ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A121
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
΄Εφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.21/2016
18 Mαρτίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ «ΑΘΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε. - ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Χ.Π.Θ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΛΤΔ - ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ Α.Ε.»
Εφεσείουσα
ν.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Εφεσίβλητης
----------------------
Μ.Κυριακίδης, για τους Εφεσείοντες/Αιτητές
Δ.Μ.Εργατούδη, (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γεν.Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η αίτηση
Για το ενδιαφ.μέρος καμιά εμφάνιση.
----------------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα ως Aιτήτρια, καταχώρησε προσφυγή με την οποία προσέβαλε απόφαση της Εφεσίβλητης ημ. 5.9.2011. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Εφεσίβλητη είχε απορρίψει ιεραρχική προσφυγή της Εφεσείουσας ασκηθείσα κατά της απόφασης του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (η Αναθέτουσα Αρχή) ημ. 27.4.2011 να κηρύξει την προσφορά της Εφεσίβλητης άκυρη και να κατακυρώσει το διαγωνισμό στο Ενδιαφερόμενο Μέρος, ήτοι στην κοινοπραξία Medcon-Iacovou-Chapo. Ο διαγωνισμός αφορούσε το έργο με τίτλο «Φάση Β2 του Αποχετευτικού ΄Εργου Λυμάτων και Ομβρίων της Μείζονος Λεμεσού».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού θεώρησε ότι υφίσταται έννομο συμφέρον στην Εφεσείουσα να προσβάλει την απόφαση της Εφεσίβλητης, προχώρησε να εξετάσει διάφορους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης. Κατέληξε να θεωρήσει πως δεν ευσταθούσαν και απέρριψε την προσφυγή, επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη απόφαση πλήττεται με τέσσερεις λόγους έφεσης.
Σύμφωνα με το Εφετήριο, στον πρώτο λόγο το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη τον όρο 10 του τόμου 1 των εγγράφων του διαγωνισμού και εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα υποβληθέντα πληρεξούσια δεν ήταν πιστοποιημένα από αρμοδίως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο.
Με το δεύτερο λόγο η Eφεσείουσα ισχυρίζεται, ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο υιοθέτησε την απόφαση της Εφεσίβλητης και έκρινε αιτιολογημένη την απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής να απορρίψει την εγγυητική της Κοινοπραξίας «απλώς και μόνο επειδή ζήτησε νομικές γνωματεύσεις για διαφορετικό τύπο της επιβληθείσας από τον προβλεπόμενο στην προκήρυξη και εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο διαφορετικός τύπος της θα έπρεπε να εγκριθεί πριν από την υποβολή της προσφοράς».
Σύμφωνα με τον τρίτο λόγο η Εφεσείουσα αναφέρει ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο λόγος ακύρωσης που αφορούσε την αύξηση του προϋπολογισθέντος από την Αναθέτουσα Αρχή ποσού δαπάνης για το έργο εγκαταλείφθηκε από το δικηγόρο της Κοινοπραξίας, δεν δικαιολογείται από τα διαμειφθέντα κατά την ακρόαση και είναι εσφαλμένη. Κατ΄ακολουθίαν είναι εσφαλμένη και η παράλειψη του Δικαστηρίου να τον εξετάσει.
Τέλος, σύμφωνα με τον τέταρτο λόγο τίθεται ισχυρισμός πως το διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει το λόγο ακύρωσης που αφορούσε τον αποκλεισμό της Εφεσείουσας από το διαγωνισμό για έλλειψη εμπειρίας.
Σημαντική πτυχή της πρωτόδικης κρίσης ήταν το κατά πόσον ορθά η Αναθέτουσα Αρχή και κατ΄επέκταση η Εφεσίβλητη, θεώρησε πως η δοθείσα από την Εφεσείουσα εγγυητική δεν συνήδε με τους όρους του διαγωνισμού.
Αυτή η ουσιώδης πτυχή της δικανικής κρίσης πλήττεται με τον ως άνω δεύτερο λόγο έφεσης. Προέχει λοιπόν η εξέταση του.
Οι όροι προκήρυξης δημοσίου διαγωνισμού συνιστούν πράξεις κανονιστικού περιεχομένου, η παράβαση των οποίων επιφέρει ακυρότητα. Στη Papaetis Medical Co Ltd v. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ. 97 καταγράφονται στη σελ.99:
«Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού συνιστά πράξη κανονιστικού περιεχομένου, η οποία διέπει τη διεξαγωγή του. Και η οποία δε δεσμεύει μόνο τους προσφοροδότες, αλλά και την ίδια αρχή που προσφεύγει στο μέτρο αυτό: Β. Χαράκης & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 10 και προσφ. αρ. 455/92 Colakides & Associates κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15/9/95. Η παράβαση ουσιαστικών όρων του διαγωνισμού οδηγεί σε ακυρότητα της απόφασης με την οποία κατακυρώθηκε συγκεκριμένη προσφορά: Εταιρεία Γενικών Κατασκευών Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 80 και προσφ. αρ. 71/95 C.N.C.P. Boat and Car Park Ltd. κ.α. ν. Κ.Ο.Τ., ημερ. 7/5/96. Ακόμη οι τεχνικές προδιαγραφές που έθεσε η προκήρυξη είναι αναπόσπαστο μέρος των όρων του διαγωνισμού. Μόνο η πιστή τήρηση των θεμελιακών αυτών κανόνων μπορεί να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον στο νευραλγικό αυτό τομέα των προμηθειών για ικανοποίηση κρατικών αναγκών».
Επίσης βλ. Λουκής Π. Λουκαϊδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990)3 Α.Α.Δ. 862 και Δημοκρατία ν. S. Kyriakos Euromarket Ltd (2000)3 A.A.Δ. 692.
Η παροχή εγγύησης είναι ουσιώδης όρος των εγγράφων ενός διαγωνισμού και σύμφωνα με τη νομολογία δεν χωρεί διαφοροποίηση σε ουσιώδη και επουσιώδη απόκλιση από ουσιώδη όρο.
Στη Δημοκρατία ν. C.Η. Heat-Flow Mechanical Contractors Ltd (2005)3 A.A.Δ. 363 στη σελ.368 αναφέρεται:
«Κατά τη γνώμη μας, σαφέστατα, δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα από το πιο πάνω απόσπασμα, ότι η Ολομέλεια προέβη σε διάκριση ουσιώδους και επουσιώδους απόκλισης από ουσιώδη όρο. Και ως εκ τούτου επουσιώδης απόκλιση ουσιώδους όρου δεν επιφέρει ακυρότητα της προσφοράς. Στην παρούσα υπόθεση η απόκλιση ήταν ουσιώδης αφού η Τραπεζική εγγύηση δεν εκάλυπτε το 5% της προσφοράς της εφεσίβλητης εταιρείας, όπως προέβλεπε ουσιώδης όρος του διαγωνισμού. Δεν χωρεί η διαφοροποίηση σε ουσιώδη ή επουσιώδη απόκλιση από ουσιώδη όρο. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, και ορθά σύμφωνα με τη νομολογία, ότι ο όρος για την εγγύηση ήταν ουσιώδης οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτόν επιφέρει ακυρότητα της προσφοράς. Όπως στην παρούσα υπόθεση που η υποδεέστερη σε μέγεθος εγγύηση άφηνε ακάλυπτους τους εφεσείοντες.
Θεωρούμε, κατά συνέπεια, ως λανθασμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το έλλειμμα στην εγγύηση ήταν επουσιώδης απόκλιση από ουσιώδη όρο της προκήρυξης των προσφορών. Η πιστή συμμόρφωση του προσφοροδότη στους ουσιώδεις όρους της προκήρυξης είναι απόλυτα αναγκαία για να θεωρηθεί η προσφορά του έγκυρη».
(Βλ. και Tamassos Tobacco Suppliers & Co. v. Δημοκρατίας (1992)3 A.A.Δ.60).
Εν προκειμένω, η υποχρέωση υποβολής εκ μέρους προσφοροδότη, τραπεζικής εγγύησης συγκεκριμένου τύπου μαζί με την προσφορά αποτελεί τον όρο 14.1 των εγγράφων του διαγωνισμού ο οποίος έχει ως εξής:
«14.1 The Tenderer shall submit with his Tender a Tender Security in the form set out in Part 4, or in another form acceptable to the Employer. Securities and guarantees issued abroad should be accompanied by a formal translation in Greek or English. The amount of the Tender Security shall be as stated in the Tender Data».
Eπίσης στον όρο 14.2.1 καταγράφεται:
«14.2.1 The Tender Security shall be provided in the form of a bank guarantee. It shall be issued by a bank or any other financial institution acceptable to the Employer which is legally authorised to do so in the county where the Tenderer is established».
Επίσης με βάση τον όρο 14.4, αναφέρεται ότι οποιαδήποτε προσφορά που δεν περιλαμβάνει αποδεκτό τύπο εγγύησης θα απορρίπτεται (shall be rejected) από την Αναθέτουσα Αρχή καθότι δεν ανταποκρίνεται με την παράγραφο 23.4. η οποία αναφέρει:
"If a tender is not substantially responsive, it will be rejected by the Employer, and may not subsequently be rendered responsive by correction or withdrawal of the noncomformity".
Στον τύπο της τραπεζικής εγγύησης προβλέπεται ρητή αναφορά ότι η εγγύηση θα διέπεται από τη νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. «This guarantee shall be governed by the laws of the Republic of Cyprus".
Προκύπτει σαφώς αλλά και διαχρονικά από τη νομολογία μας πως οι όροι που σχετίζονται με την εγγύηση συμμετοχής σε διαγωνισμό είναι χωρίς αμφιβολία ουσιώδεις. Κι΄ αυτό αφορά τόσο τον τύπο όσο και το περιεχόμενο της εγγύησης αφού και τα δύο είναι όψεις του ιδίου νομίσματος, δηλαδή της ανάγκης προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Η υπαλλακτική πρόταση της Εφεσείουσας δεν έδιδε τα στοιχεία ή τις διασφαλίσεις που ζητούντο.
Ισχύει απολύτως αυτό που λέχθηκε στην Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos v. Cybarco PLC. (2015)3 Α.Α.Δ. 671, ECLI:CY:AD:2015:C861, όπου αναφέρεται:
«Η εξασφάλιση που πρότεινε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι απαιτείτο. Δεν επρόκειτο για επουσιώδη απόκλιση από τον όρο 11.4 αλλά για υπαλλακτική πρόταση, εντελώς εκτός του όρου. Που ήταν μάλιστα και υποδεέστερη της προβλεπόμενης. Διότι δεν κάλυπτε όλα τα ενδεχόμενα για τα οποία προοριζόταν η προβλεπόμενη, όπως αυτά εκτίθεντο στον όρο 11.7 της προκήρυξης. Αλλά και διότι άφηνε ερωτηματικό αναφορικά με τις δυνατότητες κατάσχεσής της. Ήταν, δηλαδή, όχι μόνο εντελώς διαφορετική αλλά και εντελώς ανεπαρκής».
Στην κρινόμενη περίπτωση η Αναθέτουσα Αρχή όφειλε να διερευνήσει κατά πόσο η υποβληθείσα εγγύηση εκ μέρους της Εφεσείουσας ηδύνατο να γίνει αποδεκτή. ΄Ηταν καθήκον και υποχρέωση της να το πράξει ακριβώς επειδή διαπίστωσε από την αρχή παρεκκλίσεις οι οποίες ήσαν οι ακόλουθες: (α) Η εγγύηση δεν ήταν σύμφωνα με τον Τύπο 14, Μέρος 4. Προσθέτως η Εφεσείουσα δεν ζήτησε έγκριση για τον δοθέντα τύπο. (β) Απουσίαζε από την εν λόγω εγγύηση η ρητή αναφορά πως η εγγύηση θα διέπεται από την Κυπριακή Νομοθεσία ενώ γινόταν σ΄αυτή αναφορά σε ορισμένα άρθρα του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. (γ) Απουσίαζε από τη δοθείσα εγγύηση η απαιτούμενη από τον όρο 14.6 πρόνοια για παράταση της ισχύος της για περαιτέρω 60 ημέρες από την ημέρα κοινοποίησης της κατακύρωσης της προσφοράς.
Η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι δεν επρόκειτο για ουσιώδεις όρους. Δεν συμμεριζόμαστε αυτή τη θέση. Εκτός του ότι η Εφεσείουσα ουδέποτε ζήτησε έγκριση του καθ΄ομολογίαν διαφορετικού τύπου εγγύησης που χρησιμοποίησε, περαιτέρω, η εγγύηση παρουσιάζει ουσιώδεις παρεκκλίσεις ειδικά στο ότι απουσιάζει η ρητή αναφορά ότι η εγγύηση θα διέπεται από τη νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πέραν αυτού, η «σύγχυση», ας μας επιτραπεί ο όρος, γίνεται πιο έντονη με την αναφορά σε άρθρα του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. Δηλαδή ευλόγως θα αναμένετο ερμηνεία που θα αφορούσε το ελλαδικό δίκαιο. Σίγουρα αυτό θα δημιουργούσε πολυπλοκότητα.
Εν πάση περιπτώσει, η Αναθέτουσα Αρχή ζήτησε γνωμάτευση σε σχέση με τα πιο πάνω σημεία. Το συμπέρασμα εκ της γνωμάτευσης κατέληγε στο ότι δεν επρόκειτο για εγγύηση σύμφωνα με τους όρους.
Επ΄αυτού του σημείου η Εφεσείουσα θεωρεί ότι η δοθείσα γνωμάτευση έπληττε την αρχή της αμεροληψίας επειδή το ένα εκ των δύο δικηγορικών γραφείων από τα οποία ζητήθηκε γνωμάτευση υπήρξε και νομικός σύμβουλος του επιτυχόντα προσφοροδότη, δηλαδή του Ενδιαφερομένου Μέρους. Δέον να σημειωθεί ότι ο πρώτος νομικός σύμβουλος, όταν διαπίστωσε ότι το γραφείο του, εκπροσώπησε νομικά στο παρελθόν μία των εταιρειών του επιτυχόντος προσφοροδότη το αποκάλυψε και ως αποτέλεσμα διορίστηκε νέο γραφείο, ανεξάρτητα από το πρώτο, το οποίο και έδωσε νέα γνωμάτευση στην οποία και πάλι περιήχετο συμπέρασμα περί μη ύπαρξης εγγύησης σύμφωνα με τους όρους. Αυτό, κατά τη θέση της Εφεσείουσας, δεν θεράπευε την ακυρότητα της διαδικασίας ως προς την αμεροληψία που έπρεπε να υφίσταται στη διαδικασία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως εξής:
«Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, η Αιτήτρια παραδέχεται ότι η εγγύηση συμμετοχής που υπέβαλε δεν ήταν σύμφωνη με το μέρος 4 στο οποίο παραπέμπει ο σχετικός όρος των εγγράφων του διαγωνισμού, δηλαδή ο όρος 14. Επιχειρηματολογεί, όμως, ότι η αναφορά στον όρο 14.1 "or in another form acceptable to the Employer" της έδιδε την ευχέρεια να υποβάλει την εγγύηση συμμετοχής σε τύπο άλλο από αυτόν του μέρους 4 και ότι οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονταν στο μέρος 4, δηλαδή της εφαρμογής του κυπριακού δικαίου και της δυνατότητας παράτασης, ικανοποιούνταν με την εγγύηση πού υποβλήθηκε.
Η Καθ' ης η Αίτηση κατά την εξέταση αυτών των επιχειρημάτων της Αιτήτριας, αναφέρει τα ακόλουθα στις σελίδες 10-11 της απόφασής της:
«Αναφορικά με το θέμα της εγγυητικής που υπέβαλαν οι Αιτητές και με δεδομένη την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι οι όροι που σχετίζονται με την εγγύηση συμμετοχής σε διαγωνισμό είναι ουσιώδεις, καθώς και ότι δεν χωρεί διάκριση σε ουσιώδη ή επουσιώδη απόκλιση από ουσιώδη όρο, καταλήγουμε σε εύρημα ότι οι ενέργειες της Αναθέτουσας Αρχής υπήρξαν οι εύλογες και νόμιμες υπό τις περιστάσεις. Με τη διαπίστωση δηλαδή της υποβολής εγγυητικής από τους Αιτητές, σε διαφορετικό τύπο από τον προβλεπόμενο, η Αναθέτουσα Αρχή ορθά έκρινε ότι όφειλε να διερευνήσει κατά πόσο η υποβληθείσα εγγύηση συμμετοχής μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Η υποχρέωση που της επιβάλλει το άρθρο 45 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/1999 για διεξαγωγή επαρκούς έρευνας έχει κατά την άποψη μας εκπληρωθεί με την εξασφάλιση νομικής γνωμάτευσης από τους νομικούς συμβούλους της αλλά και την αναζήτηση δεύτερης γνωμάτευσης προς αποφυγή λήψης ενδεχόμενης μεροληπτικής απόφασης. Εφόσον, δηλαδή, η Αναθέτουσα Αρχή είχε ενώπιον της δυο νομικές γνωματεύσεις σύμφωνα με τις οποίες η εγγυητική που υπέβαλαν οι Αιτητές δεν ήταν σε αποδεκτή μορφή και δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους του διαγωνισμού, η απόφαση της να αποκλείσει τους Αιτητές από το διαγωνισμό είναι προϊούσα δέουσας έρευνας, αιτιολογημένη και ως εκ τούτου νόμιμη, αφού δεν θα αναμέναμε από τη διοίκηση να ενεργήσει αντίθετα με τις νομικές γνωματεύσεις που είχε ενώπιον της.»
Θεωρώ την κατάληξη αυτή της Καθ' ης η Αίτηση εύλογη. Θα πρόσθετα, μάλιστα, πως η ενέργεια της αναθέτουσας αρχής να αναζητήσει νομική άποψη προκειμένου να καταλήξει με ασφάλεια κατά πόσο θα μπορούσε να αποδεχτεί την εγγύηση συμμετοχής που υπέβαλε η Αιτήτρια και δεν ήταν σύμφωνη με το μέρος 4, ενδεχομένως να ήταν και πέρα από τις υποχρεώσεις της αφού η αναφορά στον όρο 14.1 "or in another form acceptable to the Employer", δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με την ευχέρεια του συμμετέχοντα να υποβάλει εγγύηση συμμετοχής σε όποια μορφή και τύπο κρίνει αυτός αλλά εφόσον λάβει τη συγκατάθεση του εργοδότη. Διαφορετική ερμηνεία φρονώ ότι θα ερχόταν σε σύγκρουση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης για όσους συμμετέχοντες υποβάλλουν εγγύηση συμμετοχής σύμφωνα με τον προνοούμενο τύπο».
Η προσέγγιση υπήρξε ορθή και την επικυρώνουμε. Η αποκάλυψη του θέματος σε σχέση με τον πρώτο νομικό σύμβουλο, ως άνω, ορθά οδήγησε την Αναθέτουσα Αρχή στη λήψη και δεύτερης νομικής συμβουλής. Το γεγονός ότι οι παρεχόμενες γνωμοδοτήσεις συνέπιπταν δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία του επιχειρήματος της πλευράς της Εφεσείουσας.
Προφανώς δε, υπήρχαν αποκλίσεις της δοθείσας εγγυητικής με τον προβλεπόμενο στους όρους Τύπο. Γι΄αυτό είναι ορθό το σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναζήτηση νομικής γνώμης μπορούσε να κριθεί και πέραν από τις υποχρεώσεις της Αναθέτουσας Αρχής, αφού θα μπορούσε και χωρίς τις γνωματεύσεις, να κρίνει ότι η εγγύηση αφίστατο του τύπου και του περιεχομένου εκ του όρου 14. Το ότι το έπραξε όμως ενδυναμώνει την απόφαση της. Η δε εξέλιξη των πραγμάτων με την αποκάλυψη κωλύματος στους πρώτους δικηγόρους θεραπεύθηκε με τη λήψη δεύτερης γνωμάτευσης, ως ήδη εξηγήσαμε. Ορθά λοιπόν η Εφεσίβλητη απέρριψε σχετικά την ιεραρχική προσφυγή της Εφεσείουσας.
Δεν διαπιστώνουμε κανένα σφάλμα στην επικυρωτική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Επειδή ακριβώς η αποτυχία της Εφεσείουσας να πείσει σε αυτό το κομβικό σημείο κρίσης, οδηγεί στο ότι δεν υπάρχει πιθανότητα «διάσωσης» της προσφοράς της ως έγκυρης, καθίσταται ακαδημαϊκή η ενασχόληση μας με τους άλλους τρεις λόγους έφεσης, αφού δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την απορριπτική της προσφυγής απόφαση.
Κατάληξη
Η έφεση απορρίπτεται με €3,000 έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.