ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A202
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.18/2016)
24 Μαΐου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
Η. ΚΟΥΣΙΟΥ ΚΟΡΦΙΩΤΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η αίτηση.
____________________
Γ. Κορφιώτης, για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους
ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους
του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την
Εφεσίβλητη.
Α. Πασιουρτίδη (κα), για Α. Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ,
για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Μ. Χριστοδούλου-Γεωργίου,
Κ. Μυριανθοπούλου και Ισ. Τζωρτζή.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: H εφεσείουσα, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού Α', στο Τμήμα Τελωνείων, αμφισβήτησε, με τέσσερεις προσφυγές που συνεκδικάστηκαν από το Διοικητικό Δικαστήριο, τη νομιμότητα της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών (ΕΜ) στη θέση Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού («η επίδικη θέση»).
Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής και το σχέδιο υπηρεσίας καθορίζει ως απαιτούμενα προσόντα, αφενός, την τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α' και, αφετέρου, ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.
H Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ») επιλήφθηκε της πλήρωσης πέντε κενών θέσεων, κατόπιν σχετικών διαβημάτων της αρμόδιας αρχής, σε ξεχωριστές διαδικασίες, στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών («ο Διευθυντής»), ο οποίος σύστησε τα ΕΜ στη βάση της υπεροχής τους σε αρχαιότητα και με δεδομένη την ισοδυναμία των διαδίκων στη βαθμολογημένη αξία. Η εφεσείουσα διέθετε πέραν των απαιτούμενων στο σχέδιο υπηρεσίας και ένα επαγγελματικό προσόν, ήτοι εγγραφή ως δικηγόρος στο σχετικό μητρώο, το οποίο επισημάνθηκε από το Διευθυντή με την παρατήρηση ότι δεν συνιστούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη του Διευθυντή, αυτό δεν μπορούσε να υπερκεράσει την υπεροχή των ΕΜ έναντι της εφεσείουσας σε αρχαιότητα στη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού 1ης Τάξης. Σημειώνεται ότι το ΕΜ Μ. Χριστοδούλου-Γεωργίου υπερείχε της εφεσείουσας κατά τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες, ενώ και τα υπόλοιπα ΕΜ (Α. Χατζηγεωργίου, Κ. Μυριανθοπούλου και Ισ. Τζιωρτζής) υπερείχαν της εφεσείουσας κατά δύο χρόνια και οκτώ μήνες.
Υιοθετώντας τις συστάσεις του Διευθυντή, η ΕΔΥ επέλεξε τα ΕΜ ως καταλληλότερους για προαγωγή, με το αιτιολογικό ότι αυτοί, παρόλο που υστερούσαν της εφεσείουσας στα προσόντα, υπερείχαν αυτής σε αρχαιότητα, δεν υστερούσαν σε αξία, αξιολογηθέντες ως εξαίρετοι κατά τα τελευταία έτη, στα οποία αποδόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα και διέθεταν τη σύσταση του Διευθυντή. Αναφορικά με το προσόν της εγγραφής της εφεσείουσας ως δικηγόρου, η ΕΔΥ κατέγραψε ότι αυτό ήταν μεν άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και δεν μπορούσε από μόνο του να της προσδώσει γενική υπεροχή.
Η εφεσείουσα προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, αμφισβητώντας το κύρος της απόφασης και προβάλλοντας ως λόγους ακυρότητας, πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, πλάνη της ΕΔΥ, αναφορικά με τους συγκριτικούς συσχετισμούς της αρχαιότητας, λόγω ανακριβούς αναφοράς περί υπεροχής των ΕΜ σε προηγούμενη αντί σε προ-προηγούμενη θέση και παραγκωνισμό του πρόσθετου επαγγελματικού προσόντος της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τους πιο πάνω λόγους, αποφασίζοντας ότι ουδεμία πλάνη υπήρχε ως εκ της αναφοράς του Διευθυντή και της ΕΔΥ σε αρχαιότητα σε «προηγούμενη θέση», καθότι το προβάδισμα των ΕΜ προερχόταν από την ημερομηνία διορισμού τους στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού 1ης Τάξης, η οποία ήταν η προηγούμενη της κατεχόμενης θέσης του Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, στοιχείο που εξάλλου προέκυπτε από το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων και συμπληρώνει την αιτιολογία της διοικητικής απόφασης.
Αναφορικά με το πρόσθετο επαγγελματικό προσόν της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραγνωρίσθηκε, αφού, τόσο η κατοχή του, όσο και η άμεση σχετικότητά του με τη θέση και κατ' επέκταση η υπεροχή που αυτό προσέδιδε στην εφεσείουσα στο κριτήριο των προσόντων, σημειώθηκαν στα πρακτικά της διοικητικής διαδικασίας. Πλην όμως, ο Διευθυντής και στη συνέχεια η ΕΔΥ επέλεξαν να δώσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην υπεροχή των ΕΜ σε αρχαιότητα, επιλογή η οποία ενέπιπτε στα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Απορρίπτοντας, εν τέλει, την προσφυγή, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η αρχαιότητα των ΕΜ, παρόλο που είναι απομακρυσμένη, αφού ανάγεται στην προηγούμενη θέση, δεν παύει να αποτελεί θεσμοθετημένο από το Νόμο κριτήριο προαγωγής και αντίστοιχα το πρόσθετο προσόν της εφεσείουσας, παρόλο που δεν καθορίζεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως προσόν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, δεν παύει να έχει βαρύτητα και να της προσδίδει υπεροχή σε πρόσθετα προσόντα, αφού κρίθηκε από την ΕΔΥ ως άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Δεδομένου ότι η ΕΔΥ δεν πλανήθηκε αναφορικά με τα ενώπιόν της δεδομένα, η απόφασή της να επιλέξει το ένα στοιχείο αντί του άλλου, για να καταλήξει στην επιλογή της, ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειάς της και η κρίση της επί της ουσίας δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί με την κρίση του Δικαστηρίου.
Υπό το φως του συνόλου των δεδομένων και σύμφωνα με την πάγια επί του θέματος νομολογία, επέμβαση του Δικαστηρίου θα ήταν δυνατή μόνο στην περίπτωση που η εφεσείουσα απεδείκνυε έκδηλη υπεροχή, στοιχείο το οποίο απουσιάζει στην παρούσα περίπτωση.
Με δύο λόγους έφεσης επιχειρείται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την κρίση του ότι δεν έχει παραγνωριστεί το επαγγελματικό προσόν της (1ος λόγος έφεσης) και, επίσης, έσφαλε, κρίνοντας ότι η απόφαση της ΕΔΥ να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αρχαιότητα των ΕΜ, αντί στο πρόσθετο προσόν της εφεσείουσας, δεν εξέρχονταν των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής ευχέρειάς της (2ος λόγος έφεσης).
Είναι η θέση της εφεσείουσας, σχετικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι το πρόσθετο προσόν της, ενώ είχε κριθεί ως άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, παραγνωρίστηκε, αφενός από τον Διευθυντή, ο οποίος αρκέστηκε σε μια λεκτική και μόνο αναφορά στη σύστασή του, χωρίς ουσιαστικά να του αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα και, ακολούθως, από την ΕΔΥ η οποία, ενώ αναφέρθηκε σε αυτό, επισημαίνοντας μάλιστα την άμεση σχετικότητά του με την επίδικη θέση, στη συνέχεια, χωρίς αιτιολογία, επέλεξε ως καταλληλότερα τα ΕΜ, με βάση την απομακρυσμένη αρχαιότητά τους.
Oι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, παραθέτοντας εκτεταμένα αποσπάσματα από αυτήν, προσθέτοντας ότι η γενικότερη σύγκριση των υπηρεσιακών δεδομένων των διαδίκων τους αναδεικνύει ως «περίπου ισοδύναμους» και ότι το πρόσθετο προσόν της εφεσείουσας δεν μπορούσε από μόνο του να της προσδώσει έκδηλη υπεροχή, ούτε και να εξουδετερώσει την υπεροχή των ΕΜ σε αρχαιότητα που συνιστούσε και υπέρτερη πείρα και ακόμη την υπέρ τους σύσταση.
Παρόμοια επιχειρηματολογία παρατίθεται και από πλευράς των ΕΜ, οι οποίοι, προς αντίκρουση νομολογίας που επικαλέστηκε η εφεσείουσα, υποστηρίζουν ότι κάθε υπόθεση αυτής της φύσης κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της, ότι στην παρούσα περίπτωση η αρχαιότητα των ΕΜ ήταν ουσιαστική και ορθά λήφθηκε υπόψη μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 49(2) και (7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/1990) και ότι, τόσο ο Διευθυντής, όσο και η ΕΔΥ, ενήργησαν μέσα στα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας.
Σχετικά με το δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται από την εφεσείουσα ότι έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρίση του ότι η απόδοση μεγαλύτερης σημασίας στην αρχαιότητα, παρά στο πρόσθετο προσόν, βρισκόταν μέσα στα επιτρεπτά όρια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Υποβάλλεται ότι, εν προκειμένω, η αρχαιότητα των ΕΜ και η εξ αυτής προερχόμενη πείρα αφορούσε απομακρυσμένη αρχαιότητα και δεν αποκτήθηκε σε θέση που προηγείται άμεσα της υπό πλήρωση θέσης και ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτή θα έπρεπε να συνυπολογισθεί με τα υπόλοιπα κριτήρια και μόνον εάν προέκυπτε ισοδυναμία στην αξία και στα προσόντα θα μπορούσε το στοιχείο αυτό να προσλάβει αποφασιστική βαρύτητα.
Στον αντίποδα, είναι η θέση των εφεσιβλήτων και των ΕΜ ότι δεν ήταν η αρχαιότητα το μοναδικό κριτήριο επιλογής, αλλά, όπως φαίνεται στα πρακτικά της διαδικασίας, λήφθηκαν δεόντως υπόψη και σταθμίστηκαν όλα τα επιμέρους κριτήρια. Η δε υπέρτερη πείρα των ΕΜ, η οποία αποκτήθηκε λόγω της προγενέστερης προαγωγής τους στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού, 1ης Τάξης, νομίμως λήφθηκε υπόψη και συνυπολογίστηκε, όπως ορίζεται στο Άρθρο 49 του Ν.1/1990 αναφορικά με τον υπολογισμό της αρχαιότητας. Τονίζεται και πάλι ότι τα ΕΜ δεν υστερούσαν σε αξία, είχαν την υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή, ένα «σημαίνον και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης», η οποία άπτεται του κριτηρίου της αξίας και ότι το πρόσθετο προσόν της εφεσείουσας δεν ήταν ικανό να της προσδώσει έκδηλη υπεροχή. Επομένως, η αρχαιότητα μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να αποβεί καθοριστική.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, τα μη απαιτούμενα πρόσθετα προσόντα, εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμούνται από την αρμόδια αρχή, η οποία οφείλει να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική, ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (βλ. Πούρος κ.ά. v. Xατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374).
Τόσο στην απόφαση του Διευθυντή, όσο και στην απόφαση της ΕΔΥ, γίνεται αναφορά στο πρόσθετο προσόν της εφεσείουσας. Η ΕΔΥ, καταλήγοντας στην απόφασή της, σημείωσε ότι η εφεσείουσα διαθέτει προσόν άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, το οποίο δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, από μόνο του δεν μπορεί να της δώσει γενική υπεροχή. Σημείωσε, περαιτέρω, πως η εφεσείουσα είναι ίση σε αξία με τα ΕΜ και έκρινε ότι τα ΕΜ υπερέχουν γενικά από αυτή, καθότι υπερέχουν σε αρχαιότητα από την προηγούμενη θέση που κατείχαν και, επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Σημειώνεται πως η αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση που κατείχαν οι υποψήφιοι εμπίπτει στις διατάξεις του Άρθρου 49(2) και (7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/1990. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η ΕΔΥ ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Η κάθε υπόθεση αποφασίζεται στη βάση των δικών της γεγονότων και η αναφορά του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσείουσα σε νομολογία, όπου το Δικαστήριο επικύρωσε αποφάσεις της ΕΔΥ στις οποίες επέλεξε για προαγωγή υποψήφιους που υπερείχαν σε πρόσθετο προσόν, δεν βοηθά την υπόθεση της εφεσείουσας, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο κρίνει κατά πόσο η ΕΔΥ, στα πλαίσια των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, ενήργησε εντός των θεμιτών πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας. Το κατά πόσο σε μία περίπτωση η ΕΔΥ έδωσε περισσότερη σημασία στο πρόσθετο προσόν και λιγότερη σημασία στην αρχαιότητα, είναι ζήτημα που αφορά την απόφαση της ΕΔΥ. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο προβαίνει σε κρίση ως προς τη βαρύτητα που θα πρέπει να δοθεί σε κάθε στοιχείο, θα συνιστούσε υποκατάσταση της κρίσης της ΕΔΥ, κάτι που εκπίπτει του ακυρωτικού ελέγχου του Δικαστηρίου.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρούμε ότι ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, εν προκειμένω, η ΕΔΥ ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης (βλ. Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.ά., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερομηνίας 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490).
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΧΤΘ