ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Ι. Παρίζα (κα), ασκούμενη δικηγόρος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες. Θ. Ιωαννίδης, για τις Εφεσίβλητες. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-04-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α. v. KOTSONIS ENTERPRISES LTD κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 86/2015, 4/4/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:C143

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 86/2015)

 

 

4 Απριλίου 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση,

 

και

 

1.   KOTSONIS ENTERPRISES LTD

 

Εφεσίβλητη/Αιτήτρια (Αρ. Υποθ. 1955/2012),

 

2. ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «ΟΡΜΑΝΙ» ΛΤΔ

 

Εφεσίβλητη/Αιτήτρια (Αρ. Υποθ. 1956/2012).

 

 

 

 Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Ι. Παρίζα (κα), ασκούμενη δικηγόρος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.

 

 Θ. Ιωαννίδης, για τις Εφεσίβλητες.

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

______________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία οι συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 1955/2012 και 1956/2012 πέτυχαν και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώθηκε.

 

Με τις προσφυγές αυτές προσβάλλετο ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία εγκρίθηκαν εκ νέου τα Σχέδια των Πολεοδομικών Ζωνών των Διοικητικών Περιοχών Πέρα Χωρίου και Νήσου, οι οποίες εμπίπτουν στη χωροταξική περιοχή της επαρχίας Λευκωσίας, με αναδρομική ισχύ από 21/1/2011, η οποία απόφαση γνωστοποιήθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19/10/2012 (με αρ. 676), δυνάμει της οποίας η Βιομηχανική Ζώνη μετατρέπεται σε Γεωργική Γ3.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώντας ότι υπήρχαν ελλιπή πρακτικά της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων (εφεξής ΕΜΕ), τα οποία δεν επέτρεπαν και/ή δυσχέραιναν την άσκηση δικαστικού ελέγχου, καθώς και στη βάση του ότι εγείρετο ζήτημα κακής συγκρότησης της ΕΜΕ λόγω της απουσίας οποιασδήποτε εξουσιοδότησης του Επάρχου Λευκωσίας προς το μέλος της Χ. Χαραλαμπίδη, ο οποίος προήδρευε της ΕΜΕ και υπέγραψε τα Έντυπα των Ενστάσεων.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του σε ζητήματα τα οποία, όπως ανέφερε, εξέτασε αυτεπάγγελτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμο να υπεισέλθει στην εξέταση των λόγων ουσίας που είχαν προβληθεί και συζητηθεί.

 

Οι Εφεσείοντες με τρεις Λόγους Έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω ελλιπών πρακτικών της ΕΜΕ και ότι εσφαλμένα έκρινε ότι αυτά δεν επέτρεπαν και/ή δυσχέραιναν την άσκηση δικαστικού ελέγχου και/ή τη διαμόρφωση άποψης για τη σύνθεση της ΕΜΕ στις επιμέρους συνεδριάσεις και ότι δεν διαφώτιζαν για την αιτιολογία και το σκεπτικό αξιολόγησης των Ενστάσεων.

 

Με το Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρχε κακή συγκρότηση και/ή αναρμοδιότητα της ΕΜΕ λόγω απουσίας οποιασδήποτε εξουσιοδότησης του Επάρχου Λευκωσίας προς το μέλος Χ. Χαραλαμπίδη, ο οποίος προήδρευε της ΕΜΕ και υπέγραφε τα Έντυπα Μελέτης των Ενστάσεων.

 

Με το Λόγο Έφεσης 3 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξέτασης του θέματος της νόμιμης συγκρότησης και αρμοδιότητας της ΕΜΕ δεν επανάνοιξε την υπόθεση για να ζητήσει από τους διάδικους να τοποθετηθούν και/ή να δώσουν διευκρινίσεις αναφορικά με τα θέματα που αναφέρονται στον πρώτο και δεύτερο Λόγο Έφεσης.

 

Κατά το στάδιο της εκδίκασης της παρούσας Έφεσης και, μετά από σχετικό αίτημα της κας Εργατούδη, εκ μέρους των Εφεσειόντων, δόθηκε άδεια του Εφετείου και κατατέθηκε αριθμός εγγράφων τα οποία στη συνέχεια επισυνάφθηκαν σε συνοδευτική επιστολή της δικηγόρου των Εφεσειόντων, ημερ. 21/2/2022.

 

Ενόψει της κατάθεσης των πιο πάνω εγγράφων, ο Λόγος Έφεσης 3 δεν χρειάζεται να εξετασθεί γιατί έχει καταστεί πλέον άνευ σημασίας.

 

Το ζήτημα της νομικής φυσιογνωμίας της ΕΜΕ καθώς και οι επιπτώσεις που έχει η απόφαση της εξετάστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Θεμιστός Θεμιστού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 616, ECLI:CY:AD:2016:C557 (βλ. και Λαμπριανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 247/2012, ημερ. 28/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:C131). Οι λόγοι ακύρωσης που είχαν προβληθεί πρωτόδικα και απέτυχαν αφορούσαν στη μη τήρηση πρακτικών από την ΕΜΕ και την ύπαρξη διαφόρων ελαττωμάτων που συναρτώνταν με τα πρακτικά. Τα πιο πάνω ο Εφεσείων τα είχε συσχετίσει με «παραβίαση των άρθρων 20-24 του περί των αρχών του διοικητικού δικαίου Νόμων, Ν. 158(Ι)/99, αλλά και γενικότερα με πάγιες νομολογημένες αρχές που αφορούν τη σύνθεση, συγκρότηση και τον τρόπο ενέργειας συλλογικών οργάνων». Από την άλλη, η Εφεσίβλητη είχε υποστηρίξει ότι η ύπαρξη της ΕΜΕ και η συμβουλευτική της συμμετοχή δεν την ανήγαγε σε όργανο αρμοδιότητας, αλλά ούτε σε συλλογικό όργανο που θα έπρεπε να διέπεται από τις πιο πάνω επιταγές, είτε από τη νομολογία είτε από το Νόμο.

Η Ολομέλεια απορρίπτοντας τις θέσεις του Εφεσείοντα αποφάσισε ότι η δημιουργία της Επιτροπής αυτής αποτελούσε «εσωτερικό διοικητικό μέτρο προς υποβοήθηση του Υπουργού στη λήψη απόφασης επί των ενστάσεων αναφορικά με τη γνωστοποίηση της δήλωσης πολιτικής» και, επομένως, «η σύσταση και η συγκρότηση της δεν μπορούσε να ενταχθεί σε επιταγή εκ του Νόμου». Όπως, συναφώς, τονίστηκε «η ύπαρξη της Επιτροπής και η συμβουλευτική της συμμετοχή δεν την ανήγαγε σε όργανο αρμοδιότητας αλλά και ούτε σε συλλογικό όργανο που θα έπρεπε να διέπεται από τις πιο πάνω επιταγές είτε από τη νομολογία είτε από το Νόμο» ως προς τον τρόπο λειτουργίας της. Υπογραμμίστηκε ότι η τελική απόφαση είναι άλλου οργάνου, του αποφασίζοντος οργάνου και «η συμβουλευτική υφή των εισηγήσεων της Επιτροπής ομού με τη ύπαρξη επιταγής εκ του Νόμου για τη συμμετοχή της» δεν οδηγούσε σε ακυρότητα της διαδικασίας λόγω μη εφαρμογής αυστηρού τύπου στις συνεδριάσεις της. Με παραπομπή στην υπόθεση Ράφτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, τονίστηκε ότι εκείνο που εν τέλει είχε σημασία ήταν η ύπαρξη αιτιολογίας στην πράξη του αποφασίζοντος οργάνου. Έγινε δε αναφορά και στον ίδιο το Νόμο 158(Ι)/99, όπου στην ερμηνεία των σχετικών όρων δίδει τις δύο έννοιες ως εξής:

 

««Διοικητική αρχή» σημαίνει διοικητικό όργανο που έχει αποφασιστική αρμοδιότητα,

 

«Διοικητικό όργανο» σημαίνει το μονομελές ή συλλογικό διοικητικό όργανο της κεντρικής διοίκησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που είναι διοικητική αρχή.»

 

Κατέληξε δε στην επισήμανση ότι και εκ του ιδίου του Νόμου απαντάται και δικαιολογείται η διαφοροποίηση μεταξύ οργάνου με αποφασιστική αρμοδιότητα και οργάνου με συμβουλευτική αρμοδιότητα.

 

Στην προκείμενη περίπτωση είναι δεδομένο, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, και όπως ορθά παρατήρησε η συνήγορος των Εφεσειόντων, ότι η ΕΜΕ δεν είναι εκ του Νόμου ή των Κανονισμών απαραίτητο ή θεσμοθετημένο σώμα. Η ύπαρξη της δεν προβλέπεται από νομοθετική ή κανονιστική πρόνοια, αλλά έχει συγκροτηθεί και λειτουργήσει στη βάση Εγκυκλίου του Υπουργού Εσωτερικών η οποία τιτλοφορείται «Αξιολόγηση των Ενστάσεων και Τροποποίηση (Οριστικοποίηση) του Κειμένου της Δήλωσης Πολιτικής και των Ορίων Ανάπτυξης/Πολεοδομικών Ζωνών Δήμων ή Κοινοτήτων της Υπαίθρου».

 

Η ΕΜΕ απαρτιζόταν, όπως φαίνεται από τη σχετική Εγκύκλιο, από τον οικείο Έπαρχο, εκπρόσωπο του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, εκπρόσωπο της Επαρχιακής Ένωσης Κοινοτήτων ή εκπρόσωπο της Ένωσης Δήμων.

 

Ο συμβουλευτικός ρόλος της ΕΜΕ φαίνεται από την Εγκύκλιο του Υπουργού, σύμφωνα με την οποία οι Ενστάσεις θα εξετάζονταν από την ΕΜΕ και στη συνέχεια θα αποστέλλονταν οι εισηγήσεις της στον Υπουργό Εσωτερικών.

 

Ειδικότερα με βάση τη διαδικασία που καθορίστηκε στη σχετική Εγκύκλιο, ο ρόλος της ΕΜΕ ήταν να «υποβάλλει συγκεκριμένες εισηγήσεις στον Υπουργό Εσωτερικών, αναφορικά με τις τροποποιήσεις των Ορίων Ανάπτυξης/Πολεοδομικών Ζωνών που κρίνονταν αναγκαίες και δικαιολογημένες. Οι απόψεις των μελών θα είναι τεκμηριωμένες με βάση τα στοιχεία και θα υποβάλλονταν στον Υπουργό για τη λήψη απόφασης και σε αυτές περιλαμβάνονται και οι ενδεχομένως μειοψηφούσες απόψεις».

 

Με βάση δε το Άρθρο 18(6) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 90/72, εναποτίθεται η αρμοδιότητα μελέτης ενστάσεων στον Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος, κατά πάγια νομολογία δικαιούται να αναθέτει σε υπηρεσιακά ή άλλα όργανα την ευθύνη της συλλογής των στοιχείων, εξέτασης των δεδομένων και υποβολής σε αυτόν εισηγήσεων προς ενημέρωση του, ο οποίος έχει την εξουσία, αλλά και την ευθύνη, να προβεί στις δικές του εισηγήσεις προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελεί και το αρμόδιο όργανο για την τελική απόφαση και οριστικοποίηση του σχεδίου που εκπονείται.

 

Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης 1 αποτέλεσε, ουσιαστικά, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης ενώπιον του πρακτικών που θα του επέτρεπαν να διαμορφώσει άποψη για τη σύνθεση της ΕΜΕ στις επιμέρους συνεδριάσεις, αλλά και διαφώτιζαν για την αιτιολογία και το σκεπτικό αξιολόγησης των Ενστάσεων.

 

Η αναφορά στην πρωτόδικη Απόφαση σε έλλειψη πρακτικών, καθώς και ότι δεν προκύπτει η σύνθεση της Επιτροπής στις επιμέρους συνεδριάσεις κατά τις ημερομηνίες 13/5/2009 και 14/7/2009, δεν είναι ορθή. Με βάση τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί ενώπιον μας ως επισυνημμένα στην επιστολή της Δικηγόρου για τους Εφεσείοντες, ημερ. 21/2/2022, υπό στοιχείο (γ) σε αυτή, προκύπτει ότι σε όλες τις συνεδριάσεις που έλαβαν χώρα με ημερομηνίες 6/4/2009, 13/4/2009, 13/5/2009, 14/7/2010 και 2/9/2010 στις οποίες περιλαμβάνονται και οι πιο πάνω ημερομηνίες, τηρήθηκαν πρακτικά από την Επιτροπή στα οποία καταγράφετο η σύνθεση της. Σύμφωνα με αυτά η Επιτροπή απαρτιζόταν από το Βοηθό Έπαρχο,        Μ. Χαραλαμπίδη, τον εκπρόσωπο του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας, Κ. Αλκείδη και τον εκπρόσωπο της Επαρχιακής Ένωσης Κοινοτήτων, Α. Κωνσταντίνου.

 

Όσον δε αφορά την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διαφαίνεται τι διεμείφθη στην επιτόπια επίσκεψη και συνδιαλλαγή με τον Πρόεδρο και μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου κατά την 6/4/2009, όπως ορθά επεσήμανε η ευπαίδευτη δικηγόρος των Εφεσειόντων, η εν λόγω επίσκεψη τόσο στην περιοχή που αναφέρετο στην Κοινοτική ένσταση όσο και στα τεμάχια για τα οποία είχαν υποβληθεί ιδιωτικές ενστάσεις, αποτελούσε μέρος της έρευνας των μελών της ΕΜΕ, έτσι ώστε αυτά να μπορέσουν να σχηματίσουν καλύτερη καθώς και προσωπική άποψη, τόσο για την ένσταση της Κοινότητας πέρα Χωρίου και Νήσου όσο και για τις υπόλοιπες ενστάσεις. Παρέχετο, εξάλλου, αυτή η δυνατότητα, για διενέργεια επιτόπιας επίσκεψης, με βάση την Εγκύκλιο του Υπουργού Εσωτερικών στην περίπτωση που κάτι τέτοιο κρίνετο αναγκαίο. Υπό αυτά τα δεδομένα δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αναφορά και καταγραφή για το τι διεμείφθη, όπως λανθασμένα, με όλο το σεβασμό, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον επρόκειτο για επίσκεψη καθαρά ερευνητικού χαρακτήρα ώστε τα μέλη της Επιτροπής να είναι σε θέση, μετά και από αυτή τη διαδικασία, να διατυπώσουν τις απόψεις και εισηγήσεις τους, όπως και έγινε στην επόμενη συνεδρία.

 

Όσον αφορά την αιτιολογία και το σκεπτικό αξιολόγησης των ενστάσεων, αποτέλεσε κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προέκυπτε από τα Έντυπα Μελέτης Ενστάσεων «οι επιμέρους τεκμηριωμένες εισηγήσεις των μελών της Επιτροπής, αφού απλώς καταγράφεται η απόρριψη ή μερική αποδοχή των ενστάσεων και πλήρης ικανοποίηση (για την ένσταση του Κοινοτικού Συμβουλίου)».

 

Εξέταση των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον μας αποκαλύπτει ότι οι εισηγήσεις της Επιτροπής, οι οποίες λήφθηκαν ομόφωνα, καταγράφονται στα τελευταία πρακτικά των συνεδριάσεων με ημερομηνία 2/9/2010, καθώς και στα Έντυπα Μελέτης των Ενστάσεων τα οποία αποτέλεσαν μαζί με τα επισυνημμένα σε αυτά σχέδια αναπόσπαστο μέρος τους.

 

Όπως προκύπτει από την εισήγηση της Επιτροπής στο Έντυπο Μελέτης της Ένστασης του Κοινοτικού Συμβουλίου με αρ. Πέρα Χωρίον Νήσου 1/2007, λήφθηκε υπόψη το περιεχόμενο της Ένστασης του Κοινοτικού Συμβουλίου, το οποίο ζητούσε την κατάργηση των Βιομηχανικών Ζωνών, καθώς και οι Ενστάσεις δύο άλλων ιδιοκτητών με αρ. 8/2007 και 9/2007, που ζητούσαν την ένταξη των τεμαχίων τους σε αυτές τις ζώνες. Επιπλέον, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι μετά τη δημοσίευση των Πολεοδομικών Ζωνών και τον καθορισμό της Ζώνης Β1 στην περιοχή για την οποία ενίστατο το Κοινοτικό Συμβούλιο είχε υποβληθεί μόνο μία αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, καθώς και το ότι το μεγαλύτερο ποσοστό γης ανήκε μόνο σε ένα ιδιοκτήτη, αυτόν που είχε υποβάλει και την αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας.

 

Επιπρόσθετα των ανωτέρω η Επιτροπή διερεύνησε και τις τυχόν επιπτώσεις της εισήγησης της και ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν ετίθετο ζήτημα αποζημίωσης των ιδιοκτητών, στην περίπτωση που κατά την οριστικοποίηση των Ζωνών τα ακίνητα τους παρέμεναν στη Ζώνη στην οποία ανήκαν πριν τη Γνωστοποίηση. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, πριν την οριστικοποίηση των απόψεων της, έλαβε υπόψη και την επιστολογραφία μεταξύ του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και της Νομικής Υπηρεσίας η οποία επισυνάπτεται στα πρακτικά ημερ. 2/9/2010, όπου στην παράγραφο 3 καταγράφονται τα εξής:

 

«Μετά από διαβούλευση των Μελών και ανταλλαγή απόψεων τα Μέλη της Επιτροπής, αφού έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με ημερ. 3 Μαρτίου 2010, προς τον Αν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και ιδιαίτερα το νενονός  ότι δεν τίθεται ζήτημα αποζημίωσης των αντίστοιχων ιδιοκτητών στην περίπτωση που κατά την οριστικοποίηση των Ζωνών, τα ακίνητα τους παραμείνουν στη Ζώνη στην οποία ανήκαν πριν τη Γνωστοποίηση, αποφάσισαν να ανακαλέσουν τις αποφάσεις που πήραν στη συνεδρία της ΕΜΕ που έγινε στις 13 Μαίου 2009, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας».

 

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω προκύπτει ότι η Επιτροπή, παρά το ότι δεν διέπετο αυστηρά από τους κανόνες που ορίζουν τη λειτουργία ενός θεσμοθετημένου διοικητικού οργάνου ώστε να ισχύουν οι σχετικές νομολογιακές αρχές όπως αυτές έχουν κωδικοποιηθεί στο Νόμο 158(Ι)/99, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής της συμμετοχής, ακολούθησε την προβλεπόμενη με βάση τη σχετική Εγκύκλιο διαδικασία τηρώντας πρακτικά από τα οποία φαίνεται η επάρκεια της εργασίας της, καθώς και η κατάληξη της επί των ενστάσεων. Όσα δε διαλαμβάνονται τόσο στα πρακτικά όσο και στα Έντυπα Μελέτης των Ενστάσεων, παρέχουν όλο το υλικό ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

 

Έπεται ότι ο πρώτος Λόγος Έφεσης είναι βάσιμος και, συνεπώς, επιτυγχάνει.

 

Με το δεύτερο λόγο Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε κακή συγκρότηση και/ή αναρμοδιότητα της ΕΜΕ λόγω απουσίας οποιασδήποτε εξουσιοδότησης του Επάρχου Λευκωσίας προς το μέλος Χ. Χαραλαμπίδη, ο οποίος προήδρευε της ΕΜΕ και υπέγραφε τα Έντυπα Μελέτης των Ενστάσεων.

 

Για το πιο πάνω ζήτημα η κα Εργατούδη μας παρέπεμψε σε δύο επιστολές του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως απευθυνόμενες προς τον Έπαρχο Λευκωσίας ημερ. 4/12/2008 και 18/12/2008, οι οποίες αναφέρονται στην επιστολή ημερ. 21/2/2022 υπό στοιχείο (β) με την οποία, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, κατατέθηκε ενώπιον μας αριθμός εγγράφων.

 

Όπως προκύπτει, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το υπό εξέταση ζήτημα βασίστηκε στο γεγονός ότι δεν είχε εντοπίσει, όπως ανέφερε, οποιαδήποτε εξουσιοδότηση στους διοικητικούς φακέλους, του Επάρχου προς το μέλος της ΕΜΕ κ. Χαραλαμπίδη.

 

Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι για να υπάρχει νόμιμη εκπροσώπηση κάποιου διοικητικού οργάνου από υφιστάμενο του θα πρέπει να υπάρχει στο διοικητικό φάκελο εξουσιοδότηση προς τον εκπρόσωπο όπως εκπροσωπήσει το ιεραρχικά ανώτερο όργανο του.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μας και που προφανώς δεν υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι στην πρώτη επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς τον Έπαρχο Λευκωσίας ημερ. 4/12/2008, διακρίνεται χειρόγραφη σημείωση με το περιεχόμενο «ΕΠΕΙΓΟΝ, Β.Ε. Παρ. επιληφθείτε», ενώ στη δεύτερη επιστολή                       ημερ. 18/12/2008 χειρόγραφη σημείωση με το περιεχόμενο «Β.Ε.                           κ. Χαραλαμπίδη, κατάλληλη ενέργεια». Για να γίνει αντιληπτή η ενέργεια αυτή θα πρέπει να ιδωθεί υπό το φως των όσων καταγράφονταν στις εν λόγω επιστολές. Όπως προκύπτει, μέσω της πρώτης επιστολής ημερ. 4/12/2008 ο  Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, αφού αναφέρετο ότι κατ' εκείνη τη φάση θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί άμεσα η ΕΜΕ, η οποία αποτελείτο από εκπροσώπους του Επάρχου Λευκωσίας, του Διευθυντή  Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως  και του Προέδρου της Επαρχιακής Ένωσης Κοινοτήτων, ζητούσε από τον Έπαρχο όπως, αφού προηγείτο ο διορισμός των μελών, στη συνέχεια να καλούσε σε συνεδρία την Επιτροπή και να δρομολογήσει την παραπέρα εξέταση των Ενστάσεων σύμφωνα με την ορισθείσα διαδικασία. Απόλυτα σχετική για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των χειρόγραφων σημειώσεων που υπήρχαν είναι και η δεύτερη επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς τον Έπαρχο Λευκωσίας ημερ. 18/12/2008, η οποία αποτελεί και συνέχεια της προηγούμενης με την οποία πληροφορεί τον Έπαρχο ότι ο εκπρόσωπος του Διευθυντή του Τμήματος του στην Επιτροπή είναι ο Κ. Αλκείδης. Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που οι χειρόγραφες σημειώσεις τόσο στην πρώτη επιστολή με τις οδηγίες προς το Βοηθό Έπαρχο να «επιληφθεί», όσο και στη δεύτερη με την οποία ονομαστικά, πλέον, καλείται ο Βοηθός Έπαρχος (Β.Ε.) να προβεί σε «κατάλληλη ενέργεια», δίδουν και το στίγμα της εξουσιοδότησης για εκπροσώπηση του ιεραρχικά ανώτερου οργάνου, δηλ. του Επάρχου από τον αντιπρόσωπο του, Βοηθό Έπαρχο.

 

Είναι προφανές ότι πιο πάνω χειρόγραφες σημειώσεις στις πιο πάνω επιστολές που αφορούσαν το θέμα της συγκρότησης της ΕΜΕ και οι οποίες διαβιβάστηκαν στον κ. Χαραλαμπίδη, Βοηθό Έπαρχο, για να επιληφθεί του θέματος με κατάλληλη ενέργεια, συνιστούσαν εξουσιοδότηση του Επάρχου σχετικά με την εκπροσώπησή του στην ΕΜΕ.

 

Η απόφαση Ακίνητα Λ.Α.Κ. Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1372/2011, ημερ. 5/9/2013, την οποία είχε επικαλεστεί το πρωτόδικο Δικαστήριο για το υπό συζήτηση ζήτημα, διαφοροποιείται επί των γεγονότων της εφόσον εκεί ήταν δεδομένη η μη ύπαρξη στο διοικητικό φάκελο οποιασδήποτε εξουσιοδότησης.

 

Στη βάση των πιο πάνω και ο δεύτερος Λόγος Έφεσης είναι βάσιμος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται. Οι προσφυγές παραπέμπονται στο Διοικητικό Δικαστήριο για εκδίκαση επί των υπολοίπων λόγων ακύρωσης, κατά προτεραιότητα.

 

Τα έξοδα της Έφεσης €2.000 επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων. Τα πρωτόδικα έξοδα παραμένουν στην πορεία των προσφυγών.

 

                                             Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                               

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο