αιτούμενη ανάπτυξη προσέκρουε σε συμβατικούς όρους  τόσο της Σύμβασης Μίσθωσης καθώς και της Σύμβασης Υπομίσθωσης, η Διοίκηση δεν επικαλέστηκε τις πρόνοιες του Άρθρου 26 του Ν. 90/1972, αλλά συγκεκριμένες ειδικές διατάξεις του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

 

Ως εκ τούτου, η παραπομπή από πλευράς της Εφεσείουσας σε νομολογία η οποία εξέτασε την ερμηνεία του όρου «άλλος ουσιώδης παράγοντας», ο οποίος απαντάται στο Άρθρο 26 του Ν. 90/1972, δεν είναι σχετική.

 

Εν πάση περιπτώσει, ο έλεγχος και του συμβατικού πλαισίου που διέπει μία ανάπτυξη δεν μπορούσε να αγνοηθεί, κάτι το οποίο έχει αναγνωριστεί και στη νομολογία (Σκυροποιεΐα Λεωνίκ Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 620/2002, ημερ. 22/4/2005). Όπως δε ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ιεραρχική προσφυγή της η ίδια η Εφεσείουσα είχε θέσει σε έλεγχο τα όρια χρήσης του ακινήτου και των όρων των Συμβολαίων μίσθωσης και υπομίσθωσης.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, η απόρριψη της αίτησης δεν αφορούσε μόνο σε θέματα που άπτοντο του συμβατικού πλαισίου αλλά και σε ζητήματα χωροταξικής φύσεως.

 

Αναφορικά με το (β) ανωτέρω, η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένα ερμηνεύθηκαν οι σχετικοί όροι αφού, κατά τη θέση της, επιτρέπουν τη διάθεση του μισθίου για οποιοδήποτε σκοπό αν αυτός δεν εμποδίζει προγραμματισμένες αθλητικές εκδηλώσεις στο μίσθιο. Ο ΠΑΕΕΚ, ο οποίος είναι ο μοναδικός που μπορεί να γνωρίζει για τις αθλητικές εκδηλώσεις και τι είναι απαραίτητο για αυτές, έδωσε τη συγκατάθεση του για εγκατάσταση του σταθμού βάσης στο συγκεκριμένο σημείο, ο δε ΚΟΑ δεν ερωτήθη.

 

Ο όρος 4(β) της Σύμβασης Υπομίσθωσης διελάμβανε τα εξής:

 

«Ο Υπομισθωτής δεν θα διαθέτει το μίσθιο δι΄οιονδήποτε σκοπό που δεν εμπίπτει μέσα στους σκοπούς και τις αρμοδιότητες του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού αν τούτο θα παρεμποδίζει τη διεξαγωγή προγραμματισμένων αθλητικών εκδηλώσεων στο μίσθιο

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακόμη και να ευσταθούσε το επιχείρημα της Εφεσείουσας ότι η αιτούμενη ανάπτυξη δεν παρεμπόδιζε αλλά συνέβαλλε στη διεξαγωγή προγραμματισμένων αθλητικών εκδηλώσεων και ότι, υπό αυτή την έννοια, ήταν εξαρχής θεμιτή η δημιουργία σταθμού βάσης δυνάμει του όρου 4(β), αυτό δεν υπερακόντιζε τον προτασσόμενο από τους Εφεσίβλητους σκοπό της κυκλοφοριακής ασφάλειας και των επαρκών χώρων στάθμευσης που θα εξυπηρετούσαν τις στοιχειώδεις ανάγκες προς όφελος της διεξαγωγής αθλητικών δραστηριοτήτων. Όπως δε πολύ εύστοχα τονίσθηκε, «το ακυρωτικό δικαστήριο δεν διενεργεί έλεγχο σκοπιμότητας αλλά νομιμότητας ή άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την διοίκηση όταν επιλέγει μεταξύ νομίμων σκοπών εφόσον η διακριτική της ευχέρεια ασκείται εύλογα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (βλ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, παραγ. 345, Υπόθεση Αρ. 193/2012, Ελένη Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.8.2014,  Petrolina  (Holdings)  Ltd ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 333).».

 

Το ότι δεν ζητήθηκαν οι απόψεις του ΚΟΑ, ως Μισθωτή του ακινήτου και ότι υπήρχε η συγκατάθεση της ΠΑΕΕΚ, του Υπομισθωτή, ορθώς κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα εφόσον εναπόκειτο στην ίδια την Πολεοδομική Αρχή στο πλαίσιο άσκησης της αρμοδιότητας και εξουσίας της δυνάμει του Νόμου να συνεκτιμήσει όλους τους νόμιμους και σχετικούς με την αιτούμενη πολεοδομική άδεια παράγοντες.

Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Οι Λόγοι Έφεσης 3 και 5 είναι επάλληλοι και, ως τέτοιοι, θα εξετασθούν μαζί.

 

Στο πλαίσιο των πιο πάνω Λόγων Έφεσης προβλήθηκε ότι η επίδικη απόφαση όχι μόνο δεν ήταν αιτιολογημένη αλλά ήταν και πεπλανημένη. Ειδικότερα υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η εγκατάσταση του σταθμού βάσης επηρέαζε τη λειτουργία 87 χώρων στάθμευσης και ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να επέμβει με το σκεπτικό ότι αφορούσε σε τεχνικής φύσεως θέμα. Η πλευρά της Εφεσείουσας επανέλαβε, μεταξύ άλλων, και τα όσα είχε προωθήσει πρωτόδικα και συγκεκριμένα ότι δεν προέκυπτε από τα σχέδια ότι η εγκατάσταση του σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας καθιστούσε τους 87 χώρους στάθμευσης μη λειτουργικούς καθώς και ότι οι χώροι στάθμευσης στο τεμάχιο δεν φαίνετο να είχαν γίνει ούτε με βάση τα σχέδια που είχαν οι Εφεσίβλητοι ενώπιον τους, ούτε από τα σχέδια που περιλαμβάνονταν στο Παρ. VI του Παραρτήματος 3 της Ένστασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία που να ανατρέπει τα πορίσματα της έρευνας των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά ευλόγως αποτυπώνονταν στα στοιχεία των φακέλων, επεσήμανε ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν διενεργήσει πλήρη έλεγχο των υποβληθέντων σχεδίων και της ανάπτυξης όπως αυτή εγκρίθηκε από προηγούμενες άδειες καθώς και της επιτόπιας κατάστασης. Αναφερόμενο δε στην εισήγηση και την έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής προς την Υπουργική Επιτροπή, την έκρινε ως αρκούντως τεκμηριωμένη και τέτοια που να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.

Η εκτίμηση των Εφεσιβλήτων ότι ο σταθμός βάσης παρέμβαινε στον απαιτούμενο/εγκριμένο με την πολεοδομική άδεια χώρο στάθμευσης κατά τρόπο που επηρέαζε τη λειτουργία του αιτιολογήθηκε με την αναφορά ότι καθιστούσε αδύνατη τη λειτουργία της ράμπας και του συμβάλλοντος σε αυτή διαδρόμου διακίνησης οχημάτων προς τους χώρους στάθμευσης με αποτέλεσμα να καθίστανται μη λειτουργικοί οι 87 από τους 155 χώρους στάθμευσης.

 

Όπως προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου, ενώπιον των Εφεσιβλήτων υπήρχε τόσο η έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής μαζί με τα σχετικά Παραρτήματα συμπεριλαμβανομένης της Γνωστοποίησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας για το ακίνητο (ΛΕΥ/0611/2002), του εγκριθέντος χωρομετρικού σχεδίου και αποσπάσματος του εγκριθέντος χωροταξικού σχεδίου καθώς και φωτογραφίες που απεικόνιζαν την επιτόπου κατάσταση.

 

Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω, ήταν ορθή η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ήταν πρόδηλο ότι η πιο πάνω εκτίμηση από μέρους των Εφεσιβλήτων είχε γίνει σε σχέση με το εγκεκριμένο χωροταξικό σχέδιο της τελευταίας πολεοδομικής άδειας για το ακίνητο σε συνάρτηση με τις διαπιστώσεις που προέκυψαν από την επιτόπια κατάσταση. Με άλλα λόγια η εκτίμηση των Εφεσιβλήτων ουσιαστικά ενσωμάτωνε τις θέσεις των υπηρεσιακών παραγόντων όπως αυτές διεξοδικά αναφέρονταν στα διάφορα σημειώματα, επιστολές και εκθέσεις που αποτελούσαν μέρος του διοικητικού φακέλου και ιδιαίτερα του σημειώματος από το Υπουργείο Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή το οποίο και αυτό με τη σειρά του βασίστηκε στις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής.

 

Ορθή ήταν και η συνακόλουθη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, υπό αυτά τα δεδομένα, δεν μπορούσε να επέμβει στην τεχνική, κατά τα άλλα, κρίση από τη Διοίκηση εφόσον δεν τεκμηριώνετο, με βάση τα στοιχεία του φακέλου, οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας ή κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας (Σταυρινός ν. Δημοκρατίας (1986) 3 C.L.R. 1195). Όπως προκύπτει από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου στην υπό κρίση περίπτωση και δέουσα έρευνα είχε γίνει και επαρκής αιτιολογία υπήρχε η οποία πήγαζε και από τα ίδια τα στοιχεία του φακέλου.

 

Ενασχόληση με τεχνικά θέματα, όπως στην προκείμενη περίπτωση κατά πόσο και σε ποιο βαθμό ο σταθμός βάσης παρέμβαινε στη λειτουργία του υπό διαμόρφωση εγκριμένου χώρου στάθμευσης, οπωσδήποτε αποτελούσαν θέματα που κατ' εξοχή ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, με δεδομένο ότι το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα μιας πράξης απέχοντας από τον έλεγχο της ουσιαστικής της κρίσης (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227, Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113 και Λάμπρου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 79).

 

Υπενθυμίζουμε την καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι το                           Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της Διοίκησης με τις δικές του (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010)        3 Α.Α.Δ. 476), ούτε και ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων όπου διαπιστώνει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725, xxx Λευτέρη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπόθεση Αρ. 30/2011, ημερ. 30/11/2012). Εφόσον η έρευνα είναι επαρκής το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η Διοίκηση εύλογα επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή γεγονότα. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου (Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 566).

 

Με βάση τα πιο πάνω, οι Λόγοι Έφεσης 3 και 5 απορρίπτονται.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 6 προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της καλής πίστης.

 

Ως αιτιολογία του πιο πάνω Λόγου Έφεσης διαλαμβάνεται η ακόλουθη:

 

«Όλοι οι ανωτέρω λόγοι έφεσης και αιτιολογία συνιστούν παραβίαση των αρχών της καλής πίστης.»

 

Είναι ορθή η επισήμανση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσίβλητους ότι ο πιο πάνω Λόγος ουσιαστικά δεν αναπτύσσεται ούτε, θα προσθέταμε εμείς, δίδεται αιτιολογία προς υποστύλωση του.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[2], οι λόγοι έφεσης πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένοι. Όπως είναι δε πάγια νομολογημένο, συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης είναι η βάση της έφεσης η οποία συνίσταται από τον προσδιορισμό των λόγων που καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή και η αιτιολογία που υποστυλώνει τη βάση της έφεσης. Ειδοποίηση έφεσης η οποία δεν στοιχειοθετείται από έγκυρο λόγο ή λόγους έφεσης είναι θνησιγενής. Η έφεση δεν είναι έγκυρη όταν δεν αιτιολογούνται οι λόγοι έφεσης και όταν εκφράζονται με ασαφή και γενικό τρόπο (Φαίδωνας Χριστοδούλου ν. Χρίστου Μεταξάκη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002, Μυριάνθη Παναγιώτη Προκοπίου ν. Jacquelin Lesley Ryan κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1982 και Cyprus Import Corporation Ltd v. Θεοδώρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2010, ημερ. 30/1/2015).

 Όπως τονίστηκε, επίσης, στην υπόθεση Christoudias Beverages Agencies Ltd ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 34, «όπου ελλείπει το ένα από τα δύο συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης, όπως αυτά καθορίζονται στη Δ.35, θ. 4 και ειδικά η αιτιολογία, η έφεση είναι θνησιγενής και δεν ενεργοποιεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

Στην υπόθεση Μιχαήλ Ζαχαρουδιού κ.ά. ν. ΕΔΥ (1994) 3 Α.Α.Δ. 215 τονίσθηκε ότι:

 «Η ειδοποίηση έφεσης πρέπει να εκθέτει πλήρως "set forth fully" τους λόγους που θεμελιώνουν το σφάλμα και καθιστούν την πρωτόδικη απόφαση τρωτή και κατ' επέκταση υποκείμενη σε παραμερισμό.»

Η παραπομπή στην προκείμενη περίπτωση στους υπόλοιπους Λόγους Έφεσης και την αιτιολογία τους δεν συνιστά αιτιολογία που να θεμελιώνει το κατ' ισχυρισμό σφάλμα της πρωτόδικης απόφασης. Τούτου δοθέντος, δεν εκτίθενται οι λόγοι που, κατά τη θέση της Εφεσείουσας, θεμελιώνουν το σφάλμα και καθιστούν το επίμαχο μέρος της Απόφασης, ως αυτό προσδιορίζεται στο Λόγο Έφεσης 6, τρωτό.

Έπεται ότι ο Λόγος Έφεσης 6 δεν είναι έγκυρος, αλλά θνησιγενής και, ως τέτοιος, απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.

 

 

 

 

 

 

                                        Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                               

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                  

                                                Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.



[1] 26.-(1) Για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου αναπτύξεως καθώς και οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα.

[2] "4. The appellant may, by his notice, appeal from the whole or any part of any judgment or order, and the notice shall state whether the whole or part only of the judgment or order is complained of, and in the latter case shall specify such part. The notice shall also state all the grounds of appeal and set forth fully the reasons relied upon for the grounds stated. Κάθε λόγος έφεσης θα καταγράφεται σε ξεχωριστή παράγραφο. Μετά από κάθε λόγο έφεσης θα καταγράφεται ξεχωριστά η αιτιολογία του. Any notice of appeal may be amended at any time as the Court of Appeal may think fit.″

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο