ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-05-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ v. ΠΠΑΣΑ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 68/2019, 24/5/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A203

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 68/2019)

 

24 Μαΐου, 2022

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσείουσα/Καθ΄ης η Αίτηση,

 

ν.

 

 

 XXX XXΧ ΠΠΑΣΑ,

 

Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.

 

____________________

 

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με

 Ν. Παπαδάκη (κα), ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του

 Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την

 Εφεσείουσα/Καθ΄ης η Αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατείχε τη θέση της Ανώτερης Επιθεωρήτριας Λογαριασμών στο Νοσοκομείο Λεμεσού, ήταν αποσπασμένη από το Γενικό Λογιστήριο και διέμενε μόνιμα στη Λεμεσό. Την 23.10.2018 ειδοποιήθηκε εγγράφως από την προϊσταμένη αρχή, δηλαδή τη Γενική Λογίστρια της Δημοκρατίας, ότι επρόκειτο να της ανατεθούν καθήκοντα σε Διεύθυνση Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής Διαχείρισης Υπουργείου, στη Λευκωσία. Στην ως άνω επιστολή αναφερόταν ότι η μετακίνηση γινόταν «για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών και με βάση το Πλαίσιο Αρχών που διέπει τις μεταθέσεις του προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας που η μόνιμη κατοικία διαμονής του είναι οι επαρχίες εκτός Λευκωσίας».

Η αντίδραση της εφεσίβλητης εκδηλώθηκε αρχικά με επιστολή του δικηγόρου της, ημερομηνίας 9.11.2018, με αποδέκτη τη Γενική Λογίστρια, με την οποίαν αμφισβητήθηκε η απόφαση στη βάση διάφορων ισχυρισμών περί άνισης μεταχείρισης, παραβίασης των αρχών του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/1990, και των συναφών κανονισμών και, πρόσθετα, κατ΄ επίκληση λόγων υγείας που υποστηρίζονταν από σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά.      

 

Η Γενική Λογίστρια επανήλθε με επιστολή της ημερομηνίας 25.1.2019, με την οποίαν πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι προτίθετο «λόγω υπηρεσιακών αναγκών» να της αναθέσει καθήκοντα στην Επαρχία Πάφου από τις 4.2.2018, «πάνω στη βάση του πλαισίου αρχών που διέπει τις μεταθέσεις του προσωπικού του Γενικού λογιστηρίου της Δημοκρατίας που η μόνιμη κατοικία διαμονής του είναι οι επαρχίες εκτός Λευκωσίας».

   

H εφεσίβλητη απάντησε μέσω του δικηγόρου της στις 5.2.2019, εμμένοντας στην αρχική της ένσταση και αμφισβητώντας τη σκοπιμότητα και νομιμότητα της πρόθεσης για μετάθεσή της στην Πάφο.                

 

Τελικά, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με έγγραφό της ημερομηνίας 13.2.2019, πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι, κατόπιν πρότασης της αρμόδιας αρχής, αποφάσισε την μετάθεσή της από το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου (Επαρχιακό Γραφείο Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών).

          

Η εφεσίβλητη στις 28.2.2019 προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απόφασης για τη μετάθεσή της («η επίδικη απόφαση»), επιδιώκοντας ταυτόχρονα, με μονομερή αίτησή της, την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής διοικητικής απόφασης, με βάση τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έδωσε την ευκαιρία και στις δύο πλευρές να επιχειρηματολογήσουν περί της ύπαρξης ή όχι των παραγόντων της έκδηλης παρανομίας και της ανεπανόρθωτης βλάβης, στοιχεία τα οποία διαζευκτικά απαιτούνται από τη νομολογία να αποδειχθούν, προκειμένου να δοθεί η αιτούμενη προσωρινή θεραπεία, αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε ζήτημα έκδηλης παρανομίας. Επί του συγκεκριμένου θέματος ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι το «πλαίσιο αρχών» με βάση το οποίο αποφασίστηκε η μετάθεση της,  ήταν έννοια άγνωστη στο Νόμο  (Ν.1/90) και τους σχετικούς κανονισμούς και ότι η επίδικη απόφαση παρέκαμπτε το δημόσιο συμφέρον. Και αυτό γιατί σύμφωνα με επιστολή του Εκτελεστικού Γενικού Διευθυντή Λεμεσού - Πάφου του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας (ΟΚΥπΥ) προς την Οικονομική Διευθύντρια του ΟΚΥπΥ, η απροειδοποίητη και χωρίς διαβούλευση μετάθεση της Εφεσίβλητης που ήταν η Προϊσταμένη του Λογιστηρίου του Νοσοκομείου Λεμεσού και μιας ακόμη έμπειρης Λογιστικής Λειτουργού  ήταν «παράνομη, αντιεπαγγελματική και υπονομευτική των προσπαθειών τους».

 

Η πιο πάνω επιστολή είχε ημερομηνία 15.2.2019 και, ως μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της πρωτόδικης διαδικασίας. Όπως περαιτέρω κρίθηκε πρωτόδικα, το «πλαίσιο αρχών» δεν έχει έρεισμα σε οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με έκδηλη παρανομία σε περίπτωση που αποτελούσε το αποκλειστικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης. Εφόσον, όμως, από τα πρακτικά προκύπτει ότι η ΕΔΥ, εκτός από το αμφιλεγόμενο «πλαίσιο αρχών», έλαβε υπόψη και την πρόταση της αρμόδιας αρχής, καθώς και τις ανάγκες της Υπηρεσίας, κριτήρια καθόλα νόμιμα, η έκδηλη παρανομία δεν έχει στοιχειοθετηθεί.

 

Προχώρησε, στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εξέταση του στοιχείου της ανεπανόρθωτης βλάβης.

 

Διαπίστωσε ότι στην ιατρική βεβαίωση, ημερομηνίας 7.11.2018, η οποία είχε αποσταλεί από το δικηγόρο της εφεσίβλητης στη Γενική Λογίστρια, υπήρχαν οδηγίες για «αποφυγή καθημερινής μετακίνησης . μεταξύ πόλεων» και προειδοποίηση ότι «σε τέτοια περίπτωση η σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης της είναι δεδομένη». Όπως περαιτέρω διαπιστώθηκε πρωτόδικα, η ΕΔΥ αρκέστηκε να σημειώσει στα πρακτικά της, με αναφορά στα ιατρικά πιστοποιητικά, ότι η εφεσίβλητη «πάσχει από υποθυρεοειδισμό, οσφυαλγία, αυχενικό σύνδρομο», χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις ιατρικές οδηγίες για αποφυγή μετακινήσεων. Επομένως, και με δεδομένη την απουσία ενδείξεων για περαιτέρω έρευνα εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου ή άλλης αντίθετης επιστημονικής γνώμης που θα δικαιολογούσε την απόρριψη της συγκεκριμένης ιατρικής γνωμάτευσης, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εφαρμογή της επίδικης απόφασης θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη και, ως εκ της φύσης της, μη αναστρέψιμη  ζημία στην εφεσίβλητη. Με αποτέλεσμα την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης και εφαρμογής της επίδικης απόφασης, μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με τρεις λόγους έφεσης. Οι εφεσείουσα υποστηρίζει ότι εσφαλμένα και κάτω από πλάνη το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε και/ή έκανε εύρημα επί της ουσίας της προσφυγής «ότι προκύπτει ζήτημα που άπτεται της νομιμότητας του Πλαισίου Αρχών που από μόνο του θα ισοδυναμούσε με έκδηλη παρανομία», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται έκδηλη παρανομία ενόψει του ότι η απόφαση για μετάθεση δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στο συγκεκριμένο πλαίσιο αρχών» (1ος Λόγος Έφεσης).

 

Επίσης, ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε επί της ουσίας της προσφυγής, συνδέοντας το λόγο ακύρωσης της δέουσας έρευνας με το στοιχείο της ανεπανόρθωτης ζημίας (2ος Λόγος Έφεσης).

 

Επιπρόσθετα, ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η εφεσίβλητη απέδειξε ανεπανόρθωτη ζημιά και, επίσης, λανθασμένα αντιστράφηκε το βάρος της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημιάς, μεταφερόμενο επί των ώμων της εφεσείουσας (3ος Λόγος Έφεσης).

 

Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής, εδράζεται στον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.  Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δύο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:

(α) Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης      απόφασης ή

(β)  Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

 

Η αναστολή εκτέλεσης μιας διοικητικής πράξης, όπως τέθηκε στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης-Κύπρος Λτδ v. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 71, στη σελ. 74, «είναι δυνητική δικαστική ενέργεια και αποτελεί ιδιαίτερο ένδικο μέσο. Η προσφερόμενη έννομη προστασία στοχεύει στο να αποσοβήσει τη ματαίωση του σκοπού για τον οποίον παρέχεται το ένδικο μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως. Από την άλλη, η τεκμηρίωση των προαπαιτουμένων που θέτει η νομολογία για έκδοση ενός διατάγματος αποτελεί το εχέγγυο της τήρησης των πιο πάνω».

 

Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς v. Μarfin Popular Bank Co Ltd (2007) 3 AAΔ 32, στη σελ. 36, αναφέρθηκε ότι «η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης».  Όπως δε αναφέρθηκε στην ίδια απόφαση, στη σελ. 36, με παραπομπή στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 234, «θα πρέπει, η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης».

 

Στη Μαρκουλλίδου κ.ά. υ v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Ε) ΑΑΔ 3413 τονίσθηκε, στη σελ. 3423, ότι «το βάρος τόσο της επίκλησης όσο και της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημιάς είναι ευθύνη των αιτητών».

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (Τόμος ΙΙ), 12η έκδοση, παρ.548:

 

«H αναστολή χορηγείται όταν, η εκτέλεση της πράξης, μπορεί με τη δημιουργία μιας πραγματικής κατάστασης να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ή δύσκολα επανορθώσιμη βλάβη η οποία: (i) είναι άμεση και συγκεκριμένη (ii) δεν στηρίζεται σε δικαίωμα τρίτου και (iii)  αποδεικνύεται από τον αιτούντα ή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου».

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης άπτεται της εξέτασης από το Διοικητικό Δικαστήριο του πρώτου λόγου που επικαλέστηκε η εφεσίβλητη με στόχο την έκδοση προσωρινού διατάγματος, ήτοι ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι έκδηλα παράνομη. Οι αρχές, με βάση τις οποίες κρίνεται κατά πόσο υπάρχει «έκδηλη παρανομία», έχουν παρατεθεί πιο πάνω. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία, η εξέταση του κατά πόσο προέβη ανεπίτρεπτα, ως ισχυρίζεται η εφεσείουσα, σε εύρημα ότι προκύπτει ζήτημα που άπτεται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, μόνο θεωρητική σημασία θα είχε. Συνεπώς, αυτός ο λόγος είναι ατελέσφορος και, ως τέτοιος, έκθετος σε απόρριψη.

 

Ο 2ος και 3ος λόγος έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω της συνάφειάς τους. Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διασύνδεσε την ανεπανόρθωτη βλάβη με τη δέουσα έρευνα, η οποία άπτεται της ουσίας της προσφυγής. Περαιτέρω, προέβη σε πρωτογενή αξιολόγηση των ιατρικών πιστοποιητικών που προσκόμισε η εφεσίβλητη, υποκαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο την κρίση της διοίκησης, χωρίς να συνυπολογίσει την πρόταση για μετάθεση, η οποία ομιλούσε για κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών της διοίκησης από την αιτούμενη μετάθεση. Η εφεσίβλητη, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν απέδειξε με ιατρική μαρτυρία ποια θα είναι η ενδεχόμενη βλάβη που θα υποστεί, ούτε το μέγεθος της ζημιάς που ενδεχομένως θα επιφέρει στην υγεία της η μετάθεση και το Δικαστήριο λανθασμένα διασύνδεσε το εύρημα για ανεπαρκή έρευνα και δεν στηρίχθηκε σε στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν πεποίθηση ότι υφίσταται ανεπανόρθωτη ζημιά, η οποία είναι μη αναστρέψιμη. Τέλος προβάλλεται πως με την απόφαση μετατίθεται το βάρος απόδειξης στους ώμους της εφεσείουσας.

 

Η πλευρά της εφεσίβλητης, από την άλλη, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Ο ευπαίδευτος συνήγορός της ανέφερε ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που τέθηκαν τόσο ενώπιον της εφεσείουσας, όσο και του Δικαστηρίου, έπρεπε να τύχουν εξέτασης, ενώ δεν έγινε άλλη έρευνα, με αποτέλεσμα το κενό έρευνας να μολύνει την απόφαση για μετάθεση και άρα προέκυπτε σαφώς ο κίνδυνος «σοβαρής επιδείνωσης της κατάστασης της» που μάλιστα θεωρήθηκε ότι «ήταν δεδομένη». Στην έννοια της ανεπανόρθωτης βλάβης περιλαμβάνεται και η υγεία. Η εφεσείουσα, κατά την εισήγηση, όχι μόνο δεν εξέτασε του λόγους υγείας που επικαλέστηκε η εφεσίβλητη, αλλά ούτε εξέτασε εάν υπήρχαν πραγματικά υπηρεσιακές ανάγκες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του περί ύπαρξης ανεπανόρθωτης βλάβης στο ότι δεν απασχόλησαν την ΕΔΥ οι οδηγίες του ιατρού που εξέδωσε την ιατρική βεβαίωση, ούτε θεώρησε ορθό όπως διερευνήσει περαιτέρω τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης. Κατέληξε δε ως ακολούθως:

 

«Στην απουσία, επομένως, γεγονότων που να καταδεικνύουν ότι η καθ' ης η αίτηση ερεύνησε τα ιατρικά ευρήματα και τα απέρριψε με άλλα ιατρικά ευρήματα δεν αφήνει αμφιβολία ότι καταφαίνεται από την ιατρική βεβαίωση που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στην αιτήτρια η οποία, ως θέμα υγείας, είναι μη αναστρέψιμη σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.».

 

Στην Πετράκη ν. Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 961, όπου εξετάστηκε ζήτημα προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης, αναφέρθηκε ότι «η έννοια της ανεπανόρθωτης ζημιάς αναμφίβολα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνει και την υγεία του προσφεύγοντος, η οποία όταν αποδεδειγμένα είναι κλονισμένη, πρέπει να τυγχάνει της ανάλογης μεταχείρισης από τη διοίκηση ώστε να αναζητείται, χωρίς να δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια σ' αυτήν, η λιγότερο επαχθής διοικητική λύση προς όφελος του διοικούμενου. Δεν αποφασίζεται τώρα ότι οπωσδήποτε θα επέλθει ανεπανόρθωτη βλάβη χωρίς τη χορήγηση του προσωρινού μέτρου. Υπάρχουν όμως ισχυρές προς τούτο ενδείξεις συνηγορούσες προς αυτή την κατεύθυνση.».

 

Το ζήτημα που χρίζει εξέτασης σε αυτή την υπόθεση είναι κατά πόσο στη βάση του ιατρικού πιστοποιητικού που επικαλείται η εφεσίβλητη, εφόσον αυτό δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και προέκυψε άλλη ιατρική μαρτυρία, προκύπτει ότι εφαρμογή της απόφασης θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά, η οποία θα είναι μη αναστρέψιμη, σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.  Δεν αποφασίζεται σε αυτό το στάδιο κατά πόσο θα επέλθει ανεπανόρθωτη βλάβη, αρκεί να υπάρχουν ισχυρές προς τούτο ενδείξεις.  Εν προκειμένω, η ζημιά εξειδικεύεται μέσα από τα ιατρικά πιστοποιητικά, τα οποία ορθά οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ανάλογο εύρημα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο