ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:C10
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση αρ. 175/2014)
12 Iανουαρίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
(ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ)
Εφεσείοντες/Καθ' ων η αίτηση,
v.
xxx ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Εφεσίβλητου/Αιτητή.
---------------------
Τ. Ιακωβίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες
Χρ. Χριστοφόρου, για τον εφεσίβλητο
--------------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Αίτηση για δημόσιο βοήθημα που υπέβαλε ο εφεσίβλητος στο Γραφείο Ευημερίας απορρίφθηκε με επιστολή του εν λόγω Τμήματος ημερ. 10/5/2013.
Με προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο, o εφεσίβλητος ζήτησε την ακύρωση της απόφασης αυτής καθότι ελήφθη «χωρίς τη δέουσα έρευνα και προσοχή».
Το διάβημα αυτό του εφεσίβλητου είχε επιτυχή κατάληξη με τον πρωτόδικο αδελφό Δικαστή να ακυρώνει την επίδικη πράξη του Γραφείου Ευημερίας κρίνοντας ότι «δεν έγινε δέουσα έρευνα στην προκείμενη περίπτωση, αλλά ούτε και επαρκής αιτιολογία δόθηκε, για την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, εν πάση περιπτώσει, φαίνεται να λήφθηκε αυθαίρετα και όχι μέσα στα νόμιμα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.»
Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης με επίκεντρο όλων την ερμηνεία που δόθηκε στη σχετική επί του θέματος Νομοθεσία και την εφαρμογή της οποίας αυτή έτυχε από τους εφεσείοντες στην περίπτωση του εφεσίβλητου (λόγοι έφεσης 1, 2 και 3). Με τον τέταρτο λόγο προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα. Eνόψει της συνάφειας του εξετάζονται μαζί.
Σχετική επί του θέματος νομοθεσία είναι ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος του 2006, Ν.95(Ι)/2006 (στο εξής ο Νόμος).
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα γεγονότα τα οποία πλαισιώνουν την υπόθεση, προς πληρέστερη κατανόηση της ουσίας της υπόθεσης, όπως αυτά προδιαγράφονται από τη δικογραφία και το διοικητικό φάκελο.
Ο εφεσίβλητος ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο (2013) 61 ετών, έγγαμος και πατέρας τεσσάρων τέκνων εκ των οποίων το τελευταίο ήταν ανήλικο. Διέμενε με την οικογένεια του σε κατοικία ιδιοκτησίας της συζύγου του. Στις 5/9/2012 υπέβαλε αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος. Σύμφωνα με ιατρική βεβαίωση παρουσίαζε «αυχενική δισκοπάθεια» και κρίθηκε ανίκανος για εργασία. Ως περιουσιακά στοιχεία δήλωσε «χωράφι στη Λεμεσό με μηνιαίο ετήσιο εισόδημα €300:-κατοικία στη Λεμεσό και 2 χωράφια στο Κελλάκι και Κοτσιάτη» (παράρτημα 1 στην ένσταση).
Σε έρευνα ακίνητης ιδιοκτησίας την οποία διενήργησαν οι εφεσείοντες, διεφάνη πως ο εφεσίβλητος και η σύζυγος του ήσαν ιδιοκτήτες πέντε αντί τεσσάρων ακινήτων, όπως είχε δηλώσει στην αίτηση του. Συγκεκριμένα η σύζυγος του ήταν ιδιοκτήτρια ενός ακόμη ακινήτου στην Αγία Βαρβάρα Λευκωσίας με αρ. εγγραφής 1xx60.
Ο εφεσίβλητος είχε προσκομίσει μαζί με την αίτηση του ένα ενοικιαστήριο έγγραφο για τα ακίνητα στο Κελλάκι, Απεσιά, Τραχώνι, Αγ. Φύλαξη (το οποίο αποτελεί τη δηλωθείσα κατοικία του) με αρ. εγγραφής 5xx9, 1xx37, 8xx0 και 1xx55 αντίστοιχα, έναντι ετήσιου ενοικίου €300:-, τα οποία ενοικιάστηκαν για γεωργικούς σκοπούς.
Επειδή το ενοικιαστήριο έγγραφο δεν ήταν σφραγισμένο από τον Έφορο Τελών Χαρτοσήμου ζητήθηκε η χαρτοσήμανση του. Ο εφεσίβλητος προσκόμισε τότε δύο νέα ενοικιαστήρια έγγραφα με ημερομηνίες υπογραφής τους τη 2η Μαϊου 2012 (όχι 2013 όπως αναγράφεται στο εφετήριο).
Σύμφωνα με το διοικητικό φακελλο και έκθεση γεγονότων με αρ. φακ. 5039354, σε κατ' οικον επίσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε από λειτουργούς του Γραφείου Ευημερίας (εφεσείοντες) τον Φεβρουάριο του 2013, το ζευγάρι αρνήθηκε την επιβολή απαγόρευσης επί της ακίνητης περιουσίας που κατείχε (εξαιρουμένης της οικίας στην οποία διέμενε).
Στις 10/5/2013 απορρίφθηκε το αίτημα για παροχή δημόσιου βοηθήματος βάσει του άρθρου 3(15) αφού αρνήθηκαν τη δέσμευση όλης της περιουσίας τους και αφού δεν εκμεταλλεύονταν ολόκληρη την περιουσία τους βάσει του άρθρου 3(10)(στ).
Η επίδικη απόφαση των εφεσειόντων όπως περιλαμβανόταν σε επιστολή ημερ. 10/5/2013 κατέγραφε:
«Η αίτηση σας ημερομηνίας 05.09.2012 για παροχή Δημόσιου Βοηθήματος εξετάστηκε προσεχτικά και λυπούμαι να σας αναφέρω ότι με βάση την ισχύουσα Νομοθεσία και τους σχετικούς Κανονισμούς δεν είναι δυνατόν να εγκριθεί.
Συγκεκριμένα έχετε αρνηθεί την επιβολή απαγόρευσης επί της ακίνητης περιουσίας που κατέχετε (εκτός από την οικία στην οποία διαμένετε) άρθρο 3 (15) των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο 95(1)2006 και 2012. Επιπρόσθετα δεν αξιοποιείται όλη η ακίνητη περιουσία σας.
Σας πληροφορώ ότι έχετε δικαίωμα να προσβάλετε την διοικητική αυτή απόφαση με προσφυγή σας στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 75 ημερών όπως προβλέπει το άρθρο 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας»
Το άρθρο 7 του Νόμου με τον πλαγιότιτλο «συγκατοίκηση προσώπων» προνοεί πως «Εάν ο αιτητής συγκατοικεί με το σύζυγο ή τη σύζυγο του, τότε, για να διαπιστωθεί κατά πόσο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για την παροχή σ' αυτόν δημόσιου βοηθήματος και για τον προσδιορισμό του ύψους του εν λόγω βοηθήματος, λαμβάνονται υπόψη, ως σύνολο, τόσο οι ανάγκες και των δύο, όσο και τα εισοδήματα και οι οικονομικοί τους πόροι. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση δύο προσώπων τα οποία συζούν ως σύζυγοι». Συνάγεται συναφώς πως οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να συνυπολογίσουν την ακίνητη περιουσία της συζύγου του εφεσίβλητου και να την αντιμετωπίσουν ως ενιαία στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης του.
Στα ίδια πλαίσια εξετάζεται η ύπαρξη περιουσίας της οποίας η αξιοποίηση είναι εφικτή καθώς και η επιβολή απαγόρευσης επί ολόκληρης ή μέρους της περιουσίας της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται ως μη εφικτή.
Σχετικά επί του θέματος τα άρθρα 14 και 15, οι πρόνοιες των οποίων ακολουθούν:
«(14) Εάν οποιοσδήποτε αιτητής που πληροί τις προϋποθέσεις παροχής σ' αυτόν δημόσιου βοηθήματος, κατέχει, εκτός από την οικία στην οποία διαμένει, άλλη ακίνητη ή κινητή περιουσία, της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται από το Διευθυντή ως μη εφικτή, παρέχεται σ' αυτόν το δημόσιο βοήθημα το οποίο θα ανακτάται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27.
(15) Για σκοπούς εφαρμογής του ανωτέρου εδαφίου (14) και του άρθρου 27, ο Διευθυντής μπορεί, πριν από την απόφασή του για παροχή δημόσιου βοηθήματος στον αιτητή, να επιβάλει απαγόρευση επί ολόκληρης ή μέρους της ακίνητης περιουσίας του της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται με βάση το εδάφιο (14) ως μη εφικτή. Η απαγόρευση επιβάλλεται ύστερα από συνεννόηση με το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών.»
Σημαντικό να λεχθεί ότι ο εφεσίβλητος, ο οποίος αυτοπροσώπως χειρίστηκε την υπόθεση του πρωτοδίκως, δεν αμφισβήτησε την άρνηση του, στο να επιβληθεί απαγόρευση επί της περιουσίας του και με την προσφυγή του, στην οποία δεν παρατίθεντο νομικοί λόγοι, προέβαλε ως λόγο ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας και ότι εζητείτο η δέσμευση της περιουσίας του, ενώ αυτός την αξιοποιούσε.
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή επί του θέματος ήταν αποδοχή της θέσης του εφεσίβλητου για έλλειψη δέουσας έρευνας.
Έχοντας ανωτέρω καταγράψει τα γεγονότα καθώς και τις πρόνοιες των σχετικών άρθρων προκύπτει πως οι εφεσείοντες προέβησαν σε έρευνα των δεδομένων που υπήρχαν, με επισκέψεις κατ' οίκον αλλά και με έρευνα στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο και έλεγχο των στοιχείων (όπως τα ενοικιαστήρια έγγραφα) τα οποία ο εφεσίβλητος προσκόμισε. Εξηγείται δε με την απόφαση, ο λόγος απόρριψης του αιτήματος με παραπομπή στα σχετικά άρθρα του Νόμου, ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της ο οποίος συμπληρώνεται και από τα επιμέρους στοιχεία του φακέλου, βάσει του άρθρου 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999 (xxx Στρατουράς ν. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, ΑΕ 166/14 ημερ. 7/6/2021), ECLI:CY:AD:2021:C225. Σημειώνεται πως ο λόγος επιβολής απαγόρευσης επί της περιουσίας του αιτητή είναι η δυνατότητα ανάκτησης του δημοσίου βοηθήματος όπως στις περιπτώσεις που προνοούνται από το άρθρο 27 του Νόμου.
Θεωρούμε πως εκ παραδρομής αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι επιβλήθηκε απαγόρευση στην περιουσία του εφεσίβλητου, καθώς τέτοια ενέργεια ήταν το ζητούμενο, στο οποίο δεν εδόθη συγκατάθεση και δεν προκύπτει κάτι τέτοιο είτε από τα δικόγραφα είτε από το διοικητικό φάκελο.
Ωστόσο, παρά την γενομένη έρευνα των επί μέρους στοιχείων, θεωρούμε πως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν εξέτασαν εάν η αξιοποίηση της περιουσίας του εφεσίβλητου δεν ήταν εφικτή, είναι ορθή.
Η ρητή πρόνοια του άρθρου 3(14) εναποθέτει στο Διευθυντή του Γραφείου Ευημερίας την υποχρέωση να κρίνει εάν η αξιοποίηση της περιουσίας ενός αιτητή είναι εφικτή και αφού το πράξει τούτο και αποφασίσει αρνητικά, τότε προχωρά στην επόμενη ενέργεια η οποία έγκειται στην επιβολή απαγόρευσης. Η επιβολή επομένως απαγόρευσης έπεται της κρίσης περί του ανέφικτου της αξιοποίησης της περιουσίας του αιτητή. Στην κρινόμενη περίπτωση δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο η ύπαρξη τέτοιας κρίσης. Παρά το γεγονός ότι διεξήχθη έρευνα όπως ανωτέρω καταγράφηκε, ωστόσο παραλείφθηκε η ενδεδειγμένη και θεσμοθετημένη από το νόμο πράξη, η οποία είναι απαραίτητη για την υλοποίηση της επιβολής απαγόρευσης επί της περιουσίας.
Πέραν τούτου οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως υπάρχει και μια αντιφατικότητα στην επίδικη απόφαση των εφεσειόντων. Αφ' ενός ομιλούν για επιβολή απαγόρευσης επί περιουσίας ήτοι ενέργεια η οποία προϋποθέτει ότι έκριναν ότι η αξιοποίηση της, δεν ήταν εφικτή, και αφ' ετέρου προβάλλουν ως επιπρόσθετο λόγο απόρριψης του αιτήματος, τη μη αξιοποίηση όλης της περιουσίας του εφεσίβλητου. Εάν η αξιοποίηση δεν ήταν εφικτή, πώς θα μπορούσε να την αξιοποιήσει και να επικαλούνται την παράλειψη αυτή ως λόγο μη έγκρισης παροχής του επιδόματος;
Κρίνουμε συνεπώς πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε επί του θέματος τούτου ότι δεν διεξήχθηκε δέουσα έρευνα, προτού οι εφεσείοντες αχθούν στην εκκαλούμενη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €1,000 υπέρ του εφεσίβλητου.
Α. Λιάτσος, Δ.
Γ. Γιασεμης, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/Κας