ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429
Ιωσηφίδης Χρίστος και Άλλη ν. Aνδρέα Δαβερώνα και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 147
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Xατζηγέρου Xαρίλαος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 345
Παρτασίδου Δώρα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 413
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Τούλας Κούλουμου (2010) 3 ΑΑΔ 293
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:C544
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση αρ. 36/2015)
1η Δεκεμβρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΑΝΔΡΕΟΥ
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης/Καθ' ης η αίτηση.
---------------------
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα
Λ. Ουστά (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη
Γ. Παπαδόπουλος με κα Ε. Τόλλα για Μ. Ηλιάδη & Συνεταίρους ΔΕΠΕ, για το ΕΜ XXXXX Λαμπρατσιώτη
--------------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με απόφαση της ημερ. 14/10/2009 η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 4/12/2009, διόρισε εκ νέου μετά από επανεξέταση, αναδρομικά από 1/2/2007, τη xxx Λαμπρατσιώτη (ΕΜ) στη μόνιμη θέση Ακτινογράφου (Ακτινοδιαγνωστικής) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Η ΕΔΥ προέβη σε επανεξέταση πλήρωση της θέσης, μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 22/7/2009 στην προσφυγή αρ. 543/2007 (στο εξής η πρώτη απόφαση) με την οποία ακύρωσε την απόφαση της ημερ. 19/12/05 με την οποία είχε διορίσει το ΕΜ στην επίδικη θέση από 1/2/2007.
Εναντίον της νέας απόφασης καταχωρήθηκε προσφυγή αρ. 45/10 εκ μέρους της αιτήτριας xxx Ανδρέου, η οποία και απορρίφθηκε από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Με την κρινόμενη έφεση, προσβάλλεται με τέσσερις λόγους, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίοι εξετάζονται κατωτέρω. Θα πρέπει να λεχθεί πως στο επίκεντρο της συζήτησης η μόνη ουσιαστική διαφορά που αναδύεται είναι κατά πόσον η ΕΔΥ, κατά την επανεξέταση, παραβίασε το δεδικασμένο, το οποίο σύμφωνα με την εισήγηση παρήξε η πρώτη απόφαση.
Στην απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία μέσω ΕΔΥ ν. Τ. Κούλουμου κ.α. (2010) 3 ΑΑΔ 293) λέχθηκε πως:
"...Η έννοια του δεδικασμένου στο διοικητικό δίκαιο έχει πλήρως και με επάρκεια νομολογηθεί σε βαθμό που δεν χρειάζεται εκτενής ανάλυση στην υπό κρίση περίπτωση. Σημειώνεται, όμως, ότι δεδικασμένο δημιουργείται όποτε στη βάση ταύτισης διαδίκου, ιδιότητας διαδίκων, επιδίκων θεμάτων και υπό την προϋπόθεση τελεσίδικης απόφασης, προκύπτει νομικό και/ή πραγματικό δεδομένο με αποτέλεσμα να δεσμεύεται κάθε διοικητικό όργανο από τα ήδη κριθέντα. Στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625, η Ολομέλεια αναγνώρισε επίσης την αντιστοιχία των αρχών του δεδικασμένου στο αστικό, με αυτές του διοικητικού δικαίου. Εφόσον υπάρχει από το αναθεωρητικό Δικαστήριο κρίση επί της ουσίας της διαφοράς με την εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων προς επίλυση των επιδίκων θεμάτων, προκύπτει δέσμευση ώστε να ισχύει σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης έναντι πάντων, στη δε περίπτωση απορριπτικής απόφασης, έναντι του αιτούντος, (Άρθρο 59(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999).
Όταν ισχύει η αρχή του δεδικασμένου, το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση δεσμεύεται αφενός από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, οι δε διάδικοι δεν είναι αφετέρου ελεύθεροι «.. να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων». (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413). Πρέπει, όμως, να έχει εξεταστεί το ζήτημα ως επίδικο θέμα, διαφορετικά όπου το Δικαστήριο αποφασίζει λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι κατέχεται από ένα υποψήφιο κάποιο απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, η Ε.Δ.Υ. σε περίπτωση επανεξέτασης δύναται να διερευνήσει την κατοχή του προσόντος, εφόσον δεν υπήρξε επ' αυτού οποιαδήποτε απόφαση, ή, δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα προηγουμένως (Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 345). Και στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, η πλήρης Ολομέλεια διευκρίνισε ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση «.. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: (βλ. Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61.)».
(Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΑΕ 30/2015, ημερ. 19/10/2021), ECLI:CY:AD:2021:C472
Με τον πρώτο λόγο έφεσης χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι (α) η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό προηγηθέν δεδικασμένο (εισήγηση η οποία περιλαμβάνεται και εξετάζεται στους λόγους έφεσης 3 και 4) (β) τεκμηρίωσε επαρκώς την απόφαση της με νέα έρευνα, με το να ζητήσει πληροφορίες από το φορέα έκδοσης του πτυχίου του ενδιαφερόμενου προσώπου και (γ) το περιεχόμενο της απάντησης από το ΤΕΙ Αθηνών σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της ΕΔΥ ως προς τα επισυνημμένα έγγραφα, συνιστούν επαρκή αιτιολόγηση πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατείχε την «Καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.»
Τόσο με την αιτιολογία του λόγου όσο και την επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξε ο συνήγορος της αιτήτριας, υποστηρίζεται πως ενώ επρόκειτο για επανεξέταση, και ενώ η ΕΔΥ είχε πάντοτε ενώπιον της τη βεβαίωση της αναλυτικής βαθμολογίας του ενδιαφερόμενου μέρους για τις σπουδές του στο ΤΕΙ Αθηνών για την απόκτηση του πτυχίου της και βεβαίωση της Γραμματείας της Σχολής ημερ. 22/9/06 με την οποία βεβαιωνόταν ότι η ξένη γλώσσα η αναφερομένη στο πτυχίο της, ήταν η αγγλική, τα στοιχεία αυτά κρίθηκαν κατά την ακυρωτική απόφαση ημερ. 22/7/09 ότι δεν καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης και συνεπώς ουδέν νέο στοιχείο προσφέρθηκε.
Αντίθετη άποψη εκφράζει βέβαια η συνήγορος της εφεσίβλητης, την οποία ενστερνίζεται και ο συνήγορος του ΕΜ, πως η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση είχε ενώπιον της νέα στοιχεία ήτοι το πρόγραμμα σπουδών, το περίγραμμα μαθημάτων του Τμήματος Ραδιολογίας-Ακτινολογίας καθώς επίσης και τη διδακτέα ύλη της Αγγλικής γλώσσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε πως το ζητούμενο ήταν αν η ΕΔΥ θα μπορούσε με βάση το υλικό που είχε ενώπιον της μετά την ακυρωτική απόφαση εύλογα να αποφανθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, αποφάσισε πως:
«To δεδικασμένο επέβαλλε νέα διερεύνηση των στοιχείων με σκοπό την τεκμηρίωση του απαιτούμενου βαθμού της «καλής γνώσης», υποχρέωση που η ΕΔΥ εκπλήρωσε με το να ζητήσει συγκεκριμένες πληροφορίες από το φορέα έκδοσης του πτυχίου του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Το περιεχόμενο της απάντησης από το ΤΕΙ Αθηνών σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της ΕΔΥ ως προς τα επισυνημμένα - τα οποία ήταν νέα στοιχεία, εκτός από το δελτίο βαθμολογίας και της βεβαίωσης που ήταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά την πρώτη απόφαση - συνιστούν επαρκή αιτιολόγηση βάσει της οποίας εύλογα θα μπορούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος να θεωρηθεί ότι κατείχε την «καλή γνώση» της αγγλικής. Ούτε ήταν υποχρεωμένη η ΕΔΥ να κατευθύνει την έρευνα της προς την υπαγωγή των όσων είχε ενώπιον της στην εγκύκλιο ώστε να τα αντιστοιχήσει με ένα από τα αποδεκτά τεκμήρια, αφού η κατοχή μιας ξένης γλώσσας στο συγκεκριμένο επίπεδο δεν αποδεικνύεται μόνο με την κατοχή των τεκμηρίων της εγκυκλίου που λειτουργούν ενδεικτικά (βλ. Υποθ. αρ. 1403/00 xxx Λοϊζου ν. Δημοκρατίας ημερομηνίας 27.9.2002 και Υπόθ. Αρ. 720/04 xxx Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27.10.2005)».
Έχοντας εκτιμήσει τα όσα οι συνήγοροι αναφέρουν σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου κρίνουμε πως ήταν απόλυτα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στην ανωτέρω κρίση, την οποία και επικροτούμε.
Το Τμήμα Ραδιολογίας και Ακτινολογίας του ΤΕΙ Αθηνών απέστειλε, όπως ανωτέρω λέχθηκε, το ωρολόγιο πρόγραμμα σπουδών, το περίγραμμα μαθημάτων του Τμήματος (συμπεριλαμβανομένου και του μαθήματος της ξένης γλώσσας) καθώς και την διδακτέα ύλη της αγγλικής γλώσσας, τα οποία και συνέκρινε και συσχέτισε με την απαίτηση για καλή γνώση της αγγλικής. Αυτά αποτελούσαν νέα στοιχεία, αφού ενώπιον της ΕΔΥ κατά τον πρώτο διορισμό, υπήρχε μόνον το «Δελτίο Βαθμολογίας» και «Βεβαίωση» ημερ. 22/9/2006, διά της οποίας γινόταν ενημέρωση ότι η ξένη γλώσσα ήταν η Αγγλική χωρίς περαιτέρω στοιχεία, πληροφορίες και διευκρινίσεις.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω νέα στοιχεία, η διδακτέα ύλη περιελάμβανε αναφορικά με τη ξένη γλώσσα δύο τομείς. Ο πρώτος περιείχε Γραμματική, χρήση λέξεων, αποτελεσματική, προφορική επικοινωνία, ανάπτυξη ικανότητας γραφής και ανάγνωσης. Ο δεύτερος τομέας είχε ως αντικείμενο την ορολογία που απαιτούσε «εκμάθηση της ξένης γλώσσας, όπως αυτή χρησιμοποιείται από το προσωπικό των εργαστηρίων ακτινολογίας-ραδιολογίας με ειδική έμφαση να δίνεται στην ορολογία της ειδικότητας και την προφορική επικοινωνία, μελέτη και μετάφραση κειμένων που ή περιέχουν όρους σχετικούς με την ειδικότητα».
Συνεπώς δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του συνηγόρου της αιτήτριας πως το ΕΜ εκείνο που διδάχτηκε ήταν μόνο την ορολογία η οποία χρησιμοποιείται από το εργαστήριο ακτινολογίας-ραδιολογίας.
Σύμφωνα δε με τα ίδια στοιχεία, το ΕΜ διδάχθηκε την αγγλική γλώσσα σε τέσσερα εξάμηνα επί τρεις ώρες την εβδομάδα και όχι απλώς για ένα εξάμηνο, όπως σημειώνει ο συνήγορος της εφεσείουσας στην αγόρευση του. Κρίνουμε πως η ΕΔΥ, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, εύλογα αποφάσισε με βάση τα ενώπιον της νέα στοιχεία ότι το ΕΜ κατείχε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν.
Αποτελεί πάγια αρχή ότι στα πλαίσια του δικαστικού ελέγχου το Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο, με βάση το ενώπιον της υλικό, η ΕΔΥ, εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο επίδικο συμπέρασμα (Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429).
Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την ΕΔΥ ν. Κούλουμου κ.α. (ανωτέρω), την οποία ο συνήγορος της εφεσείουσας επικαλείται, καθόσον σε εκείνη ρητά και ξεκάθαρα είχε κριθεί σε τρεις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις, ότι η αιτήτρια ουδέποτε ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας ως προς την υπ' αυτής κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου.
Οι υπόλοιποι λόγοι (3ος και 4ος), παρεπόμενοι του πρώτου λόγου, μέμφονται την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποία αποφάσισε ότι η ΕΔΥ συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο.
Η εισήγηση της εφεσείουσας είναι πως υπήρξε δεδικασμένο, αναφορικά με τη μη κατοχή του προσόντος της καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας και προς τούτο επικαλείται τα κάτωθι αποσπάσματα της ακυρωτικής απόφασης:
«.. Τα στοιχεία που η Επιτροπή είχε ενώπιον της δεν καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης της αγγλικής και ήταν ακριβώς η κατάλληλη περίπτωση για διεξαγωγή έρευνας από την ΕΔΥ για διερεύνηση των στοιχείων με σκοπό τη διαπίστωση κατά πόσο τα στοιχεία αυτά πραγματικά τεκμηρίωναν τον απαιτούμενο βαθμό της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας».
«Η Λαμπρατσιώτη δεν φαίνεται αν πληροί οποιοδήποτε από τα καθορισθέντα τεκμήρια. Έτσι καταλήγω ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας για τη διαπίστωση της κατοχής της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» και για το λόγο αυτό η προσφυγή ως προς τη Λαμπρατσιώτη επιτυγχάνει και ο διορισμός της θα πρέπει να ακυρωθεί.»
Από τα ανωτέρω αποσπάσματα και γενικότερα το όλο κείμενο της απόφασης στην προσφυγή xxx Ανδρέου ν. ΕΔΥ, υποθ. Αρ. 543/2007 ημερ. 22/7/2009, αποκαλύπτεται πως, εκείνο που αποφασίστηκε, είναι πως η ΕΔΥ δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα για τη διαπίστωση του απαιτούμενου προσόντος και όχι ότι το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το ΕΜ δεν ήταν κάτοχος του προσόντος.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι, ως αβάσιμοι, απορρίπτονται.
Γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο 2ο λόγο έφεσης για την εγκύκλιο με τα αποδεκτά τεκμήρια για γνώση της αγγλικής γλώσσας, την οποίαν η ΕΔΥ απέστειλε στο ΤΕΙ όταν εζητούντο τα πρόσθετα στοιχεία. Συγκεκριμένα είναι η εισήγηση, ότι ενώ ο επίδικος χρόνος ήταν το 2005 απεστάλη η εγκύκλιος του 2009 και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα αποφάσισε ότι περιείχε τις ίδιες πρόνοιες, δεν συνιστούσε παραβίαση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος, ούτε επέδρασε με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω επισημαίνουμε πως:
Η εγκύκλιος του 2009 επισυνάφθηκε ως τεκμήριο με την ένσταση της εφεσίβλητης ενώ η εγκύκλιος του 2005 ετέθη ως μέρος της αγόρευσης της εφεσίβλητης και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να συγκρίνει τις πρόνοιες τους και να εκφέρει την κρίση του περί τούτου.
Εν πάση περιπτώσει, η ΕΔΥ εκείνο που ζητούσε από το ΤΕΙ με την επιστολή της ημερ. 3/9/2009 ήταν η ενημέρωση της για τη διδακτέα ύλη της Αγγλικής γλώσσας, ώστε να αποφανθεί η ΕΔΥ περί της καλής γνώσης της από το ΕΜ και δεν παρουσιάζεται η αποστολή της εγκυκλίου, να διαμόρφωνε οποιαδήποτε κρίση του ΤΕΙ.
Πέραν τούτου ακόμη και να μην ήσαν ίδιες οι πρόνοιες της σταλείσας εγκυκλίου με εκείνες του έτους 2005, ουδόλως διαφοροποιούν το γεγονός ότι εκείνο που εζητείτο ήταν η πληροφόρηση από το ΤΕΙ, της διδακτέας ύλης και του χρόνου και διάρκειας διδαχής της γλώσσας, ώστε να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση της εκμάθησης της όπως αυτή διδασκόταν τα έτη φοίτησης του ΕΜ και την αποδοτικότητα του ΕΜ σε αυτήν. Το οποίο βέβαια δεν άλλαζε, ανάλογα με το χρόνο κατά τον οποίο εζητείτο η λήψη πληροφοριών για το πρόγραμμα σπουδών και της διδακτέας ύλης.
Κρίνουμε συνεπώς, πως ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στον τρόπο αξιολόγησης της ΕΔΥ και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το όλο ζήτημα.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €3000, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Α. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
/ΚΑσ