ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D579
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 4/2015)
(Υπόθ. Αρ. 1423/2012)
16 Δεκεμβρίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
XXX ΣΑΜΟΥΗΛ,
Eφεσείοντα-Αιτητή,
v.
ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.
____________________
Α. Κωνσταντίνου, για το Εφεσείοντα.
Μ. Σπανού (κα), για την Εφεσίβλητη.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
____________________
Παναγή, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης με την οποίαν απορρίφθηκε η προσφυγή του και επικυρώθηκε ο διορισμός του Ενδιαφερόμενου Μέρους (Ε.Μ.) στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή της Εφεσίβλητης Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού αναδρομικά από 27.12.2001.
Η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και η πλήρωση της έχει μακρύ ιστορικό. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εφεσίβλητης («το Συμβούλιο»), στις 5.11.2001 είχε αποφασίσει την προαγωγή του Ε.Μ. σε αυτήν. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας της κατά πλειοψηφία, απόφασης του Συμβουλίου, αναφορικά με την απόδοση του Ε.Μ. στην προφορική εξέταση (βλ. Σαμουήλ v. Aρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου κ.ά., (2004) 4 (Α) ΑΑΔ 172). Ακολούθησε επανεξέταση υπό το πρίσμα των ευρημάτων της ακυρωτικής απόφασης, με ομόφωνη κατάληξη την εκ νέου προαγωγή του Ε.Μ.. Νέα προσφυγή του εφεσείοντα στέφθηκε με επιτυχία καθότι το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δεδικασμένου σε σχέση με την αιτιολόγηση της απόδοσης του Ε.Μ. στη προφορική εξέταση και το συσχετισμό της με τη βαθμολογημένη αξία (βλ. Σαμουήλ v. Aρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2010) 4(Α) ΑΑΔ 684).
Το Συμβούλιο διενήργησε νέα επανεξέταση, στα πλαίσια της οποίας υπέβαλε τους διαδίκους σε προφορική εξέταση, μετά το πέρας της οποίας αξιολόγησε την απόδοση του εφεσείοντα ως «Πολύ Καλή» και του Ε.Μ. ως «Εξαιρετική». Εν συνεχεία και αφού όπως σημείωσε, έλαβε υπόψη τη μεγαλύτερη κατά 7 περίπου χρόνια πείρα και αρχαιότητα του εφεσείοντα, η οποία έχει μικρότερη βαρύτητα από την υπεροχή του Ε.Μ. στην προφορική εξέταση, κατέληξε κατά πλειοψηφία, στις 29.8.2011 στον επαναδιορισμό του Ε.Μ. με αναδρομική ισχύ από 27.12.2001.
Ο εφεσείων προσέφυγε ξανά στο Ανώτατο Δικαστήριο επικαλούμενος πλάνη ως προς τη διαφορά της αξιολόγησης στη προφορική εξέταση, υποβάθμιση του κριτηρίου της πείρας και υπέρμετρη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης. Με την εκκαλούμενη απόφαση του το Δικαστήριο απέρριψε τους προβαλλόμενους λόγους πάνω στη βάση των ευρημάτων του ότι αφενός οι διάδικοι είχαν κριθεί από το Συμβούλιο ως ισοδύναμοι σε πείρα στις προηγούμενες διαδικασίες και η κρίση αυτή του Συμβουλίου δεν απoτέλεσε λόγο ακύρωσης στις προσφυγές που είχαν προηγηθεί, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κώλυμα δεδικασμένου που εμποδίζει την έγερση του συγκεκριμένου θέματος και αφετέρου ότι εύλογα αποδόθηκε αυξημένη βαρύτητα στην κατά δύο επίπεδα υπέρτερη αξιολόγηση του Ε.Μ. στη προφορική εξέταση, δεδομένου ότι επρόκειτο για πλήρωση υψηλόβαθμης θέσης.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με 5 λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι υπήρχε κώλυμα δεδικασμένου αναφορικά με το ζήτημα της πείρας των διαδίκων και υποβάλλει ότι το συγκεκριμένο ζήτημα θα πρέπει να απασχολήσει επί της ουσίας το Εφετείο καθότι είχε προβληθεί αλλά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με άλλη εισήγηση του ο εφεσείων υποστηρίζει ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν υπήρξε πλάνη αναφορικά με τη διαφορά της αξιολόγησης της απόδοσης των διαδίκων στην προφορική εξέταση και λανθασμένα επίσης θεωρήθηκε ότι η κατά δύο βαθμίδες διαφορά τους στο επίπεδο αξιολόγησης, δεν ήταν οριακή (2ος λόγος έφεσης).
Προβάλλει, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς του για υποβάθμιση της πείρας του και αντιφατική συμπεριφορά του Συμβουλίου της Εφεσίβλητης κατά την αξιολόγηση του συγκεκριμένου κριτηρίου (3ος λόγος έφεσης).
Υποβάλλει επίσης ο εφεσείων ότι εφόσον ο ίδιος δεν υστερούσε του Ε.Μ. στο κριτήριο της αξίας, εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η υπέρτερη αρχαιότητα και συνακόλουθη πείρα του δεν μπορούσε να υπερκεράσει τη καλύτερη απόδοση του Ε.Μ. στη προφορική εξέταση (4ος λόγος έφεσης).
Με τον τελευταίο εγειρόμενο λόγο προτείνεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε πρωτόδικα ο ισχυρισμός ότι κατά παράβαση της νομολογίας, η προφορική εξέταση κατέστη εν προκειμένω το αποκλειστικό κριτήριο επιλογής του Ε.Μ. (5ος λόγος έφεσης).
Ενόψει της φύσης των εγειρόμενων θεμάτων θα ήταν χρήσιμη η παράθεση της πρωτόδικης απόφασης στην έκταση που ενδιαφέρει τα επίδικα σημεία:
«Θα πρέπει να λεχθεί καταρχάς ότι το ζήτημα του περιεχομένου της πείρας των υποψηφίων απασχόλησε το Συμβούλιο, το οποίο και κατέληξε ότι οι υποψήφιοι είναι ουσιαστικά ίσοι, αιτιολογώντας την προσέγγισή του με αναφορά σε στοιχεία των φακέλων. Ο Αιτητής ουδέποτε μέχρι σήμερα αμφισβήτησε την προσέγγιση αυτή του Συμβουλίου, συνεπώς στερείται της δυνατότητας να το πράξει στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Η ισότητα του Αιτητή και του Ενδιαφερόμενου Μέρους από απόψεως περιεχομένου της πείρας, όπως καθορίστηκε από το Συμβούλιο, θα έπρεπε να είχε αποτελέσει αντικείμενο λόγων ακύρωσης στις προηγηθείσες αναθεωρητικές διαδικασίες. Είναι καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι οι διάδικοι δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων, η δε παράλειψη έγερσης του θέματος προηγουμένως δημιουργεί δεδικασμένο (Παρτασίδου v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 413).
Σε σχέση με την ουσία της εισήγησης του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Αιτητή θα πρέπει, με όλο το σεβασμό, να υπομνησθεί ότι το ζήτημα της αρχαιότητας στην προκείμενη περίπτωση δεν συναρτάται απλώς και μόνο με την ίση αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από τις ετήσιες εκθέσεις τους. Κρίσιμος παράγοντας ως προς τη νομική διάσταση της σημασίας της αρχαιότητας, είναι η διαφορετική απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, όπως αυτή έχει ήδη τεθεί, σε συνάρτηση και με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Προκειμένου να παρακάμψει το δεδομένο αυτό ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι η διαφορά κατά τις συνεντεύξεις ήταν οριακή, παραθέτοντας σχετική νομολογία. Το σύνολο όμως της νομολογίας αυτής αφορά διαφορά απόδοσης μιας βαθμίδας. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιας κατάστασης πραγμάτων, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως καθορίστηκαν οι βαθμοί αξιολόγησης της απόδοσης, η μεταξύ των μερών διαφορά είναι μεγαλύτερη της μιας βαθμίδας, ήτοι δύο βαθμίδες. Συνεπώς βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης η οποία εντάσσεται στα πλαίσια πλήρως ευθυγραμμισμένης νομολογίας, σύμφωνα με την οποία διορίζον διοικητικό όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να μην αποδίδει σε περιπτώσεις θέσεων ψηλά στην ιεραρχία ουσιαστική σημασία στο κριτήριο της αρχαιότητας, αλλά να προσδίδει αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Πούρος κα v. Χατζηστεφάνου κα (2001) 3ΑΑΔ 374, 396-397). Χωρίς αμφισβήτηση η υπό κρίση θέση ήταν η πιο ψηλή στην ιεραρχία της Καθ' ης η αίτηση και τα καθήκοντα της καθιστούσαν την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα αξιολόγησης και στοιχείο άμεσα συναρτώμενο με την αξία
Καταληκτικά, δεν εντοπίζεται να εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη στην όλη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται με επάρκεια και υποστηρίζεται από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη. Η δε επιλογή ως καταλληλότερου του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Καθ΄ ης η αίτηση και δεν έχει καταδειχθεί έκδηλη υπεροχή προς όφελος του Αιτητή, ούτως ώστε και να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου προς αναθεώρηση της επίδικης απόφασης.».
Το Συμβούλιο, τόσο κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης κατά την προηγούμενη επανεξέταση, όσο και κατά την υπό κρίση επανεξέταση ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «Οι δύο υποψήφιοι κρίθηκαν ισάξιοι από πλευράς του περιεχομένου της πείρας τους.». Στην υπό κρίση προσφυγή προβλήθηκε ως λόγος ακυρότητας «5. Πλάνη της Αρχής ως προς τη πείρα - Υποβάθμιση της σημασίας της πείρας ως κριτήριο που προσθέτει στην αξία - Αντιφατική συμπεριφορά», ενώ κατά την προηγούμενη προσφυγή «6. Πλάνη της Αρχής ως προς τη πείρα - Υποβάθμιση της σημασίας της πείρας ως κριτήριο που προσθέτει στην αξία». Όπως δε επεξηγεί στην αγόρευσή της η ευπαίδευτη συνήγορος της Αρχής, ο εφεσείων πρόβαλε νέα επιχειρήματα προς υποστήριξη του σχετικού νομικού λόγου, ισχυριζόμενος ότι, πέραν της πλάνης, υπάρχει και «αντιφατική συμπεριφορά» της πλειοψηφίας του Συμβουλίου, κάτι που δεν υπήρχε στην προηγούμενη προσφυγή. H διαπίστωση της Αρχής πως οι διάδικοι ήταν ίσοι σε πείρα από πλευράς περιεχομένου, η οποία υπήρξε τόσο κατά την πρώτη διαδικασία πλήρωσης της θέσης όσο και στις επόμενες δεν προσβλήθηκε ως παράνομη στις προηγούμενες προσφυγές. Συνεπώς, με βάση την υπόθεση Παρτασίδου v. Δημοκρατίας, πιο πάνω, η παράλειψη έγερσης του θέματος προηγουμένως δημιουργεί δεδικασμένο και ορθά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Το Συμβούλιο ασχολήθηκε επισταμένα με το θέμα της συνέντευξης των δύο υποψηφίων και αποφάσισε ότι η απόδοση στις συνεντεύξεις θα αποτελούσε ξεχωριστό παράγοντα αξιολόγησης «γιατί πρόκειται για την ψηλότερη θέση του Οργανισμού, με ψηλές απαιτήσεις από τον κάτοχό της, επειδή αυτός, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, είναι ο κύριος σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου και ο διοικητικά υπεύθυνος για την υλοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από αυτό, προΐσταται των υπηρεσιών και των υπαλλήλων της Αρχής, είναι ο κύριος υπεύθυνος για την αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία της Αρχής, τον σχεδιασμό και τη διεύθυνση της αναπτυξιακής της πορείας, καθώς και την ανάπτυξη της απαραίτητης συνεργασίας στην Κύπρο και το εξωτερικό.». Η πλειοψηφία του Συμβουλίου αξιολόγησε την απόδοση του εφεσείοντα ως «Καλή» και του Ε.Μ. ως «Πάρα πολύ καλή», αιτιολογώντας την προσέγγισή της. Έκρινε δε ότι το Ε.Μ. υπερείχε του εφεσείοντα και ήταν καταλληλότερο προς πλήρωση της θέσης. Αποφασιστικό παράγοντα διαδραμάτισε η κατά δύο βαθμίδες υπεροχή του στην προφορική εξέταση λόγω του ότι επρόκειτο για την υψηλότερη θέση στον Οργανισμό, ενώ απασχόλησε και η αρχαιότητα του εφεσείοντα, όπως προκύπτει από το πρακτικό: «Η πλειοψηφία του Συμβουλίου έλαβε υπόψη της τη μεγαλύτερη κατά 7 περίπου χρόνια πείρα και την αρχαιότητα του Σαμουήλ, έκρινε όμως ότι η πιο πάνω υπεροχή σε πείρα και αρχαιότητα δεν έχει μεγάλη σημασία μέσα στη μακρά διάρκεια της πείρας και των δύο υποψηφίων και τη μακρά υπηρεσία τους στην Αρχή, και εν πάση περιπτώσει, έχει μικρότερη βαρύτητα από την υπεροχή του υποψήφιου Φυσεντζίδη στην προφορική εξέταση.».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε σε νομολογία προς υποστήριξη της θέσης του ότι ακόμα και δύο βαθμίδες διαφορά στην απόδοση στην προφορική εξέταση κρίθηκε ως οριακή. Χωρίς να υποβαθμίζει τη σημασία της προφορικής εξέτασης, όπως ανέφερε, ο συνήγορος τόνισε τη καταφανή υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα και πείρα και την οριακή διαφορά στην απόδοση στην προφορική εξέταση των δύο υποψηφίων προς υποστήριξη της θέσης του ότι η σημασία που δόθηκε στην προφορική εξέταση ήταν υπέρμετρη και πως υπήρξε πλάνη και σφάλμα, όχι μόνο της εφεσίβλητης Αρχής, αλλά και του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έκρινε πως η απόδοση στις συνεντεύξεις ήταν κρίσιμος παράγοντας και ότι η επιλογή του Ε.Μ. ήταν εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Η νομολογία που παρέθεσε ο συνήγορος αφορά στην πλειοψηφία της, διαφορά μίας βαθμίδας μόνο. Στην υπόθεση Σπανός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432, υπάρχει διαφορά δύο βαθμίδων, όμως, σε εκείνη την υπόθεση πέτυχε ο λόγος ακύρωσης, καθότι δεν δόθηκε αιτιολογία για την απόκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου. Η αναφορά σε οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν αποτελεί το λόγο της απόφασης, παρά μόνο αναφέρεται ως obiter dictum. Τα υπόλοιπα θέματα που ήγειρε ο συνήγορος θα μας απασχολήσουν κατά την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης καθότι δεν καλύπτονται με τον παρόντα λόγο.
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το λόγο ακύρωσης που πρόβαλε ο εφεσείων ότι υπήρχε πλάνη της Αρχής ως προς την πείρα. Το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την απόφαση του, εξέτασε μαζί τόσο την πλάνη ως προς την αρχαιότητα όσο και την πείρα. Αυτό που δεν εξέτασε είναι τον ισχυρισμό περί αντιφατικότητας όπου το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο εφεσείων κωλύεται να εγείρει τέτοιον ισχυρισμό.
Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε σε αποφάσεις προς υποστήριξη της θέσης του ότι προβάδισμα αρχαιότητας κατά επτά χρόνια ενός υποψηφίου που δεν υστερεί σε αξία, έχει μεγαλύτερη σημασία από την απόδοση στην προφορική εξέταση.
Η νομολογιακή αρχή που προέχει είναι αυτή που διατυπώθηκε σε σωρεία υποθέσεων, καθώς και στην υπόθεση Πούρος, πιο πάνω, που παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το διοικητικό όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε περιπτώσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα, να μην αποδίδει ουσιαστική σημασία στο κριτήριο της αρχαιότητας έναντι της προφορικής εξέτασης (βλ. Γρουτίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 95/2013, ημερομηνίας 26.11.2019). Βεβαίως, υπάρχουν υποθέσεις όπου συνεκτιμήθηκε η αρχαιότητα με άλλα δεδομένα της υπόθεσης και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της αρχαιότητας. Δεν απαιτείται λεπτομερής ανάλυση και διαφοροποίηση των υποθέσεων αυτών, ανάλογα με τα γεγονότα τους, από την παρούσα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν έχει διαφοροποιηθεί η νομολογιακή αρχή που διατυπώθηκε στην Πούρος, πιο πάνω, και που εφαρμόστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον πέμπτο λόγο έφεσης καθίσταται σαφές από το πρακτικό που τηρήθηκε ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλους τους παράγοντες αξιολόγησης που αφορούσαν τον εφεσείοντα και το Ε.Μ.. Σε όλους τους παράγοντες οι υποψήφιοι ήταν ίσοι, εκτός από την αρχαιότητα που υπερείχε ο εφεσείων κατά επτά χρόνια και την απόδοση στην προφορική εξέταση που υπερείχε το Ε.Μ.. Το Συμβούλιο συνεκτίμησε όλα τα δεδομένα και αποφάσισε ότι η υπεροχή του Ε.Μ. στην προφορική εξέταση ήταν πιο σημαντική από την αρχαιότητα του εφεσείοντα. Αυτό δε σημαίνει ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στον παράγοντα συνέντευξη. Απλώς στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο, χωρίς να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο ενήργησε έξω από τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζεται (βλ. Πούρος, πιο πάνω, σελ. 336-337[1]).
Σύμφωνα με τη νομολογία για το σκοπό επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, συνυπολογίζονται και συνεκτιμούνται όλα τα θεσμοθετημένα κριτήρια, (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 97, Δημοκρατία v. Aγγελή (1999) 3 ΑΑΔ 161, Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 122), ενώ από μόνη της η αρχαιότητα δεν αποτελεί το ρυθμιστικό παράγοντα (Τρύφωνος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 377). Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η βαρύτητα ενός ορισμένου στοιχείου κρίσης δεν μπορεί να προκαθοριστεί, αλλά πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης.
Υπό το φως των πιο πάνω θεωρούμε ότι η επιλογή της Αρχής ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο ήταν, υπό το φως όλων των δεδομένων, εύλογη και δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης. Καμία διαταγή για έξοδα ως προς το Ε.Μ.
ΠΑΝΑΓΗ, Π.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «Επανερχόμαστε, τέλος, στη βαρύτητα που η Ε.Δ.Υ. έδωσε στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Είναι προφανές ότι αυτά ήταν που έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του xxx Πούρου και του xxx Παιονίδη. Για τέτοιου είδους θέσεις δεν είναι όμως άτοπο να δίδεται σ' αυτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Στην Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673 - η οποία αφορούσε σε διαδικασία βάσει του Ν. 1/90 - η Ολομέλεια εξέφρασε απόλυτη συμφωνία με το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση του Α.Ν. Λοΐζου, Π.:
"Σ' ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτητή ότι η εντύπωση από τη συνέντευξη διαδραμάτισε αποκλειστικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να υποδειχθεί ότι η θέση Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας είναι η ανώτατη θέση στο Τμήμα και όπως προκύπτει από τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, που καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέση με ευρείες διοικητικές ευθύνες. Σε τέτοιες θέσεις η προσωπικότητα του κατόχου της αποτελεί σημαντικό στοιχείο, σ' ό,τι αφορά την καταλληλότητά του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.
Ενόψει της πιο πάνω φύσης της θέσης, η Επιτροπή κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση είχε ευρεία διακριτική εξουσία. Η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. (Βλέπε The Republic v. Zachariades(1986) 3 C.L.R. 852, 856 και The Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088).
Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως στην παρούσα υπόθεση."
Έχοντας υπόψη μας το ισοζύγιο που προέκυπτε από τα υπόλοιπα αντίστοιχα δεδομένα των υποψηφίων, όπως και το κριτήριο της βαρύτητας των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, δεν μας είναι δυνατό να συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη άποψη του συναδέλφου μας ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε στα εν λόγω αποτελέσματα υπέρμετρη βαρύτητα ή σημασία, ώστε να θεωρηθεί ότι ενήργησε έξω από τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζεται. Θεωρούμε χρήσιμη την ακόλουθη υπόμνηση από τη Georghiou v. Republic (ανωτέρω) (στη σελ. 82):
"Furthermore, we do accept as quite correct the proposition that it is open to the Commission, in trying to select the most suitable candidate, to weigh together all relevant considerations and to attribute more significance to one factor than to another, in the course of doing so, provided, however, that it exercises properly its relevant discretion (see the decision of the Greek Council of State in case 635/1950); and this Court will not interfere with a decision of the Commisision when it appears that it was reasonably open to it to select a particular officer, instead of another, for promotion (see, inter alia, Evangelou v. The Republic, (1965) 3 C.L.R. 292, 299).""