ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
GEORGHIOS MARKOU AND ANOTHER ν. REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE) (1968) 3 CLR 166
Ζακχαίου ν. Συμβ. Βελτ. Ορόκλινης (1992) 3 ΑΑΔ 551
Θεοδούλου Κλαίλια και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 796
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A574
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2021)
(ΠροσφυγήΑρ. ΔΚ24/2021)
15 Δεκεμβρίου 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές.]
XXX TRIUSHA
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση
____________________
Παναγιώτης Πιερίδης, για την Εφεσείουσα.
Νικολέττα Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα επεδίωξε και πέτυχε την ακύρωση του διατάγματος κράτησης της ημερ.8.2.2021, που είχε εκδοθεί δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000. Εντούτοις, η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν την άφησε πλήρως ή καθόλου ικανοποιημένη. Και αυτό γιατί το διάταγμα ακυρώθηκε στη βάση ότι ο Ν.6(Ι)/2000 δεν εφαρμοζόταν στην περίπτωση της, αφού δεν μπορούσε να θεωρείται ως αιτήτρια διεθνούς προστασίας στην έννοια του.
Την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλει με τέσσερις λόγους έφεσης. Με το λόγο έφεσης 1 καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι το διάταγμα είχε εκδοθεί από αρμόδιο πρόσωπο. Υποδεικνύει ότι εκδόθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και όχι τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως προνοεί το Άρθρο 9ΣΤ(2) του Ν.6(Ι)/2000. Με το λόγο έφεσης 2 προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί αιτήτρια διεθνούς προστασίας και ότι είχε απωλέσει την ιδιότητα της αυτή, αφού η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί του αρχικού της αιτήματος είχε περιέλθει στη γνώση της από την 8.7.2019 και δεν άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης εκείνης. Με το λόγο έφεσης 3 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα δεν προχώρησε να εξετάσει όλους τους λόγους ακύρωσης που ήγειρε η Εφεσείουσα. Τέλος, στο λόγο έφεσης 4 αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έκδωσε διαταγή ώστε η Εφεσείουσα να αφεθεί ελεύθερη.
Ζητήθηκε από τα μέρη να τοποθετηθούν ως προς το παραδεχτό της έφεσης, δεδομένης της επιτυχούς κατάληξης που είχε η πρωτόδικη διαδικασία για την Εφεσείουσακαι καταχωρίστηκαν συμπληρωματικά περιγράμματα.
Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας υποστήριξε ότι το μέρος της απόφασηςμε το οποίο κρίθηκε ότι η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να θεωρείται αιτήτρια διεθνούς προστασίας, είχε το αποτέλεσμα η διοίκηση, δεσμευμένη από το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης, να θεωρήσει την Εφεσείουσαως απαγορευμένο μετανάστη και να εκδοθεί εναντίον της νέο διάταγμα κράτησης ημερ.13.4.2021,[1] δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105. Απώλεσε, συνεπώς, η Εφεσείουσα όλα τα ευεργετήματα και πλεονεκτήματα που δικαιούταν να απολαμβάνει ως αιτήτρια διεθνούς προστασίας, δυνάμει του Ν.6(Ι)/2000. Κατά την εισήγηση του, έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο που επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντα της Εφεσείουσας, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις για να δικαιούται στην καταχώριση και προώθηση της έφεσης της.
Ως προς τη νομική πτυχή του ζητήματος, παρέπεμψε στο σύγγραμμα των Ανδρέας Σ. Αγγελίδης και Σίμος Α. Αγγελίδης, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο - Βασικές αρχές όπως διαμορφώθηκαν στα πλαίσια του άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Νόμου 33/64, των Διαδικαστικών Κανονισμών και των Νομολογιακών Λύσεων», έκδοση Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Λευκωσία 2011, στη συζήτηση που γίνεται σελ.198-204[2]με παραπομπές στη σχετική νομολογία (xxx Markou and Another v. Republic(MinisterofFinance) (1968) 3 C.L.R. 166, Ζακχαίου ν. Συμβ. Βελτ. Ορόκλινης (1992) 3 Α.Α.Δ. 551,Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3(B) Α.Α.Δ. 639, Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796, Παπαϊωάννου ν. Δήμου Πάφου (2007) 3 Α.Α.Δ. 393 και Χατζηγεωργίου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 82).
Στη βάση ότι η ακυρωτική απόφαση εξαλείφει τη διοικητική πράξη ή απόφαση και στην έφεση το Δικαστήριο εξετάζει πάλι τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης, η βασική θέση που αναδύεται είναι ότι εφόσον η διοικητική πράξη ή απόφαση ακυρώνεται, η έφεση από τον επιτυχόντα αιτητή είναι χωρίς αντικείμενο.
Ωστόσο, μπορεί υπό προϋποθέσεις η έφεση να έχει έρεισμα. ΣτηνΠαπαϊωάννου,η εφεσείουσα που είχε πρωτόδικα επιτύχει την ακύρωση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής που είχε εκδοθεί υπέρ τρίτου, στη βάση ενός λόγου ακύρωσης, εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση ζητώντας την ακύρωση τους και για επιπλέον λόγο που είχε προβάλει. Η μη εξέταση του επιπλέον λόγου δημιουργούσε δεδικασμένο και της στερούσε, σε περίπτωση επανέκδοσης κατά την επανεξέταση της ίδιας απόφασης, τη δυνατότητα να τονεπαναφέρει. Το Εφετείο ακύρωσε τις άδειες και για τον επιπλέον λόγο που είχε προβληθεί. Στην Θεοδούλου αναφέρθηκε ότι το πρώτο ερώτημα σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι το κατά πόσο το μέρος της δικαστικής απόφασης που εφεσιβάλλεται δημιουργεί δεδικασμένο, ενώ το δεύτερο ερώτημα είναι το κατά πόσο, ενόψει του δεδικασμένου για το οποίο γίνεται λόγος, επηρεάζεται συμφέρον του διαδίκου.
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πρώτα ότι το διάταγμα κράτησης δεν εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. Διαπίστωσε ότι ναι μεν εκδόθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και όχι τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως προνοεί το Άρθρο 9ΣΤ(2) του Ν.6(Ι)/2000, όμως υπήρχε εκχώρηση από τον Υπουργό των εξουσιών του δυνάμει του Άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962, Ν.23/1962. Αυτή η επιμέρους κρίση, που προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 1, καλύπτεται από την κρίση που προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 2, ό,τι δηλαδή η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να θεωρείται αιτήτρια διεθνούς προστασίας. Εφόσον ο Ν.6(Ι)/2000 δεν είχε εφαρμογή, ποιος είχε την εξουσία να εκδώσει διάταγμα κράτησης προσώπου δυνάμει των διατάξεων του ήταν αδιάφορο.
Η προσφυγή λοιπόν κρίθηκε στη βάση ότι δεν είχε εφαρμογή ο νόμος δυνάμει του οποίου είχε εκδοθεί το διάταγμα κράτησης. Το Εφετείο κατά την αναθεωρητική έφεση δεν ασκεί πρωτογενή κρίση επί διοικητικών θεμάτων και δεν μπορεί να αποφανθεί σε σχέση με τους λόγους ακυρότητας που η Εφεσείουσα ήγειρε πρωτόδικα (Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθ. Έφ. 95/2012, ημερ.6.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344). Προκύπτει ότι, στην περίπτωση που η έφεση θεωρηθεί παραδεχτή και επιτύχει αναφορικά με το λόγο έφεσης 2, που είναι η πεμπτουσία του παραπόνου της Εφεσείουσας, και απορριφθεί ο λόγος έφεσης 1, τότε θα πρέπει να παραμερίσουμε την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψουμε την υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να τύχουν εξέτασης οι λόγοι ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν. Σε τέτοια περίπτωση, θα αναβιώσει το ακυρωθέν διάταγμα κράτησης, με επακόλουθο τη στέρηση της ελευθερίας της Εφεσείουσας η οποία πρωτοδίκως έχει πετύχει την ακύρωση του και αφέθηκε ελεύθερη, ανεξάρτητα εάν στη συνέχεια διατάχτηκε η κράτηση της σε άλλη βάση. Πρόκειται για παραδοξότητα που σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να επιτραπεί να συμβεί, δηλαδή η Εφεσείουσα που πέτυχε πρωτόδικα την ακύρωση του διατάγματος κράτησης της, να τεθεί ξανά υπό κράτηση στη βάση του, ως αποτέλεσμα δικής της έφεσης, χωρίς η πρωτόδικη απόφαση να έχει εφεσιβληθεί από τη Δημοκρατία. Αυτό που κατ' ουσία ζητά η Εφεσείουσα είναι να ανατρέψουμε το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η επιτυχία της πρωτόδικα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο σε έφεση της άλλης πλευράς. Δεν θα μπορούσε να επιτραπεί ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης από τον επιτυχόντα διάδικο.
Στις υποθέσεις όπου συζητήθηκε το δικαίωμα καταχώρισης έφεσης από επιτυχόντα διάδικο δεν εγειρόταν τέτοια παραδοξότητα. Στη xxx Markou, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ακυρώσει την πράξη της διοίκησης, ωστόσο, προχώρησε περισσότερο και αποφάσισε την έκταση του δικαιώματος του αιτητή, κατά τρόπο που, κατά τον ίδιο έβλαπτε τα δικαιώματα του. Με την έφεση του επιδίωξε τον παραμερισμό του μέρους εκείνου της απόφασης. Κρίθηκε ότι η έφεση δεν ήταν παραδεκτή. Σε ό,τι αφορά την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης της Εφεσείουσας, επισημαίνεται ότι στην xxx Markouδεν αμφισβητείτο ότι ορθά είχε ακυρωθεί η πράξη της διοίκησης, για τους λόγους που είχε πρωτόδικα αποφασιστεί. Το ίδιο και στη Ζακχαίου, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την ακύρωση της πράξης της διοίκησης προχώρησε να διευκρινίσει τί δικαιούτο ο εφεσείων. Στην Αργυρού έγινε πρωτόδικα αποδεχτός ένας λόγος ακύρωσης και ακυρώθηκε η πράξη, όμως ο αιτητής ήθελε να αναθεωρηθεί από την Ολομέλεια η πρωτόδικη απόφαση, ώστε να εξεταστούν και αποφασιστούν όλοι οι λόγοι που πρόβαλε πρωτόδικα για την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Δεν αμφισβητούσε την ορθότητα της ακύρωσης για το λόγο που είχε γίνει αποδεχτός. Το ίδιο και στη Χατζηγεωργίου. Στην Παπαϊωάννου οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώθηκαν από το Eφετείο και για πρόσθετο λόγο ακύρωσης, πέραν εκείνου για τον οποίο ακυρώθηκαν πρωτόδικα, τον οποίο δεν αφορούσε η έφεση.
Η νομολογία που υπάρχει επί του ζητήματος, αφορά στηνυπό προϋποθέσεις δυνατότητα καταχώρησης έφεσης για την ανατροπή επιμέρους κρίσεων, χωρίς να πλήττεται το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Δεν μπορεί, ως θέμα αρχής, να επιτραπεί στον επιτυχόντα διάδικο να επιδιώξει την ανατροπή του ακυρωτικού αποτελέσματος.
Καταλήγουμε ότι η έφεση δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Το διάταγμα αυτό δεν έχει προσβληθεί με προσφυγή και ο σχετικός χρόνος έχει προ πολλού παρέλθει.
[2] Τα ίδια επακριβώς αναφέρονται και στη Β΄ έκδοση, 2020, του συγγράμματος, σελ.244-250.