ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C527
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3/2015)
1 Νοεμβρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
XXX MEHMET,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσίβλητου-Καθ' ου η Αίτηση.
____________________
Κωνσταντίνα Κώστα (κα), για Σπύρο Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Λαμπρινή Λάμπρου-Ουστά (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
____________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: O εφεσείων είναι Τουρκοκύπριος, γεννηθείς στην Πόλη Χρυσοχούς, επαρχία Πάφου, το 1959. Με την παρούσα έφεση, προσβάλλει την απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (το Δικαστήριο), να επικυρώσει απόφαση της διοίκησης, με την οποία τού αποστερείται, όπως είναι η θέση του, η δυνατότητα να εκμεταλλεύεται και να διαχειρίζεται ο ίδιος, προσωπικά, την περιουσία του που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Το θέμα, βέβαια, το οποίο εγείρεται πιο πάνω, ως εκ της φύσεώς του, είναι θεμελιακό. Ωστόσο, με βάση τα γεγονότα που περιέβαλλαν την προώθησή του, προέχει η εξέταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής με την οποία ο εφεσείων προσέβαλε την προαναφερθείσα διοικητική απόφαση. Το θέμα τούτο ετέθη αυτεπάγγελτα από το Εφετείο, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση είναι κοινώς αποδεκτά από τις δύο πλευρές. ΄Οπως προκύπτει από αυτά, ο εφεσείων, το 1974, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, εγκατέλειψε τις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και εγκαταστάθηκε, μαζί με τον πατέρα και τα πέντε αδέρφια του, σε περιουσίες ελληνοκυπρίων προσφύγων, οι οποίες τούς παραχωρήθηκαν από τις κατοχικές αρχές στην κατεχόμενη Μόρφου. Είναι παντρεμένος με Τουρκοκύπρια και, από το 1976, διαμένει στην Πύλα. Η μητέρα του, η οποία απεβίωσε προ της εισβολής, το 1971, είχε εγγεγραμμένη στο όνομά της ακίνητη ιδιοκτησία στην Πόλη Χρυσοχούς και, συγκεκριμένα, τρία κτήματα, με αριθμούς τεμαχίων 829, 834 και 835, του Φ/Σχ. XX/6XXXXX2, (τα κτήματα). Αυτά μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα στις 26.4.2011, στο πλαίσιο αίτησης διαχείρισης που είχε καταχωριστεί το 2006 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.
Ο εφεσείων, μετά την έκδοση των σχετικών τίτλων ιδιοκτησίας στο όνομά του, αξίωσε, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 17.5.2011, από τον Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, (ο Κηδεμόνας), δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/1991), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), την αποδέσμευση των κτημάτων του από την κηδεμονία, ούτως ώστε, όπως έχει προαναφερθεί, να έχει ο ίδιος προσωπικά τη δυνατότητα εκμετάλλευσης και διαχείρισής τους. To αίτημά του απορρίφθηκε στις 16.10.2012, με το αιτιολογικό ότι επρόκειτο για οικογενειακή περιουσία, έναντι της οποίας είχε παραχωρηθεί στα πέντε αδέρφια του, από το κατοχικό καθεστώς, ελληνοκυπριακή περιουσία, δηλαδή σπίτια και χωράφια στην κατεχόμενη Μόρφου. Το κύρος της πιο πάνω απορριπτικής διοικητικής απόφασης αμφισβητήθηκε με την προαναφερθείσα προσφυγή, στη βάση, μεταξύ άλλων, ότι αυτή ήταν το αποτέλεσμα πραγματικής και νομικής πλάνης, αναφορικά με το κατά πόσον ο εφεσείων και τα κτήματά του ενέπιπταν στην έννοια των όρων «Τουρκοκύπριος» και «τουρκοκυπριακή περιουσία», όπως αυτή αποδίδεται στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου.
Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και ανέλυσε τις σχετικές πρόνοιες των άρθρων 2 και 3 του Νόμου, ασχολήθηκε, κατά προτεραιότητα, με το κατά πόσον ο εφεσείων, δεδομένου ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στην Πύλα, είναι «Τουρκοκύπριος», κατά την έννοια του άρθρου 2 του Νόμου. Τούτο ορίζει ότι «Τουρκοκύπριος» «σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές .». Αφού απάντησε αρνητικά το πιο πάνω ερώτημα, εξέτασε κατά πόσον ο εφεσείων, από το γεγονός και μόνο ότι αυτός δεν ενέπιπτε στον όρο «Τουρκοκύπριος», μπορούσε να θεμελιώσει την αξίωσή του για άρση της κηδεμονίας των κτημάτων του, τα οποία, κατά την ημερομηνία θέσπισης του Νόμου, στις 26.4.1991, ενέπιπταν στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία[1]». H απάντηση ήταν αρνητική. Ανέφερε, σχετικά, τα εξής:-
«Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι αρνητική καθότι σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 3 του Νόμου οι κληρονόμοι του αρχικού ιδιοκτήτη των κτημάτων κατέχουν Ε/Κ περιουσίες στις κατεχόμενες περιοχές και ο αιτητής γράφτηκε ως ιδιοκτήτης των εν λόγω κτημάτων με μερίδιο το όλο μετά από αποποίηση των κληρονομικών δικαιωμάτων των πέντε αδελφών του που κατέχουν Ε/Κ περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές. Πρόκειται δηλαδή, όπως ορθά αποφάσισε ο Κηδεμόνας, για οικογενειακή (Τ/Κ) περιουσία και η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή ήταν εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας».
Με την έφεση, αμφισβητείται η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου. Προβλήθηκαν, προς τούτο, αριθμός λόγων, οι οποίοι αναπτύχθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος και απαντήθηκαν από τον εφεσίβλητο, με προεξάρχοντα ζητήματα το κατά πόσον, υπό τις περιστάσεις, ο εφεσείων είναι «Τουρκοκύπριος» και τα κτήματα συνιστούν «τουρκοκυπριακή περιουσία», μέσα στην έννοια του Nόμου. Κατά την ακρόαση, όμως, της έφεσης και δεδομένου ότι ο εφεσείων, με την προαναφερθείσα αξίωσή του προς τον Κηδεμόνα, ήγειρε θέμα περί παραβίασης του ΄Αρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (Ε.Σ.Δ.Α.), το Εφετείο έθεσε, αυτεπάγγελτα, θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, υπό το φως των προνοιών του άρθρου 6Α του Νόμου, να επιληφθεί της προσφυγής. Το εν λόγω άρθρο, στην έκταση που ενδιαφέρει την υπόθεση, έχει ως εξής:-
«6Α.(1) Η παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή και τα Πρωτόκολλά της που κυρώθηκαν από τη Δημοκρατία λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου, είναι αγώγιμη.
(2) Πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου στη δική του περίπτωση παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα που κατοχυρώνει η πιο πάνω Σύμβαση ή και τα Πρωτόκολλά της, δικαιούται, εάν απορριφθεί σχετικό αίτημά του στον Υπουργό, να προσφύγει στο επαρχιακό δικαστήριο με αγωγή κατά της Δημοκρατίας και του Κηδεμόνα για την κατ' ισχυρισμόν παραβίαση και να αξιώσει για την παραβίαση τις θεραπείες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο:
Νοείται ότι σε περίπτωση που οι αιτούμενες θεραπείες περιλαμβάνουν αξίωση του ιδιοκτήτη για διάταγμα του δικαστηρίου να του αποδοθεί περιουσία του η οποία τελεί υπό καθεστώς διαχείρισης δυνάμει του παρόντος Νόμου, η αγωγή στρέφεται επίσης κατά του προσώπου που νόμιμα κατέχει την περιουσία.
....................................................................................................»
Eμφανώς, το ζήτημα είναι δικαιοδοτικής φύσεως και, συνεπώς, δημοσίας τάξεως. Ως εκ τούτου, παρόλο που αυτό δεν απασχόλησε πρωτόδικα, παρέχεται στο Εφετείο η δυνατότητα αυτεπάγγελτης (ex proprio motu) έγερσης και εξέτασής του, (βλ. Δημοκρατία v. Mατθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452 και Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Για το λόγο τούτο, κλήθηκαν οι συνήγοροι να επιχειρηματολογήσουν, ειδικά, επί του θέματος κατά πόσον ο εφεσείων θα έπρεπε, δυνάμει της πρόνοιας στο άρθρο 6Α(2) του Νόμου, να στραφεί με αγωγή κατά του Κηδεμόνα στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος επέμεινε ότι η διαφορά εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η διατύπωση του άρθρου 6Α, εισηγήθηκε, δεν απαγορεύει την καταχώριση προσφυγής. Επεσήμανε, παράλληλα, ότι η παρεχόμενη στο άρθρο 6Α θεραπεία είναι διαφορετική από εκείνην του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, η οποία αφορά τη διοικητική απόφαση. Η συνήγορος εκ μέρους της Δημοκρατίας εισηγήθηκε, σχετικά, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 6Α είναι η υποβολή σχετικού αιτήματος στον Κηδεμόνα και ότι το καθοριστικό στοιχείο, σε τέτοια περίπτωση, είναι το περιεχόμενο του αιτήματος που υποβάλλεται σε αυτόν. Εξέφρασε δε την άποψη ότι εναπόκειται στον αιτητή να επιλέξει την καταλληλότερη, υπό τις περιστάσεις, θεραπεία.
Στην υπό κρίση περίπτωση, τα έγγραφα του φακέλου της υπόθεσης αποκαλύπτουν ότι, όπως έχει προαναφερθεί, ο εφεσείων, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 17.5.2011, αποτάθηκε στον Κηδεμόνα, αξιώνοντας την άρση της διαχείρισης, από εκείνον, των ακινήτων του. Ο λόγος, όπως εξηγείτο, ήταν επειδή τα ακίνητα δεν ενέπιπταν στις πρόνοιες του Νόμου. Στην ίδια επιστολή, περιέχεται ισχυρισμός ότι αυτός, ως μόνιμος κάτοικος Κύπρου στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, έχει τη δυνατότητα, ό ίδιος, προσωπικά, να εκμεταλλεύεται και να διαχειρίζεται την περιουσία του ελεύθερα, «άνευ οιουδήποτε προσκόμματος ή ειδικής άδειας ή συγκαταθέσεως» από μέρους του Κηδεμόνα ή άλλης αρχής, «ώστε ο περιορισμός αυτός να προκαλεί δυσμενή και αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος του έναντι των άλλων Κυπρίων Πολιτών, κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος ως επίσης και κατά παράβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου Ευρωπαϊκής Συνθήκης Περί Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Προφανώς, επειδή δεν υπήρξε έγκαιρη ανταπόκριση, ο εφεσείων επανέλαβε την αξίωσή του, με νέα επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 19.4.2012. Τελικά, με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 16.10.2012, αυτός ενημερώθηκε για την απόρριψη του πιο πάνω αιτήματός του. Στην προσφυγή που καταχωρίστηκε στις 27.11.2012 εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Κηδεμόνα, ο εφεσείων συμπεριέλαβε δεκατρία νομικά σημεία, εκ των οποίων το νομικό σημείο αρ. 6 αναφέρεται σε παραβίαση, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του ΄Αρθρου 1[2] του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
Σε δύο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχει λεχθεί ότι η πρόνοια του άρθρου 6Α(2) είναι δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση xxx Χακκή v. Aρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2012, 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A524, τονίστηκαν τα εξής:-
«Πασιφανώς, η πιο πάνω πρόνοια έχει ως σκοπό την προώθηση, δικαστικώς, του δικαιώματος που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6Α και καθιστά αγώγιμη την παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Σύμβαση ή και τα Πρωτόκολλά της. Η τήρηση της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (2) που ακολουθεί και αφορά στην υποβολή σχετικού αιτήματος στον Υπουργό Εσωτερικών και στην απόρριψη αυτού, αποτελεί προϋπόθεση, για να είναι επιτρεπτή προσφυγή ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την έγερση της κατάλληλης αγωγής προς τον πιο πάνω σκοπό. Σε περίπτωση μη τήρησης της διαδικασίας αυτής, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται, ουσιαστικά, εξουσίας να επιλαμβάνεται τέτοιας αγωγής».
Στην υπόθεση xxx Masar v. Kυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε200/2014, 30.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:D455, υπογραμμίστηκε ότι η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται «ειδικά» στο εδάφιο (2) του άρθρου 6Α, δηλαδή η υποβολή σχετικού αιτήματος στον Υπουργό Εσωτερικών και η απόρριψή του, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να είναι επιτρεπτή η προσφυγή ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την έγερση της κατάλληλης αγωγής, προς τον πιο πάνω σκοπό. Υποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι, σε περίπτωση μη τήρησης της συγκεκριμένης διαδικασίας, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται εξουσίας να επιληφθεί τέτοιας αγωγής.
΄Οσον αφορά την παρούσα υπόθεση, παρατηρείται ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 6Α(2) έχουν τηρηθεί, με την υποβολή του αιτήματος ημερομηνίας 17.5.2011 προς τον Κηδεμόνα και την απόρριψή του στις 16.10.2012. Επίσης, παρατηρείται ότι, στην προσφυγή, όπως και στην έφεση, σε συνέπεια με το προαναφερθέν αίτημα, περιέχεται ισχυρισμός ότι η, δυνάμει του Νόμου, άσκηση της κηδεμονίας των κτημάτων από τον Κηδεμόνα παραβιάζει το ΄Αρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που αφορά στο δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας, ώστε να επιβεβαιώνεται η δημιουργία του προαναφερθέντος αγώγιμου δικαιώματος, για τη διάγνωση του οποίου αποκλειστική δικαιοδοσία έχει, βάσει του Νόμου, το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Aυτό που, κατά κύριο λόγο, αξίωνε ο εφεσείων με το αρχικό αίτημα και τα δικαστικά διαβήματα που ακολούθησαν την απόρριψή του ήταν η άρση της επέμβασης του Κηδεμόνα στα κτήματα, επέμβαση η οποία, κατά την άποψή του, παραβιάζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Οι πρόνοιες του άρθρου 6Α εισήχθησαν στο Νόμο στις 7.5.2010, με τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικό) Νόμο του 2010, (Ν. 39(Ι)/2010). Αποσκοπούν, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, στη δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος και στην παροχή δυνατότητας, υπό τη μορφή ενός εσωτερικού ένδικου μέσου, για την εξέταση, σε εθνικό επίπεδο, με βάση τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (Ε.Δ.Α.Δ.), ισχυρισμών για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αξιώσεων αποζημίωσης, πριν ή αντί προσφυγής στο Ε.Δ.Α.Δ. Συνεπώς, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου η επίκληση παραβίασης δικαιώματος κατοχυρωμένου στην Ε.Σ.Δ.Α. από την εφαρμογή του Νόμου θεμελιώνει αγώγιμο δικαίωμα, η εξέταση του συγκεκριμένου ισχυρισμού μπορεί να γίνει μόνο στα πλαίσια αγωγής. Συνακόλουθα, το Επαρχιακό Δικαστήριο κέκτηται αποκλειστική δικαιοδοσία επί του συγκεκριμένου θέματος.
Πρόκειται για ειδική δικαιοδοσία, (βλ. xxx Masar v. Kυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., ανωτέρω), η οποία συμβαδίζει με το νομολογιακό αξίωμα ότι οι διαφορές αναφορικά με το κατά πόσον υπάρχει παράνομη επέμβαση του Κηδεμόνα εμπίπτουν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, (βλ. Ahmet κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 135). ΄Οπως ήταν η περίπτωση στην τελευταία υπόθεση, έτσι και στην παρούσα, η διαχείριση της περιουσίας του εφεσείοντος από τον Κηδεμόνα δεν ήταν αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, αλλά ήταν αποτέλεσμα εφαρμογής του Νόμου και, δη, του άρθρου 5 αυτού, το οποίο παρέχει στον Κηδεμόνα, για σκοπούς άσκησης της αρμοδιότητάς του, όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας. Σε συμφωνία δε με την κατάληξη της Ολομέλειας στην Ahmet κ.ά. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, εφόσον προσδιορίζεται ως επίδικο ζήτημα το κατά πόσον υπάρχει, συγχρόνως, παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα, το θέμα εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και, κατά πάγια νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €1.500,00.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/ΜΠ
[1] «'τουρκοκυπριακή περιουσία' περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία·»
[2] Εκ παραδρομής, γίνεται αναφορά σε ΄Αρθρο 14, όμως δεν υπάρχει τέτοιο άρθρο στο συγκεκριμένο Πρωτόκολλο.