ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Ιωαννίδης, Ιωάννης Σάντης, Νικόλας Θάλεια Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκος Ευαγγέλου amp;amp;amp; Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα. Αλεξία Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-05-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΟΤΖΙΚΑΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Αναθεωρητική ΄ΕφεσηΑρ.69/2015, 25/5/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:C207

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄ΕφεσηΑρ.69/2015)

 

25 Μαΐου, 2022

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

XXX ΚΟΤΖΙΚΑΣ,

 

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

    2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ

            ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

    3.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.

____________________

 

Θάλεια Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Αλεξία Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

__________--------------------------__________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

____________________

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος επιλήφθηκε της προσφυγής αρ. 495/2013 και την απέρριψε.  Ο εφεσείων, με την πιο πάνω προσφυγή αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης των εφεσιβλήτων, δηλαδή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (οι εφεσίβλητοι), της οποίας έλαβε γνώση με την κατάσταση μισθοδοσίας του ημερομηνίας 26.2.2013. Με αυτήν, πληροφορήθηκε ότι για το έτος 2012, του καταβλήθηκε αναδρομικά από 1.1.2012 ως πτητικό επίδομα το συνολικό ποσό των €6.453,02 αντί του ποσού των €15.232.00 το οποίο, όπως ισχυρίστηκε, έπρεπε να του είχε καταβληθεί με βάση τις ώρες πτήσεως που πραγματοποίησε το έτος εκείνο.

 

Τα  σχετικά με το πιο πάνω θέμα γεγονότα, αναφέρονται στη δικογραφία της πρωτόδικης διαδικασίας και είναι αδιαμφισβήτητα. Σύμφωνα με αυτά το 1999 ο εφεσείων εργαζόταν στο Τμήμα Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, στη θέση Βοηθού Δασικού Λειτουργού.  Κατά το έτος εκείνο, δεδομένου ότι κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα και την πείρα στο χειρισμό αεροσκαφών, τού ανατέθηκαν καθήκοντα χειριστή γεωργικού αεροσκάφους.  Βασικά, τα καθήκοντα του αφορούσαν στη διενέργεια πτήσεων για αεροψεκασμούς και κατάσβεση πυρκαγιών, τα οποία, όμως, δεν περιλαμβάνονταν στα καθήκοντα της προαναφερθείσας θέσης.  Επομένως, στη βάση πάγιας πρακτικής τού καταβαλλόταν, πέραν του μισθού του, πτητικό επίδομα ανά ώρα πτήσεως.  Τούτο αναθεωρείτο ανά διετία από τους εφεσίβλητους λαμβανομένων υπόψη διαφόρων στοιχείων τα οποία αφορούσαν, ιδιαίτερα, τη συγκεκριμένη εργασία.  Στη βάση της πιο πάνω διευθέτησης ο εφεσείων, τα έτη 2010 έως 2011, έλαβε ως τέτοιο επίδομα, ποσό €68 ανά ώρα πτήσεως.

 

 Ο εφεσείων, από τις 15.12.2011 προήχθη στη θέση Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄(Κλ. Α12(ii)).  H θέση αυτή είχε δημιουργηθεί στη δομή του Τμήματος Δασών με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού (Αρ. 4) Νόμο του 2009, (Ν.53(ΙΙ)/2009). Σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο Σχέδιο Υπηρεσίας, στα καθήκοντα της πιο πάνω θέσης προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, η εκτέλεση πτήσεων «για αεροψεκασμούς και κατάσβεση πυρκαγιών καθώς και για άλλους σκοπούς, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο Πτητικών Επιχειρήσεων και τα προγράμματα πτήσεων.». Επιπρόσθετα, οι εφεσίβλητοι αποφάσισαν, στη βάση συγκεκριμένων στοιχείων, ότι σε κάτοχο της εν λόγω θέσης έπρεπε να καταβάλλεται και πτητικό επίδομα, το οποίο, για το έτος 2012, καθορίστηκε στο ποσό των €3.227 ανά εξάμηνο, για 30 ώρες πτήσεως και άνω.  Ήταν ακριβώς το ίδιο με το πτητικό επίδομα που καταβαλλόταν στους χειριστές αεροσκαφών της Εθνικής Φρουράς τη συγκεκριμένη περίοδο. Συνακόλουθα, κατάργησε την καταβολή του προαναφερθέντος επιδόματος, ανά ώρα πτήσεως.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την πιο πάνω πρωτόδικη κρίση με επτά λόγους έφεσης.  Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 δεδομένης της συνάφειας τους, εξετάζονται μαζί.  Συγκεκριμένα, με αυτούς, ο εφεσείων αμφισβητεί την κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου (το Δικαστήριο), ότι η υπό αναφορά διοικητική απόφαση αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής άσκησης της διακριτικής εξουσίας των εφεσιβλήτων.  Υποδεικνύει ότι ο μοναδικός λόγος καταβολής του συγκεκριμένου επιδόματος, εδώ και πολλά χρόνια, ήταν η επικινδυνότητα των πτήσεων, που οι χειριστές γεωργικών αεροσκαφών του Τμήματος Δασών καλούνταν να αντιμετωπίσουν, ανάλογα και με την παραγωγικότητα τους.  Ως εκ τούτου, εισηγείται, το Δικαστήριο, εσφαλμένα, παραγνώρισε ότι η εν λόγω διοικητική απόφαση στηρίχθηκε σε λανθασμένα στοιχεία και παράγοντες τα οποία προσδιορίζονται στο "Σημείωμα" της Προϊσταμένης του Τομέα Διοίκησης και Προσωπικού ημερομηνίας 18.9.2012. Οι εφεσίβλητοι, αντίθετα, υιοθέτησαν την κρίση του Δικαστηρίου, σχετικά. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκαν ότι αυτή ήταν προϊόν ενδελεχούς έρευνας μετά από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων, αιτιολογώντας την τροποποίηση καταβολής του εν λόγω επιδόματος. Επεσήμαναν δε, συναφώς, ότι η επικινδυνότητα της εν λόγω εργασίας ήταν μόνο μία από τις παραμέτρους που λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό του πτητικού επιδόματος.

 

Όπως, σαφέστατα προκύπτει από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης, η επικινδυνότητα της αναφερόμενης εργασίας των χειριστών αεροσκαφών του Τμήματος Δασών ήταν μόνο μία από τις παραμέτρους καθορισμού του υπό αναφορά επιδόματος.  Είναι αξιοσημείωτο, ότι τόσο το Τμήμα Δασών όσο και ο Κλάδος Υπαλλήλων του Τμήματος Δασών προέτασσαν, πέραν της επικινδυνότητας των πτήσεων και άλλες παραμέτρους για σκοπούς αύξησης του επιδόματος. Σε αυτές, περιλαμβάνονταν έξοδα εκπαίδευσης, απόκτησης  και ανανέωσης άδειας χειριστή, επιπρόσθετα προσόντα, αυξήσεις στο δημόσιο, καθώς, επίσης,  σύγκριση με το πτητικό επίδομα και τη μισθοδοσία των ιπτάμενων μελών της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας. Ενδεικτικές είναι οι επιστολές του Τμήματος Δασών προς τους εφεσίβλητους ημερομηνίας 30.9.2003, 9.9.2005 και 26.10.2007, και η επιστολή του Κλάδου Υπαλλήλων του Τμήματος Δασών ημερομηνίας 12.10.2005.  Όλα τα πιο πάνω στοιχεία συναποτελούν τους λόγους, που η Προϊσταμένη του Τομέα Διοίκησης και Προσωπικού στο «Σημείωμα» της προς το Διευθυντή των εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 18.9.2012, εισηγήθηκε όπως στον εφεσείοντα καταβάλλεται το αντίστοιχο πτητικό επίδομα, που καταβάλλεται στους χειριστές αεροσκαφών της Εθνικής Φρουράς, ήτοι €3.227 το εξάμηνο για 30 ώρες πτήσεως και άνω.

 

Σύμφωνα, λοιπόν,  με τα πιο πάνω στοιχεία, ορθά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έρευνα που έγινε από τους εφεσίβλητους για την έκδοση της επίδικης απόφασης ήταν επαρκής με αποτέλεσμα την ορθή άσκηση από τους εφεσίβλητους της διακριτικής εξουσίας τους.  Όπως έχει κατ'  επανάληψη νομολογηθεί, η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης.  Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων, που παρέχουν τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, αναλόγως, συνυφασμένων με το αντικείμενο της διαφοράς. Ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, (βλ. FIRSTELEMENTSEUROCONSULTANTSLTDν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Α.Ε.Αρ. 34/2012,  15.12.2017).Υπό το φως των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου ότι επειδή στα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσεως Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄ στο Τμήμα Δασών, περιλαμβάνεται η εκτέλεση πτήσεων, το επίδομα που του καταβάλλεται, συνιστά ωφέλημα χωρίς νομική υποχρέωση και ότι τυχόν απόδοση του προς αυτόν, θα συνιστούσε επιπλέον αμοιβή.  Εισηγείται δε, ότι με βάση το σύνολο των γεγονότων, που ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, προέκυπτε πως το πτητικό επίδομα είναι άμεσα συνυφασμένο με την επικινδυνότητα που συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση, η εκτέλεση πτήσεων από χειριστές γεωργικών αεροσκαφών του Τμήματος Δασών, δεδομένου του συγκεκριμένου Σχεδίου Υπηρεσίας. Οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν ως πολύ ορθά τα κριθέντα, σχετικά, από το Δικαστήριο και ότι τυχόν απόδοση στον εφεσείοντα επιπλέον αμοιβής για τα καθήκοντα που περιλαμβάνονταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του, δεν ήταν νοητή.

 

Ο εφεσείων προάχθηκε στη θέση Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄, Κλ. Α12(ii)στο Τμήμα Δασών στις 15.12.2011.  Σύμφωνα με την παράγραφο (δ) των Καθηκόντων της θέσης του στο Σχέδιο Υπηρεσίας  «Εκτελεί πτήσεις για αεροψεκασμούς και κατάσβεση πυρκαγιών, ..».  Προηγουμένως, όταν αυτός κατείχε τη θέση Βοηθού Δασικού Λειτουργού τού είχαν ανατεθεί καθήκοντα χειριστή γεωργικού αεροσκάφους, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης. Ο συγκεκριμένος λόγος υπήρξε καθοριστικός, ώστε παράλληλα με την επικινδυνότητα της εκτέλεσης πτήσεων, να του καταβαλλόταν το πτητικό επίδομα, ανά ώρα πτήσεως. Η μισθοδοτική κλίμακα της θέσης που αυτός τώρα κατέχει, αντανακλά στα προσόντα που απαιτείται να διαθέτουν οι υποψήφιοι για την πλήρωση της θέσης, καθώς, επίσης, στα καθήκοντα που αναμένεται αυτοί να εκτελούν, όπως τούτα καθορίζονται στο ισχύον Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.  Προφανώς, δεν είναι νοητό, ο εφεσείων να δικαιούται να αμείβεται επιπλέον γι' αυτά τα καθήκοντα που εκτελεί.  Το σχετικό πτητικό επίδομα που εγκρίθηκε να παίρνει ανά εξάμηνο, εμφανώς, προκύπτει από την επικινδυνότητα των πτήσεων και τα όσα ισχύουν ανάλογα στην Εθνική Φρουρά και στην Αστυνομία στους σχετικούς τομείς.  Ως αποτέλεσμα ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

 

Ο εφεσείων με τους λόγους έφεσης 5 και 6 προβάλλει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε πως η υπό αναφορά απόφαση δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Τούτο, γιατί το Δικαστήριο θεώρησε ως δεδομένο ότι το στοιχείο της επικινδυνότητας είναι κοινό σ'  όλους τους χειριστές των αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας.  Ως εκ τούτου, λανθασμένα κρίθηκε, υποβάλλει, ότι το επίδομα το οποίο λαμβάνουν οι χειριστές αυτοί ήταν σχετικό και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον καθορισμό του πτητικού επιδόματος του.  Παράλληλα, προβάλλει ότι η ταύτιση του πτητικού επιδόματος που του καταβάλλεται με αυτό που παίρνουν οι χειριστές της Εθνικής Φρουράς, συνιστά παράβαση της αρχής της ισότητας, αφού με αυτό τον τρόπο εξισώνονται δύο εκ της φύσεως τους ανομοιογενείς περιπτώσεις. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι το στοιχείο κινδύνου στις πτήσεις που αυτός εκτελεί από τις πτήσεις των χειριστών της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας, διαφέρει κατά πολύ.  Επιπρόσθετα, για το λόγο, υποστηρίζει, που ο ίδιος τέθηκε σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το Δεσμοφύλακα, ο οποίος εκτελεί χρέη χειριστή αεροσκαφών με επίδομα €68 ανά ώρα πτήσεως το οποίο δεν μεταβλήθηκε. 

 

Όπως, ορθά έκρινε το Δικαστήριο σε συμφωνία με τη θέση των εφεσιβλήτων, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας δυνάμει του Άρθρου 28 του Συντάγματος, με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ιπτάμενο προσωπικό της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας είναι οι μόνες κατηγορίες προσωπικού στην Κύπρο που λαμβάνουν πτητικό επίδομα. Τούτο δε, λόγω του στοιχείου της επικινδυνότητας που συνεπάγεται η πραγματοποίηση πτήσεων, έτσι ώστε να καθίστατο το επίδομα αυτό σχετικό και δυνάμενο να ληφθεί υπόψη ως βάση για τον καθορισμό του πτητικού επιδόματος του εφεσείοντα.  Προφανώς, τα δεδομένα της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας ήταν γνωστά στους εφεσίβλητους, ως το αρμόδιο Τμήμα να καθορίζει τους όρους απασχόλησης των μελών τους, περιλαμβανομένου του πτητικού επιδόματος τους.  Ειδική αναφορά γίνεται στο «Σημείωμα» της Προϊσταμένης του Τομέα Διοίκησης και Προσωπικού ημερομηνίας 18.9.2012 προς το Διευθυντή των εφεσίβλητων, με βάση το οποίο λήφθηκε και η υπό αναφορά απόφαση. Εξάλλου, τέτοια σύγκριση με τη μισθοδοσία και τα επιδόματα των εν λόγω κατηγοριών προσωπικού (της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας) προέτασσαν κατά καιρούς και το Τμήμα Δασών (επιστολή ημερομηνίας 30.9.2003) και ο Κλάδος Υπαλλήλων του Τμήματος Δασών (επιστολή ημερομηνίας 12.10.2005) προς τους εφεσίβλητους, υπό το φως της αλληλογραφίας που αντάλλασσαν, προς ικανοποίηση των σχετικών αιτημάτων τους για αναθεώρηση του πτητικού επιδόματος του εφεσείοντα κατά διάφορους περιόδους.   Συνεπώς,  ορθή κρίνεται περί αυτού η κρίση του Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, ανωτέρω, σε σχέση με το επίδομα του Δεσμοφύλακα, η κρίση του Δικαστηρίου είναι και πάλι ορθή. Αυτό, γιατί, όπως ορθά διαπίστωσε, υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ των καθηκόντων του εφεσείοντα και του Δεσμοφύλακα, η οποία αντικατοπτρίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας των αντίστοιχων θέσεων τους.  Στην περίπτωση του εφεσείοντα, η εκτέλεση πτήσεων περιλαμβάνεται στα καθήκοντα της θέσης του ως Χειριστής Πτητικών Μέσων Α΄ (Κλ. Α12(ii)), ενώ κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του Δεσμοφύλακα. Συγκεκριμένα, η ουσιώδης διαφορά μεταξύ εφεσείοντα και Δεσμοφύλακα όσον αφορά τα καθήκοντα τους με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης κάθε ενός από αυτούς, είναι καθοριστική και επιβάλλει τη διαφοροποίηση υπολογισμού πτητικού επιδόματος μεταξύ των δύο.  Ο εφεσείων είναι υποχρεωμένος με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄, να εκτελεί πτήσεις.  Η μισθολογική κλίμακα της θέσης αυτής, λαμβάνει υπόψη όλα τα καθήκοντα και απαιτούμενα για τη θέση προσόντα. Το πτητικό επίδομα που αποφασίστηκε να καταβάλλεται στον εφεσείοντα, δε θεωρείται αμοιβή για πραγματοποίηση πτήσεων πέραν των προβλεπόμενων στο πλαίσιο των καθηκόντων του, αλλά γιατί οι πτήσεις που αυτός οφείλει να πραγματοποιεί με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του, ενέχουν το στοιχείο της επικινδυνότητας.  Συνεπώς, πρόκειται περί ανομοιογενών καταστάσεων και ορθά έκρινε, το Δικαστήριο ότι δεν παραβιάζεται, εν προκειμένω, η αρχή της ισότητας. 

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 28 του Συντάγματος, «ίσοι ενώπιον του νόμου», δεν αναφέρεται σε αριθμητική ισότητα, αλλά διασφαλίζει μόνο κατά των αυθαίρετων διαφοροποιήσεων.  Συνεπώς, δεν αποκλείονται εύλογες διακρίσεις οι οποίες απαιτείται να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων, (βλ. Σωτηριάδης ν. Θεοφυλάκτου κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 56, σελίδες 64 έως 66,  στην οποία παρέπεμψε και το Δικαστήριο).  Επίσης,  χαρακτηριστικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, 539, ότι:

 

«Η νομολογία διασαφηνίζει ότι κοινό παρονομαστή της ισότητας αποτελεί η ομοιογένεια των αντικειμένων και υποκειμένων του δικαίου αποκλειομένης της εξίσωσης μεταξύ των ανομοίων ή της διάκρισης μεταξύ των ομοίων. Πρόκειται για την Αριστοτελική έννοια της ισότητας που έχει ως δείκτη ταξινόμησης την κατ' ουσία ομοιότητα των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους αντιστοιχία - (βλ. Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940, 941· Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332· Pavlou ν. Returning Officer & Others (1987) 1 C.L.R. 252, 273, 274· Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 127).»

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών και των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης δεν διαπιστώνεται άνιση μεταχείριση του εφεσείοντα, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας του Άρθρου28 του Συντάγματος, με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Συνεπώς, απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 5 και 6.

 

Τέλος, ο εφεσείων με τον λόγο έφεσης 7 υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, όπως αυτή διέπεται από το άρθρο 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999.Ουσιαστικά, εισηγείται ότι το Δικαστήριο, παρέλειψε να λάβει υπόψη του την πρακτική που ακολουθείτο για πολλά χρόνια, με βάση την οποία οι χειριστές αεροσκαφών του Τμήματος Δασών λάμβαναν επίδομα πτητικότητας ανά ώρα πτήσεως και όχι σταθερό επίδομα.  Επιπρόσθετα, εισηγείται ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του, ότι κατά το χρόνο που υπέβαλε αίτηση για διορισμό στη θέση Χειριστή Πτητικών Μέσων Α', οι εφεσίβλητοι τον άφησαν να πιστεύει ότι ο τρόπος καταβολής του επιδόματος πτητικότητας θα εξακολουθούσε να καταβάλλετο σ'  αυτόν ανά ώρα πτήσεως, όπως ακριβώς συνέχισε να καταβάλλεται για το χειριστή Δεσμοφύλακα.  Αυτό καταδεικνύει, υποστηρίζει, ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν με ασυνεπή, αντιφατικό και εν πολλοίς, κακόπιστο τρόπο παραβιάζοντας, έτσι, την αρχή της καλής πίστης.

 

Όπως, επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, από τα ισχύοντα δεδομένα της προκείμενης υπόθεσης, προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι πληροφόρησαν το Τμήμα Δασών με επιστολή  ημερομηνίας 13.1.2010, πριν δηλαδή από την πλήρωση της θέσης Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄, στην οποία διορίστηκε ο εφεσείων στις 15.12.2011, ότι η καταβολή του πτητικού επιδόματος του χειριστή γεωργικού αεροσκάφους θα επανεξεταζόταν. Αυτό, υπό το φως της πλήρωσης της νεοδημιουργηθείσας θέσης στο Τμήμα Δασών, Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄ (Κλ. 12(ii)), σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της οποίας, ανάμεσα στα καθήκοντα της, συμπεριλήφθηκε και η διενέργεια πτήσεων.  Δεν τροποποίησαν, οι εφεσίβλητοι το ύψος του πτητικού επιδόματος από τη μια μέρα στην άλλη, αυθαίρετα και κακόπιστα.  Σαφέστατα, προκύπτει ότι η επιπλέον αμοιβή που καταβαλλόταν στον εφεσείοντα για τις πτήσεις που πραγματοποιούσε εκτός των καθηκόντων της προηγούμενης θέσης του, ήταν εύλογο και καθ' όλα νόμιμο να αναθεωρηθεί, όπως και έγινε.

 

Στην υπόθεση Σταύρου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (2013) 3 Α.Α.Δ. 231, στη σελίδα 241,έχει λεχθεί ότι «.η αρχή της καλής πίστης δεν υπερακοντίζει την αρχή της νομιμότητας και των αρχών δικαίου που διέπουν τη σύννομη άσκηση εξουσίας από ένα διοικητικό όργανο.».  Με βάση, λοιπόν, τα πιο πάνω γεγονότα και τα διέποντα την αρχή της καλής πίστης, ορθά έκρινε το Δικαστήριο, ότι νόμιμα οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στην αναθεώρηση του πτητικού επιδόματος του εφεσείοντα.  Απόδοση στον εφεσείοντα επιπλέον αμοιβής, για τα καθήκοντα που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του, δεν ήταν νοητή.  Εξάλλου, η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της μισθολογικής κλίμακας της θέσης, όπως προαναφέρθηκε.  Επομένως, απορριπτέος καθίσταται και αυτός ο λόγος έφεσης. 

 

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.

 

                                            

                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                             Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                             Λ. Δημητριάδου - Ανδρέου, Δ.

 

                                             Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                             Ν. Σάντης, Δ.

                                                    

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο