ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:C142
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 8/2015 και 44/2016)
4 Απριλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 8/2015
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
Χ. ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσίβλητης.
Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 44/2016
Χ. ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
____________________
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες στην 8/15 και Εφεσίβλητους στην 44/16.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη στην 8/15 και Εφεσείουσα στην 44/16.
Ρ. Πασιουρτίδη για Α. Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, για το Ενδ. Μέρος στην 44/16.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του, στις αποφάσεις Aspis Holdings Public Company Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1589/09, ημερ. 12.8.2011 και Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, Υποθ. Αρ. 570/09, ημερ. 15.3.2012, διαμόρφωσε το πλαίσιο των δεδομένων των ενώπιόν μας Αναθεωρητικών Εφέσεων. Η παράθεση των ουσιαστικών, συμπλεκόμενων, γεγονότων των υπό αναφορά υποθέσεων, θα διαφωτίσει σχετικά:
Η Χ. Χρίστου (η Χρίστου), Επίκουρος Καθηγήτρια του Τμήματος Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, διορίστηκε με την υπ΄ αρ. 70.634 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (ΥΣ), ημερ. 16.6.2010, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών, ως Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (η Επιτροπή) για πενταετή θητεία από 23.7.2010 μέχρι 22.7.2015.
Ακολούθησε η απόφαση Aspis (ανωτέρω), όπου κρίθηκε ότι ο διορισμός των μελών της Επιτροπής, (στα οποία δεν συγκαταλεγόταν η Χρίστου, δεδομένου ότι δεν συμμετείχε στη σύνθεσή της, αφού διορίστηκε αργότερα, στις 16.6.2010, ήτοι μετά την καταχώρηση της σχετικής προσφυγής 1589/09), ήταν αντίθετος με το ΄Αρθρο 11(2) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου, Ν. 73(Ι)/09 (ο Νόμος), καθότι δεν εξηγείται πώς τα συγκεκριμένα πρόσωπα διέθεταν το προβλεπόμενο προσόν της «εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στη χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά».
Ως απόρροια, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με επιστολή του ημερ. 30.8.2011, γνωμάτευσε ότι θα έπρεπε να ανακληθούν οι αποφάσεις του ΥΣ για διορισμό όλων των μελών της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης και της απόφασης 70.634 για διορισμό της Χρίστου.
Με αυτά τα δεδομένα, το ΥΣ στη συνεδρία του ημερ. 14.9.2011 και κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονομικών, ενεργώντας σύμφωνα με το ΄Αρθρο 17(δ) του Νόμου, ανακάλεσε με την υπ΄ αρ. 72.578 απόφασή του, τους διορισμούς όλων των Μελών του Συμβουλίου της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης της Χρίστου. Μετέπειτα, το ΥΣ αφού εξέτασε τα προσόντα, την πείρα και την κατάρτιση των προτεινόμενων προσώπων, έκρινε ότι αυτά πληρούσαν τις απαιτήσεις του ΄Αρθρου 11 του Νόμου και διόρισε τα νέα μέλη της Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και τον Α. Ανδρέου ως Αντιπρόεδρο, για το υπόλοιπο της θητείας της Χρίστου, ήτοι από 28.9.2011 μέχρι 22.7.2015.
Ως αποτέλεσμα, η Χρίστου καταχώρησε, στις 23.11.2011, την προσφυγή 1539/2011, επιδιώκοντας την ακύρωση της ανάκλησης του διορισμού της στη θέση Αντιπροέδρου στην Επιτροπή. Η επιτυχής κατάληξη στην προσφυγή αυτή συνιστά το αντικείμενο της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης 8/15. Μετά την καταχώριση της εν λόγω προσφυγής, το ΥΣ, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών και συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισε, στις 20.6.2012, να ανακαλέσει την απόφαση του υπ' αρ. 72.578 για την ανάκληση του διορισμού της Χρίστου. Αυτά κατ΄ αναλογία των αποφασισθέντων και προς συμμόρφωση με τον λόγο της Ανδρέου (ανωτέρω), όπου ακυρώθηκε, ως μη νόμιμη, η συγκρότηση του ΥΣ ένεκα της συμμετοχής του Κυβερνητικού Εκπροσώπου και του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις που έλαβε κατά τον ουσιώδη χρόνο να καθίστανται άκυρες, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. Αποφάσισε, παράλληλα, να παραχωρήσει στη Χρίστου το δικαίωμα ακρόασης, με γραπτή υποβολή των θέσεων της, αναφορικά με το ενδεχόμενο ανάκλησης της απόφασης αρ. 70.634, ημερομηνίας 16.6.2010, για το διορισμό της.
H Χρίστου υπέβαλε, μέσω δικηγόρου, τις απόψεις της και στις 3.9.2012 το ΥΣ, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας στην προσφυγή 1539/2011, αποφάσισε να ανακαλέσει εκ νέου την αρχική απόφαση (αρ. 70.634) διορισμού της και να διορίσει στη θέση του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής, τον προταθέντα από τον Υπουργό Οικονομικών, Α. Ανδρέου, Ε/Μ στην ΑΕ 44/16, από τις 28.9.2011 μέχρι τις 22.7.2015. Η εν λόγω ανάκληση αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 1822/12, το αποτέλεσμα της οποίας αφορά την ΑΕ 44/16.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/2015
Ως ήδη λέχθηκε, η πρώτη ανάκληση διορισμού της Χρίστου, ημερ. 14.9.2011, προσβλήθηκε με την προσφυγή 1539/2011, η έκβαση της οποίας αφορά την παρούσα Αναθεωρητική ΄Εφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του (αφού διαπίστωσε ότι η Χρίστου /αιτήτρια /Εφεσίβλητη διατηρούσε, στη βάση ύπαρξης κατάλοιπου ζημιάς, το έννομο συμφέρον της προς συνέχιση της δίκης, παρά την, εν τω μεταξύ, ανάκληση της επίδικης ανακλητικής πράξης), ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι, εφόσον επρόκειτο δια δυσμενή πράξη, θα έπρεπε να είχε δοθεί στην αιτήτρια το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης.
Οι τρεις ενώπιόν μας λόγοι έφεσης είναι επάλληλοι και άμεσα συναρτώμενοι με τα γεγονότα που ακολούθησαν και τα οποία οδήγησαν στην ανακλητική πράξη ημερ. 20.6.2012 και στην εκ νέου, τελική, ανάκληση, στις 3.9.2012, του διορισμού της Χρίστου. Ανάκληση η οποία είχε αναδρομική ισχύ, ήτοι από 16.6.2010.
Προβάλλουν, συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε περί ύπαρξης κατάλοιπου ζημιάς της προσβαλλόμενης ανακλητικής πράξης, εισηγούμενοι ότι η όποια ζημιά τυχόν υπήρξε εξαλείφθηκε από τη μεταγενέστερη ανάκληση, της 20.6.2012. Θέτουν, επιπρόσθετα, ότι η εκ νέου ανάκληση του διορισμού της Εφεσίβλητης στις 3.9.2012, με αναδρομική ισχύ από 16.6.2010, αντικείμενο της προσφυγής αρ. 1822/2012, επιδρά καταλυτικά και στην παρούσα διαδικασία. Σύμφωνα με τη θέση τους, η όποια τελεσίδικη απόφαση επί της προσφυγής αυτής θα επέλυε και το νομικό ερώτημα στην υπό έφεση υπόθεση.
Αναπτύσσοντας σχετικά, εισηγούνται οι Εφεσείοντες ότι καμία υποχρέωση είχαν να προβούν σε αναδρομική καταβολή των δικαιωμάτων της Εφεσίβλητης μετά την πρώτη ανάκληση του διορισμού της, δεδομένης της εκ νέου ανάκλησης ημερ. 3.9.2012 και, συνεπώς, οι όποιες αξιώσεις της θα κριθούν στα πλαίσια της δικαστικής αμφισβήτησης, μέσω της 1822/2012, της τελικής ανάκλησης. Ήτοι, σε περίπτωση έκδοσης ακυρωτικής απόφασης, η Εφεσίβλητη θα μπορέσει να αξιώσει εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία δυνάμει του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος, άλλως, σε περίπτωση αποτυχίας της Εφεσίβλητης, ως προς την προσβολή της τελικής ανάκλησής της, δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί κατάλοιπο ζημιάς.
Όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ανάκληση, την 20.6.2012, της υπό εξέταση ανακλητικής πράξης, ημερ. 14.9.2011, αποκατέστησε τη νομιμότητα σχετικά με την υφιστάμενη νομική κατάσταση, την οποία είχε ανατρέψει η παράνομη ανακλητική πράξη. Κατέληξε όμως ότι δεν επήλθε κατάργηση της δίκης, αφού έκρινε πως είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημιάς κατά τη διάρκεια της ισχύος της ανακληθείσας πράξεως. Τα παραχθέντα ζημιογόνα αποτελέσματα, δεν εξαλείφθηκαν σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ανάκλησή της. Ως τέτοια, καθορίστηκαν η αναδρομική καταβολή των δικαιωμάτων που συνεπαγόταν η κατοχή της επίδικης θέσης.
Το γεγονός της ανάκλησης της παράνομης ανακλητικής απόφασης του ΥΣ, που οδήγησε στην αναβίωση της αρχικής πράξης του διορισμού της Εφεσίβλητης στη θέση του Αντιπροέδρου της Επιτροπής, ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως καταγράφεται και στην προσβαλλόμενη απόφασή του. Ενώπιόν του βρισκόταν επίσης και η νέα νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε, ένεκα της ανάκλησης εκ νέου, στις 3.9.2012, της αρχικής απόφασης αρ. 70.634 διορισμού της Εφεσίβλητης από το ΥΣ. Όπως σημειώνει σχετικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εκ νέου ανάκληση και ο διορισμός του Ανδρέου στη θέση Αντιπροέδρου, αποτελούσε και το αντικείμενο της προσφυγής αρ. 1822/2012, που κατά τον χρόνο εκείνο εκκρεμούσε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, ο πυρήνας των εξεταζόμενων λόγων έφεσης είναι βάσιμος. Η εκ νέου ανάκληση, στις 3.9.2012, του διορισμού της Εφεσίβλητης - η οποία ακολούθησε την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης, που είχε εν τω μεταξύ δοθεί στην Εφεσίβλητη, η οποία υπέβαλε γραπτώς τις θέσεις της αναφορικά με το ενδεχόμενο νέας ανάκλησης - επιδρούσε καταλυτικά ως προς την πορεία και το αποτέλεσμα της προσφυγής 1539/2011. Η υπό αναφορά υπόθεση είχε απωλέσει πλέον το αντικείμενό της και, υπό το φως του συνόλου των ιδιόμορφων γεγονότων που καλύπτουν την περίπτωση, τυχόν ζήτημα ζημιογόνων συνεπειών συναρτάτο πλέον άμεσα με τα όσα ακολούθησαν και την τελική κατάληξη της προσφυγής 1822/2012. Συνεπώς, η επακολουθήσασα ανάκληση επέφερε, ως αναπόφευκτη πλέον συνέπεια, την κατάργηση της υπό εκκρεμότητα δίκης.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 44/2016
Όπως ήδη λέχθηκε, αντικείμενο της υπό αναφορά έφεσης, συνιστά η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την προσφυγή 1822/2012, επί της εκ νέου ανάκλησης από το ΥΣ, στις 3.9.2012, της αρχικής απόφασης αρ. 70.634, διορισμού της Χρίστου/Εφεσείουσας στη θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνοντας ως καθόλα νόμιμη την εν λόγω πράξη, ήτοι την εκ νέου ανάκληση, απέρριψε το σύνολο των ενώπιόν του λόγων ακύρωσης.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση με τέσσερις λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο, όπως ορθά προβάλλει η αντίδικη πλευρά, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1539/2011 - με την οποία, ως ήδη λέχθηκε, ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση ανάκλησης του διορισμού της Εφεσείουσας - η Εφεσίβλητη όφειλε να προβεί σε επανεξέταση και ότι η εκ νέου ανακλητική απόφαση, ως προσβλήθηκε με την προσφυγή 1822/2012, θα έπρεπε να «συν-ακυρωθεί».
Πλην όμως, όπως ορθά αντικρίσθηκε το υπό εξέταση ζήτημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρόκειται για δύο ανεξάρτητες και αυτοτελείς διοικητικές πράξεις. Με την ανάκληση της ανακλητικής του διορισμού της Εφεσείουσας πράξης, όπως τονίζεται και στην απόφαση επί της προσφυγής 1539/2011, αποκαταστάθηκε η νομιμότητα σχετικά με την υφιστάμενη νομική κατάσταση, την οποία ανέτρεψε η παράνομη ανακλητική του διορισμού πράξη. Η έκδοση ακυρωτικής απόφασης στην 1539/2011, λόγω διαπιστωθείσας ύπαρξης κατάλοιπου ζημιάς, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η προσβληθείσα απόφαση είχε ήδη ανακληθεί και είχε ήδη εξαφανισθεί εξ υπαρχής. Ως εκ τούτου, η θέση της Εφεσείουσας περί επανεξέτασης παραμένει μετέωρη, αφού με δεδομένη την ανάκληση της προσβληθείσας απόφασης δεν απέμεινε οτιδήποτε προς επανεξέταση. Κατ΄ αντιστοιχία μας βρίσκει σύμφωνους η πρωτόδικη κατάληξη επί του θέματος, σύμφωνα με την οποία:
«Την ίδια θεώρηση έχω και ως προς τον έτερο ισχυρισμό ότι το ΥΣ θα πρέπει να προβεί σε επανεξέταση και όχι ανάκληση. Ό,τι προωθείται με το αιτητικό Α είναι ότι κατόπιν επανεξέτασης ανακλήθηκε εκ νέου αυθαίρετα η απόφαση των καθ΄ ων με την οποία διορίστηκε η αιτήτρια ως Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, δεν αποδίδει την κατάσταση πραγμάτων ως είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επρόκειτο, θεωρώ, για δύο ανακλητικές πράξεις, οπότε το ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί κάτω από τις αρχές της ανάκλησης παράνομης ή νόμιμης, αναλόγως, διοικητικής πράξης.
Καθίσταται σαφές σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (2006) 3 A.A.Δ. 430, 439, ότι η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χρίστου (ανωτέρω) αφορούσε την πρώτη ανάκληση και μόνο. Η επίδικη απόφαση ημερ. 3.9.2012 με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός της αιτήτριας και διορίστηκε το ΕΜ στη θέση Αντιπροέδρου, αφορούν ανεξάρτητη διαδικασία που ως τέτοια και θα πρέπει να εξεταστεί.
Ανεξαρτήτως της ανάκλησης της πράξης ή απόφασης, αν κατά τη διάρκεια της ισχύος της έχουν παραχθεί αποτελέσματα ζημιογόνα για τον αιτητή, που δεν αντιμετωπίστηκαν ή εξαλείφθηκαν με την ανάκληση, η προσφυγή πρέπει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση, ώστε ο αιτητής να προωθήσει το αίτημα του για αποζημιώσεις (κατάλοιπο ζημιάς), όπως και έπραξε το Δικαστήριο στην Χρίστου (ανωτέρω) δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Στερείται συνεπώς η αιτήτρια εννόμου συμφέροντος να προωθεί εκ νέου ζητήματα που άπτονται της πρώτης ακυρωτικής απόφασης.»
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3, λόγω της συνάφειάς τους, αναπτύχθηκαν σε μία ενότητα από τους ευπαίδευτους συνήγορους. Πραγματεύονται τις προεκτάσεις της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση Aspis (ανωτέρω), σε αναφορά με την ανάκληση του διορισμού της Εφεσείουσας και την επιτυχή, διά της προσφυγής 1539/2011, ακύρωση της απόλυσής της. Τίθεται ότι βρισκόμαστε ενώπιον παραγνώρισης δεδικασμένου που προέκυψε από την πιο πάνω προσφυγή, καθώς επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν επιτρεπτή.
Η αδελφή πρωτόδικος Δικαστής, αφού παρέθεσε τη νομική διάσταση που καλύπτει το ζήτημα της ανάκλησης διοικητικών πράξεων (Καλλιμάχου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 135, Χρ. Καγιάς & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3329, Μεταξά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1711, Παρτζιώτης ν. ΣΕΚΕΠ (2005) 3 ΑΑΔ 303), επικέντρωσε την προσοχή της στα όσα καλύπτουν τη συγκεκριμένη περίπτωση και κατέληξε ως εξής:
«Από τα στοιχεία του φακέλου και από την όλη διαδρομή των αποφάσεων και ανακλήσεων του ΥΣ θεωρώ ότι η ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν καθόλα νόμιμη, όπως προκύπτει από το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων και επιβάλλετο προς αποκατάσταση της νομιμότητας, αφού η παρανομία της ανακληθείσας πράξης ήταν εμφανής και επιβεβαιώνετο πλήρως από τα λεχθέντα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Aspis (ανωτέρω) που αφορούσε το ίδιο ακριβώς ζήτημα. Το ΥΣ μόλις διαπίστωσε την παρανομία ενήργησε μέσα στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και επανόρθωσε εγκαίρως ανακαλώντας την πράξη αυτή (Μεταξά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1711, 1725).
Αναμφίβολα η διατήρηση της αιτήτριας στη θέση της Αντιπροέδρου του Συμβουλίου με δεδομένο το λόγο (ratio) της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Aspis και Ανδρέου (ανωτέρω) πλήττει θεμελιώδεις θεσμούς της έννομης διοίκησης (Παρτζιώτης ν. ΣΕΚΕΠ (2005) 3 Α.Α.Δ. 303, 306). Η συνέχιση μιας τέτοιας παρανομίας δεν θα μπορούσε να επιτραπεί, εφόσον αν δεν ανακαλείτο ο διορισμός της, όλες οι αποφάσεις που θα λάμβανε η Επιτροπή με σύνθεση στην οποία η ίδια θα μετείχε, θα υπόκειντο σε ακύρωση ως παράνομες.»
Η πρωτόδικη κρίση είναι ορθή. Η ουσία των εισηγήσεων του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσείουσα περιστρεφόταν γύρω από τη θέση ότι η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Aspis δεν αφορούσε το διορισμό της Εφεσείουσας, αφού αυτή, όπως είναι άλλωστε παραδεκτό, δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των εμπλεκομένων μερών της εν λόγω υπόθεσης.
Όπως ήδη λέχθηκε, στην υπόθεση Aspis, με νομικό έρεισμα το ΄Αρθρο 11(2) του Νόμου (περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου του 2009 Ν.73(Ι)/2009), κρίθηκε ότι στα έγγραφα διορισμού των Μελών της Επιτροπής δεν υπήρχε οποιαδήποτε εξήγηση για την κατοχή εκ μέρους τους των απαιτούμενων από το Νόμο προσόντων. Με βάση τα όσα αποφασίστηκαν στην Aspis, ο Γενικός Εισαγγελέας, με γνωμάτευσή του ημερ. 30.8.2011, παρά το γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν μετείχε στη σύνθεση της Επιτροπής κατά τον ουσιώδη χρόνο, συμβούλευσε για την ανάκληση και της απόφασης διορισμού της «... αφού ο διορισμός της πάσχει για τους ίδιους λόγους για τους οποίους θεωρήθηκε ότι πάσχει ο διορισμός των μελών που έλαβαν μέρος κατά τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης.».
Το κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι ο δικαστικός λόγος της Aspis τύγχανε πλήρους εφαρμογής και στην απόφαση του διορισμού της Εφεσείουσας, αφού στα έγγραφα διορισμού της δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στα απαιτούμενα από το Νόμο προσόντα και πως τα κατείχε η Εφεσείουσα. Πιο συγκεκριμένα, δεν τεκμηριωνόταν η συνδρομή στο πρόσωπό της της «εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στη χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά». Κατά προέκταση, η απόφαση διορισμού της έπασχε για τους ίδιους λόγους για τους οποίους θεωρήθηκε ότι έπασχε και ο διορισμός των εμπλεκομένων στην υπόθεση Aspis προσώπων. Με αυτό ως δεδομένο, η μη ανάκληση του διορισμού της Εφεσείουσας θα είχε ως αναπόφευκτο παρεπόμενο το μίασμα και την συνακόλουθη ακύρωση όλων των αποφάσεων που θα λάμβανε η Επιτροπή με σύνθεση στην οποία θα μετείχε η Εφεσείουσα.
Υπό το φως των πιο πάνω, προέβαλλε ως επιβεβλημένη, προς αποκατάσταση της νομιμότητας, η ανάκληση του διορισμού της Εφεσείουσας. Παρεμβάλλουμε ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ανάκληση έγινε εντός ευλόγου χρόνου. Συνεπώς, το ζήτημα του χρόνου δεν τίθεται προς εξέταση στο παρόν στάδιο.
Στη βάση των ανωτέρω δεδομένων, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τυχόν διατήρηση της Εφεσείουσας στη θέση της Αντιπροέδρου της Επιτροπής θα έπληττε θεμελιώδεις θεσμούς της έννομης διοίκησης και πως η συνέχιση μιας τέτοιας παρανομίας δεν θα μπορούσε να επιτραπεί. Το ΥΣ καθηκόντως και πλήρως αιτιολογημένα ανακάλεσε την διοικητική πράξη διορισμού της Εφεσείουσας. Πράξη παράνομη εκ των πραγμάτων, αφού, όπως προαναφέραμε, τυχόν προσβολή των αποφάσεων της Επιτροπής στην οποία θα μετείχε η Εφεσείουσα, θα οδηγούσε στην ακύρωσή τους, για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι το ΥΣ, έχοντας κατά νουν τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα και το δεσμευτικό δεδικασμένο της απόφασης Aspis, υποχρεούτο στη λήψη της επίδικης απόφασης και πως εσφαλμένα έκρινε ότι μετά την ακυρωτική απόφαση στην 1539/2011 ακούστηκε πλήρως η Εφεσείουσα.
Η σχετική επί του θέματος κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:
«Η θέση της αιτήτριας ότι το ΥΣ απεμπόλησε τις αρμοδιότητες του και δέσμια υιοθέτησε τις εσφαλμένες γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα - εξωγενές στοιχείο - δεν ευσταθούν. Ο Γενικός Εισαγγελέας ως ο νομικός σύμβουλος της εκτελεστικής εξουσίας μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Aspis (ανωτέρω) έδωσε νομική του συμβουλή σχετικά με τη νομιμότητα του διορισμού της αιτήτριας, την οποία είχε ενώπιον του το ΥΣ κατά τη λήψη της δικής του απόφασης.
Εκ των πραγμάτων το ΥΣ έχοντας κατά νου τη γνωμάτευση από το Νομικό Σύμβουλο της Εκτελεστικής Εξουσίας (Γενικό Εισαγγελέα) και το δεσμευτικό δικαστικό λόγο - η απόφαση της Aspis δεν εφεσιβλήθη - υποχρεούτο εκ των πραγμάτων στη λήψη της απόφασης για ανάκληση. Με την ανάκληση αποκαταστάθηκε η νομιμότητα και απετράπησαν ενδεχόμενοι κίνδυνοι προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί δεν της δόθηκε το δικαίωμα για προηγούμενη ακρόαση, πριν την ανάκληση του διορισμού της, ως δυσμενούς πράξης και κατά παράβαση της ισχύουσας νομολογίας.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός θα πρέπει ν΄ απορριφθεί. Το ΥΣ κατά τη συνεδρία του ημερ. 20.6.2012 αποφάσισε πρώτα να ανακαλέσει την απόφαση του ημερ. 14.9.2011 και προτού προβεί σε ενδεχόμενη εκ νέου ανάκληση, να παραχωρήσει στην αιτήτρια δικαίωμα ακρόασης, ζητώντας της να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις ή και παραστάσεις της αναφορικά με το ενδεχόμενο ανάκλησης της απόφασης ημερ. 16.6.2010 με την οποία διορίστηκε στη θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής.
Με επιστολή τους ημερ. 28.6.2012 οι καθ΄ ων η αίτηση ενημέρωσαν την αιτήτρια για την πιο πάνω απόφαση τους, πληροφορώντας την παράλληλα και για το ενδεχόμενο ανάκλησης του διορισμού της.
Επομένως δόθηκε στην αιτήτρια το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, της υποβολής των θέσεων της γραπτώς, ως δυσμενούς για την ίδια πράξης (Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675, 681), πράγμα που η αιτήτρια έπραξε με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 9.8.2012.»
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσείουσα επί των εξεταζόμενων ζητημάτων. Πέραν των όσων καταγράψαμε κατά την ανάλυση των προηγούμενων λόγων έφεσης, τονίζουμε τα ακόλουθα:
Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως ο νομικός σύμβουλος του κράτους, συμβούλευσε σχετικά με τη νομιμότητα του διορισμού της Εφεσείουσας στην επίδικη θέση μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Aspis (ανωτέρω). Το ΥΣ συντάχθηκε με την ορθότητα της εν λόγω γνωμάτευσης. Επί του προκειμένου, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το μεμπτό. Η αναζήτηση των απόψεων του νομικού συμβούλου του κράτους δεν συνιστά υποκατάσταση είτε της ευθύνης, είτε της τελικής κρίσης του αρμοδίου οργάνου, ήτοι του ΥΣ. Συνιστούσε απαραίτητη βοήθεια επί νομικού ζητήματος το οποίο προέκυψε μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως και όχι απεμπόληση εξουσίας, την οποία, ως επιβεβαιώνουν τα γεγονότα, άσκησε το ΥΣ, λαμβάνοντας υπόψη τα αντικειμενικά δεδομένα που προέκυψαν ως απόρροια του λόγου της Aspis. Εντέλει, ο δεσμευτικός λόγος της Aspis επέβαλλε τη λήψη απόφασης για ανάκληση προς αποκατάσταση της νομιμότητας, αλλά και αποτροπής ενδεχομένων κινδύνων προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Περαιτέρω, η Εφεσείουσα ενημερώθηκε, στις 28.6.2012, για το ενδεχόμενο εκ νέου ανάκλησης του διορισμού της και της ζητήθηκε, παρά το αναγκαίο της ανάκλησης (Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 675), η υποβολή, γραπτώς, των θέσεων ή και παραστάσεών της, αναφορικά με το ζήτημα αυτό. Ανάλογα ενεργώντας η Εφεσείουσα έθεσε τους ισχυρισμούς της με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 9.8.2012. Προκύπτει από το περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών ότι η Εφεσείουσα ήταν πλήρως ενήμερη για το φάσμα των γεγονότων που αφορούσαν τους λόγους ανάκλησης της πράξης διορισμού της και, έχοντας σφαιρική γνώση όλων των δεδομένων, παρέθεσε τις απόψεις της.
Υπό το πρίσμα όλων των πιο πάνω, το σύνολο των λόγων έφεσης απορρίπτεται.
Καταληκτικά, η έφεση 8/2015 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα ακυρώνεται. Η έφεση 44/2016 απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εις βάρος της Χρίστου, καθοριζόμενα στο συνολικό ποσό των €2.500, σε σχέση και με τις δύο εφέσεις.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΦ.