ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας Α.Σ. Αγγελίδης για Α.Σ Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα κα Δ. Εργατούδη για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-03-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Aναθεωρητική Έφεση αρ. 65/2015, 1/3/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:C83

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (Aναθεωρητική Έφεση αρ. 65/2015)

 

1η Μαρτίου, 2022

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, IΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

XXX ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

                             Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω

                   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ/Η

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

Εφεσίβλητη.

 

........

Α.Σ. Αγγελίδης για Α.Σ Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα

 

κα Δ. Εργατούδη για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη

......

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

......

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (στο εξής η «πρωτόδικη απόφαση») με την οποίαν απορρίφθηκε η προσφυγή, την οποία καταχώρησε ο εφεσείων και αξίωνε δήλωση ότι η πράξη της εφεσίβλητης ημερ. 2/8/2011 με την οποία αποφάσισε «αυθαίρετα» την ακύρωση του Διαγωνισμού (προσφορά ΤΠΑ 10/2007) «είναι άκυρη και παράνομη».

 

Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την υπόθεση, κρίνεται απαραίτητο να καταγραφούν προς πληρέστερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων, καθόσον διαγράφουν μια χρονική περίοδο τεσσάρων ετών με έναρξη το 2007 και αφορούν αποφάσεις τόσο Διοικητικής Αρχής όσο και Δικαστηρίων.

 

Το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, (το «Τμήμα»), με προκήρυξη που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.3.2007, ζήτησε προσφορές για την παροχή διαφόρων υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και ενός Εμπειρογνώμονα Ανάπτυξης Λειτουργικών Διαδικασιών (Εναέριας Κυκλοφορίας), για περίοδο τριών χρόνων, με δικαίωμα ανανέωσης για ακόμα δύο χρόνια.

 

Ο αιτητής ήταν ο μοναδικός προσφοροδότης και σύμφωνα με την έκθεση της τριμελούς Επιτροπής Αξιολόγησης, (η «Επιτροπή») πληρούσε όλους τους όρους της προσφοράς.  Παρόλα αυτά, ενεργώντας σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής ημερομηνίας 31.8.2007, το Τμήμα αποφάσισε την ακύρωση του διαγωνισμού, καθότι οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτός προκηρύχθηκε είχαν διαφοροποιηθεί, σε βαθμό που το αντικείμενό του δεν ήταν πλέον αναγκαίο.

 

Ο αιτητής πληροφορήθηκε για την πιο πάνω απόφαση με σχετική επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος, ημερομηνίας 6.9.2007.  Καταχώρησε στη συνέχεια ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφυγών - (Ιεραρχική Προσφυγή 68/2007) - ισχυριζόμενος ότι η ακύρωση της προσφοράς έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο καθότι  μόνο αρμόδιο όργανο ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο,  η ακύρωση ή/και ανάκλησή του διαγωνισμού ήταν αναιτιολόγητη και βρισκόταν σε διάσταση με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές και, τέλος, ότι ο ίδιος στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης.  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, αποφάσισε, στις 9.11.2007, την αποδοχή της ιεραρχικής προσφυγής και την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης του Τμήματος, κρίνοντας  ότι η αιτιολογία που δόθηκε για την ακύρωση του διαγωνισμού δεν ήταν «ούτε ικανοποιητική ούτε επαρκής».

 

Ακολούθησε προσφυγή την οποία καταχώρισε ο αιτητής εναντίον της κατ' ισχυρισμό, παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να προχωρήσουν σε επανεξέταση του θέματος και κατακύρωση της προσφοράς (Προσφυγή Αρ. 62/08),  η οποία αποσύρθηκε στις 3.9.2009, αφού, στο μεταξύ, ο Διευθυντής του Τμήματος, με επιστολή του ημερομηνίας 24.2.2009, κάλεσε τα μέλη της Επιτροπής να συνεδριάσουν για την επανεξέταση του επίδικου διαγωνισμού.

 

Η Επιτροπή συνεδρίασε στις 4.3.2009, και, όπως κατέγραψε στα πρακτικά της, δεν ήταν εφικτή οποιαδήποτε επανεξέταση του διαγωνισμού, για το λόγο ότι ενόψει του χρόνου που διέρρευσε από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, οι ανάγκες του Τμήματος για μίσθωση υπηρεσιών ενός Εμπειρογνώμονα Ανάπτυξης Λειτουργικών Διαδικασιών είχαν εκλείψει, καθώς είχαν καλυφθεί από τους δύο μόνιμους Ελεγκτές Εναέριας Κυκλοφορίας, τους οποίους το Τμήμα είχε εκπαιδεύσει στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας της Ελλάδας και σε άλλους Διεθνείς Οργανισμούς και οι οποίοι είχαν οργανώσει ομάδα και είχαν πλήρη θεωρητική γνώση και πρακτική εξάσκηση επί του αντικειμένου.  Κατά την Επιτροπή, δεν υπήρχε δυνατότητα αποκατάστασης των πραγμάτων όπως αυτά είχαν πριν την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης, εφόσον ο σκοπός της προκήρυξης του διαγωνισμού, δηλαδή η άμεση και προσωρινή κάλυψη μονίμων αναγκών του Τμήματος μέσω της προσωρινής παροχής με τη μορφή Συμβολαίου Αγοράς Υπηρεσιών, δεν υφίστατο πλέον, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αντικείμενο επανεξέτασης.  Έκρινε, επίσης, ότι υπήρχε αδυναμία επανεξέτασης και για το λόγο ότι το Γενικό Λογιστήριο, ως αρμόδια αρχή των δημοσίων συμβάσεων, με σχετική επιστολή του προς το Τμήμα, ημερομηνίας 7.2.2008, είχε τονίσει πως η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε για τη μίσθωση υπηρεσιών παραβίαζε τις βασικές αρχές των δημοσίων συμβάσεων και τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο του 2006, (Ν. 12(Ι)/2006), και ότι δεν θα έπρεπε η διαδικασία αυτή των δημοσίων συμβάσεων να χρησιμοποιείται για την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη μονίμων υπηρεσιακών αναγκών, εφιστώντας την προσοχή του σε μελλοντικούς διαγωνισμούς.

 

Ο εφεσείων αφού ενημερώθηκε για την πιο πάνω απόφαση με επιστολή ημερομηνίας 6.3.2009, πέτυχε την ακύρωση της με την προσφυγή υπ΄ αριθμό 537/2009.  Το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας  31.3.2011 έκρινε, αφενός, ότι ο λόγος που προβλήθηκε για να δικαιολογηθεί το αδύνατο της επανεξέτασης αναγόταν στον χρόνο που μεσολάβησε από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή παραβίαζε το πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, και αφετέρου, ότι είχε επαναληφθεί σχεδόν αυτούσια  η ίδια αιτιολογία που είχε δοθεί στην αρχική απόφαση για την ακύρωση της προσφοράς και κρίθηκε ως ανεπαρκής από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών.

 

Η Επιτροπή προχώρησε σε επανεξέταση κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης και αποφάσισε, αφού επανεξέτασε το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον της, ότι η τότε απόφαση για ακύρωση του διαγωνισμού ήταν ορθά εκτιμημένη και δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις.  Υιοθετώντας την εισήγηση της Επιτροπής, το Τμήμα αποφάσισε την εκ νέου ακύρωση του διαγωνισμού.  Η απόφαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 1216/2011, η οποία και απορρίφθηκε καθόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως:

 

«Με βάση το σύνολο του πρακτικού θεωρώ ότι οι καθ' ων η αίτηση τεκμηρίωσαν αυτή την φορά επαρκώς τον λόγο για τον οποίο άσκησαν την δυνατότητα που τους παρείχετο από το Καν. 34(5)(δ), ΚΔΠ 201/2007 προς ακύρωση του διαγωνισμού «όταν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες προκηρύχθηκε έχουν διαφοροποιηθεί σε βαθμό που το αντικείμενο του διαγωνισμού να μην είναι πλέον αναγκαίο».  Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα του αιτητή ότι έγινε αναφορά σε διαφοροποιημένες ανάγκες. Οι καθ' ων  η αίτηση  αναφέρθηκαν απλά στους τρόπους κάλυψης των σχετικών αναγκών του Τμήματος από το υφιστάμενο μόνιμο  προσωπικό προς την καλύτερη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος,  αναφορά που επιτρέπει πλήρως τον δικαστικό έλεγχο."

 

H εκκαλούμενη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης.  Με τον πρώτο, ο εφεσείων διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι κατά την επανεξέταση οι εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν με το δεδικασμένο και ότι δεν παραβιάστηκε το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.  Λανθασμένη χαρακτηρίζεται και η κρίση του, πως οι εφεσίβλητοι τεκμηρίωσαν επαρκώς το λόγο για τον οποίο ασκήθηκε καθυστερημένα και με βάση μεταγενέστερα δεδομένα, «δυνατότητα» που τους παρείχε η διάταξη 34(5)(δ) της ΚΔΠ 201/2007.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης συναφής και επάλληλος με τον πρώτο, άπτεται του ζητήματος της λήψης υπόψη γεγονότων, τα οποία διαφοροποιούνταν από τις ανάγκες του ουσιώδους χρόνου.  Ενόψει της συνάφειας των λόγων αυτών θα γίνει ενιαία εξέταση τους.

 

Η επιχειρηματολογία η οποία αναπτύχθηκε, επικεντρώθηκε στην αποτυχία της εφεσίβλητης να εκτιμήσει και ενεργήσει σύμφωνα με το δεδικασμένο το οποίο δημιουργήθηκε από την απόφαση στην Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας προσφυγή αρ. 537/2009 ημερ. 31/3/2011, καθώς και τη λανθασμένη εφαρμογή της ΚΔΠ 201/2007 η οποία ήταν μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου, τον οποίον ο εφεσείων καθορίζει στην ημερομηνία της 27ης Απριλίου 2007, την οποία θεωρεί ότι ήταν η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των προσφορών καθώς επίσης και το καθεστώς της 14η Μαϊου 2007 όπου αξιολογήθηκε η προσφορά του, η οποία ήταν και η μοναδική.

 

Η θέση του εφεσείοντα περί επίκλησης της ΚΔΠ 201/2007 η οποία δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορεί να εξεταστεί.  Και τούτο για δύο λόγους: Δεν αποτέλεσε λόγο ακύρωσης ούτε νομικό σημείο, υποστηρικτικό της προσφυγής, δεν αναπτύχθηκε και δεν εξετάστηκε πρωτόδικα.  Ούτε υπάρχει δικανική κρίση γι' αυτό το ζήτημα (παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Αγγελίδη) η οποία να αποτελεί αντικείμενο ελέγχου από την Ολομέλεια.

 

Σημειώνουμε βέβαια, για ό,τι ενδιαφέρει πως η εν λόγω ΚΔΠ δημοσιεύθηκε στις 5 Μαϊου 2007 δηλαδή προγενέστερα της ημερομηνίας λήξης της προσφοράς (η οποία ήταν η 11η Μαϊου 2007, όπως αυτή καταγράφεται στη δημοσιευθείσα προσφορά και στην απόφαση της προσφυγής αρ. 537/2009) και την ημερομηνία αξιολόγησης του εφεσείοντα.  Το σχετικό άρθρο αυτής ήτοι το 34(5)(δ) προέβλεπε πως:

 

«34(5)  Ακύρωση διαγωνισμού δύναται να αποφασιστεί για έναν ή περισσότερους λόγους

 

(α)........

 

(δ) όταν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός έχουν διαφοροποιηθεί σε βαθμό που το αντικείμενο του διαγωνισμού να μην είναι πλέον αναγκαίο.»

 

Επισημαίνεται περαιτέρω πως η ίδια δυνατότητα για ακύρωση διαγωνισμού προσφερόταν με ταυτόσημο λεκτικό με τη διάταξη 26(4)(δ) της ΚΔΠ 71/2004 και περιλαμβανόταν στον όρο 16 του εντύπου προσφοράς την οποίαν ο εφεσείων υπέβαλε. Ουδεμία επομένως διαφοροποίηση επήλθε γι' αυτό το ζήτημα με την ΚΔΠ 201/2007.

 

Το έτερο προβαλλόμενο ζήτημα επικεντρώνεται στην ύπαρξη δεδικασμένου, το οποίο δημιούργησε η απόφαση στην προσφυγή 537/2019 Χατζηγεωργίου (ανωτέρω) και το οποίο παραγνωρίστηκε από την εφεσίβλητη κατά την επανεξέταση.

 

Τονίζεται ιδιαίτερα από το συνήγορο του εφεσείοντα πως η πρωτόδικη απόφαση - απόσπασμα της οποίας παραθέτει - παραγνώρισε το σπουδαιότερο στοιχείο στην νέα υπό εξέταση απόφαση, δηλαδή το γεγονός ότι, παρήλθε ο χρόνος της τριετίας που αφορούσε η προσφορά και τούτο, όπως υποστηρίζει «χωρίς ευθύνη του εφεσείοντος, αλλά λόγω των σφαλμάτων ή μεθόδευσης των προηγούμενων αποφάσεων των εφεσιβλήτων, που ακυρώθηκαν».

 

Αποτέλεσε την εισήγηση του, πως αφ' ης στιγμής,  η Επιτροπή αξιολόγησης έκρινε, στις 14/5/2009, ότι η προσφορά που υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα, πληρούσε όλους του όρους και ανάγκες που ετίθεντο, θα έπρεπε από τότε να του  αναθέσουν, κατά τις κανονιστικές πρόνοιες της προσφοράς, την εργασία.  Και όχι, όπως «φρόντισαν με αυθαίρετες αποφάσεις τους, να τον αφήσουν εκτός εργασίας για τέσσερα χρόνια, στο χρονικό διάστημα των οποίων, αυθαιρέτως και παράνομα αντικατέστησαν τους όρους της προσφοράς».

 

Με έρεισμα όσα αποφασίστηκαν στην προσφυγή αρ. 537/09 και την κατάληξη ότι «δεν ετίθετο ζήτημα αποκατάστασης αλλά επανεξέτασης με βάση τα ευρήματα της Αναθεωρητικής Αρχής, που αφορούσαν κενά στην αιτιολόγηση που δόθηκε για την ακύρωση του διαγωνισμού» εισηγείται πως «ο μόνος τρόπος για αντιμετώπιση του θέματος (ακύρωση και ο διαρρεύσας χρόνος) από πλευράς εφεσίβλητης, δεν ήταν η νέα επανεξέταση αφού το έργο είχε ήδη εκτελεστεί, αλλά η τήρηση, ως όφειλαν του Άρθρου 146(6) με βάση το Άρθρο 35 του Συντάγματος».

 

Παρατηρούμε πως το σκέλος αυτό της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα, όπως αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης του, δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης και την αιτιολόγηση αυτών, αλλά κυρίως δεν τέθηκε ούτε και εξετάστηκε πρωτόδικα.

 

Συνεπώς η ενασχόληση μας με αυτό το επιχείρημα δεν είναι επιτρεπτή.

 

Αντίθετη είναι βέβαια η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση και επισημαίνει πως «οι εφεσίβλητοι κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, προέβησαν σε επανεξέταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημέρα που η ακυρωθείσα απόφαση ελήφθηκε, ήτοι κατά την 6.9.2007» και πως πλήρης αιτιολόγηση και εξειδίκευση των λόγων που οδήγησαν στην απόφαση για ακύρωση του διαγωνισμού, περιέχεται στα πρακτικά της Επιτροπής Αξιολόγησης ημερ. 3.6.2011 με περαιτέρω εξειδίκευση στα πρακτικά της Επιτροπής Αξιολόγησης ημερ. 22/7/2011 (παράρτημα 10 της ένστασης).

 

Αποτελεί καθιερωμένη νομολογιακή αρχή πως η επανεξέταση πρέπει να γίνεται με βάση τα πραγματικά και νομικά δεδομένα που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της ανακληθείσας απόφασης.  Όπως λέχθηκε στην Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 ΑΑΔ 437 (στην οποία έγινε ανασκόπηση της νομολογίας) η επανεξέταση περιορίζεται στα γεγονότα που υπήρχαν κατά το χρόνο της έκδοσης της αρχικής απόφασης, ανεξάρτητα εάν λήφθηκαν υπόψη ή όχι στη λήψη της.  Το Δικαστήριο ερευνά κατά πόσο τα στοιχεία, στα οποία βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αποτελούσαν μέρος του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της πρώτης απόφασης, ή ήταν νέα στοιχεία.

 

Σημαντική θεωρούμε ότι είναι η αναφορά στους λόγους ακύρωσης της απόφασης του Τμήματος, τόσο με την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών όσο και με την απόφαση στην Χατζηγεωργίου (ανωτέρω).  Με την πρώτη ακυρωτική απόφαση εκρίθη ότι η αιτιολογία που δόθηκε δεν ήταν «ούτε ικανοποιητική ούτε επαρκής» (οι υπογραμμίσεις και έμφαση είναι του Δικαστηρίου).

 

Με τη δεύτερη απόφαση τονίστηκε ότι η Αναθέτουσα Αρχή ήταν δεσμευμένη να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της Αναθεωρητικής Αρχής και να θεραπεύσει το σημείο που κρίθηκε τρωτό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορούσε «την ανεπάρκεια της αιτιολογίας» (οι υπογραμμίσεις και έμφαση είναι του Δικαστηρίου).  Γι' αυτό και προχώρησε στην ακύρωση, αποδεχόμενο την προσφυγή αρ. 537/09, κρίνοντας πως «Στην παρούσα περίπτωση, η ακυρωτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής αλλά και η νομολογία επέβαλλαν περαιτέρω εξειδίκευση των λόγων που οδήγησαν στην ακύρωση ή ανάκληση του διαγωνισμού».

 

Συνεπώς, στην ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία, εντοπίζεται το πρόβλημα.  Γι' αυτό και η απόφαση της Επιτροπής ημερ. 22/7/2011 (αντικείμενο της προσφυγής 2016/2011) τεκμηρίωσε με το σχετικό πρακτικό της τους λόγους ακύρωσης του διαγωνισμού λαμβάνοντας υπόψη, όπως προκύπτει από το πρακτικό που ακολουθεί, τα γεγονότα που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο της αξιολόγησης της προσφοράς:

 

«Οι ανάγκες του Τμήματος για ανάπτυξη λειτουργικών διαδικασιών αντιμετωπίζονταν, με την αξιοποίηση δύο έμπειρων μόνιμων Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας (ΕΕΚ), οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί στη Σιγκαπούρη (Singapore Aviation Academy) και στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Eurocontrol για το θέμα αυτό.

...............................

 

Ωστόσο, κατά το χρόνο αξιολόγησης των προσφορών το Τμήμα προχώρησε σε υπογραφή Μνημονίου Συνεργασίας με την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας της Ελλάδας που τέθηκε σε εφαρμογή στις 20/4/2007 ενώ συνάμα ολοκληρώθηκε το πρώτο σκέλος της επιμορφωτικής εκπαίδευσης στο νέο σύστημα LEFCO των δύο μόνιμων Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας, οπότε οι δύο Ελεγκτές μπορούσαν πλέον να είναι διαθέσιμοι για να απασχοληθούν επί τακτικής βάσεως στη μονάδα Ανάπτυξης Λειτουργικών Διαδικασιών παρέχοντας τις αναγκαίες υπηρεσίες  για το Τμήμα σε συνεργασία και με υποστήριξη από το προσωπικό της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας της Ελλάδας, όποτε κρινόταν αναγκαίο, καθώς και από εμπειρογνώμονες του Eurocontrol.

...............................

 

Σημειώνεται ότι από το Μάρτιο του 2007 μέχρι και τον Σεπτέμβρη οι δύο ΕΕΚ με την υποστήριξη του Κτηματολογίου και άλλων υπηρεσιών χειρίστηκαν αποτελεσματικά τα ακόλουθα έργα, από τα οποία αποδεικνύεται η ετοιμότητα τους και η γνώση τους σε τέτοιου είδους εργασίες: ...

...............................

 

Η Επιτροπή τέλος σημειώνει ότι, η επιστολή του Πρώτου Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων προς το Διευθυντή Πολιτικής Αεροπορίας στις 13/6/2007, με την οποία επισημάνθηκε η επείγουσα ανάγκη στελέχωσης των υπηρεσιών με εξειδικευμένο προσωπικό, ώστε να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος όγκος των εργασιών που εκκρεμούσε, και στην οποία γίνεται αναφορά από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, δεν αφορούσε αποκλειστικά τη θέση του Εμπειρογνώμονα Λειτουργικών Διαδικασιών, καθότι το ίδιο διάστημα είχαν προκηρυχθεί με διαγωνισμό στο σύνολο εννέα (9) θέσεις και σε όλες βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία αξιολόγησης τους.»

 

Εξειδικεύοντας τους λόγους που οδήγησαν στην εισήγηση της, η Επιτροπή με το πρακτικό συνεδρίας ημερομηνίας 22.7.2011, παρέθεσε αναλυτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόφαση για ακύρωση του διαγωνισμού, καθώς και τα έργα που χειρίστηκαν αποτελεσματικά οι δυο μόνιμοι Ελεγκτές Εναέριας Κυκλοφορίας (ΕΕΚ) από τον Μάρτιο του 2007 μέχρι το Σεπτέμβρη, για κάλυψη των αναγκών.

 

Συμφωνούμε με όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως στην προηγούμενη περίπτωση δεν επαναλήφθηκε απλά η αιτιολογία της ακυρωθείσας απόφασης ημερ. 4/3/2009 αλλά αυτή τεκμηριώθηκε και εξειδικεύτηκε με τα αναλυτικά γεγονότα που οδήγησαν στην απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού και τα οποία προϋπήρχαν της αρχικής ακύρωσης του διαγωνισμού το Σεπτέμβριο του 2007.  Συνεπώς οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων εκφράζει το παράπονο πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως τα επιχειρήματα που προέβαλε ο εφεσείων ως προς την ορθότητα της κρινόμενης απόφασης δεν μπορούσαν να τύχουν ελέγχου νομιμότητας γιατί αποβλέπουν στην σκοπιμότητα μόνο της απόφασης.

 

Ως αιτιολογία αυτού προβάλλεται πως, η εφεσίβλητη έθεσε επιχειρήματα χρονικά μεταγενέστερα κατά παράβαση του δεδικασμένου και/ή επικαλέστηκε ότι οι ανάγκες του διαγωνισμού καλύφθηκαν δήθεν από δύο δημόσιους υπαλλήλους Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας.

 

Κρίνουμε πως η εξέταση του λόγου αυτού εντάσσεται στα όσα αναπτύχθηκαν και εξετάστηκαν στους δύο προηγούμενους και για το λόγο αυτό απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο, ο εφεσείων ισχυρίζεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης για το λόγο ότι δήθεν ηγέρθηκε και στην προηγούμενη προσφυγή και δεν εξετάστηκε τότε, ενώ ο αιτητής δεν καταχώρησε έφεση για το ότι δεν εξετάστηκε¨.

 

Ο έλεγχος που γίνεται σε μια διοικητική απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από επανεξέταση δεν είναι εφ' όλης της ύλης αλλά αφορά μόνο τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. (βλ. Δημοκρατία ν. xxx xxx Σιακαλλή (2012) 3 ΑΑΔ 182, Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 601 και Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας ΑΕ 30/2015 ημερ. 19/10/2021), ECLI:CY:AD:2021:C472.

 

Επομένως κατά την επανεξέταση το Τμήμα όφειλε με βάση τα στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, να αιτιολογήσει την απόφαση του για ακύρωση του διαγωνισμού.  Γι' αυτό όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο «..δεν μπορεί να εξεταστεί ούτε το επιχείρημα για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης του αιτητή, αφού ο ίδιος λόγος είχε εγερθεί και στην προηγούμενη προσφυγή αλλά δεν εξετάστηκε και δεν καταχωρήθηκε έφεση προκειμένου να εξεταστεί.  Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επανέλθει στο λόγο αυτό».  Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσε να εξετάσει αυτό το λόγο, διότι είχε εγερθεί για πρώτη φορά στην απαντητική αγόρευση του εφεσείοντα.  Αναφορικά με τον επιπρόσθετο λόγο απόρριψης, σημειώνουμε πως ο εφεσείων είχε όντως εγείρει το ζήτημα της μη παροχής σ' αυτόν ευκαιρίας να ακουστεί, με τον τρίτο νομικό λόγο της αίτησης ακυρώσεως του και όχι για πρώτη φορά με την απαντητική του αγόρευση, όπως εκ παραδρομής καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Συμφωνούμε όμως με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με την αιτιολογία απόρριψης του.  Συνεπώς και αυτός ο λόγος κρίνεται αβάσιμος και ως τέτοιος απορρίπτεται. 

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €3.000

 

 

 

Υπέ ρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                            Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                            Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                            Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                            Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                            Ν. Σάντης, Δ.

 

/Κας

 

 

                                                              

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο