ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα. Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη. Θ. Χατζηλούκας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-12-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΤΖΗΕΥΑΓΓΕΛΟΥ v. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 58/15, 1/12/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:C546

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                      (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 58/15)

 

   1 Δεκεμβρίου, 2021

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

XXX ΧΑΤΖΗΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

Εφεσείουσας/Ενδιαφερόμενου Μέρους

 

ν.

 

XXX XXX ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

                                        

                                                                   Εφεσίβλητης/Αιτήτριας

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                   

                                                                   Καθ' ων η Αίτηση

 

__________

 

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.

Θ. Χατζηλούκας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.:

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την υπό έφεσιν απόφαση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της Προσφυγής 1958Α/12 (την οποία είχε καταχωρίσει η Εφεσίβλητη, ως Αιτήτρια), είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») - ως τούτη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 30.10.12 - να προαγάγει κατά πλειοψηφίαν στη θέση Αρχιφοροθέτη στο Τμήμα Δημόσιων Προσόδων, το Ενδιαφερόμενο Μέρος Χατζηευαγγέλου («η Εφεσείουσα») αντί την Αιτήτρια («η Εφεσίβλητη»).

 

        Προτού προχωρήσουμε, παρεμβάλλουμε πως η Κυπριακή Δημοκρατία («οι Καθ' ων η Αίτηση»), επέλεξε να μην καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης δηλώνοντας, απλώς, ότι συμφωνεί με την Πρωτόδικη Απόφαση.

       

        Για καλύτερη κατανόηση του σκεπτικού που ακολουθεί σε σχέση προς τους δύο λόγους έφεσης που συνθέτουν το εφετήριο (και τους οποίους θα εξετάσουμε σωρευτικώς ως εκ του περιεχομένου και αντικειμένου τους), θεωρούμε πως θα ήταν αποδοτική μια σύντομη αναφορά στα κύρια γεγονότα και ιστορικό της υπόθεσης.

 

        Το πράττουμε αμέσως.

 

       

        Την 1.5.12 κενώθηκε θέση Αρχιφοροθέτη στο Τμήμα Δημόσιων Προσόδων και επειδή η αρμόδια αρχή παρέλειψε να υποβάλει πρόταση για πλήρωση της εντός της νομοθετικώς προβλεπόμενης προθεσμίας των τεσσάρων μηνών, ήτοι με βάση το Άρθρο 29(2) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 Ν.1/90»), η ΕΔΥ ενεργοποίησε τις πρόνοιες του Άρθρου 29(3), Ν.1/90 για πλήρωση της θέσης. Η απόφαση λήφθηκε σε συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 19.9.12, με την κρίσιμη συνεδρία για πλήρωση της θέσης, να λαμβάνει χώραν την 30.10.12. Κατά τη συνεδρία εκείνη, η ΕΔΥ, αφού ασχολήθηκε με κατάλογο 12 υποψηφίων που είχε ενώπιον της, προήγαγε στην επίδικη θέση την Εφεσείουσα, κατά παρέκκλιση της σύστασης του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων («ο Διευθυντής»), ο οποίος είχε προτείνει ως καταλληλότερη την Εφεσίβλητη.

 

        Δοσμένου ότι η περί ης ο λόγος σύσταση του Διευθυντή η Σύσταση»), έχει τη σημασία της στα όσα έπονται, την παραθέτουμε αυτούσια (όπως πράττουμε και με όλες τις υπόλοιπες περικοπές στο ανά χείρας κείμενο):

 

«...................................

΄Εχω μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, διαβουλεύτηκα με τους Προϊσταμένους τους και έλαβα επίσης υπόψη τα ακαδημαϊκά ή και άλλα προσόντα τους. Με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτή, συστήνω ως καταλληλότερη για προαγωγή την Παπαγεωργίου xxx.

 

Η Παπαγεωργίου είναι τοποθετημένη στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Σε σύγκριση με τους υποψηφίους που δεν συστήνω, η Παπαγεωργίου δεν υστερεί σε αξία. Σημειώνω ότι για σκοπούς σύγκρισης, δεν έλαβα υπόψη το έτος 2008, για το οποίο η υποψήφια με αύξοντα αριθμό 7, Ιωάννου xxx, δεν διαθέτει Ετήσια Υπηρεσιακή Έκθεση. Επίσης η συστηνόμενη δεν υστερεί σε προσόντα, καθότι διαθέτει πτυχίο άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και οι υποψήφιες με αύξοντα αριθμό 1 και 2, Χατζηευαγγέλου . και Χριστοδούλου (.).

 

Επιπρόσθετα σε σύγκριση με τις Χατζηευαγγέλου και Χριστοδούλου, η Παπαγεωργίου υπερέχει σε πείρα λόγω της υπηρεσίας της στη θέση Αρχιφοροθέτη, 2ης Τάξης, από το 1998. Η θέση του Αρχιφοροθέτη, 1ης Τάξης, είναι συνδυασμένη με τη θέση του Αρχιφοροθέτη 2ης Τάξης, και έχουν τα ίδια καθήκοντα.

..................................».

 

 

 

          Αιτιολογώντας την προειρημένη παρέκκλιση, η ΕΔΥ σημείωσε τα εξής:

 

«...................................Η Χατζηευαγγέλου . υπερέχει όλων των υποψηφίων σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση, δεν υστερεί σε προσόντα, καθότι, εκτός από το επαγγελματικό προσόν, διαθέτει και πανεπιστημιακό δίπλωμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όπως εξάλλου και ορισμένοι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν, και ουδενός υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων ετών, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη.

 

Προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση της Χατζηευαγγέλου . με την Παπαγεωργίου ., που συστήθηκε από τον Διευθυντή και δεν επιλέγηκε, η πλειοψηφία της Επιτροπής έλαβε υπόψη ότι αυτές είναι ίσες σε αξία και σε προσόντα και ως εκ τούτου, η αρχαιότητα της επιλεγείσας κατά ένα έτος στην παρούσα τους θέση αποκτά ιδιαίτερη σημασία και της προσδίδει γενική υπεροχή.

..................................».

 

 

 

        Πρωτοδίκως, η Εφεσίβλητη αντιτέθηκε στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης διατεινόμενη ότι η παρέκκλιση της ΕΔΥ από τη Σύσταση υπήρξε αναιτιολόγητη, αλλά και πως η ΕΔΥ δεν διερεύνησε επαρκώς την πείρα της Εφεσίβλητης, αγνοώντας την παντελώς, όπως και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αντίθετη προς το περιεχόμενο των αφορώντων υπηρεσιακών φακέλων («οι φάκελοι»).

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφαινόμενο, κατέληξε πως η Σύσταση του Διευθυντή παραγνωρίστηκε «. χωρίς να καταγράφεται επαρκής, ειδική και πειστική αιτιολογία, με μοναδικό έρεισμα την περιορισμένης έκτασης (κατά 1 έτος) αρχαιότητα του ΕΜ «στην παρούσα τους θέση» και χωρίς να υπάρχει πρωτογενής κρίση της ΕΔΥ σε σχέση με το ζήτημα της πείρας της αιτήτριας μέσα στο πλαίσιο που είχε τεθεί από τον καθ' ύλην αρμόδιο Διευθυντή».

 

        Με την παρούσα έφεση η Εφεσείουσα βάλλει κατά της Πρωτόδικης Απόφασης, προτάσσοντας πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. εσφαλμένα και πεπλανημένα ακύρωσε την επίδικη πράξη και απέρριψε τις θέσεις των καθ' ων η Αίτηση και της Εφεσείουσας/Ενδιαφερόμενου Μέρους ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν πεπλανημένη σε σχέση με την πείρα και συγκρούετο με τα στοιχεία των φακέλων και ότι ορθά δεν υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Αντίθετα, ο Πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα αποφάσισε ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν έγκυρη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, ότι ορθά ο Διευθυντής αποτίμησε το στοιχείο της πείρας υπέρ της Αιτήτριας και εσφαλμένα η ΕΔΥ παρεξέκλινε από τη σύσταση χωρίς ειδική αιτιολογία» (λόγος έφεσης 1) και ότι, εξίσου λαθεμένα και πεπλανημένα «. ακύρωσε την επίδικη πράξη και απέρριψε τις θέσεις των καθ' ων η Αίτηση και της Εφεσείουσας/Ενδιαφερόμενου Μέρους ότι η πείρα της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας σε προ-προηγούμενη θέση, στη δεκαετία του '90 (θέση Αρχιφοροθέτη 2ης Τάξης), σύμφωνα με τη Νομολογία, δεν είχε αποφασιστική σημασία και ότι σε πείρα υπερείχε η Εφεσείουσα/Ενδιαφερόμενο Μέρος, λόγω της αρχαιότητας της, και όχι η Εφεσίβλητη/Αιτήτρια. Ο Πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα έκρινε ότι δεν στερείται ερείσματος η θέση του Διευθυντή ότι η Εφεσίβλητη/Αιτήτρια υπερείχε σε πείρα λόγω της υπηρεσίας της στην πιο πάνω προ-προηγούμενη θέση από το 1998. Ο Πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα έκρινε ότι η εν λόγω πείρα της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας συνιστούσε ένα σχετικό παράγοντα που μπορούσε να επισημανθεί από το Διευθυντή» (λόγος έφεσης 2).

 

        Κρίνουμε πως ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

 

        Εξηγούμε.

 

        Η υπέρ της Εφεσίβλητης αναφορά του Διευθυντή στη Σύσταση (ως την έχουμε παραθέσει αυτούσια πιο πάνω), πως η Εφεσίβλητη είχε υπηρεσιακή πείρα μεγαλύτερη από εκείνη της Εφεσείουσας, είναι ορθή και επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι δε και συγκλίνουσα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, ως το Παράρτημα 4 στην Ένσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας (Καθ' ων η Αίτηση) στην πρωτόδικη διαδικασία («το Σχέδιο Υπηρεσίας»). Αναφύεται, ότι η Εφεσίβλητη υπερέχει σε πείρα ένεκα της υπηρεσίας της στη θέση Αρχιφοροθέτη 2ης Τάξεως που είναι συνδυασμένη με τη θέση Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξεως, με τις δύο αυτές θέσεις να απαιτούν τα ίδια καθήκοντα, κάτι που σωστά επικαλέστηκε ο Διευθυντής στη Σύσταση. Κατά το Σχέδιο Υπηρεσίας ήταν αναγκαία η κατοχή από τους υποψηφίους, πενταετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στη θέση Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξεως ή Αρχιφοροθέτη 1ης και 2ης Τάξεως. Επομένως, στη βάση των γεγονότων, η Εφεσείουσα κατείχε πείρα μονάχα ως Αρχιφοροθέτης 1ης Τάξεως από 2.5.00 ενώ η Εφεσίβλητη πείρα στη θέση Αρχιφοροθέτη 1ης και 2ης Τάξεως από 2.4.98, έτσι υπερτερούσε σε πείρα από την Εφεσείουσα. Το Σχέδιο Υπηρεσίας σαφώς είναι που διέκρινε την πείρα Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξεως από την πείρα (με ίδια καθήκοντα) στις συνδυασμένες θέσεις Αρχιφοροθέτη 1ης και 2ης Τάξεως. Η ΕΔΥ - και σε αυτή τη θεματική θα επανέλθουμε υπό ένα κάπως διαφορετικό πρίσμα αργότερα - φαίνεται να αγνόησε την εκτενέστερη πείρα της Εφεσίβλητης, γεγονός που δεν διέλαθε την προσοχή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, ευστόχως, υπέδειξε και τούτα:

 

«...................................

Όπως διαπιστώνεται από την εξέταση των διοικητικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων, οι διάδικοι είναι ισοδύναμοι στη βαθμολογημένη αξία. Αξιολογήθηκαν αμφότερες ως εξαίρετες σε όλα τα στοιχεία της περιόδου 2007-2011, ενώ η εικόνα της ισοδυναμίας τους επεκτείνεται και σε ότι αφορά τα προηγούμενα χρόνια.

Ούτε στο κριτήριο των προσόντων παρατηρείται κάποια ουσιαστική διαφοροποίηση. Η αιτήτρια κατέχει το ακαδημαϊκό προσόν Bachelor of Science in Accounting, University of Nicosia (Cum Laude) και τους τίτλους Associate in Science (Business Administration), University of Indianapolis, H.Π.Α. και Αssociate, The Chartered Association of Certified Accountants και το ΕΜ, αντίστοιχα, διαθέτει το Βachelor of Arts in Economic and Social Studies, The Victoria University of Manchester (Second Class Honours, Div. 2) ως και τον επαγγελματικό τίτλο Associate, The Association of the Chartered Association of Certified Accountants. Aναφορικά με την αρχαιότητα, υπάρχει ένα προβάδισμα ενός έτους υπέρ του ΕΜ λόγω του διορισμού της, στις 2.5.00, στη θέση του Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξης η οποία προηγείται της επίδικης. Υπάρχει όμως εδώ μια ιδιομορφία, εφόσον η αιτήτρια κατά την ημερομηνία εκείνη υπηρετούσε ως Αρχιφοροθέτης 2ης Τάξης, θέση στην οποίαν είχε διοριστεί από 2.4.98 και από την οποίαν προήχθη στη συνέχεια, την 1.5.2001, στη θέση του Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξης.    

Σύμφωνα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις της, των ετών 2000-2002, η αιτήτρια εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα, τόσο κατά την περίοδο που κατείχε τη θέση Αρχιφοροθέτη 2ης Τάξης όσο και αργότερα όταν προήχθη στη θέση του Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξης (εξέταση λογαριασμών με την μέθοδο της επιτόπιας έρευνας, εξέταση λογαριασμών με τη μέθοδο της λεπτομερούς εξέτασης, διευθέτηση ενστάσεων). Επομένως η θέση του Διευθυντή ότι η αιτήτρια υπερείχε σε πείρα λόγω της υπηρεσίας της ως Αρχιφοροθέτη 2ης Τάξης από το 1998 και η παρατήρηση του ότι η θέση του Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξης είναι συνδυασμένη με τη θέση του Αρχιφοροθέτη, 2ης Τάξης και έχουν τα ίδια καθήκοντα, δεν φαίνεται να στερείται ερείσματος, με βάση το περιεχόμενο των φακέλων.

Έχοντας υπόψη ότι η πείρα, όπου είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αποτελεί στοιχείο που προσμετρά στον παράγοντα της αξίας (Δημοκρατία κ.ά. v. Aγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, Δημοκρατία κ.ά. v. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329) και δεδομένης της ομοιότητας των καθηκόντων των πιο πάνω συνδυασμένων θέσεων, η πείρα που απέκτησε η αιτήτρια από το διορισμό της στη θέση του Αρχιφοροθέτη 2ης Τάξης, παρόλον που αυτή δεν αφορούσε θέση που προηγείτο άμεσα της επίδικης, συνιστούσε ένα σχετικό παράγοντα που μπορούσε να επισημανθεί από το Διευθυντή. Σχετική είναι η Αρχή Λιμένων Κύπρου v. Mακρίδου (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 51, όπου το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Δεν διαπιστώσαμε πλάνη ή αδικία στη σύσταση η οποία συνάδει με τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων. Η αναφορά της Διευθύντριας στην πείρα που απέκτησε το ενδ. μέρος στα πλαίσια εκτέλεσης συναφών καθηκόντων είναι στοιχείο το οποίο αναδύεται από το περιεχόμενο των φακέλων και το οποίο η Διευθύντρια μπορούσε να το υποδείξει. Η Διευθύντρια, ως εκ της θέσεως της, μπορούσε να διατυπώσει αυθεντική σύσταση βασισμένη στην προσωπική της γνώση για την καταλληλότητα των υποψηφίων σε συνάρτηση με τις ανάγκες της θέσης».

.......................................».

 

        Επακολούθως, δεν χωρούσε ανατροπή από την ΕΔΥ τής Σύστασης, η οποία ήταν τεκμηριωμένη και σύμφωνη προς το περιεχόμενο των φακέλων αλλά και προς τα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η απόκλιση της ΕΔΥ από τη Σύσταση, καλώς κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως σφαλερή (βλ. Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Μακρίδου (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 51, 54).

 

        Η Εφεσίβλητη, κατά τα πραγματικά και νομικά δεδομένα - και με υπόψιν πάντα το Σχέδιο Υπηρεσίας - υπερτερούσε σε υπηρεσιακή πείρα για την ίδια εργασία, μεταβλητή που συγκροτεί, παρεμπιπτόντως, ουσιαστικό στοιχείο αξίας (την οποία και επαυξάνει), καθιστώντας αδιάφορη την παράμετρο τού κατά πόσον «. η πείρα αυτή αποκτάται σε οργανική θέση μόνιμη ή προσωρινή, ή με απόσπαση ή με έκτακτη βάση» (βλ. Μακκούλη και Άλλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 104/11, ημ. 18.10.17, ECLI:CY:AD:2017:C360).

 

        Το διασαφηνίζουμε.

 

        Η άποψη της Εφεσείουσας - και επανερχόμαστε στο ζήτημα ως είπαμε πιο πάνω πως θα πράτταμε - ότι κατ' ουσίαν το στοιχείο της πείρας, προκειμένου να αποκτήσει αποφασιστική σημασία, θα πρέπει να προκύπτει από υπηρεσία στην τελευταία θέση πριν από την επίδικη και πως η πείρα σε προηγούμενες θέσεις δεν έχει καθοριστική σημασία, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αυτό, διότι, εν προκειμένω (και σε αντίθεση προς τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Εφεσείουσας), η Εφεσίβλητη διορίστηκε στη θέση Αρχιφοροθέτη 2ης Τάξεως η οποία ήταν συνδυασμένη με τη θέση Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξεως, με ίδια καθήκοντα, και στην οποία ανελίχθηκε με τη συμπλήρωση της απαιτούμενης τριετούς υπηρεσίας στη θέση Αρχιφοροθέτη 2ης Τάξεως. Ως εκ τούτου, η Εφεσίβλητη είχε πραγματική υπηρεσία και πείρα μεγαλύτερη από εκείνη της Εφεσείουσας η οποία διορίστηκε μεταγενέστερα και απευθείας στη θέση Αρχιφοροθέτη 1ης Τάξεως. Στη βάση αυτή, η ΕΔΥ δεν είχε λελογισμένο περιθώριο να ενεργήσει αντιθέτως προς ή και σε παραγνώριση του Σχεδίου Υπηρεσίας, αγνοώντας τη συνολική πείρα της Εφεσίβλητης αλλά και τη Σύσταση (βλ. Ιωάννου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 624, 629).

 

        Επί αυτής της πτυχής, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε και αυτά:

«..................................Στην κρινόμενη περίπτωση, η έκταση της πείρας της αιτήτριας στην άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων από το 1998 μπορούσε εύλογα να συνυπολογιστεί ως εμπλουτίζουσα και την ευρύτερη πείρα της και η σχετική αναφορά του Διευθυντή δεν καθιστούσε τη σύσταση του ως «μη συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων», όπως εν τέλει αποφάνθηκε η ΕΔΥ. Η τελευταία διατηρούσε βέβαια το δικαίωμα της απόκλισης, από την εισήγηση του προϊσταμένου, νοουμένου ότι θα κατέγραφε στην αιτιολογία της τους απαραίτητους πειστικούς ή ειδικούς λόγους κατά τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί στη πάγια σχετική νομολογία. Σχετική είναι η Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, στην οποία λέχθηκαν και τα ακόλουθα:-

«Στην Επιτροπή αναγνωρίζεται η δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, νοουμένου ότι η απόκλιση αιτιολογείται επαρκώς (Δημοκρατία v. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267). Ειδική αιτιολογία συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, η παράθεση πειστικών λόγων που να αντισταθμίζουν τη σύσταση (Σπανός v. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Όπως επισημαίνεται και στη Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά., ανωτέρω, η σταθερή και διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζει τη δυνατότητα παραγνώρισης, όταν παρέχεται από το διορίζον όργανο πειστική ειδική αιτιολογία. Δηλαδή, θα πρέπει να δίδονται πειστικοί ή ειδικοί λόγοι για την επιλογή συγκεκριμένου υποψήφιου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα ή τη σύσταση του προϊσταμένου. Οι λόγοι δε αυτοί θα πρέπει να φαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης και δεν μπορούν να συνάγονται από τα πρακτικά.

.........................................».

 

 

Συμφωνούμε.

 

 

        Περαιτέρω, υπογραμμίζουμε - σε σύμπνοια με το Πρωτόδικο Δικαστήριο - πως μολονότι το στοιχείο της αρχαιότητας θα μπορούσε κατ' αρχήν να αποτελέσει, ως ουσιώδες κριτήριο, ικανό λόγο για απόκλιση από τη Σύσταση, τούτο θα ήταν εφικτό αν η διαφορά στην αρχαιότητα κατατασσόταν, βάσει των γεγονότων της περίπτωσης, ως σημαντική εξ απόψεως βαθμού (βλ. Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 30/15, ημ. 19.10.21, ECLI:CY:AD:2021:C472, Ζωδιάτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, 411).

 

        Δεν ήταν τόσον σημαντική η αρχαιότητα (υπό το εξεταζόμενο πρίσμα).

 

        Ως τέθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«..................................Στην προκείμενη περίπτωση, διαπιστώνεται ότι η σύσταση παραγνωρίστηκε χωρίς να καταγράφεται επαρκής, ειδική και πειστική αιτιολογία, με μοναδικό έρεισμα την περιορισμένης έκτασης (κατά 1 έτος) αρχαιότητα του ΕΜ «στην παρούσα τους θέση» και χωρίς να υπάρχει πρωτογενής κρίση της ΕΔΥ σε σχέση με το ζήτημα της πείρας της αιτήτριας μέσα στο πλαίσιο που είχε τεθεί από τον καθ' ύλην αρμόδιο Διευθυντή.

....................................».

 

 

 

        Η ΕΔΥ, πέραν από το να προβεί σε μια γενική και αόριστη, με κάθε σεβασμό, αναφορά ότι η Σύσταση δεν συναρμοζόταν με τα στοιχεία των φακέλων, δεν ικανοποίησε την υποχρέωση παροχής ειδικής αιτιολογίας επί του αναλυόμενου ζητήματος, πόσω δε μάλλον διά επαρκούς κατά τη νομολογία αιτιολογίας (βλ. Θεμιστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495, 503-504).

 

        Δεν έχουν καταδειχθεί λόγοι για παρέμβαση μας στην Πρωτόδικη Απόφαση.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

        Επιδικάζουμε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας, έξοδα ύψους €2,500,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

        Καμία διαταγή για έξοδα εν σχέσει προς τους Καθ' ων η Αίτηση (Κυπριακή Δημοκρατία).

 

       

                                                          Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

                                                          Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                          Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο